Πώς κυρίως, στην τωρινή ιστορική φάση, μετά την τεράστια και βαθιά χρεοκοπία των οργάνων, των μεθόδων, και της πρακτικής του αλλοτινού κινήματος, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί, μέσα στην καθολική σιωπή της κοινωνίας μια καινούργια πολιτική πράξη;
Από το δελτίο του Socialisme ou Barbarie σχετικά με τη διακοπή της έκδοσής του και τη διάλυση της ομάδας (1967)
Τα προβλήματα που τίθενται στην κοινωνία μας αφορούν το 90% ή το 95% του πληθυσμού. Θα επανέλθει αυτός ο πληθυσμός σε μια φάση πολιτικής δραστηριότητας; Φυσικά και δεν το ξέρω· είναι όμως προφανές ότι απ’ αυτή την άποψη διάγουμε μια πολύ σκοτεινή φάση.
Κ. Καστοριάδης (1987)
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διάχυτη απαισιοδοξία μας οφείλεται στο γεγονός ότι οι δικές μας ιδέες δεν έχουν ανταπόκριση. Στο βαθμό που μπορούμε να είμαστε αυτοστοχαστικοί, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο και ότι το πρόβλημα είναι η ολοκληρωτική λήθη της πολιτικής, ακόμα και των ετερόνομων μορφών της. Δύσκολα βρίσκεις πια έστω ένα συνεπή σταλινικό. Έχει καταργηθεί το πεδίο όπου ένας τέτοιος θα εμφανίζονταν. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτή η διαπίστωση βασίζεται στην γενικότερη πεποίθησή μας ότι εδώ και μερικές δεκαετίες έχουμε περάσει από τις παραδοσιακές μορφές ετερονομίας σε ένα νέο κοινωνικοϊστορικό καθεστώς, την κοινωνία της ασημαντότητας, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ύπαρξη του κενού νοήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται και προϋποθέτει.
ομάδα Αυτονομία ή βαρβαρότητα (2007)
Με αφορμή τις συζητήσεις που ακολούθησαν (είτε μέσω του παρόντος μπλογκ είτε γενικότερα) την εκδήλωση για τα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Καστοριάδη που διοργανώσαμε, η ομάδα έχει, για πρώτη φορά ίσως, κάποιο feedback απ’ την πλευρά αυτών που παρακολουθούν τη δράση και τις ιδέες της. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς μας βοηθά να ζυγίσουμε την ορθότητα της ανάλυσης και των μεθόδων μας και να δούμε μήπως χρειάζεται να διορθώσουμε ή να απορρίψουμε πράγματα που μέχρι τώρα θεωρούσαμε σωστά. Στα πλαίσια αυτής μας της πεποίθησης κρίνουμε σκόπιμο να πούμε δυο λόγια για ένα κεντρικό θέμα των θεωρητικών μας αναλύσεων το οποίο, όπως φαίνεται, δεν έχει γίνει όσο –και όπως- θα θέλαμε κατανοητό.
Πρόκειται για την ανάλυσή μας περί της απάθειας που επικρατεί στις μέρες μας και γενικότερα περί του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούμε και ερμηνεύουμε την ιδέα του Καστοριάδη για την άνοδο της ασημαντότητας. Υπενθυμίζουμε, προτού προχωρήσουμε, ότι οι βασικές μας ιδέες επί του θέματος έχουν εκτεθεί λεπτομερώς σε τρία κείμενά μας: στο τελευταίο κομμάτι της διακήρυξής μας «Αυτονομία ή βαρβαρότητα» («Τι είναι η βαρβαρότητα»), στην προκήρυξή μας «Η δημιουργικότητα στην εποχή του κενού», που μοιράσαμε στο τελευταίο jazz φέστιβαλ, και στον απολογισμό των τριών χρόνων της ομάδας που κάνουμε στην ανακοίνωση «Αντιμέτωποι με την κοινωνία της απάθειας - Σκέψεις με αφορμή τα τρία χρόνια από την ίδρυση της ομάδας» (όλα διαθέσιμα στο παρόν μπλογκ). Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σ’ αυτά τα κείμενα για να δει τις βασικές μας ιδέες επί του θέματος. Ως εκ τούτου, εδώ δε θα επαναλάβουμε αυτά που έχουμε ήδη πει, αλλά θα παράσχουμε μόνο κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή, ακόμη κι όταν συμφωνούν με τη γενική γραμμή της ομάδας, παρουσιάζονται είτε διστακτικοί είτε καθαρά αρνητικοί απέναντι στην επιμονή μας να υποστηρίζουμε ότι η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία απάθειας, όχι μόνο στο στενά πολιτικό πεδίο, αλλά σε όλες τις σφαίρες της κοινωνική ζωής. Ακόμη και άνθρωποι που δε βαυκαλίζονται με φενακισμούς και δεν προσπαθούν να βρουν σήμερα «κοινωνικούς ανταγωνισμούς» που δεν υπάρχουν, μας προσάπτουν ότι είμαστε υπερβολικοί στις εκτιμήσεις μας, δεδομένου μάλιστα ότι χρησιμοποιούμε στην ανάλυσή μας τον πολύ βαρύ όρο «βαρβαρότητα». Για εμάς, η εμμονή μας σε αυτή την απάθεια έχει να κάνει με δύο ζητήματα: καταρχάς με το γεγονός ότι η θεωρία υπάρχει ως διαύγαση της δράσης και ότι, κατά συνέπεια, μια λανθασμένη κοινωνιολογική ανάλυση θα οδηγούσε σε άστοχες και αποπροσανατολιστικές δράσεις (πράγμα που συμβαίνει με όλες σχεδόν τις ομάδες που δεν παραδέχονται τη σημερινή απάθεια)· εν συνεχεία έχει να κάνει με το ότι η σύγχρονη κοινωνία θα πρέπει να νοηθεί ως ένα νέο καθεστώς, με τα εντελώς ιδιαίτερα προβλήματα που του αντιστοιχούν κι όχι να περνιέται απλώς ως μια φάση «ύφεσης» του κινήματος. Το θέμα, ως εκ τούτου, από θεωρητικής απόψεως είναι το εξής: δεχόμαστε ή όχι ότι η σύγχρονη κοινωνία συνιστά ιστορική καινοτομία, μια μορφή κοινωνικού καθεστώτος που ξεφεύγει τόσο από μια παραδοσιακή μορφή ετερονομίας –με όλα τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ο Καστοριάδης- όσο και από τις μέχρι τώρα ιστορικές μορφές κατάρρευσης και αποσύνθεσης περασμένων κοινωνικών θεσμίσεων[1];
Εμείς νομίζουμε ότι αυτό καθίσταται σαφές από την ανάλυσή μας για τη διάκριση μεταξύ κοινωνικής κρίσης και κοινωνικής αποσύνθεσης όσο και από το γεγονός ότι η ετερόνομη κοινωνία λειτουργεί «ομαλά» και δεν έχει να αντιμετωπίσει φαινόμενα όπως το κενό νοήματος, το ξέφτισμα των αξιών, ο σχεδόν ολικός κυνισμός, η κρίση της διαδικασίας ταύτισης και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Δεδομένου ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε δει κανένα επιχείρημα από την πλευρά όσων αμφισβητούν την ανάλυσή μας, παραθέτουμε μια σειρά συλλογισμών οι οποίοι στηρίζουν τη θέση μας και οι οποίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια περαιτέρω συζήτηση.
1. Το γεγονός ότι ο Καστοριάδης τόνιζε πάντοτε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που εδώ κι εκεί συνεχίζουν να αντιστέκονται ή πως στις επιστολές της Le Monde υπάρχουν ακόμη υγιείς και ορθές απόψεις δεν αναιρεί αυτό που λέμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σύγχρονη κοινωνία προέρχεται από έναν επαναστατικό κλονισμό σχεδόν δίχως προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία, σε ό,τι αφορά στην έκταση και το εύρος του. Η κατάσταση κρίσης της δυτικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ήταν μια περίοδος όπου τέθηκαν υπό αμφισβήτηση όχι μόνο οι καπιταλιστικοί θεσμοί, αλλά και θεσμοί που υπάρχουν από απομνημονεύτων ετών (όπως για παράδειγμα η πατριαρχική ιδεολογία). Είναι απολύτως λογικό και επόμενο ότι μετά απ’ αυτό το άνοιγμα θα επιβιώνουν ακόμη κριτικές φωνές και προσπάθειες αμφισβήτησης. Αν δε συνέβαινε αυτό, όλοι εμείς που συζητάμε εδώ μέσα θα ήμασταν ιστορικά λάθη.
2. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα στη γενική αποσύνθεση που επικρατεί, η αδυναμία της κοινωνίας να δημιουργήσει καινούργιους θεσμούς και σημασίες φέρνει στην επιφάνεια ένα κενό που πρέπει με κάποιον τρόπο να καλυφθεί. Δεν είναι περίεργο που μέσα σ’ αυτό το κενό μπορούν και επιβιώνουν απόψεις κριτικές και επαναστατικές. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι αφενός το ότι αυτές αποτελούν κατάλοιπα παλαιότερων κοινωνικών θεσμίσεων και ότι αφετέρου –και ως συνέπεια του προηγούμενου- είναι αποκομμένες από την κοινωνία και περιθωριακές. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ακόμη και κατακτήσεις του παρελθόντος, τόσο στο ιδεολογικό, όσο και στο πολιτικό –ή ακόμη και συνταγματικό/νομικό επίπεδο- που συνεχίζουν ακόμη να υφίστανται, δεν εκφράζουν το ζωντανό φαντασιακό της κοινωνίας, αλλά είναι βυθισμένες στην ανυποληψία και στην αδιαφορία. Αυτό που μάλιστα δείχνει να έχει χαθεί είναι αυτή η συνοχή της κοινωνικής θέσμισης η οποία καθιστούσε παλιότερα δυνατή την αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνίας και των διάφορων κινημάτων (επαναστατικών, καλλιτεχνικών κ.λπ.) που αναδύονταν μέσα απ’ αυτήν. Σήμερα οι επαναστατικές αξίες είναι περιορισμένες σε προσπάθειες εντελώς αποκομμένες από την κοινωνία, μπερδεμένες πολύ συχνά με τις διάφορες υποκουλτούρες και το lifestyle και κυριαρχημένες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από χρεοκοπημένες ιδεολογίες. Και όταν δε συμβαίνει αυτό, οι εκπρόσωποί τους είναι, στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, άνθρωποι που ανήκουν είτε σε παλαιότερες γενιές είτε σε γενιές που σιγά σιγά αποσύρονται απ’ τη σκηνή.
3. Υπό αυτή την έννοια είναι καθήκον υψίστης σημασίας να αναλύσουμε το πώς σκέφτονται σήμερα οι νέοι, αυτοί δηλαδή που θα αποτελέσουν τις μελλοντικές γενιές. Αν το κάνουμε αυτό, θα δούμε ότι πολλές απ’ τις ιδέες με τις οποίες υφαίνουμε τους συλλογισμούς μας, στην πραγματικότητα έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Αν αναλύσουμε φαινόμενα όπως η πολύ υψηλή χρήση ναρκωτικών (η οποία δε συνδέεται με κανενός είδους φαντασιακή ή τελετουργική νομιμοποίηση ή δικαιολόγηση, όπως συνέβαινε σε παλαιότερες κοινωνίες[2]), οι ιδιάζουσες αναχωρητικές τάσεις που εκφράζονται μέσα απ’ τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού και της αντικατάστασης της κοινωνίας από πλήθος μικροομάδων ή απ’ τη μανιώδη ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια που απαιτούν το ολικό δόσιμο του παίχτη[3] αλλά και την εμφάνιση συμπεριφορών όπως αυτή των παιδιών που ακολουθούν το Emo lifestyle[4], τότε βλέπουμε πως οι κοινωνικοϊστορικές τάσεις που εκφράζονται ημιυπογείως και δίνουν το στίγμα της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι και οι πιο ενθαρρυντικές.
Όπως πολύ σωστά παρατήρησαν μερικοί φίλοι και φίλες, είναι ουσιώδους σημασίας για την ανάλυση μιας επαναστατικής ομάδας να προσπαθούμε να διακρίνουμε και να φωτίζουμε τάσεις, έστω υπόρρητες, οι οποίες δείχνουν να αμφισβητούν το καθεστώς και να κατευθύνονται προς την αυτονομία. Αυτό έκαναν το S. ou B., η Καταστασιακή Διεθνής και ομάδες σαν την ILO και την ICO (ασχέτως αν συμφωνεί κανείς με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η καθεμιά τους). Στο βαθμό που μπορούμε το κάνουμε κι εμείς αυτό. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας όμως μας κάνει να λέμε ότι δεν υπάρχει κάποια υπόγεια τάση προς την αυτονομία ή, τουλάχιστον, προς την αμφισβήτηση του συστήματος. Μπορεί να εμφανιστεί αύριο, μπορεί και σε δέκα χρόνια: σήμερα πάντως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Όπως το λέμε και πιο κάτω, οι κινήσεις –σπασμωδικές και μερικές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους- που συνεχίζουν να αντιστέκονται στην άνοδο της ασημαντότητας είναι κινήσεις αμυντικές και μερικές, έκφραση των υπολειμμάτων του δυτικού παρελθόντος που συνεχίζουν ακόμη να επιβιώνουν. Αν ψάξουμε όμως για κάτι καινούργιο, γι’ αυτό που φέρνει στο φως η σύγχρονη κοινωνία, τότε μάλλον τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι άνθρωποι (στις δυτικές κοινωνίες) έχουν βολευτεί με την παρούσα μορφή του συστήματος και δεν κάνουν την παραμικρή κίνηση για το ξεπέρασμά του. Αυτό μάλλον εξηγεί και την εμμονή του πλήθους των μερικών κινημάτων που υπάρχουν στις μέρες μας να μη θέτουν ποτέ το ζήτημα της συνολικής αλλαγής της κοινωνίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα επαναστατικά κατάλοιπα περασμένων δεκαετιών τείνουν περισσότερο να αναμειχθούν με το lifestyle και τη διασκέδαση, παρά να εμπνεύσουν νέους αγώνες και προσπάθειες.
4. Αυτό που έχει σημασία απ’ τη σκοπιά της επαναστατικής θεωρίας είναι να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τις τάσεις που διαφαίνονται στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο, έστω κι αν δεν είναι «ακόμα» έκδηλες. Αυτό που μετρά είναι να επιστήσουμε την προσοχή σ’ αυτό που νομίζουμε ότι αποτελεί την κατεύθυνση της ιστορίας για την εκάστοτε δεδομένη περίοδο. Το γεγονός ότι μια κοινωνική αλλαγή είναι ανά πάσα στιγμή δυνατή (βλ. παρακάτω) δεν αναιρεί την υποχρέωσή μας να αναζητούμε τις τάσεις που εκάστοτε θεωρούμε ότι υποφώσκουν. Δεδομένου ότι δε μπορούμε να κάνουμε κοινωνικοϊστορικές προβλέψεις, το «μόνο» που μπορούμε να κάνουμε είναι να βασιζόμαστε σε αυτό που βλέπουμε σήμερα να γεννιέται, προκειμένου να μιλήσουμε γι’ αυτό που μας φαίνεται ως πιθανότερο να επικρατήσει ιστορικά. Κατά συνέπεια, η ανάλυσή μας δε μπορεί, εκ των πραγμάτων, παρά να είναι «υπερβολική» ή σχετικώς σχηματική: δεν κάνουμε σχολαστική καταγραφή αυτού που υπάρχει, αλλά αυτού που δείχνει να αναδύεται. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το δοκίμιο του Καστοριάδη «Το επαναστατικό κίνημα στο σύγχρονο καπιταλισμό».
Επί τη ευκαιρία όμως είναι αναγκαίο να σταθούμε και στην εξής παράμετρο του ζητήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η «απαισιοδοξία» της ανάλυσής μας στηρίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στο γεγονός πως βιώνουμε την άνοδο της ασημαντότητας όπως αυτή εκδηλώνεται όχι σε μια καθεαυτό δυτική χώρα, αλλά στην Ελλάδα. Εδώ στην Ελλάδα η κατάσταση είναι σίγουρα χειρότερη, καθώς η ιστορική πορεία της κοινωνίας είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτή των δυτικών ομολόγων της. Εδώ δεν υπήρξε ούτε Αναγέννηση ούτε Διαφωτισμός ούτε Γαλλική Επανάσταση: πήγαμε κατευθείαν απ’ το ύστερο Βυζάντιο στον μεταμοντερνισμό. Αυτό σημαίνει ότι απουσιάζει ένας πολύ σημαντικός παράγων, ανασχετικός της ασημαντότητας: η απελευθερωτική κληρονομιά της δυτικοευρωπαϊκής δημιουργίας. Αυτή η κληρονομιά, έστω και ως κατάλοιπο του παρελθόντος, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και μπορούμε να πούμε ότι έχει επιτρέψει στις δυτικές κοινωνίες να μην γίνουν –ακόμα τουλάχιστον- κοινωνίες ζαπανθρώπων και ρεφλεξανθρώπων –πρόκειται για τις επιστολές της Le Monde και για τους ανθρώπους που «ακόμα αντιστέκονται». Αντίθετα, στις χώρες οι οποίες δυτικοποιήθηκαν από τα πάνω, συνήθως κατά τον 19ο αιώνα, αυτή η κληρονομιά δεν υπάρχει. Έτσι η αποσύνθεση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού κατάφερε να διαβρώσει πολύ πιο γρήγορα τις παραδοσιακές μορφές ετερονομίας, επιτρέποντας στο κενό και στην ασυναρτησία να κυριαρχήσουν. Όπως το έλεγε ο Καστοριάδης στη συνέντευξή του στο Παρασκήνιο (1984), μιλώντας για την νεοελληνική κουλτούρα, «ένας τόπος που δεν είχε αλλάξει για αιώνες, έγινε σμπαράλια μέσα σε λίγα χρόνια». Αρκεί, για να καταλάβουμε τη διαφορά, να συγκρίνουμε το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης (π.χ. το δελτίο ειδήσεων του Star) με αυτό των τηλεοράσεων άλλων ευρωπαϊκών χωρών[5]. Αυτή είναι, πάνω κάτω, η μοίρα όλων αυτών των «δυτικοποιημένων» χωρών, παρ’ όλο που υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Αρκεί να κοιτάξουμε το παράδειγμα της Ιαπωνίας[6].
5. Αυτές οι διατυπώσεις είναι πολύ σημαντικές. Αυτό που ο Καστοριάδης είχε στο νου του, όταν μιλούσε για την άνοδο της ασημαντότητας, ήταν η εμφάνιση μιας νέας κοινωνικοϊστορικής τάσης. Γι’ αυτό μιλούσε περί ανόδου της ασημαντότητας: ήθελε να δώσει έμφαση στο δυναμικό στοιχείο του φαινομένου. Όπως πολύ ωραία το έχει αναλύσει ο Ντ. Κέρτις[7], στη σκέψη του Καστοριάδη κυριαρχούσε πάντοτε το σχήμα της διάζευξης, ως υποδηλωτικό της κοινωνικής έντασης και της δυναμικής κατάστασης που δημιουργείται από την αντιπαράθεση διαφορετικής κατεύθυνσης κοινωνικών τάσεων : αυτή ακριβώς είναι η έννοια της διάζευξης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Η δημιουργικότητα της ιστορίας εκφράζεται ακριβώς σ’ αυτές τις τρεις λέξεις: τίποτε δεν έχει κριθεί, αφού οι δύο αυτές τάσεις, το κίνημα προς τον σοσιαλισμό και την ελευθερία και η τάση του καπιταλισμού προς τη γραφειοκρατικοποίηση των πάντων, βρίσκονται διαρκώς σε ανταγωνισμό, δεν υπάρχει πεπρωμένο της κοινωνίας. Από τη μεριά μας προσυπογράφουμε κι εμείς μέχρι τέλους αυτή την οπτική της ιστορίας. Αυτό το νόημα έχει το όνομα της ομάδας μας που αποτελεί και τον τίτλο της διακήρυξής μας. Να ξεκαθαρίσουμε μόνο ότι για εμάς η διάζευξη «αυτονομία ή βαρβαρότητα» δεν υποννοεί την ύπαρξη κάποιων υποτιθέμεων ιστορικών πεπρωμένων ή κάποιων νομοτελειακών τάσεων τις παγκόσμιας ιστορίας που συγκρούονται μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τον άνθρωπο για λογαριασμό τους. Πρόκειται αντίθετα για δύο κοινωνικοϊστορικές δημιουργίες, για τα δύο στοιχεία του νεώτερικού δυτικού φαντασιακού: την τάση προς την αυτονομία και την τάση προς την υποταγή του ανθρώπου και της φύσης στην «ορθολογική» κυριαρχία του τεχνικοοικονομικού στοιχείου. Δεδομένης της αντιφατικότητας και τις διφυΐας αυτού του φαντασιακού, οι δυτικές κοινωνίες, ειδικότερα από την επικράτηση του καπιταλισμού κι έπειτα, κυριαρχούνται από την ένταση που δημιουργείται μέσα απ’ την αντιφατικότητα της τάσης προς την αυτονομία και της τάσης προς τη βαρβαρότητα.
Αυτό που πρέπει να δούμε όμως είναι με ποιόν τρόπο αυτή η διάζευξη εμφανίζεται στη σημερινή κοινωνία. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυσή μας, αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, ως τη σύγχρονη και ιστορικώς καινούργια, μορφή της βαρβαρότητας είναι η άνοδος της ασημαντότητας[8]. Στα πλαίσια μιας τέτοιου είδους οπτικής, η ύπαρξη και οι επιβιώσεις επαναστατικών κινήσεων και ιδεών, τις οποίες σχολιάσαμε προηγουμένως, θα πρέπει να ειδωθούν ως πτυχές της έντασης μεταξύ των υπολειμμάτων της δημοκρατικής και επαναστατικής κληρονομιάς της Δύσης και της ανερχόμενης τάσης της ασημαντότητας. Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το εξής: Αυτή η ένταση, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, δεν παίρνει τη μορφή ανοιχτού ανταγωνισμού ή σύγκρουσης, όπως συνέβαινε παλιότερα. Αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλούσε «κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος», η διαρκής δηλαδή –ακόμη κι αν παρέμενε υπόρρητη- πάλη των ανθρώπων ενάντια στο σύνολο των πτυχών του συστήματος, στις μέρες μας έχει εξαρθρωθεί σε ουσιαστικό βαθμό (αν δεν έχει πλήρως και ολοκληρωτικά εξαφανιστεί[9]). Η παθητικόποίηση των ανθρώπων και η εγκατάλειψή τους στη χειραγώγηση και στον κυνισμό εξαφανίζει σχεδόν απόλυτα το δυναμικό στοιχείο της διάζευξης. Όπως το λέει ο Κέρτις, συνεχίζοντας τη συλλογιστική του προαναφερθέντος του κειμένου, η γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας στην οποία οδηγεί ο καπιταλισμός δεν συνιστά μόνο έκφραση της διάζευξης μεταξύ σοσιαλισμού και βαρβαρότητας, «αλλά θέτει και το ζήτημα της ίδιας της επιβίωσης αυτής της διάζευξης»[10].
6. Η σημερινή κοινωνική κατάσταση διαφέρει από άλλες περιόδους κοινωνικής παρακμής που έχουμε συναντήσει στην ιστορία για τον εξής λόγο: η σημερινή κοινωνία είναι ίσως η πρώτη στην ιστορία όπου στο σύνολο σχεδόν του πλανήτη κυριαρχεί ένας μόνο πολιτισμός. Αυτή η πολιτιστική ομογενοποίηση ήταν χαρακτηριστική της αρχικής περιόδου κατά την οποία εμφανίστηκε στον πλανήτη το είδος homo sapiens, προτού ακόμη «προλάβει» να δημιουργήσει τους διάφορους πολιτισμούς του: όταν περάσαμε από τις βιολογικές στις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις[11]. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τον αποσυντιθέμενο δυτικό πολιτισμό, ο οποίος κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, οι υπόλοιποι πολιτισμοί που συνεχίζουν να επιβιώνουν δε δείχνουν να έχουν τη δυνατότητα και το απαραίτητο φαντασιακό σφρίγος για να τον αντικαταστήσουν ή για να του δώσουν νέα ώθηση. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα είναι ακόμη πιο δύσκολο να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική θέσμιση, τόσο συνεκτική ώστε να δώσει νόημα στη ζωή τόσων ανθρώπων. Αυτό που συνήθως συνέβαινε ως τώρα στην ιστορία ήταν ότι ένας πολιτισμός αποσαθρωνόταν, κατέρρεε και αντικαθίστατο από κάποιον καινούργιο, φορέας του οποίου ήταν κάποιος νέος λαός που ερχόταν τότε στο προσκήνιο: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος καταρρέει, αλλά παράλληλα κάνουν την εμφάνισή τους νέες κοινωνικοϊστορικές δυνάμεις όπως ο χριστιανισμός και οι γερμανικοί λαοί, οι οποίοι και καταλύουν στρατιωτικά την Αυτοκρατορία. Ο πρώιμος Μεσαίωνας μπορεί να φαντάζει ως περίοδος παρακμής και απόλυτης ιστορικής κατάρρευσης, αλλά στην πραγματικότητα, αν τον δούμε εκ των υστέρων, μπορεί να γίνει αντιληπτός και ως μια περίοδος μείξης των διάφορων πολιτιστικών στοιχείων, ως φάση επώασης αυτού που θα αναδυθεί απ’ τον 11ο αιώνα κι ύστερα. Γι’ αυτό το Βυζάντιο -που ακμάζει κατά την ίδια περίοδο- και το οποίο έχει χαρακτηριστεί από μερικούς ιστορικούς σαν μια ταριχευμένη διαιώνιση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα είναι ένας εντελώς καινούργιος πολιτισμός. Στις μέρες μας όμως το φαινόμενο της παρακμής και της αποσάθρωσης δεν είναι πια τοπικό, αλλά σχεδόν παγκόσμιο, πράγμα που εντείνεται ακόμα περισσότερο απ’ το γεγονός πως ο υπό αποσύνθεση δυτικός πολιτισμός (δηλ. ο όλο και πιο αποχαλινωμένος καπιταλισμός), όταν καταφέρνει να διαπεράσει τις παραδοσιακές κοινωνίες, δεν τους μεταγγίζει αξίες ικανές να προκαλέσουν ένα δημιουργικό άνοιγμα, αλλά τις χειρότερες πλευρές του καπιταλιστικού φαντασιακού. Υπάρχει δηλαδή κάτι σαν εξαγωγή του κενού: η Δύση δεν εξάγει πια απελευθερωτικές ιδέες, αλλά τσάντες Λουί Βιτόν, τηλεοράσεις, όπλα και την καπιταλιστική ιδεολογία. Πράγμα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Απέναντι σ’ αυτά, οι παραδοσιακές κοινωνίες που δεν είχαν μέχρι τώρα επηρεαστεί ουσιαστικά απ’ το δυτικό φαντασιακό, κλείνονται όλο και περισσότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ισλάμ ή ο ιδνουισμός στην Ινδία.
Εκτός αυτού, όμως, στις μέρες μας παρατηρείται και άλλο ένα φαινόμενο, πολύ μεγάλης σημασίας: έχουμε την εξαφάνιση αξιών οι οποίες υπήρχαν σε κάθε μέχρι τώρα κοινωνία, είτε αυτή ήταν ετερόνομη, είτε θεοκρατική είτε διερρηγμένης ετερονομίας. Αξίες όπως η υπευθυνότητα ή η σοβαρότητα είναι απαραίτητες σε κάθε κοινωνία και θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκαταλέγονται στη λειτουργική της πτυχή, καθώς έχουν να κάνουν με τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και της «αποδοτικότητας» των θεσμών –όποιοι κι αν είναι αυτοί- και με τη συνολική επιβίωση της θέσμισης. Ο καπιταλισμός όμως και η άνοδος της ασημαντότητας που επέφερε έχουν καταφέρει να τις καταστρέψουν. Πώς θα μπορέσει να επιβιώσει μια κοινωνία δίχως αυτές; Πώς θα μπορέσει να επιβιώσει μια κοινωνία όπου κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο ο απόλυτος κυνισμός, η διαφθορά, η ανευθυνότητα και ο παλιμπαιδισμός; Όπως προκύπτει απ’ όλα αυτά, η σημερινή φάση «αποθέσμισης[12] είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι τώρα είχαμε στην ιστορία το ξέφτισμα και την παρακμή διάφορων πολιτισμών. Ο καπιταλισμός όμως δεν οδηγεί απλώς στην παρακμή, αλλά στην άνοδο της ασημαντότητας, στην καταστροφή των σημασιών και στο κενό νοήματος. Έχουμε μια εντελώς ιδιαίτερη, ιστορικά, μορφή αποσύνθεσης που θέτει τα δικά της, πρωτόγνωρα προβλήματα. Ωστόσο δε φαίνεται να την παίρνει και πολύς κόσμος στα σοβαρά αυτή τη διαπίστωση.
Εκτός απ’ αυτά τα επιχειρήματα όμως είναι αναγκαία και μια διευκρίνιση, σχετική με την από μέρους μας χρήση του όρου «βαρβαρότητα». Οι άνθρωποι που –ρητά ή άρρητα- εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά μ’ αυτή μας την επιλογή το κάνουν ως επί το πλείστον, επειδή φοβούνται πως με αυτή μας την ανάλυση ενταφιάζουμε την επαναστατική προοπτική. Αυτό όμως είναι λανθασμένο τόσο για λόγους φιλοσοφικούς όσο και για λόγους κοινωνιολογικούς. Φιλοσοφικά, επειδή ο άνθρωπος είναι ον φαντασίας και, ως εκ τούτου, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει τις συνθήκες της ύπαρξής του. Η ιστορία είναι δημιουργική και απρόβλεπτη: αύριο κιόλας μπορεί να γίνει επανάσταση, το ξέσπασμα της κοινωνικής δημιουργικότητας δε μπορεί να προβλεφθεί. Ταυτόχρονα, από κοινωνιολογικής απόψεως, όπως το είπαμε και στο «Τι είναι βαρβαρότητα», μια κοινωνία όπου η βαρβαρότητα θα είχε επικρατήσει απολύτως και όπου οι άνθρωποι θα ήταν απολύτως και με την πιο κυριολεκτική έννοια απαθείς, δε νομίζουμε ότι θα ήταν κοινωνία. Ή, ακόμη και να μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο, είναι κάτι που δεν το έχουμε δει ως τώρα και ως εκ τούτου θα ήταν καλύτερο να το βλέπουμε περισσότερο ως μια ιδεώδη τάση και όχι τόσο σαν ένα καθεστώς που μπορεί κάποτε να πραγματοποιηθεί.
Όταν, κατά συνέπεια, λέμε ότι η άνοδος της ασημαντότητας και το καθεστώς που δημιουργείται απ’ αυτήν συνιστά τη σύγχρονη μορφή της βαρβαρότητας, εννοούμε ότι η τάση προς τη βαρβαρότητα που ενυπάρχει στη σύγχρονη κοινωνία δείχνει να μην έχει αντίπαλο να αντιμετωπίσει: όσο οι άνθρωποι βυθίζονται όλο και περισσότερο στην απάθεια, η ασημαντότητα γίνεται καθεστώς, σταθεροποιείται όλο και περισσότερο. Αν δεν εμφανιστεί ένα καινούργιο επαναστατικό κίνημα, κάτι που θα ξεπερνά κατά πολύ τις περιθωριακές, μερικές και σπασμωδικές κινήσεις αντίστασης που επιβιώνουν ακόμη χάρις στα υπολείμματα των παραδοσιακών επαναστατικών αξιών, οι τάσεις της βαρβαρότητας και της ασημαντότητας θα εξαντλήσουν ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτή την ευρωπαϊκή κληρονομιά και συνεχίζει ν’ αντιστέκεται στη μαζική ύπνωση και τότε η βαρβαρότητα θα γίνει πράγματι καθεστώς. Ακόμη και τότε όμως, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι ον φαντασιακό και δεδομένου ότι η ιστορία είναι δημιουργία και όχι μια προκαθορισμένη διαδικασία, τίποτε δε θα είναι οριστικό.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής. Η σύγχρονη κοινωνία, στην κατάσταση που βρίσκεται, θέτει τρόπον τινά αντικειμενικά το ζήτημα του ξεπεράσματός της. Όπως το έχει πει πολύ σωστά ο Καστοριάδης, αργά ή γρήγορα, αν δεν αλλάξει κάτι, οι σύγχρονες κοινωνίες θα προσκρούσουν στα περιβαλλοντικά και ανθρωπολογικά τους όρια: αν δεν καταστραφεί πρώτα ο πλανήτης, θα καταστραφεί σίγουρα το ανθρώπινο ον. Αν δεν εμφανιστεί ένα νέο ρεύμα κοινωνικοϊστορικής δημιουργίας, η σύγχρονη κοινωνία δε θα μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει για πολύ ακόμα. Διότι, αν ο καπιταλισμός επιβίωσε μέχρι σήμερα, το πέτυχε αυτό χάρις στην ανάμειξή του με στοιχεία εντελώς αντιθετικά προς αυτόν (υπευθυνότητα και εντιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων και των κρατικών λειτουργών, κατακτήσεις του εργατικού κινήματος κ.λπ.). Αυτά όμως τα στοιχεία, το αυτόνομο, με άλλα λόγια, σκέλος του νεωτερικού φαντασιακού, έχουν αρχίσει σιγά σιγά να εξαφανίζονται. Τι θα γίνει, όταν εξαλειφθούν πλήρως; Τι θα γίνει, όταν εξαντληθούν τα αποθέματα αντίστασης και η άνοδος της ασημαντότητας επικρατήσει ολοκληρωτικά; Τι θα γίνει αν αυτή η «αντικειμενική» πορεία της διάλυσης δεν ανατραπεί από ένα καινούργιο επαναστατικό κίνημα; Οφείλουμε να θέσουμε στον εαυτό μας αυτά τα ερωτήματα και να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Και μόνο, κατά συνέπεια, που θέτει κανείς αυτά τα ερωτήματα, σημαίνει ότι αναγνωρίζει την κρισιμότητα της κατάστασης και ότι προσπαθεί να διασώσει την επαναστατική προοπτική, τη μόνη δυνατότητα που θα μπορούσε να αποτρέψει την πραγματοποίηση αυτών των δυσοίωνων εικασιών. Το ότι αυτή η διαδικασία αποσάθρωσης δεν κυοφορεί αναγκαστικά, όπως θα νόμιζε ένας μαρξιστής, τα σπέρματα του καινούργιου, δε σημαίνει, από την άλλη πλευρά, ότι αυτά τα σπέρματα εξορισμού δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξουν. Εμείς είπαμε ότι μέχρι τώρα δεν τα έχουμε δει να εμφανίζονται. Τίποτε όμως δε μας λέει ότι δε μπορούν να αναδυθούν αύριο ή σε δέκα χρόνια (όπως, βέβαια, τίποτε δε μας διασφαλίζει ότι μπορεί και να μην εμφανιστούν ποτέ). Πρέπει αυτό πάντοτε να το υπενθυμίζουμε: βρισκόμαστε σε φάση αποσύνθεσης και παρακμής, όπου όλες οι παραδοσιακές αυταρχικές ιδεολογίες τείνουν να χρεοκοπήσουν πλήρως. Ο χώρος για την ανάδυση του καινούργιου βρίσκεται εξορισμού ελεύθερος. Αρκεί, βέβαια, οι άνθρωποι να αφήσουν την τηλεόραση και τα πάρτι και να ασχοληθούν με τις δημόσιες υποθέσεις. Το κενό νοήματος, στη σημασία του οποίου εμείς έχουμε επιμείνει τόσο πολύ, δείχνει αυτό ακριβώς: οι άνθρωποι, έστω κι αν δεν το παραδέχονται, αδυνατούν πλέον να βρουν νόημα και ψυχική ικανοποίηση μέσα στο σύγχρονο καθεστώς. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η κατάσταση θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της αλλαγής της: πώς γίνεται να διαιωνίζεται ένα καθεστώς που δε μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στις ζωές των ανθρώπων; Το πρόβλημα όμως είναι ότι δε βλέπουμε να έχει αναδυθεί κάποια κίνηση που να προσπαθεί να αναμετρηθεί με τις συνέπειες αυτής της κατάστασης: οι ζωές των ανθρώπων είναι κενές, αλλά αυτοί δεν κάνουν τίποτε για να τις γεμίσουν με κάποιο νόημα. Αντ’ αυτού αρκούνται στην αναζήτηση υπεκφυγών όπως ο καταναλωτισμός και το lifestyle.
Αυτοί που θεωρούν ότι όποιος μιλά περί βαρβαρότητας ενταφιάζει την επαναστατική προοπτική στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι ενταφιασμένοι κάτω απ’ το –στείρο- έδαφος της πιο ξεπερασμένης μεταφυσικής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις ρίζες τις θεωρητικής μας παράδοσης βρίσκεται ένα ζήτημα που έχει μεγάλη ομοιότητα μ’ αυτό που συζητάμε τόσην ώρα. Πρόκειται για τη συζήτηση σχετικά με τη φύση του καθεστώτος της ΕΣΣΔ που απασχόλησε τους τροτσκιστές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’30. Η ριζοσπαστική θέση του Στίνα και του Καστοριάδη εκφράστηκε πρώτα απ’ όλα σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα. Είναι γνωστό ότι ο Τρότσκι απέρριπτε την ιδέα ότι η ΕΣΣΔ ήταν μία καινούργια μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας, θέλοντας να πιστεύει ότι ήταν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Γιατί όμως το έκανε αυτό; Καταρχήν, επειδή ήταν κι ο ίδιος γραφειοκράτης και δε μπορούσε να αποποιηθεί αυτά που έκανε όσο ήταν κομισάριος. Αυτό όμως είναι δευτερεύον ως προς ό,τι μας απασχολεί. Αυτό που έχει σημασία είναι τα θεωρητικά επιχειρήματα που πρόβαλε. Το σημαντικότερο όλων, το μόνο που δεν έχει σοφιστικό χαρακτήρα, είναι το εξής: η ΕΣΣΔ δε μπορεί, εξορισμού, να συνιστά μια νέα μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας, διότι αν κάτι τέτοιο ίσχυε –αν, δηλαδή, δεν είχαμε να κάνουμε με μια απλή «υποτροπή» της ιστορίας, προκληθείσα απ’ την καθυστέρηση της Ρωσίας, αλλά με ένα πέρασμα σε μια νέα ιστορική φάση-, θα σήμαινε ότι ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης και η ήττα του προλεταριάτου δεν οφείλονταν σε επεισοδιακά αίτια («καθυστέρηση», «ιμπεριαλιστική περικύκλωση», σφετερισμός της εξουσίας κ.λπ.), αλλά στην «ενδογενή ανικανότητά» του να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να ασκήσει το ίδιο την εξουσία. Θα σήμαινε, με άλλα λόγια, ότι το προλεταριάτο, μακράν του να είναι προορισμένο να καταργήσει τον καπιταλισμό και να «οικοδομήσει τον σοσιαλισμό», θα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Και στις δύο περιπτώσεις, η μοίρα του προλεταριάτου θα ήταν προδιαγεγραμμένη και καθορισμένη. Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Τρότσκι, πιθανή επικράτηση της βαρβαρότητας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα σήμαινε την οριστική εξαφάνιση της επαναστατικής προοπτικής, θα σήμαινε ότι, τελικά, οι ιστορικοί νόμοι καθιστούν εξορισμού αδύνατη την επανάσταση: «…αν το παγκόσμιο προλεταριάτο αποδειχνόταν πραγματικά ανίκανο να εκπληρώσει την αποστολή που του ανέθεσε η πορεία της ανάπτυξης, τότε δε θα έμενε τίποτε άλλο παρά να αναγνωρίσουμε ότι το σοσιαλιστικό πρόγραμμα…τέλειωσε σαν μια Ουτοπία. Είναι ολοφάνερο ότι θα χρειαζόταν ένα νέο “μίνιμουμ” πρόγραμμα –για την υπεράσπιση των συμφερόντων των σκλάβων της ολοκληρωτικής γραφειοκρατικής κοινωνίας»[13].
Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους «μίνιμουμ», «αμυντικά» και «υπερασπιστικά» προγράμματα αποτελούν το περιεχόμενο της δράσης του μεγαλύτερου μέρους των επαναστατικών ομάδων που δραστηριοποιούνται σήμερα: οι μεν αφιερώνονται στην προστασία διάφορων κατηγοριών «ευπαθών ομάδων»[14], άλλοι επιλέγουν να εξαντλήσουν τη δράση τους ασχολούμενοι μόνο με κάποιο μερικό ζήτημα (μεταλλαγμένα, μετανάστες, «κινήσεις κατοίκων» κ.λπ.) και άλλοι αγωνιστές συμμετέχουν μόνο σε ΜΚΟ. Αυτού του είδους η δράση είναι που, ακόμα κι αν δε το λέει ρητά (όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων), ενεργεί σαν να έχει εξαφανιστεί απ’ τον ορίζοντα κάθε δυνατότητα συνολικής και, ως εκ τούτου, επαναστατικής δράσης. Σαν το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε να ήταν κινήσεις άμυνας για να περιορίσουμε το κακό. Εμείς, αντίθετα, ακριβώς επειδή δεν ασπαζόμαστε καμία τέτοια μοιρολατρική ιδέα, προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να επεκτείνουμε την κριτική μας στο σύνολο των πτυχών του συστήματος ούτως ώστε να θέτουμε το επαναστατικό πρόβλημα στην ολότητά του.
Εδώ όμως είναι αναγκαία μια παρένθεση. Παρ’ όλο που εμείς επιμένουμε ότι μια επαναστατική ομάδα πρέπει οπωσδήποτε να θέτει το ζήτημα του συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε τη σημασία κινήσεων που έχουν στόχους απλώς «αμυντικούς». Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα κοινωνική μας ανάλυση, οφείλουμε να πούμε ότι μια επαναστατική ομάδα πρέπει να στηρίζει ενεργά τη δράση οργανώσεων που αγωνίζονται για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή για την καταπολέμηση του εθνικισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού κ.λπ[15]. Αν αναγνωρίζουμε ότι στη σύγχρονη κοινωνία αντιτιπαρατίθενται, από τη μία μεριά, η άνοδος της ασημαντότητας και, από την άλλη, οι ιστορικές κατακτήσεις της δυτικής παράδοσης που είναι ακόμα σε ισχύ, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπερασπιζόμαστε με νύχια και με δόντια αυτές τις κατακτήσεις. Το γεγονός ότι συνιστούν ιστορικά κατάλοιπα και όχι δημιουργήματα ενός καινούγριου απελευθερωτικού ρεύματος δε σημαίνει επουδενί ότι η σημασία τους είναι δευτερεύουσα. Όπως το είπαμε και προηγουμένως, οι ιστορικές κατακτήσεις του δυτικού παρελθόντος είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ενεργές και είναι αυτές ακριβώς που μας προστατεύουν από την πλήρη επικράτηση της ασημαντότητας και της βαρβαρότητας (μπορούμε ακόμα να μιλάμε ελεύθερα –ασχέτως αν δε μας ακούει κανείς-, τα καθεστώτα είναι φιλελεύθερα και όχι θεοκρατικά ή ολοκληρωτικά, οι γυναίκες δεν είναι όπως είναι στο Ισλάμ κ.λπ.). Ωστόσο, μέσα στη γενικευμένη αδιαφορία και τον κυνισμό που επικρατούν, αυτές οι κατακτήσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Όσο περνά ο καιρός παίρουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή νεκρών σχημάτων, που δεν έχουν καμία επιροή στην κοινωνική ζωή. Η αποεπένδυσή τους από την κοινωνία, μοιραία, αν δεν υπάρξει κάποια πολιτική αφύπνιση, θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική τους αχρήστευση. Γι’ αυτό το λόγο η προστασία τους συνιστά βασικό κομμάτι της επαναστατικής πάλης σήμερα. Πράγμα, όμως, το επαναλαμβάνουμε, που δε δικαιολογεί την περιστολή της πολιτικής δράσης σε αυτή την προστασία. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει και η εξής διαπίστωση: δεδομένης της απάθειας που επικρατεί σήμερα, η μόνη πραγματική διασφάλιση της επιβίωσης των κατακτήσεων του δυτικού παρελθόντος είναι η πολιτική ενεργοποίηση της κοινωνίας. Μια τέτοια ενεργοποίηση όμως, αν ποτέ συμβεί, θα είναι πολύ ευρύτερη και θα θέσει ζητημάτα που δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να περιοριστούν απλώς σε μια καλύτερη τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για όποιον βέβαια σκέφτεται την ιστορία ως δημιουργία η αντίρρηση που συζητάμε στερείται νοήματος. Ο άνθρωπος είναι ον δημιουργικό και ως εκ τούτου η αφύπνιση της κοινωνίας είναι κάτι που δε μπορεί να αποκλειστεί ποτέ από την ιστορία: η επανάσταση δεν είναι ούτε προορισμένη να συμβεί σε κάποια καθορισμένη ιστορική φάση ούτε όμως είναι και καταδικασμένη να μη συμβεί ποτέ. Πόσο μάλλον όταν δεν έχουμε φτάσει καν σε μια κοινωνία όπου η βαρβαρότητα θα ήταν καθεστώς, αλλά είμαστε απλώς σε μια κοινωνία η οποία κινδυνεύει, αν δεν ενεργοποιηθούν οι άνθρωποι (κι αν δεν καταστραφεί ο πλανήτης), να πάει προς τα εκεί. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, η συντριπτική απάθεια που επικρατεί, δείχνει να έχει ολοκληρωτικά αδρανοποιήσει τις «κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος». Το μόνο που ως τώρα μας σώζει από την πλήρη επικράτηση της ασημαντότητας και της βαρβαρότητας (αν εξαιρέσουμε την διαρκώς παρούσα δυνατότητα της επανάστασης που θεμελιώνεται στη δημιουργική ακαθοριστία της ιστορίας και του ανθρώπου) είναι τα κατάλοιπα και οι ιστορικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού παρελθόντος που συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αν όμως θέλουμε να μην εξαφανιστούν κι αυτά μέσα σε λίγες δεκαετίες, ένα πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι να υπενθυμίζουμε διαρκώς και με κάθε ευκαιρία της κρισιμότητα και την επιτακτικότητα της σύγχρονης κατάστασης. Το θέμα είναι να καταγγελθεί ο «ιστορικός Νιαγάρας» που έρχεται καταπάνω μας και να καταδειχθεί η συνενοχή των ανθρώπων σ’ αυτή την κατάσταση. Γιατί όσο δε μιλάμε για όλα αυτά, αφηνόμαστε ήσυχοι στις αυταπάτες μας.
[1] Για το αν δηλαδή το σύγχρονο καθεστώς συνιστά «ιστορική πρεμιέρα» κατά την έκφραση του Καστοριάδη: Του Κορνήλιου Καστοριάδη, επ. Τ. Παπαδοπούλου, Αθήνα, Πόλις, 2001, σ. 14.
[2] Το χασίς των Αράβων και των Τούρκων, το όπιο των Κινέζων, οι ψυχοτρόπες ουσίες που έπαιρναν οι σαμάνοι των μεσοαμερικανικών πολιτισμών για να φτάσουν σε έκσταση κ.λπ.
[3] Από τα RPG (Role Playing Games), όπου ο παίχτης, όσο συμμετείχε στο παιχνίδι, ήταν σαν να ζούσε, μέσω του ήρωά του, σε έναν παράλληλο κόσμο, περνάμε σε «παιχνίδια» σαν το Second Life. Η βασική διαφορά είναι ότι τα RPG διατηρούσαν ακόμη το χαρακτήρα παιχνιδιού : τοποθετούνταν σε φανταστικούς κόσμους, είχαν αρχή, τέλος και σκοπό, βαθμολογία, διοργανώνονταν διαγωνισμοί κ.λπ. Το Second Life, αντίθετα, είναι απλώς η εγκαθίδρυση ενός παράλληλου κόσμου ο οποίος, για όσους συμμετέχουν, αντικαθιστά σταδιακά τον «πραγματικό» κόσμο. Βασικό χαρακτηριστικό του S. L. είναι ότι δεν έχει σκοπό, δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι. Έχουμε, ψυχαναλυτικά μιλώντας, μια τάση εξάλειψης της αρχής της πραγματικότητας χάριν της αρχής της ηδονής.
[4] Και τα οποία πρόσφατα ανακάλυψε ο σύντροφος Τέρενς Κουίκ, μετά από μια σειρά πολύ αποκαλυπτικών ρεπορτάζ σχετικά με το θέμα που δημοσιεύθηκαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες σε περιοδικά όπως το Ε, ο Ταχυδρόμος και το Mitro.
[5] Ή, άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, τις ελληνικές με τις γαλλικές φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ούτε οι γάλλοι ούτε οι έλληνες φοιτητές έθεσαν αιτήματα ριζοσπαστικά και επαναστατικά. Οι διαφορές «κουλτούρας» όμως μεταξύ των δύο κινημάτων ήταν προφανείς: η ολοκληρωτική χειραγώγηση των ελλήνων φοιτητών από τους φοιτητοπατέρες σε αντίθεση με τις τάσεις αυτοοργάνωσης που σχεδόν αυτόματα εκδήλωσαν οι γάλλοι συνάδελφοί τους.
[6] Στην ιδιαιτερότητα της οποίας στέκεται κι ο Καστοριάδης: «Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος», Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1992, σ. 92.
[7] Στο κείμενό του «Η διάζευξη σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη», περ. Μάγμα, τ. 1, Δεκέμβριος 2007.
[8] Όπως γίνεται φανερό απ’ την ανάλυσή μας, εμείς προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ιδέες του Καστοριάδη με τρόπο δημιουργικό (δηλαδή, καταρχήν, χωρίς απλώς να τον παπαγκαλίζουμε), προκειμένου να σκεφτούμε αυτό που θεωρούμε ως ιστορικά πρωτόγνωρο. Για όποιον ωστόσο ενδιαφέρεται για το αν αυτά που λέμε βρίσκουν κάποιο στήριγμα στη σκέψη του Καστοριάδη, παραπέμπουμε στο εξής διαφωτιστικότατο χωρίο: «Αν ο όρος βαρβαρότητα έχει κάποιο νόημα σήμερα, δεν είναι ούτε το νόημα του φασισμού, ούτε της αθλιότητας, ούτε της επιστροφής στην εποχή του λίθου. Είναι ακριβώς αυτός ο “κλιματισμένος εφιάλτης”, η κατανάλωση για την κατανάλωση στην ιδιωτική ζωή, η οργάνωση για την οργάνωση στη συλλογική ζωή και τα σύνδρομά τους: ιδιωτικοποίηση, απομάκρυνση και απάθεια απέναντι στις κοινές υποθέσεις, καταστροφή του ανθρώπινου χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων» («Να ξαναρχίσουμε την επανάσταση», Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, μτφρ. Β. Ψιμούλη, Ζ. Χριστοφίδου, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σ. 145). Βλ. επίσης τις σελίδες 20-21 της συνέντευξης που αναφέρουμε στην πρώτη υποσημείωση όπου ο Καστοριάδης μιλά ξανά για τις «ειρηνικές μορφές βαρβαρότητας, όπως η αποβλάκωση, η αποχαύνωση, το τέλος της δημιουργικότητας, η καταστροφή του πολιτισμού».
[9] Πράγμα, εξάλλου γνωστό ήδη από το 1967: Κ. Καστοριάδης, «Η διακοπή της έκδοσης του Socialisme ou Barbarie», Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, ό. π., . σσ. 294-298.
[10] «Επίμετρο 2007», ό. π., σ. 90.
[11] «Η συνέπεια που είχε γενικά στην ιστορία αυτή η επιτάχυνση της προόδου στον τομέα του λόγου και η πολύπλευρη επίδρασή της στην αλλαγή των σταδίων του πολιτισμού ήταν ότι για πρώτη φορά η εξέλιξη του πολιτισμού ξεπέρασε κατά πολύ τη διάδοσή του. Ως τώρα, η αλλαγή ήταν τόσο υπερβολικά αργή, ώστε οι παραδόσεις μπορούσαν να διαδίδονται στη μισή υδρόγειο, δίνοντας έναν παγκόσμιο πολιτισμό, στον οποίο μόλις σήμερα αρχίζουμε να ξαναγυρίζουμε»: Τζ. Χόουκς, «Η προϊστορία και οι αρχές του πολιτισμού», Ιστορία της ανθρωπότητας, τόμος Α’, Αθήνα, εκδ. Ελευθεροτυπία, χ. χ., σ. 10, δική μας η υπογράμμιση.
[12]Πρόκειται για πρόχειρη απόδοση του όρου destitution που χρησιμοποιεί ο Καστοριάδης. Βλ. σχετικά τη σημείωση των μεταφραστών στην 69η σημείωση του κειμένου του Ντ. Κέρτις που αναφέρθηκε παραπάνω: ό. π., σ. 84.
[13] Λ. Τρότσκι, Στην υπεράσπιση του μαρξισμού, μτφρ. Θ. Θωμαδάκη, Η. Ροδίτη, Αθήνα, αλλαγή, 1980, σ. 41. Δικιά μας η υπογράμμιση.
[14]Όπως το Terminal 119 το οποίο μας κατηγορεί για «αφηρημένη πολιτική» και για θεωρητικολογία.
[15] Και ως εκ τούτου να πολεμά τις κομφουζιονιστικές διάφορων μεταμοντέρνων αναρχομαρξιστών όπως ο Φ. Τερζάκης: βλ. το κείμενό του «Η απατηλή ρητορεία των δικαιωμάτων» (http://futura-blog.blogspot.com/2007/11/blog-post_26.html ).
8 comments:
Μεστο κειμενο κι αναλυτικο στο βαθμο που καταννοω πως ηταν δυνατο να ειναι, αλλα και ενδεικτικο της απελπισιας και της ανικανοτητας πλεον ακομα και σκεπτομενων ανθρωπων να εμβαθυνουν στη σημερινη πραγματικοτητα τοσο ωστε να μπορεσουν εκτος απο διαπιστωσεις(απαθεια,ασημαντοτητα κλπ) να αρθρωσουν και συγκεκριμενες προτασεις δρασεις.Και εσεις δεν μπορεσατε νομιζω να διαγνωσετε ποιες ειναι οι αιτιες που δεν επιτρεπουν να εξηγηθει και να προταθει απο κανεναν εως σημερα πειστικα στον κοσμο "της απαθειας" το ΠΩΣ να δρασει ποτε και με ποιους;Το οραμα ποιας συγκεκριμενης κοινωνιας θα κλειθει να ακολουθησει; Η διαπιστωση οτι δεν υπαρχει νομοτελεια κι οτι ολα μπορουν να συμβουν δεν νομιζω οτι αυτο σας βγαζει απο την ευθυνη σας ως σκεπτομενοι ανθρωποι που αγωνιζεστε για ενα καλυτερο μελλον. Ποιοι λοιπον θα ειναι οι αντικειμενικοι λογοι που θα οδηγησουν στις επαναστατικες δρασεις και με ποια συγκεκριμενα βηματα και πραξεις;Τουλαχιστον εγω δεν πηρα καμμια απαντηση απο το κατα τ αλλα ομορφο κειμενο σας.
Θενξ για τα καλά λόγια. Αντικειμενικοί λόγοι όμως δεν υπάρχουν. Το θέμα είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να ασχολούνται ξανά με την πολιτική. Νομίζω αναφέρουμε σειρά διαπιστώσεων που δείχνουν ότι η σύγχρονη κοινωνία "θέτει τρόπον τινά αντικειμενικά το ζήτημα της ανατροπής της". Το αν ατυές οι αντικειμενικές προϋποθέσεις θα τις εκμεταλλευτούν οι άνθρωποι για να αλλάξουν αυτή την κατάσταση είναι κάτι που δε μπορούμε να το προβλέψουμε. Προς το παρόν πάντως βλέπουμε ότι δε συμβαίνει. Εξάλλου τι απαντήσεις να δόσουμε εμείς, μια ομάδα 4 ατόμων; Τις απαντήσεις θα τις βρει η κοινωνία ή δε θα βρεθούν ποτέ. Εμείς εδώ προσπαθούμε να γράψουμε κάποια πράγματα απευθυνόμενοι σ' αυτούς που ασχολούνται και αγωνίζονται. Μια σκιαγράφηση του προτάγματός μας υπάρχει στο κείμενό μας "Αυτονομία ή βαρβαρότητα". Κατά τ' άλλα δεν είμαστε κανένα πρακτορείο της επανάστασης. Το ερώτημα για το οποίο μας επιρρίπτεις ότι δε δίνουμε απάντηση δεν το έχουμε απαντήσει ούτε οι ίδιοι (στο βαθμό που μπορεί να απαντήθεί) αλλά ούτε έχουμε δει και καμία πειστική απάντηση από κάποιον άλλον. Γι' αυτό το θέτουμε και εδώ, μήπως υπάρχει καμιά ιδέα. Νομίζουμε ότι καταρχάς είναι σημαντικό να τεθεί και να αναλυθεί, επειδή οι περισσότεροι το παραβλέπουν. Αν έχεις εσύ κάποια ιδέα (βάσει της οποίας μας κάνεις την κριτική), μετά χαράς να την ακούσω, να γίνει συζήτηση (αφού αυτός είναι κι ο σκοπός των κειμένων μας).
Tse, na mou epitrepseis na sou kanw kritiki se ena simeio, pou nomizw oti brisketai stin kardia tou problimatos. Les oti exoume euthini emeis (se deutero plythintiko) ws skeptomenoi kai prepei na dwsoume sygkekrimenes protaseis. Nomizw oti to kako exei ginei afou den perilambaneis kai ton eauto sou se autous pou prepei na dwsoun apantisi. Tin apantisi sta sygkekrimena zitimata, toulaxiston gia mas pou eimaste me ti dimokratia, de tha ti dwsei kamia prwtoporia, alla i idia koinwnia. Kai auto einai to basiko problima tis dikis mas dimokratikis politikis. Diaforetika, an eimastan leninistes, tha mas arkouse na paroume apla tin eksousia. Gia mas to basiko zitima einai to kseperasma tis apatheias kai i politiki drastirioipoiisi twn anthrwpwn. Kata t'alla exw na sou pw poly wraies protaseis gia polla zitimata, protaseis omws anousies oso den tireotai i parapanw proypothesi.
Συμφωνω και εγω οτι αυτο που ειναι αναγκαιο οσο τιποτα αλλο σημερα ειναι το προσταγμα της αυτονομιας και της πολιτικης δραστηριοποιησης.
Συμφωνω επισης οτιοι κοινωνιες και τα επαναστατικα κινηματα δεν εχουν αναγκη απο θεσφατα
Συμφωνω τελος ως προς την ζωτικοτητα της δημιουργικοτητας και της φαντασιας .Με διαπιστωσεις δεν κανουμε ομως δουλεια
Αυτο που μεν καιει ειναι πως σε μια κοινωνια διακινδυνευσης του σημαντικου,οπου δεν εχουν χαθει και ολα τα νοηματα μπορει να γενηθει ενα αυτονομο κινημα με ολα τα παραπανω χαρακτηρηστικα.Ενα αυτονομο κινημα που θα βασιζεται στην φαντασια και δημιουργια ολων.
Με λιγα λογια πως θα μπριζοσουμε τον κοσμο να βγει απο την απαθεια του,να ξεκινησει να σκεφτεται και να πρατει αυτονομα.?
Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα. Προσυπογράφω κάθε γράμμα του σχολίου σου και ιδιαίτερα τις τελευταίες 3 γραμμές του και την έκφραση "αυτό που με καίει". Γενικά, όμως, δεν έχω ιδέα πώς θα το πετύχουμε αυτό. Νομίζω όμως πως το να διαπιστώνουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης είναι ένα βήμα προς τη σκέψη του βασικού προβλήματος (της εξεύρεσης τρόπων μπριζώματος): όπως έλεγαν κι οι σύντροφοι καταστασιακοί, κάπου το '60, το να διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει πια επαναστατικό κίνημα είναι το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία ενός τέτοιου κινήματος. Το πρόβλημα είναι ότι το μπρίζωμα απαιτεί μια στοιχειώδη συνεργασία, δε μπορείς να το επιβάλεις με το ζόρι... Οπότε, αν οι άνθρωποι είναι απαθείς, τι στο διάολο κάνουμε;
Τhanasis εχεις δικιο οταν λες οτι μιλησα λεγοντας "εσεις" κι οχι εμεις.Αυτο εγινε ,με την εννοια πως και η διψα μου να ακουσω κατι νεο απο καποιον-ους αλλους (αφου η μικροτητα μου δεν μου επιτρεπει να το παραξω ο ιδιος) ειναι μεγαλη, μα και επειδη εγω δεν ειμαι μελος της ομαδας των 4. Αν ημουν θα ταν ομαδα των 5 .Με αυτην την εννοια κι οχι επειδη η ευθυνη δεν ειναι ολων μας και καθενος χωριστα (αφου φυσικα και ειναι),το ερωτημα παραμενει.
Απο το περασμα μου απο την εξω-κοινοβουλευτικη αριστερα, μετα απο χρονια καταλαβα πως, οποιος αναλαμβανει το σημαντικο καθηκον να ασχολειται με την πολιτικη αναλυση,κανοντας διαπιστωσεις εχει μονο ως ενα βαθμο ανταποκριθει στην "αποστολη" του.
Το να μπορεσει να παραξει και καποια ιδεα ή προταση παιρετερω αυτο ναι, θα ταν μια μεγαλη προσφορα στο να βαλει πολλους "στη μπριζα" οπως ωραια το εθεσε ο anonymous.
Tse, nomizw pws symfwnoume. Ksereis o Castoriadis exei pei ena wraio stin eisagwgi ap ta Staurodromia tou labyrinthou. Oti tis stoes tou labyrinthou pou einai i skepsi tis skaboume akourasta emeis oi idioi, me ta xeria mas. Kai polles fores anoigoun rwgmes sta adiexoda pou briskomaste etsi anexigita. Nomizw oti mporoume na to epekteinoume auto stin politiki. Kai isws mporouume na eimaste aisiodoksoi. Oso mporoume.
Καλη συνεχεια παιδια και καλα κουραγια.
Post a Comment