Monday 22 February 2010

ανοιχτή συνάντηση

Τηρώντας με σχεδόν...θρησκευτική(!) ευλάβεια τη διάθεσή μας για εξωστρέφεια καλούμε σε ανοιχτή συνάντηση της ομάδας τo Σάββατο 27 Φεβρουαρίου στις 18.00 στο καφέ Dasein (Σολωμού 12 - πλατεία Εξαρχείων). Λέμε να συζητήσουμε το θέμα "Ισλάμ και Δύση" αλλά και ότιδήποτε άλλο προκύψει.

Monday 15 February 2010

Για το αγροτικό

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις των Ελλήνων αγροτών επαναφέρουν στο προσκήνιο τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και, κατ’ επέκταση, του αγροχημικού μοντέλου «ανάπτυξης» της κοινοτικής γεωργίας. Οι πολιτικές των αναπτυγμένων χωρών έχουν επικεντρωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο μηχανισμό των επιδοτήσεων αγροτικών προϊόντων ο οποίος οδηγεί στη συνολική αποσταθεροποίηση της αγροτικής ανάπτυξης και σε μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα. Από τις αποτυχημένες και ανορθολογικές πολιτικές διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΕ δημιουργήθηκαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύθηκαν και αποκαλύφθηκαν μερικές δομικές αδυναμίες της ελεύθερης αγοράς που καταλήγει να λειτουργεί άναρχα δημιουργώντας μεγάλες ανισότητες και φτώχεια, περιβαλλοντικά προβλήματα και ποικίλα αδιέξοδα. Σίγουρα υπάρχουν ομάδες αγροτών που βραχυπρόθεσμα ωφελήθηκαν μέσω των επιδοτήσεων και του ανοίγματος των αγορών για την απορρόφηση των προϊόντων τους. Σε μακροπρόθεσμη βάση όμως η γεωργική παραγωγή εξαρτήθηκε από ανεξέλεγκτα κέντρα και απεξαρτήθηκε από τους πραγματικούς της σκοπούς: να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες των κοινωνιών. Οι μακροπρόθεσμα κερδισμένοι ήταν οι πιο επιθετικοί «παίκτες», αυτοί που έχουν αποκτήσει τον έλεγχο της κατάστασης και μπορούν να ρυθμίζουν κατά το δοκούν τους όρους της παραγωγής και της κατανάλωσης (μεγάλες εταιρείες, μεσάζοντες, κερδοσκόποι) και όχι οι αγρότες.


Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμποτισμένη εξ αρχής από την ιδεολογία της ανάπτυξης, έφτασε μέσα σε 40 περίπου χρόνια σε αδιέξοδο. Η αγροτική οικονομία φαίνεται να έχει αποσυντονιστεί πλήρως και μαζί της φαίνεται να έχει συμπαρασύρει και πολλούς άλλους τομείς δημιουργώντας μια σειρά από προβλήματα όπως η ανεργία, η ερήμωση της υπαίθρου, η περιβαλλοντική καταστροφή, η επισιτιστική κρίση κ.ά. Η λογική της ανάπτυξης εφαρμοζόμενη στην αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή οδήγησε στην προώθηση του μοντέλου της εντατικής γεωργίας και στη χρησιμοποίηση φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων, ορμονών, γενετικά τροποποιημένων οργανισμών με σκοπό την αύξηση της παραγωγής. Το μοντέλο αυτό κατάφερε μέσα σε μερικές δεκαετίες να ρυπάνει τον αέρα, το έδαφος και τα ύδατα, να παραγάγει επικίνδυνα για τον καταναλωτή τρόφιμα, να αποσταθεροποιήσει τους ίδιους τους όρους της αγροτικής παραγωγής. Το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας, εμπνευσμένο από τη βιομηχανική παραγωγή, κλόνισε την ίδια την ισορροπία της φύσης, μετέβαλλε δραστικά το περιεχόμενο της εργασίας εκατομμυρίων αγροτών αποξενώνοντάς τους από τη φύση, αποδυνάμωσε τα εδάφη και έκανε τη χρήση επικίνδυνων λιπασμάτων απαραίτητο όρο για την επίτευξη της οποιασδήποτε παραγωγής. Η ανισορροπία αυτή πήρε ακόμα πιο επικίνδυνες διαστάσεις με τη διεθνοποίηση του εμπορίου. Για χάρη μιας κεντρικά ρυθμισμένης οικονομίας, οι περιοχές άρχισαν να γίνονται όλο και λιγότερο αυτάρκεις, ανίκανες να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες αφού παρήγαγαν τα προϊόντα που κάλυπταν τις ανάγκες του παγκοσμίου εμπορίου και όχι τις δικές τους. Με τη λογική αυτή πολλαπλασιάστηκαν οι μεταφορές τροφίμων και οι ρύποι που τις συνοδεύουν και αποδομήθηκαν οι τοπικές οικονομίες στο σύνολό τους. Το τίμημα όμως κι εδώ το πληρώνουν όσοι αδυνατούν να πληρώσουν το κόστος της εισαγωγής τροφίμων· είναι δηλαδή οι χώρες του Τρίτου Κόσμου που υφίστανται τον εκβιασμό του να ακολουθήσουν τις επιταγές του παγκόσμιου εμπορίου ή να πεθάνουν. Και η φύση, έγινε οριστικά το αντικείμενο μιας χωρίς όρους εκμετάλλευσης και ενός χωρίς όρια βιασμού, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε σήμερα.


Η απομάκρυνση του παραγωγού από τον καταναλωτή επέφερε ένα οριστικό σπάσιμο του δεσμού μεταξύ τους, επιβάλλοντάς τους τις αρχές μιας οικονομίας κάθε άλλο παρά αλληλέγγυας. Ο καταναλωτής δεν ενδιαφέρεται για τη δίκαιη αμοιβή του παραγωγού και ο παραγωγός δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα των προϊόντων που προσφέρει στον καταναλωτή. Οι ανάγκες του ενός και οι ανάγκες του άλλου είναι απολύτως διαχωρισμένες. Και κανείς φυσικά δεν ενδιαφέρεται για τον εκμεταλλευόμενο μετανάστη που εργάζεται κάτω από άθλιες συνθήκες για να παράξει όλο και περισσότερο, το οποίο σημαίνει πως ο καταναλωτής θα απολαύσει καλύτερες τιμές και ο παραγωγός ή ο μεσάζων μεγαλύτερο κέρδος. Η αγροτική και η κτηνοτροφική παραγωγή έχουν μεταβληθεί σε ένα τεράστιο πεδίο εφαρμογής των νόμων της αγοράς, δηλαδή ενός πολέμου όλων εναντίον όλων, στον οποίο μακροπρόθεσμα είναι όλοι χαμένοι. Το σύστημα της αποδέσμευσης της επιδότησης από την παραγωγή που εφαρμόστηκε από την ΕΕ επικύρωσε ένα καθόλα παράλογο σύστημα.


Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση της ΝΔ, με την άμεση στήριξη του ΠΑΣΟΚ, προχώρησε στην δυσμενέστερη εκδοχή εφαρμογής της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), καταφεύγοντας την τελευταία στιγμή στην εύκολη λύση της «ολικής» αποδέσμευσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή με αποτέλεσμα να επέλθουν σοβαρές αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο κάθε περιοχής, στις αντίστοιχες υποδομές, τις κεκτημένες παραγωγικές εμπειρίες, τις τοπικές συνήθειες, πολιτιστικές παραδόσεις, κ.ά. Ωφελημένοι από τις επιλογές τις ΚΑΠ είναι μόνο οι μεγαλοπαραγωγοί σε βάρος των μικρομεσαίων. Η σημερινή ανορθολογική κατανομή των αγροτικών επιδοτήσεων (20-25% των μεγάλων παραγωγών απολαμβάνει το 75-80%), παραμένει και εντείνεται. Για παράδειγμα, το παραγωγικό πρότυπο της Αργολίδας είναι τα εσπεριδοειδή. Με βάση τα εσπεριδοειδή, υπάρχει αντίστοιχη υποδομή (βιομηχανίες, εμπορικές εταιρείες, ψυγεία, εταιρείες μεταφορών, αγροτικών εφοδίων, μηχανημάτων κ.λπ.). Όλες αυτές οι υποδομές μπορεί να αχρηστευθούν εάν αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο. Το ίδιο θα γίνει και σε άλλες περιοχές, π.χ. Ημαθία-ροδάκινο, Ιεράπετρα-θερμοκήπια, Καρδίτσα-βαμβάκι, Αγρίνιο-καπνός, Μεσσηνία-λάδι κ.λπ.


Από την άλλη, σύμφωνα με την αρμόδια επίτροπο της Ε.Ε., Μαριάν Φίσερ Μπόελ, παρά τις επιδοτήσεις, τη δεκαετία 1998-2007 το γεωργικό εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 25%, αντίθετα με τον μέσο όρο για την Ε.Ε. των «27», ο οποίος παρουσιάζει αυξητική τάση (5%) Η δραματική μείωση του αγροτικού εισοδήματος οδηγεί σε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης τους μικρομεσαίους αγρότες, οι οποίοι εγκαταλείπουν μαζικά την παραγωγή. Την περίοδο 2000-2007 το ποσοστό της αγροτικής απασχόλησης επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού μειώθηκε σχεδόν στο μισό από 17% σε 9,5%.


Σε μια τέτοια κατάσταση είναι δικαιολογημένες, σε μεγάλο βαθμό, οι αντιδράσεις των Ελλήνων αγροτών με το κίνημα των μπλόκων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Τα μπλόκα αποδεικνύουν την απελπιστική κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει χιλιάδες μικρομεσαίοι αγρότες που, παράλληλα, ταλανίζονται από τα χρόνια προβλήματα του κρατικοδίαιτου, γραφειοκρατικοποιημένου και παντελώς αναποτελεσματικού συνδικαλιστικού τους κινήματος, τη χρόνια αδυναμία των συνεταιρισμών να λειτουργήσουν, πέρα από διεκπεραιωτικές εργασίες, προς όφελος των αγροτών, την ανυπαρξία σχεδιασμένης κρατικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Αρκεί, βέβαια, οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των αγροτών να γίνονται με κοινωνική υπευθυνότητα και στοιχειώδη σεβασμό στις καθημερινές ανάγκες των άλλων κοινωνικών ομάδων.


Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, και τις ευθύνες των ίδιων των αγροτών για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε τα φαινόμενα υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών στην αγροτική παραγωγή, συχνά εργαζομένων υπό άθλιες συνθήκες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπό καθεστώς σκλαβιάς· ούτε τις ευθύνες τους για την αποτυχία των συνεταιριστικών τους εγχειρημάτων· ούτε την απροθυμία τους να στραφούν σε νέου τύπου καλλιέργειες που θα είναι οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμες· ούτε την απουσία μιας κριτικής προσέγγισης στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, στις συνθήκες εργασίας τους, στην επαγγελματική τους υπευθυνότητα απέναντι στους καταναλωτές, στην καταστροφή του περιβάλλοντος κ.λπ. Το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να διέπεται από την αρχή της αυτάρκειας των κοινωνιών σε τρόφιμα και αγροτικές καλλιέργειες, έτσι ώστε θα διασφαλίζεται η ικανοποίηση των αναγκών τόσο των παραγωγών όσων και των καταναλωτών.


Κατά τη διαμόρφωση μιας νέας αγροτικής πολιτικής ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και οι πολυεθνικές εταιρίες δεν μπορούν να έχουν αποφασιστικό ρόλο. Τα αγροτικά προϊόντα και τα δημόσια αγαθά (νερό, υγεία, παιδεία, ενέργεια, κ.ά.) πρέπει να μείνουν εκτός ρυθμίσεων του ΠΟΕ. Η Συνέλευση των Ενωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων (FAO) θα μπορούσαν, σε πρώτη φάση, να αναλάβουν έναν αποφασιστικό ρόλο σχετικά με την επεξεργασία κανόνων για το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων ενώ η θέσπιση και η επίβλεψη τους να γίνεται από ανεξάρτητα, δημοκρατικά οργανωμένα θεσμικά όργανά, σε τοπικό αλλά και υπερεθνικό επίπεδο.


Από την άλλη, απαιτείται ριζικός αναπροσανατολισμός του παραγωγιστικού, αγροχημικού μοντέλου «ανάπτυξης» για την αντιμετώπιση τόσο της τεράστια ανισοκατανομής των τροφίμων (τα οποία αρκούν και με το παραπάνω για όλο τον πληθυσμό του πλανήτη) όσο και των σοβαρών προβλημάτων ερημοποίησης εδαφών, υπεράντλησης και υφαλμύρωσης των υπόγειων υδάτων και ρύπανσης του εδάφους, των ποταμιών, των λιμνών και των θαλασσών από την εντατική και μαζική χρήση χημικών λιπασμάτων.


Η υιοθέτηση του μοντέλου της αποανάπτυξης μπορεί να είναι μία πολιτική επιλογή σε αντίθεση με την αλόγιστη καπιταλιστική ανάπτυξη των αγροτικών προϊόντων με το υπάρχον, άναρχο αγροχημικό μοντέλο, που οδηγεί είτε στην υπερπαραγωγή αγροτικών προϊόντων (π.χ. γάλα, βόειο κρέας) είτε στην ελλειμματική παραγωγή άλλων (π.χ. οπωροκηπευτικά, φρούτα, ελαιόλαδο). Το πρόταγμα της αποανάπτυξης βασίζεται στην εξής απλή ιδέα: είναι αδύνατο να απομυζούμε απεριόριστα έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να αλλάξουμε συνολικά την κοινωνία που ζούμε. Αυτό σημαίνει πως είμαστε υποχρεωμένοι να περιορίσουμε τους ρυθμούς με τους οποίους παράγουμε και καταναλώνουμε, μεταξύ άλλων, και αγροτικά προϊόντα. Η προσπάθεια αυτή περιέχει δύο αλληλοεπηρεαζόμενες όψεις. Η πρώτη σχετίζεται με ένα πιο μακροπρόθεσμο σχέδιο ριζικού και συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας: η κοινωνία μας πρέπει να αλλάξει συνολικά προσανατολισμό, να αλλάξουν οι οικονομικό-κοινωνικές σχέσεις, να εξαλειφθεί η εκμετάλλευση και η οικονομική ανισότητα, να δοθεί η δυνατότητα στους πολίτες να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις ζωές τους, να σταματήσουν να αποτιμώνται τα πάντα με γνώμονα την οικονομική αποδοτικότητα. Να μπουν όρια, στην περίπτωσή μας, στο αγροχημικό μοντέλο της εντατικής γεωργίας και στην καταστροφή που αυτό προκαλεί στο περιβάλλον. Επιθυμούμε, δηλαδή την ανατροπή του καπιταλισμού και μια προσπάθεια για τη δημιουργία μίας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας με αυτοδύναμη αγροτική παραγωγή, με ήπιο ή και δραστικό, κατά περίπτωση, περιορισμό του διεθνούς εμπορίου, με προσανατολισμό προς την ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών (επανεντοπισμός) και αξιοπρεπή διαβίωση για όλους τους αγρότες.


Η αποανάπτυξη δεν έχει την παραμικρή σχέση με την απλή αριθμητική αντιστροφή της οικονομικής μεγέθυνσης. Για την ακρίβεια με την αποανάπτυξη αποκλιμακώνεται ήπια η αλόγιστη ανάπτυξη, με στόχο την παραγωγή υγιεινών και ποιοτικών προϊόντων για την κάλυψη των τοπικών αναγκών και θεμελίωση της αρχής της αυτάρκειας των κοινωνιών σε τρόφιμα. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη της οικογενειακής γεωργίας και στην κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς σε τρόφιμα, αντί της παραγωγής με στόχο τις εξαγωγές. Παράλληλα, απαιτείται στήριξη των συλλογικών μορφών αυτοοργάνωσης και αυτοκυβέρνησης των παραγωγών, ιδιαίτερα καθετοποιημένων πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών με κυρίαρχο ρόλο στη μεταποίηση και εμπορία ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις βασικών ειδών διατροφής και η διεύρυνση της ψαλίδας στις τιμές παραγωγού-καταναλωτή. Επίσης, η δημιουργία δικτύων αλληλέγγυας οικονομίας που θα εξασφαλίζουν την δίκαιη για όλους παραγωγή και κατανάλωση. Η εφαρμογή ευρέων προγραμμάτων ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας με γενναία, αναπροσανατολισμένη κοινοτική χρηματοδότηση και η απαγόρευση της χρήσης «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) στην παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών καθώς και η δημιουργία δικτύων ανακύκλωσης υπολειμμάτων της αγροτικής παραγωγής μπορούν να συμβάλλουν, σε πρώτη φάση, αποτελεσματικά στη αναζωογόνηση του περιβάλλοντος.


Σχετικό link:

http://www.sporos.org/

Friday 5 February 2010

Να ξαναρχίσουμε να παράγουμε δίκαια, για τις χώρες, τις περιφέρεις και τους αγρότες

(Le Monde, 29.01.10)

Του Ζοζέ Μποβέ*


Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να τροποποιήσει σε βάθος την αγροτική της πολιτική το 2013. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εργασία, στις αγροτικές περιοχές, στο περιβάλλον, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός.


Η στροφή του 1992 υπήρξε ολέθρια. Προτρέχοντας για να εξασφαλίσει κάποιες παραχωρήσεις, τα συμπεράσματα της συμφωνίας του Μαρακές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θυσίασε τη γεωργία για χάρη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, και προπαντός για υπηρεσίες όπως οι τράπεζες, οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, οι ασφάλειες, η διανομή ή ο μαζικός τουρισμός. Αυτή η απόφαση προκάλεσε την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων αγροτικών θέσεων εργασίας και επέφερε μια σειρά από σοβαρές κοινωνικές κρίσεις με αποκορύφωμα το 2009.


Επιπλέον, δεν προσέφερε τίποτα καθώς, από το 2001, η μηχανή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου είναι βαριά άρρωστη. Η αποτυχία της υπουργικής συνόδου της Γενεύης, που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2009, επιβεβαιώνει τον παράλογο χαρακτήρα αυτού του φιλελεύθερου προσανατολισμού που αμφισβητήθηκε έντονα από χώρες του G77.


Ο φιλελευθερισμός και το άνοιγμα των συνόρων που επιβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου κατέληξαν σε μια αναγνώριση της αποτυχίας. Η παγκόσμια κρίση, που προέρχεται από την οικονομική σφαίρα από το τέλος του 2008, εξαπλώνεται σήμερα σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Η γεωργία δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτή τη θύελλα. Το κατρακύλισμα της τιμής του γάλακτος στην ευρωπαϊκή αγορά προκάλεσε χιλιάδες χρεοκοπίες αγροτών, ιδιαίτερα σε μεγάλα ανατολικά κράτη-μέλη της Ένωσης, όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Πολωνία.


Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) έχει γίνει παράλογη. Χρειάζεται άραγε να απαλλαγούμε από τη μοναδική πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική; Σίγουρα όχι· και η Ευρώπη οφείλει περισσότερο από ποτέ να διατηρήσει και να ενισχύσει τη βούλησή της να δημιουργήσει ένα κοινό αγροτικό μέλλον για όλα τα κράτη-μέλη και για όλες τις περιφέρειες. Πρέπει να διατηρήσουμε ως κεντρικό στόχο αυτής της μεταρρύθμισης την επιθυμία να θρέψουμε τους συμπολίτες μας με ποιοτικά προϊόντα και για μακρύ διάστημα. Μπορούμε να αγνοήσουμε πως για περισσότερα από 20 εκατομμύρια Ευρωπαίων το ερώτημα «πως θα χορτάσουμε την πείνα μας» παραμένει πραγματικό; Στο πλαίσιο της μαζικής ανεργίας, ο αγρότες, ειδικά στην Ανατολή, πρέπει να πάψουν να θεωρούνται η δεξαμενή των χειρωνάκτων για τους άλλους τομείς που δεν έχουν πια και πολλά να προσφέρουν.


Ο αγροτικός τομέας παραμένει ο τροφοδότης σταθερών θέσεων εργασίας σε πάρα πολλές περιφέρειες της ηπείρου μας. Οι διαρθρωτικές βάσεις, η σωστά προσανατολισμένη άμεση στήριξη, η αγροτική ανάπτυξη, πρέπει να κινητοποιηθούν για να σταθεροποιήσουν τις αγροτικές θέσεις εργασίας και να στηρίξουν τους αγρότες με σύγχρονες εναλλακτικές τεχνικές που σέβονται τα εδάφη, τη βιοποικιλότητα και τις γνώσεις και που συμμετέχουν ενεργά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.


Είναι απαραίτητη μια πραγματική ρήξη με την παραγωγίστικη λογική των θεμελιωτών της ΚΑΠ του 1962. Αν ο κεντρικός στόχος παραμένει ο ίδιος –να θρέψουμε και να εγγυηθούμε την πρόσβαση στην τροφή για τους Ευρωπαίους-, τα χρησιμοποιούμενα μέσα, στα οποία μπορούμε να ασκήσουμε κριτική, παρότι είναι κατανοητά στο πλαίσιο της εποχής, όπως η βιομηχανική παραγωγή κρέατος, η χρησιμοποίηση χημικών, η πραγμοποίηση των ζώων και των φυτών, προκαλούν σήμερα περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο παραγωγισμός πρέπει να ξεπεραστεί, πρέπει να γυρίσουμε σελίδα.


Μέχρι το 2013 οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η ΚΑΠ πρέπει να δομηθεί με βάση την επισιτιστική κυριαρχία. Ο επανεντοπισμός της γεωργίας είναι αναγκαίος. Για να τον πετύχουμε, η Ευρώπη πρέπει να προσέξει το εσωτερικό ισοζύγιο της προσφοράς και της ζήτησης. Χρειάζεται να δημιουργήσουμε νέους κοινούς οργανισμούς της αγοράς για να ενισχύσουμε αυτούς που υπάρχουν σήμερα. Αυτοί θα πρέπει να εγγυηθούν μια κατώτατη επιτρεπτή τιμή που θα καλύπτει το κόστος παραγωγής και θα προσφέρει μια δίκαιη αμοιβή για τους παραγωγούς.


Η παραγωγή θα πρέπει να ελεγχθεί σωστά και να διανεμηθεί ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης, ανάμεσα στις περιφέρειες και ανάμεσα στους αγρότες. Σήμερα, κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι αναγκασμένες να εισάγουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων για αν καλύψουν τις ανάγκες τους. Κάποιες περιφέρειες θα πρέπει συνεπώς να απο-εντατικοποιήσουν την βιομηχανικού τύπου και νοθευμένη παραγωγή τους.


Ο κλιματικός κίνδυνος αφορά επίσης έντονα τη γεωργία που είναι υπεύθυνη για σχεδόν το 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ο διαχωρισμός της κτηνοτροφίας από τις καλλιέργειες μας έχει παρασύρει στην ανεύθυνη χρήση χημικών λιπασμάτων που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο και παράγουν ένα από τα πιο επιβλαβή αέρια, το διοξείδιο του αζώτου.


Η γεωργία στη βιομηχανική της μορφή έχει εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα. Κάποιοι πολιτισμοί εξαφανίστηκαν επειδή δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκλήθηκε από την ίδια τους την γεωργική παραγωγή· έγιναν εύθραυστοι και παρασύρθηκαν στην καλύτερη περίπτωση από ένα κλιματικό ατύχημα.


Η σημερινή επιστημονική γνώση προσφέρει στις κοινωνίες μας τον απαραίτητο χρόνο για να προσαρμοστούμε και για να βρούμε παραδεκτές και αποδεκτές λύσεις. Η αποτυχία της συνόδου της Κοπεγχάγης αναδεικνύει την περιπλοκότητα των πλανητικών διακυβευμάτων. Λύσεις και καινοτομίες υπάρχουν. Παρότι περιθωριακές, είναι πειστικές και χρειάζεται να εκλαϊκευτούν και να υιοθετηθούν τοπικά. Αυτό σημαίνει κυρίως μια καλύτερη άρθρωση της αγρονομικής έρευνας και των γνώσεων, των πρακτικών και της σοφίας των αγροτών.


Για να επισημάνουμε το σύνολο των προκλήσεων και να επανασχεδιάσουμε μια ομοιογενή ΚΑΠ, οφείλουμε να εμπλέξουμε στο στοχασμό αυτό το σύνολο των πολιτών και όχι μόνο τους οικονομικούς παράγοντες. Η διοργάνωση μιας ευρωπαϊκής συνάντησης του τύπου της αγοράς των πολιτών για το μέλλον της ΚΑΠ και της διατροφής είναι, συνεπώς, απαραίτητη και επείγουσα για να ξεπεράσουμε τις συντεχνιακές οπτικές.



* Ο Ζοζέ Μποβέ είναι ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων (Europe Ecologie).

Tuesday 2 February 2010

Μια μικρή αναφορά στην περίπτωση της Περιεκτικής Δημοκρατίας

«Εκείνοι από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους αριστερό, δεν ξέρουν άλλη πολιτική παρά την εξόντωση του Ισραήλ, την αποτελείωση δηλαδή του έργου του Χίτλερ; Δεν είναι η πολιτική της συναδέλφωσης των λαών, της από κοινού πάλης εναντίον των κυβερνήσεών τους και για τη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων στη Μέση Ανατολή;»

Άγις Στίνας, Αναμνήσεις



Με αφορμή μια πρόσφατη επίθεση της Περιεκτικής Δημοκρατίας (εφεξής ΠΔ) εναντίον μας[1], η οποία ακολούθησε μια συζήτηση στα σχόλια παλαιότερης ανάρτησής μας[2], επιθυμούμε να ξεκαθαρίσουμε τις θέσεις μας, στο βαθμό που διαστρεβλώνονται κατάφωρα από την ΠΔ. Κατ’ αρχήν δεν μας ενδιέφερε, ούτε μας ενδιαφέρει να μπούμε σε μια ανώφελη συζήτηση με ανθρώπους με τους οποίους, όπως φαίνεται, υπάρχει μικρό πεδίο συνεννόησης.


Η ομάδα μας, ως τέτοια, δε συμμετείχε στη συγγραφή των σχολίων όπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτό εδώ το μπλογκ. Συμμετείχαν όμως κάποια μέλη της ομάδας και του Μάγματος. Τις αναρτήσεις μας μπορεί να τις σχολιάσει όποιος θέλει, δεν έχουμε διαγράψει ποτέ κανένα σχόλιο, όσο υβριστικό εναντίον μας κι αν ήταν. Είναι αυτονόητο πως τα σχόλια αυτά εκφράζουν τους συντάκτες τους και όχι απαραιτήτως την ομάδα. Βέβαια, όλα αυτά τα γνωρίζει η ΠΔ, αφού μέλη της έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει ή καταχραστεί τη φιλοξενία του μπλογκ για να προβάλλουν τις απόψεις τους.


Για την ουσία της συζήτησης και για τις κατηγορίες που μας προσάπτονται, ο αναγνώστης μπορεί εύκολα και άνετα να διαβάσει τις απόψεις της ομάδας όπως αυτές εκφράζονται με ψυχραιμία στα συλλογικά της κείμενα· και τις απόψεις της συντακτικής ομάδας του Μάγματος όπως αυτές εκφράζονται στο εισαγωγικό κείμενο (editorial) και στα άλλα κείμενά της στο Μάγμα. Οι απόψεις είναι απόψεις, μπορεί να είναι σωστές ή λανθασμένες, μπορεί κάποιος να τους κάνει κριτική χωρίς, μάλιστα, να περιορίζουμε τα ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία με τα οποία θα γίνεται η κριτική αυτή, όπως κάνει η ΠΔ. Δεν είναι όμως στις δικές μας σημερινές διαθέσεις να κάνουμε πολεμικές, να επιχειρούμε περιχαράκωση των θέσεών μας από άλλες ομάδες, να εκδηλώνουμε την επιθετικότητά μας σε όσους δε συμφωνούν μαζί μας. Έχουμε κι εμείς στο παρελθόν, δυστυχώς, υποκύψει στη γοητεία του σεχταρισμού, απευθύνοντας δημόσιες και αμετροεπείς κριτικές σε άλλες ομάδες. Κοιτάζοντας ξανά αυτή την τακτική και κάνοντας την αυτοκριτική μας, υποστηρίζουμε σήμερα πως αυτή η συνειδητή ή ασυνείδητη τακτική δεν έχει κανένα νόημα και η κύρια κατάληξη που προκύπτει από μια τέτοια τακτική είναι η ιδεολογική και οργανωτική απομόνωση καθώς και η εσωστρεφής αναπαραγωγή της (εκάστοτε) δικής μας «αλήθειας». Επιθυμούμε στο εξής η πολιτική μας θέση να συγκροτείται με θετικό τρόπο από την ανάπτυξη της δικής μας οπτικής και όχι να ετεροπροσδιορίζεται από την απόρριψη των θέσεων των άλλων. Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της τήρησης αποστάσεων και του σαφούς διαχωρισμού από απόψεις και προτάγματα που κατά τη γνώμη μας δεν υπηρετούν την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια. Έτσι, διατυπώνουμε απλά τις απόψεις μας και αγωνιζόμαστε να πειστούν και άλλοι άνθρωποι για την ορθότητα που, για μάς, έχουν αυτές οι απόψεις, αλλά ταυτοχρόνως προσπαθούμε να ακούμε την κριτική και να διαμορφωνόμαστε και οι ίδιοι/ες από αυτό το διάλογο. Μάλιστα ο αγώνας για την ατομική και κοινωνική αυτονομία έχει νόημα και προοπτική όταν επιχειρούμε μια στοιχειώδη ενότητα δράσης μαζί με άλλες συλλογικότητες που ασπάζονται παρόμοιες μ’ εμάς αξίες και προτάγματα και επιτυγχάνουμε, όπου αυτό είναι δυνατό, μια αξιοπρεπή μαζικότητα. Η ανοικτότητά μας παραμένει πάντοτε κάτι που μένει να απαντηθεί, διαρκώς προσπαθούμε να μην κλεινόμαστε στα πλαίσια της δικής μας σκέψης και να διευρύνουμε τους ορίζοντες της ανάλυσής μας, να αντιλαμβανόμαστε τις κοινωνικές διεργασίες και τις ευκαιρίες συνειδητοποίησης και μαζικοποίησης (π.χ. το αναξιοποίητο παράδειγμα του Δεκέμβρη 2008), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε απόψεις συνεκτικές και συνεπείς με το πολιτικό μας πρόταγμα. Στα links αυτού του μπλογκ υπάρχουν από καταβολής του παραπομπές σε άλλες ομάδες με τις οποίες δε συμφωνούμε σε όλα, μεταξύ αυτών και την ΠΔ. Το γεγονός ότι δε θα δει κανείς κάτι αντίστοιχο στο site της ΠΔ είναι ενδεικτικό της κλειστότητας και της ιδεολογικής περιχαράκωσης που διέπουν τη νοοτροπία της.


Λίγα λόγια για το περιεχόμενο της «κριτικής» τώρα. Το αν ο Καστοριάδης ενεργούσε έτσι ή αλλιώς στο εσωτερικό του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα λίγο μας ενδιαφέρει καθώς ουδέποτε ήμασταν ούτε είμαστε προσωπολάτρες. Ο Καστοριάδης δεν είναι κάποιο ιερό πρόσωπο ούτε μια αυθεντία στην οποία αναφερόμαστε με αξιωματικές βεβαιότητες.


Κατά τη γνώμη μας, η μανιχαϊστική διάκριση μεταξύ των αποκαλούμενων «υπερεθνικών ελίτ» και των αντιπάλων τους είναι ανεπαρκής για να αποδώσει την πραγματικότητα και πολύ επικίνδυνη όταν τη χρησιμοποιούμε για να τοποθετηθούμε στο πολιτικό πεδίο. Αρνείται πεισματικά να δει τις κεφαλαιώδεις και ουσιαστικές διαφορές στο εσωτερικό των παραπάνω «στρατοπέδων». Υπάρχουν ποιοτικές διαφορές τόσο στο στρατόπεδο της «υπερεθνικής ελίτ» όσο και των υποτιθέμενων αντιπάλων της. Δε μπορούμε να ξεχνάμε ούτε το φιλελεύθερο χαρακτήρα των δυτικών πολιτευμάτων ούτε το θεοκρατικό και αυταρχικό χαρακτήρα μερικών από τους «αντιπάλους» της. Επισημαίνουμε για άλλη μια φορά ότι τα φιλελεύθερα (με την πολιτική έννοια του όρου) χαρακτηριστικά των δυτικών καθεστώτων και οι ανολοκλήρωτες ελευθερίες που έχουμε εμείς σήμερα, είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων χειραφετητικών αγώνων· κάτι που κατέκτησαν οι ίδιοι οι άνθρωποι κι όχι κάτι «που ουσιαστικά παραχωρούν οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες» όπως επιμένει η ΠΔ. Με αυτόν τον τρόπο συνεισφέρει στη μυθοποίηση του συστήματος (προσδίδοντάς του ορθολογικά χαρακτηριστικά που δεν έχει εγγενώς), υποβαθμίζοντας τις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων και αγνοώντας επιδεικτικά την ουσιαστική τους συμβολή στην ανθρώπινη ιστορία. Θεωρούμε ότι ευθύνη για τη δημιουργία της ιστορίας έχουν οι ίδιοι άνθρωποι, με τη δράση ή την αποχή τους, από αυτούς και μόνο περιμένουμε το μετασχηματισμό της κοινωνίας προς την κατεύθυνση της αυτονομίας και όχι από τις αποφάσεις των ελίτ (υπερεθνικών ή εθνικών, του Μπους ή του Αχμαντινετζάντ, του Νετανιάχου ή της Χαμάς). Μπορεί η ΠΔ να απεμπολεί τους αγώνες και τις κατακτήσεις που προαναφέραμε, για χάρη μιας υποτιθέμενης «αντισυστημικότητας» και μιας υπερβολικής έμφασης στις αντικειμενικές συνθήκες που συγκαθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίζει αυταρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα, συκοφαντώντας παράλληλα τους αγώνες των ίδιων των πολιτών τους ενάντια σε αυτά, όπως κάνει σήμερα με το Ιράν, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα την ακολουθήσουμε και εμείς. Για μας η υπεράσπιση δικαιωμάτων και των αγώνων για την υπεράσπισή τους είναι απόλυτα συμβατή μ’ ένα ευρύτερο δημοκρατικό πρόταγμα, απ' τη στιγμή που η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε θέλουμε να τα εμπεριέχει ακόμα πιο διευρυμένα.


Όσον αφορά το ζήτημα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και ιδιαίτερα του ΕΑΜ, η δική μας τοποθέτηση καθορίζεται από τις αντιεθνικιστικές και διεθνιστικές μας θέσεις. Τα φαινόμενα της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης δεν έχουν να κάνουν με την εθνοφυλετική καταγωγή των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων, αλλά με το ίδιο το αντικειμενικό γεγονός της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης. Το αίτημα για την εθνική απελευθέρωση δε μας αφήνει απλά αδιάφορους, αλλά μας δημιουργεί και καχυποψία. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη χειραφέτηση και ελευθερία. Αυτή καθόλου δεν υποχρεούται να ασπαστεί τον κυρίαρχο εθνικιστικό λόγο θεωρώντας την εθνική απελευθέρωση στοιχείο της ή προϋπόθεσή της.


Παράλληλα, δεν ξεχνάμε τα ολοκληρωτικά και σωβινιστικά χαρακτηριστικά του ΕΑΜ. Η ιδεολογική και η στρατιωτική κυριαρχία της σταλινικής γραφειοκρατίας του συγκεκριμένου κινήματος, είναι αυτονόητο ότι δε θα δημιουργούσε «προϋποθέσεις για παραπέρα ριζοσπαστικές αλλαγές», όπως φαντασιώνονται διάφοροι με σκοπό να μας πείσουν για την αναγκαιότητα προσχώρησής μας στο ολοκληρωτικό στρατόπεδο. Το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ δεν αποτελούσε, άλλωστε, μόνο διπλωματική αλλά και ιδεολογικοπολιτική συμφωνία μεταξύ ναζισμού και σταλινισμού[3], όπως μπορούν να διαβεβαιώσουν όσοι θήτευσαν στα γκουλάγκ, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή και στα δύο[4]. Το σταλινικό κίνημα σκόπευε να αντικαταστήσει με τις ολοκληρωτικές και γραφειοκρατικές δομές του τον κρατικό μηχανισμό και για το λόγο αυτό είχε δημιουργήσει τη δική του χωροφυλακή, το δικό του στρατό, τα δικά του δικαστήρια και τη δική του μυστική αστυνομία (ΟΠΛΑ).


Για να μην μακρηγορούμε, όλες οι κριτικές της ΠΔ επαναλαμβάνουν τους μανιχαϊκούς αποκλεισμούς που έχει πρωτοδιδάξει το ΚΚΕ[5]. Αν δεν είσαι με τον ισλαμισμό, τον Αχμαντιμεζάντ και τη Χαμάς είσαι η «αριστερή μπότα του συστήματος», αν δεν είσαι με το σταλινισμό είσαι με τους ναζί, αν δεν είσαι αντισημίτης είσαι «σιωνιστής», αν δεν είσαι με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό είσαι «με τους Αμερικάνους», αν δεν είσαι με τους ισλαμιστές τρομοκράτες είσαι με τη «συστημική βία» και λοιπά παλαιοκομμουνιστικά ανέκδοτα. Οφείλουμε, λοιπόν, να απεμπλακούμε από τα συνήθη ιδεολογικά σχήματα και τις νοοτροπίες που ονειρεύονται έθνη, υπερεθνικές ελίτ, Αμερικάνους, Εβραίους, Σόρος, Νέες Τάξεις, μασόνους, παπαγαλάκια και λοιπά εξωτικά πουλιά. Η απλή επίκληση κάποιας «ελευθεριακότητας», και κάποιας «δημοκρατίας» δεν είναι αρκετά για να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις της παραδοσιακής (και κυρίως της σταλινικής) αριστεράς. Κατά τούτο, η επίκληση της δημοκρατίας είναι εντελώς επιφανειακή αν δεν συνοδεύεται από μερικές θεμελιώδεις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες που μας απαγορεύουν να υπερασπίζουμε αυταρχικά καθεστώτα και ολοκληρωτικά μορφώματα, να αξιώνουμε συνεργασίες με ολοκληρωτικά κόμματα κατευθυνόμενοι από απλουστευτικά δίπολα που αναπαράγουν αντιαμερικανικά, αντι-ιμπεριαλιστικά και πατριωτικά στερεότυπα. Ένας τέτοιος λόγος προσιδιάζει στις ιδέες και στις αξίες κομμάτων με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά όπως το ΚΚΕ με τα οποία εμείς βρισκόμαστε στην απέναντι όχθη.



[1]http://inclusivedemocracy.org/pd/crit/magma_dialogos.htm#%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%99%CE%9A%CE%97

[2] https://www.blogger.com/comment.g?blogID=8341589355747495597&postID=2150426118466857027

[3] Η συγγένεια αυτή επιβεβαιώνεται από το λόγο του Στάλιν στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βικτόρ Σερζ στις Αναμνήσεις του: «Γύρω στις 15 Μαρτίου οι ναζί έμπαιναν στην Πράγα. Στη διάρκεια του ίδιου μηνός διάβασα στην Πράβντα, το λόγο του Στάλιν στο Δέκατο Όγδοο Συνέδριο του κόμματος. Ο αρχηγός κατηγορούσε την Αγγλία και τη Γαλλία ότι θέλησαν να «σπείρουν τη διχόνοια ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Γερμανία».(...)Αυτές οι ενδείξεις και ορισμένες άλλες ανάγγελναν ξεκάθαρα μια προσεχή στροφή της ρωσικής πολιτικής προς τη συνεργασία με το Τρίτο Ράιχ» (Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, εκδόσεις Scripta, 2008, σελ.507-508).

[4] Όπως η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, (πρβλ. Τσβετάν Τοντόροφ, Μνήμη του κακού - Πειρασμός του καλού, μτφρ. Κ. Κατσουλάρη, εκδ. Εστία, 2003, σελ. 158-170.

[5] Ας μην ξεχνάμε την πολύ «ελευθεριακή» αρθρογραφία του Τάκη Φωτόπουλου στο Ριζοσπάστη και σε άλλα σταλινικά έντυπα –στα οποία δε μπορεί να γράψει ο οποιοσδήποτε: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grvarious/grvar.htm, τις συνεντεύξεις στον 902 και στο Ριζοσπάστη: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grinterviews/grinterviews.htm , τους ύμνους στην Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ (την ΟΠΛΑ την ξέχασε): http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grvarious/grvar.htm.