Friday 6 July 2007

Διευκρινιστική προσθήκη για το κείμενό μας "Σχετικά με τις ταραχές στη Γαλλία..."

Με αφορμή την επανακυκλοφορία αυτού μας του κειμένου (http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2007/01/blog-post_21.html) -θα

μοιραστεί στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ (6-7-8/07/2007)- προβαίνουμε σε μερικές διευκρινίσεις απαραίτητες για τη διασάφηση κάποιων ζητημάτων που είτε είναι παρεξηγήσιμα είτε πράγματι παρεξηγήθηκαν, όπως μας έδειξαν τα σχόλια κι οι αντιδράσεις των αναγνωστών.


Ζήτημα πρώτο. Ο όλος προσανατολισμός του κειμένου ενδέχεται να αποπνέει μια χροιά αναισθησίας και επιτηδευμένης αποστασιοποίησης από τα γεγονότα. Δίκαια θα μπορούσε κανείς να πει ότι, έστω για «αισθητικούς» λόγους, είναι λάθος να βάζουμε στο ίδιο καζάνι τον Sarkozy –μετά και την πλάκα που μας έκανε και βγήκε και πρόεδρος- με τα παιδιά των προαστίων. Αυτό είναι σωστό και εκφράζει μια καλώς εννοούμενη εχθρότητα που οφείλει να έχει κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος απέναντι στους πομπώδεις φανφαρόνους των σύγχρονων φιλελεύθερων ολιγαρχιών όπως επίσης και απέναντι στους αστυνομικούς, ειδικά αυτούς των σωμάτων ασφαλείας[1]. Το θέμα όμως είναι ότι, πέραν του γεγονότος ότι αυτή η σωστά προσανατολισμένη ενστικτώδης στάση δεν πρέπει να μας κυριαρχεί απολύτως –καθώς έτσι πάμε στον αναρχισμό-, το κείμενο περί των γεγονότων της Γαλλίας το γράψαμε, έχοντας κάτι άλλο στο νου μας: βασική μας έγνοια εκείνη την περίοδο ήταν η προφύλαξη της πολιτικής ως έννοιας και ως δραστηριότητας από ερμηνείες που τη συνέχεαν είτε με τη βία είτε με το lifestyle. Τόσο αυτό μας το κείμενο, όσο και άλλα, όπως το «Για ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο» στο οποίο κάνουμε σφοδρή κριτική στις lifestyle τάσεις των φοιτητικών καταλήψεων εκείνης της εποχής, είναι γραμμένα με αυτό το πνεύμα: αυτό που προέχει είναι να πούμε ότι τα έκτροπα των προαστίων, ακόμη κι αν μπορεί να χαίρουν της συμπάθειάς μας[2] –ως αντίδραση στη βλακεία και τη γελοιότητα του Sarkozy, αλλά και στη χυδαιότητα της όλης κατάστασης- δεν είναι πολιτική, αλλά βία. Όταν όλοι και όχι μόνο οι αναρχικοί έβγαιναν και έλεγαν ότι γίνεται «επανάσταση» ή ο «νέος Μάης του ‘68», θεωρήσαμε ότι έπρεπε να προφυλάξουμε τη δημοκρατική επαναστατική παράδοση, έστω κι αν αναγκαζόμασταν να γίνουμε κάπως «κακοί».


Ταυτόχρονα, την εποχή εκείνη η ομάδα είχε μέλη που τελικά αποχώρησαν λόγω διαφωνιών, τα οποία –εξαιτίας φυσικά και της δικιάς μας ροπής προς την ίδια κατεύθυνση- προσανατόλιζαν το φαντασιακό της προς μια αναρχοφοβική κατεύθυνση. Έτσι, δεδομένου και του προπεριγραφθέντος άγχους μας, παρασυρθήκαμε και αφιερώσαμε πολύ μεγαλύτερο μέρος στην κριτική των πρωταγωνιστών των επεισοδίων, παρά στην καταδίκη της γαλλικής κυβέρνησης και αστυνομίας. Εδώ και κάποιον καιρό τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, πράγμα που το καθιστούμε ακόμη πιο απτό μέσω αυτής μας της αυτοκριτικής.


Ζήτημα δεύτερο, που είναι και το σημαντικότερο. Μερικοί άνθρωποι που διάβασαν το κείμενο παρανόησαν τα λεγόμενά μας περί ηδονής –στο δεύτερο μέρος του-, νομίζοντας ότι τα λέγαμε από σκοπιά ηθικιστική και ιησουΐτικη. Επειδή αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, εξηγούμαστε. Στο κομμάτι αυτό του κειμένου αναφερόμαστε σε έναν από τους δύο βασικούς δυϊσμούς της πρώτης περιόδου του έργου του Freud. Όταν μιλάμε για την αρχή της ηδονής την εννοούμε όπως αυτή οφείλει να γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια της αντίθεσής της προς την αρχή της πραγματικότητας, η οποία –σύμφωνα με τον Καστοριάδη- καθορίζεται από την εκάστοτε κοινωνική θέσμιση.


Οι θέσεις μας όμως παρεξηγήθηκαν, όπως ήταν επόμενο, επειδή είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές με βάση τις κατηγορίες της παραδοσιακής σκέψης. Σύμφωνα με αυτές, ο Νόμος γίνεται πάντοτε αντιληπτός ως ετερόνομος. Έτσι δημιουργείται το ψευδές δίλημμα μεταξύ μιας απόλυτης –και ως εκ τούτου θεολογικής- ελευθερίας και μιας απόλυτης αναγκαιότητας, μεταξύ του πάντοτε «καλού» Πόθου και του πάντοτε «κακού» Νόμου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το απελευθερωτικό πρόταγμα γίνεται αντιληπτό ως κατάργηση του Νόμου γενικώς. Επειδή ακριβώς δε γίνεται διάκριση μεταξύ αυτόνομου και ετερόνομου Νόμου, η ελευθερία νοείται τελικά ως ανομία. Τόσο οι αναρχικοί όσο κι ο Willhelm Reich ταυτίζουν την εξουσία με την κυριαρχία και την ιεραρχία και την ετερονομία με τον Νόμο γενικώς. Κι έτσι καταλήγουν να υποστηρίζουν την ασυνάρτητη ιδέα μιας κοινωνίας δίχως νόμους. Αυτό το κάνουν, επειδή θεωρούν είτε ότι ο άνθρωπος είναι καλός εκ φύσεως, είτε επειδή πιστεύουν ότι η δολοφονική και γενικώς αντικοινωνική και «διεστραμμένη» πλευρά των ανθρώπινων ορμών και επιθυμιών είναι συνέπεια της απώθησης και της καταπίεσης της σεξουαλικότητας απ’ την πλευρά της κοινωνίας. Υποτίθεται λοιπόν ότι, αν καταργηθεί ο Νόμος –ο οποίος θεωρείται πάντοτε ως ετερόνομος-, θα βγει στην επιφάνεια η καλή φύση του ανθρώπου και τα πάντα θα ρυθμιστούν αυτόματα. Από την πλευρά μας απορρίπτουμε αυτές τις ιδέες ως μεσσιανικές και θεολογικές. Για εμάς το ζήτημα δεν είναι η κατάργηση των νόμων, αλλά η δημιουργία νόμων αυτόνομων και δημοκρατικών.


Σε ό,τι αφορά στην ηδονή, αυτό σημαίνει ότι απορρίπτουμε ως ετερόνομη τόσο τη στάση που, εν ονόματι της απελευθέρωσης του Πόθου, υποτάσσει το συνειδητό (Εγώ) στις ασυνείδητες επιθυμίες μας (Αυτό), όσο και τη στάση που, στο όνομα της προστασίας του Νόμου, υποτάσσει το ασυνείδητό στις επιταγές του Υπερεγώ –οι οποίες, ως γνωστόν, δρουν και αυτές ασυνειδήτως. Αυτές είναι οι δύο επιλογές της παραδοσιακής σκέψης, οι οποίες δεν είναι παρά οι δυο πλευρές του ίδιου πράγματος. Το πρόταγμα της αυτονομίας, αντίθετα, στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας διαφορετικού τύπου σχέσης ανάμεσα στις τρεις αρχές του ψυχικού μηχανισμού: στοχεύει σε μια απελευθέρωση της επιθυμίας η οποία όμως θα είναι πάντοτε υποκείμενη στη συνειδητή και απολύτως διαυγή αυτοστοχαστική μας δραστηριότητα. Πράγμα που σημαίνει ότι ναι μεν η απώθηση και τα ταμπού αίρονται, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι η απελευθερωμένη επιθυμία οφείλει να καθυποτάξει το Εγώ μας. Αυτόνομος, εν ολίγοις, δεν είμαι όταν με κάνουν ό,τι θέλουν οι επιθυμίες μου, αλλά όταν μπορώ και τις παραδέχομαι, προκειμένου να στοχαστώ πάνω σε αυτές και να αποφασίσω ποιες θα ικανοποιήσω και ποιες όχι.


Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι η αυτονομία αγωνίζεται για την καταπολέμηση των τάσεων αυτοτιμωρίας και του ασυνείδητου αισθήματος ενοχής που ενσταλάζει στο άτομο η ετερόνομη ηθική, υποστηρίζοντας της χαρά της ζωής και την ηδονική ικανοποίηση πέρα από ταμπού και ετερόνομες απαγορεύσεις. Την ίδια στιγμή όμως η αυτονομία μάχεται για τη δημιουργία μιας ηθικής που βασίζεται σε ό,τι ο Καστοριάδης αποκαλεί ήθος θνητότητας : στην επίγνωση δηλαδή ότι ο πρωταρχικός μας πόθος είναι εξορισμού ανικανοποίητος και πως, ως εκ τούτου, είναι αναγκαία μια σειρά παραχωρήσεων από την πλευρά της ψυχής, προκειμένου αυτή να εξέλθει απ’ τον πρωταρχικό, υπερναρκισσιστικό της εγκλεισμό και να καταστεί καταρχήν κοινωνικό άτομο και στη συνέχεια σκεπτόμενη υποκειμενικότητα. Ελεύθεροι είμαστε, μόνο αν έχουμε διαρκή επίγνωση της θνητότητάς μας. Επίγνωση δηλαδή του θεμελιώδους γεγονότος πως η ύπαρξή μας μάς θέτει κάθε φορά κάποια όρια που δεν μπορούμε να υπερβούμε.


Αν τώρα πάρουμε την αρχή της ηδονής, όπως αυτή οφείλει να γίνεται κατανοητή εντός των πλαισίων της δεύτερης περιόδου της σκέψης του Freud –μετά απ’ το Πέραν της αρχής της ηδονής-, σε αντίθεση δηλαδή προς την αρχή της νιρβάνα, τότε πρέπει φυσικά να την υποστηρίξουμε. Σύμφωνα με τον Freud, η αρχή της ηδονής είναι ο τρόπος βάσει του οποίου ενεργούν οι ενορμήσεις της ζωής, δηλαδή η libido, σε αντίθεση με την αρχή της νιρβάνα η οποία ορίζει τον τρόπο δράσης των ενορμήσεων θανάτου. Αν προσεγγίσουμε καστοριαδικώς τον ορμικό δυϊσμό μεταξύ Έρωτα και Θανάτου, θα πρέπει να πούμε ότι η επικράτηση των ορμών ζωής δεν μας λέει τίποτε από μόνη της, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τον Reich, τον Εμπειρίκο ή ακόμα και τον Bergson. Αυτό που, απεναντίας, επιδιώκει η αυτονομία είναι να θέσει την ενεργητικότητα και το σφρίγος των ενορμήσεων ζωής στην υπηρεσία της αυτοανακλαστικής δραστηριότητας του υποκειμένου[3]. Υπό αυτή την έννοια η αρχή της ηδονής θα πρέπει να υποστηριχτεί, όχι όμως επειδή κατά ένα μαγικό τρόπο θα λύσει όλα μας τα προβλήματα, αλλά επειδή, αντιθέτως, μπορεί να παράσχει το ποσοστό ψυχικής ενέργειας που είναι απαραίτητο για την εμφάνιση της βούλησης και της αυτοανακλαστικής σκέψης, όπως τις ορίζει ο Καστοριάδης. Η παθητική αλλά και αυτοκαταστροφική τάση των ενορμήσεων θανάτου συνιστά τάση αντίρροπη προς την επιδίωξη της ψυχικής ελευθερίας, επειδή καθηλώνει το υποκείμενο στο τέλμα και τις εσωτερικές συγκρούσεις και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οφείλει να πολεμηθεί. Ο «θεμελιώδης μαζοχισμός της ψυχής»[4] που προκαλείται από τη σύγκρουση του υπερναρκισσιστικού (=σολιψιστικού και αυτιστικού) πυρήνα του βαθύτερου ασυνειδήτου με τις επιταγές του κοινωνικώς κατεργασμένου κομματιού της ψυχής (Εγώ και Υπερεγώ), εντείνεται και ενδυναμώνεται όσο περισσότερο κυριαρχούν οι ορμές του θανάτου ως μίσος απέναντι στο Εγώ. Αυτή άλλωστε είναι μια από τις θεμελιώδεις μορφές της ετερονομίας, στην οποία δεν έχει σταθεί όσο θα έπρεπε η παραδοσιακή επαναστατική σκέψη: η κυριαρχία του Αυτό επί του Εγώ.


Ειδικά σε ό,τι αφορά στις μέρες μας μάλιστα, πρέπει να παρατηρήσουμε μια πρωτόγνωρη επικράτηση της αρχής της νιρβάνα. Η κοινωνία βρίσκεται σε τέλμα, σαν οι ορμές του θανάτου να έχουν πραγματοποιήσει τον στόχο τους, ο οποίος συνίσταται στην εξουδετέρωση κάθε ερεθίσματος και στην επίτευξη μιας κατάστασης απόλυτης σταθερότητας. Η δημιουργικότητα της ριζικής φαντασίας έχει νικηθεί κατά κράτος από τις ορμές θανάτου. Αυτό συμβαίνει, διότι το κενό νοήματος που ταλανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο εντείνει τη λεγομένη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί σε μια ενδυνάμωση των εχθρικών προς την κοινωνία και τον κόσμο τάσεων της ψυχής: οι υπερναρκισσιστικές τάσεις του βαθύτερου ασυνειδήτου παίρνουν το πάνω χέρι και δεν ανέχονται κανέναν εξωτερικό φραγμό, αφού αδυνατούν να βρουν το απαραίτητο νόημα που θα τις κάνει να παραιτηθούν από την παραστασιακή τους παντοδυναμία[5].


Το ενδιαφέρον λοιπόν της σύγχρονης κατάστασης έγκειται στο εξής –φαινομενικά μόνο- παράδοξο: ενώ σε ό,τι αφορά στην αντίθεσή της προς την αρχή της πραγματικότητας η αρχή της ηδονής νικά κατά κράτος –αφού τίποτε πλέον δεν εμποδίζει την πραγματοποίηση της παντοδυναμίας του Πόθου-, σε ό,τι αφορά στη σχέση της προς την αρχή της νιρβάνα, ηττάται ξεκάθαρα: οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι διαρκώς υπό ένα καθεστώς χαύνωσης, δίχως να έχουν επιθυμίες και πόθους, βυθισμένοι μέσα στην ανία[6] και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Η ριζική τους φαντασία έχει παραλύσει και μάλλον αυτό είχε κατά νου ο Καστοριάδης, όταν έλεγε ότι η σύγχρονη κοινωνία καταστρέφει –μεταξύ άλλων- και «την ικανότητα του ατόμου να επιθυμεί». Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν σκεφτούμε ότι η επιθυμία χρειάζεται τα κοινωνικώς θεσμισμένα σχήματα προκειμένου να αρθρωθεί και να καταστεί κίνητρο για δημιουργική δράση. Στην σύγχρονη κατάσταση ταιριάζει απόλυτα η φράση του William Blake (από τους Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης): «Εκείνοι που την επιθυμία συγκρατούν, το κάνουν επειδή η δικά τους είναι αρκετά αδύναμη ώστε να συγκρατιέται».

_____________________________________
[1] Αξίζει να διαβάσουμε τι γράφει για το θέμα ο Γ. Ταμτάκος στο κείμενό του «Από 8 χρονών απεχθάνομαι την αστυνομία…» (στο Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Θεσ/νίκη, Κύκλοι Αντιεξουσίας, 2003, σ. 210). Υπενθυμίζουμε επίσης τι γράφει σε ένα σημείο του Στον δρόμο ο Kerouac σχετικά με τους αστυνομικούς και τις «μπατσοψυχές» τους. Η αναφορά μας στις «μπατσοψυχές» δεν υπονοεί φυσικά την πίστη στην ύπαρξη κάποιας κοινής «μπατσοφύσης» όλων των αστυνομικών η οποία είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά, αντίθετα, χτυπάει την ψυχική τους επιλογή να γίνουν μπατσοψυχές.

[2] Όχι όμως και της υποστήριξής μας. Για τις θέσεις μας σχετικά με τη βία βλ. το κείμενό μας «Για τον πόλεμο στο Λίβανο και για τον πόλεμο γενικώς» στο παρόν μπλογκ.

[3] Βλ. επί τούτου όσα λέγονται περί του «μη δεσμευμένου κβάντου ψυχικής ενέργειας» στο κείμενο του Καστοριάδη «Η κατάσταση του υποκειμένου σήμερα», στον Θρυμματισμένο Κόσμο.

[4] Κ. Καστοριάδης, Figures du pensable, Παρίσι, Seuil, , σ. 236.

[5] Γι’ αυτό μερικοί ψυχαναλυτές έχουν μιλήσει ακόμα και για «αντικατάσταση του μύθου του Οιδίποδα από τον μύθο του Ναρκίσσου»: βλ. το άρθρο του Γ. Στεφανάτου «Ο άνθρωπος ζει στα όρια των δυνάμεών του», στην Ελευθεροτυπία,19/03/05.

[6] Με την υπαρξιακή έννοια που της δίνει ο Baudelaire, όταν –στο εισαγωγικό ποίημα των Ανθέων του κακού- την χαρακτηρίζει ως τον χειρότερο δαίμονα που «και μ’ ένα χασμουρητό τον κόσμο θα κατάπινε» -πρόκειται για τη «βαρβαρότητα που χασμουριέται» για την οποία μιλά κάπου αλλού ο Νάνος Βαλαωρίτης.

Tuesday 3 July 2007

Για το ρατσισμό

Ένα από τα βασικά καθήκοντα του επαναστατικού προτάγματος είναι ο στοχασμός πάνω στις έννοιες και στις ιδέες που εκάστοτε υποστηρίζουμε ή χρησιμοποιούμε στις αναλύσεις μας. Δίχως έναν στοχασμό αυτού του είδους είναι αδύνατη η αποφυγή συγχύσεων και παρεξηγήσεων οι οποίες πάντοτε καταλήγουν στο σταμάτημα της σκέψης και στη μετατροπή της θεωρίας σε ιερό δόγμα που κανείς δε διανοείται να αμφισβητήσει.

Εν προκειμένω χρειάζεται να σκεφτούμε απ’ την αρχή το πρόβλημα του ρατσισμού, καθώς η επικράτηση μιας σειράς κλισέ γύρω από το ζήτημα έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπισή του. Ρατσισμός δεν είναι μόνο ο φυλετικός ρατσισμός ή ο σεξισμός, αλλά κάθε μορφή συμπεριφοράς που κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες βάσει αντικειμενικών ή δήθεν αντικειμενικών κριτηρίων, ζητώντας την εξόντωση –φυσική ή φαντασιακή- μιας ή περισσοτέρων απ’ αυτές. Το ιδιάζον στοιχείο του ρατσισμού, το οποίο τον διαφοροποιεί απ’ τον απλό εθνικισμό/πατριωτισμό και τη θρησκευτική πίστη, είναι ότι δεν επιθυμεί την ενσωμάτωση του αντιπάλου –μέσω του προσηλυτισμού- αλλά την εξαφάνισή του. Κατά συνέπεια ρατσιστές δεν είναι, υπό αυτή την έννοια, μόνο οι ναζιστές, οι αντισημίτες ή η Χρυσή Αυγή και η Κουκ Κλουξ Κλαν, αλλά και οι χούλιγκανς που επιθυμούν τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων τους, τα μέλη των διάφορων lifestyle μικροομάδων που μισούν μέχρι εξαφάνισης τους συναδέλφους τους άλλων μικροομάδων[1], όπως επίσης φυσικά και οι οπαδοί παραδοσιακών ιδεολογιών όπως ο μαρξισμός κι ο αναρχισμός στο βαθμό που δεν επιθυμούν τη μεταστροφή των «αστών», των «φασιστών» ή των «μπάτσων», αλλά τη –φυσική- εξόντωσή τους[2].

Η μελέτη τέτοιου είδους, μη προφανών μορφών ρατσισμού οι οποίες είναι ακατανόητες για τα παραδοσιακά αναρχομαρξιστικά σχήματα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ρίζες του ρατσισμού -και του εγγενούς σε αυτόν μίσους- μόνο ψυχαναλυτικά μπορούν να εντοπιστούν. Ο ρατσισμός, ως μίσος προς τον Άλλον που δεν στοχεύει στην αφομοίωσή του αλλά στην εξόντωσή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μετάθεση προς έναν εξωτερικό στόχο, του μίσους που το ίδιο το άτομο νιώθει για τον εαυτό του. Βέβαια το ίδιο ισχύει και για το μίσος της ψυχής απέναντι στον κόσμο γενικώς, καθώς όπως λέει ο Freud αυτό είναι πιο πρωταρχικό για την ψυχή απ’ ότι η αγάπη· είναι όμως το μίσος ενάντια στον εαυτό που εξηγεί την ιδιαιτερότητα της ρατσιστικής συμπεριφοράς, την ανάγκη δηλαδή εξεύρεσης ενός σταθερού αντικειμένου μίσους, στην προσπάθεια εξόντωσης του οποίου αφιερωνόμαστε. Η βαθιά ασυνείδητη ψυχή του ατόμου παραμένει πάντοτε ξένη προς το συνειδητό υποκείμενο[3], ακοινώνητη και εξεγείρεται ασταμάτητα ενάντια στην κατεργασία που έχει υποστεί από την κοινωνία, μέσω του εκκοινωνισμού και της μετουσίωσης, ούτως ώστε να καταστεί κοινωνικό άτομο. Ο τρόπος έκφρασης αυτής της εξέγερσης είναι το διαρκές και άσβεστο μίσος του ατόμου προς τον εαυτό του, το οποίο ενεργεί ασυνειδήτως. Φροϋδικά –και πολύ σχηματικά- θα λέγαμε ότι το Αυτό (ασυνείδητο) μισεί το Εγώ (συνειδητό). Το πρώτο αναλαμβάνει ρόλο σαδιστικό, ενώ το δεύτερο ρόλο μαζοχιστικό. Ένας τρόπος να εκτονώσει το υποκείμενο αυτή τη σύγκρουση είναι να μεταθέσει την ψυχική ένταση προς τα έξω, μισώντας πια όχι τον εαυτό του, αλλά κάποιον άλλον, ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Τα διάφορα δήθεν αντικειμενικά και αναμφισβήτητα κριτήρια βάσει των οποίων ο ρατσιστής επιλέγει τα αντικείμενα του μίσους του είναι απαραίτητα για να δικαιολογούν και να εκλογικεύουν αυτή την κατάσταση. Είναι η ανάγκη εκτόνωσης αυτής της ψυχικής σύγκρουσης που εξηγεί γιατί δεν αρκεί να αναφερθούμε απλά στο μίσος της ψυχής απέναντι στον κόσμο γενικώς για να ερμηνεύσουμε τον ρατσισμό, αλλά αντίθετα χρειάζεται να εστιάσουμε στο «ειδικότερο» μίσος ενάντια στο Εγώ.

Το ίδιο συμβαίνει και στο κοινωνικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των εκάστοτε κοινωνιών με τους γείτονές τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το πρόβλημα έγκειται στη στάση μας απέναντι στον Άλλον. Ο ρατσισμός είναι η πιο ακραία έκφραση της ανικανότητας –φυσικά επιλεγμένης, λόγω της ευκολίας της- του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας να αποδεχθεί τον εκάστοτε Άλλο ως διαφορετικό και ταυτόχρονα ως ίσο. Υπό το ανθρωπολογικό καθεστώς που ο Καστοριάδης αποκαλεί ετερονομία το υποκείμενο είναι διανοητικά εγκλεισμένο και μπορεί να αντιληφθεί τον Άλλον μόνο ως εχθρό ή ως τέρας. Στην περίπτωση της ετερονομίας η διαφορετικότητα θεωρείται στοιχείο τερατώδες, καθώς η απολύτως κλειστή και ακλόνητη παράσταση που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους τούς απαγορεύει –ψυχικά- να σκεφτούν ότι μπορούν να υπάρχουν και άλλοι τρόποι κοινωνικής ζωής, διαφορετικοί απ’ τους δικούς τους. Όπως και οι ψυχωσικοί, ο ετερόνομος άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξη καθορισμών διαφορετικών απ’ τους δικούς του. Επειδή βέβαια η ετερονομία δεν είναι ποτέ τόσο κλειστή όσο η ψύχωση –στην οποία δεν υπάρχει καν διάκριση υποκειμένου-κόσμου, καθώς το υποκείμενο είναι ο κόσμος-, το Άλλο καταφέρνει και γίνεται αντιληπτό και ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστεί: είτε διά της φυσικής του εξόντωσης, είτε διά της απομόνωσής του, είτε διά της επένδυσής του κατά τρόπο που το καθιστά «μη υπαρκτό»[4].

Φιλοσοφικά η εγκλείουσα τάση που γεννά τον ρατσισμό εκλογικεύεται μέσω μιας οντολογίας της καθοριστικότητας. Μέσω δηλαδή μιας οντολογίας που θεωρεί τον άνθρωπο -όπως και όλα τα υπόλοιπα όντα- ως καθορισμένο άπαξ και διά παντός, από παράγοντες εξωανθρώπινους. Μια τέτοια οντολογία, η οποία πάντοτε ταυτίζει τη δήθεν αντικειμενικά υπάρχουσα ουσία του ανθρώπου με την ιδέα που η ίδια έχει γι’ αυτόν, είναι μορφή διανοητικού εγκλεισμού και ως τέτοια πρέπει να πολεμηθεί. Από τη στιγμή που μας απαγορεύει να σκεφτούμε τη δημιουργία, τη θεμελιώδη δηλαδή ικανότητα της πραγματικότητας να γεννά νέες μορφές και καινούργια είδη σε όλα τα πεδία, μας απαγορεύει να σκεφτούμε το Άλλο. Διότι το εκάστοτε Άλλο υπάρχει ακριβώς επειδή η ιστορία –και το Είναι γενικώς- είναι δυνάμεις δημιουργικές που μπορούν να φέρνουν στο φως πράγματα τα οποία εμείς ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Η παραδοχή της δημιουργικής φύσης της ιστορίας και του Είναι εν γένει είναι μια απόφαση ουσιωδώς πολιτική, καθώς θεμελιώνεται στην πρωταρχική μας υπαρξιακή επιλογή να είμαστε ανοιχτοί απέναντι στους άλλους, προσπαθώντας να υπερβαίνουμε τον διανοητικό εγκλεισμό προς τον οποίο μας σπρώχνει η ανάγκη μας για βεβαιότητες. Γι’ αυτό μια τέτοια παραδοχή είναι συμφυής με την καθαρά πολιτική στράτευση στον αγώνα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας αυτόνομης, ελεύθερης και δημοκρατικής, στην οποία οι άνθρωποι θα προσπαθούν -και σ’ ένα σημαντικό βαθμό θα το καταφέρνουν- να μη μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά να τον αναγνωρίζουν ως άνοιγμα στο διαφορετικό και το καινούργιο, ως άνοιγμα σε αυτό που οι ίδιοι δε μπόρεσαν να σκεφτούν και να φανταστούν. Αυτή είναι η σημασία του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.
_____________________________________
[1] Αντιγράφουμε απ’ το γράμμα ενός 15χρονου αναγνώστη του περιοδικού Schooligans (τευχ. 9, 5/2007): «Γι’ αυτό σκάσε και μην ξαναδιαβάσεις αυτό το περιοδικό […] απλά βούλωσε το στόμα σου και φάε το ακριβό adidas καπέλο σου, ρούφα την άκρη των all-star σου, βάλε τα λεφτά σου στον κώλο σου και βάλε στο κεφάλι σου πως αυτό το περιοδικό δεν είναι για τα μούτρα σου, κωλοτρεντόνι! Μην απαντήσεις γιατί δε σε παίρνει… Δεν ανήκεις εδώ. Ανήκεις στην Κηφισιά».

[2] Βλ. το γράμμα του Τζερζίνσκυ, αρχηγού της Τσεκά, της πρώτης μυστικής αστυνομίας των μπολσεβίκων, που παρατίθεται στη Μαύρη βίβλο του κομμουνισμού (Αθήνα, Εστία, 2001, σ.105), όπου γίνεται λόγος για τη φυσική εξαφάνιση μερικών κοινωνικών τάξεων. Στο βαθμό που εμπνέονταν απ’ την αρχή της συλλογικής ευθύνης, ανάλογη είναι και η λογική των εκτελέσεων ιερέων που έκαναν οι αναρχικοί στην Ισπανία, πράγμα που φυσικά ισχύει για την θανατική καταδίκη γενικώς –να τα ακούνε αυτά οι διάφοροι γελοίοι δήθεν «φιλελεύθεροι» που υποστηρίζουν τον «εκδημοκρατισμό» του πλανήτη από την αμερικανική κυβέρνηση της οποίας ο αρχηγός είναι μεγάλος οπαδός της ένεσης και της ηλεκτρικής καρέκλας.

[3] «Εγώ είναι ένας άλλος» λέει ο περίφημος στίχος του Rimbaud.

[4] Όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο ποίημα «Προκρούστης», «Ο Προκρούστης ήταν μεγάλος εραστής του ανθρώπινου σώματος. Δε μπορούσε να υποφέρει σώματα που δεν ταίριαζαν στο πρότυπο που είχε πλάσει με το νου του». Είναι εξάλλου γνωστό ότι τα μέλη βαθιά θρησκευόμενων οικογενειών πολύ συχνά κόβουν κάθε επαφή με μέλη τους που παντρεύτηκαν ανθρώπους άλλου θρησκεύματος. Ανάλογο παράδειγμα είναι η τάση των κοινωνιών να αποκαλούν «τρελούς» όσους αμφισβητούν την παράδοση και τις καθαγιασμένες αξίες ή η συνήθεια των μαρξιστών να αποκαλούν «προβοκάτορες» και «φερέφωνα της αστικής τάξης» όποιους διαφωνούν με τον μαρξισμό: σε αμφότερες τις περιπτώσεις το εκάστοτε Άλλο –ο διαφορετικής σωματικής διάπλασης, ο αλλόθρησκος, ο αμφισβητίας ή ο διαφωνών- δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, αλλά εντάσσονται σε ένα αμυντικό σχήμα που -σαν το κρεβάτι του Προκρούστη- εξουδετερώνει τη διαφορετικότητά τους.