Κατά γενική διαπίστωση, τα κείμενα της ομάδας δεν πρέπει να τα διαβάζει και κανείς μέσα στην κοινωνία, παρά τον αριθμό των αντιτύπων που έχουμε κατά καιρούς μοιράσει. Οι άνθρωποι δεν είναι πια ούτε καν «παθητικοί καταναλωτές ιδεών», όπως έγραφε ο Καστοριάδης, πριν από 40 χρόνια, όταν δικαιολογούσε τη διάλυση του Socialisme ou Barbarie : δεν τις καταναλώνουν πια τις ιδέες, απλώς τις αγνοούν. Οι μόνοι που κοιτάνε τα κείμενά μας είναι κάποιοι ελάχιστοι, γνωστοί μας ως επί το πλείστον. Η τελευταία προκήρυξη που κυκλοφορήσαμε («Κάτω η δικτατορία της απάθειας») προκάλεσε μερικά σχόλια από την πλευρά αυτών των ανθρώπων και γι’ αυτό θεωρούμε καλό να τοποθετηθούμε επί μιας σειράς σημαντικών κατ’ ημάς ζητημάτων, τα οποία ετέθησαν από τα λεγόμενά τους.
Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι το σχετικό με τη στάση που οφείλει να κρατά το πρόταγμα της αυτονομίας απέναντι στους νόμους της εκάστοτε ολιγαρχικής και ετερόνομης κοινωνίας μέσα στην οποία δραστηριοποιείται
[1]. Το εν λόγω ζήτημα είναι ύψιστης σημασίας, διότι η απάντηση που του δίνει κανείς είναι αυτή που καθορίζει σε έναν σημαντικό βαθμό τη μορφή της πάλης του επαναστατικού προτάγματος. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα –απ’ όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον- κάποια πολιτική ομάδα που να προσπάθησε να ακολουθήσει πιστά τις ιδέες του Καστοριάδη[2], ρητή απάντηση στο πρόβλημα του νόμου δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα. Το λέμε αυτό, επειδή –κρίνοντας φυσικά, σε μεγάλο μέρος, και εξ ιδίων- οι τοποθετήσεις του Καστοριάδη επί του ζητήματος είναι πάντοτε ευκαιριακές και καθόλου αναλυτικές, κάτι που εύκολα οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Βέβαια για τον Καστοριάδη το πρόβλημα ήταν λυμένο και μάλλον γι’ αυτό δεν κάθισε ποτέ να το συζητήσει αυτό καθεαυτό[3]. Μια στάση αυτού του είδους μπορεί να είναι αρκετή για έναν φιλόσοφο, σε καμία περίπτωση όμως για μια πολιτική ομάδα. Ας πούμε λοιπόν δυο λόγια.
Το στοιχείο που περιπλέκει τα πράγματα είναι η θεμελιώδης ιδέα που υποστηρίζουν όσοι ακολουθούν τον Καστοριάδη, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία, πάντοτε, είτε ρητά –στην αυτονομία- είτε υπόρρητα –στην ετερονομία-, κάνει η ίδια τον εαυτό της. Πρόκειται για την ιδέα της αυτοθέσμισης. Αν βλέπουμε τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, οφείλουμε γενικώς να αναγνωρίζουμε ότι το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα διατηρείται κάθε φορά, όχι επειδή το κράτος -ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διαχωρισμένης εξουσίας- ασκεί βίαιη καταστολή ή πλύση εγκεφάλου στους ανθρώπους, αλλά αντιθέτως επειδή αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν νόημα στους θεσμούς και στις σημασίες του εν λόγω καθεστώτος. Η θέση μας αυτή μας διαφοροποιεί τόσο από τον μαρξισμό, όσο και από τον αναρχισμό, καθώς οι εν λόγω θεωρίες αρνούνται στους ανθρώπους τη δυνατότητα[4] κριτικής σκέψης και ελεύθερης βούλησης –πράγμα φυσικά που κάνουν και οι μεταμοντερνιστικές θεωρίες τύπου Foucault. Αυτή η ουσιώδης διαφορά στο επίπεδο της αντίληψης υφίσταται, όπως είναι φυσικό, και στο επίπεδο της καθεαυτό πολιτικής πράξης. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, επειδή πιστεύουν ότι γνωρίζουν την αλήθεια για την κοινωνία και την ιστορία -την οποία αλήθεια αγνοεί η μέγιστη πλειονότητα της κοινωνίας, λόγω της πλύσης εγκεφάλου που της κάνουν το «Κράτος» ή οι «κεφαλαιοκράτες»-, αυτοδικαιοδοτούνται να προβαίνουν σε βίαιες και έκνομες πράξεις κατά του εκάστοτε υπάρχοντος καθεστώτος, με σκοπό την ανατροπή του. Εξάλλου, επειδή είναι θεωρίες ολιγαρχικές, πιστεύουν ότι η ανατροπή του καθεστώτος θα γίνει υπό την καθοδήγηση –ή απλώς μέσω της δράσης- κάποιων δυναμικών μειοψηφειών, όπως ήταν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, οι οποίες θα δράσουν ως μοχλός, παρασύροντας εν συνεχεία και την πεπλανημένη κοινωνία. Με άλλα λόγια, αφού μόνοι τους θα την κάνουν τη δουλειά –η κοινωνική αλλαγή νοείται γι’ αυτούς ως πραξικόπημα-, τίποτε δε τους εμποδίζει να δρουν, με σκοπό να προκαλέσουν οι ίδιοι τις περίφημες «επαναστατικές συνθήκες». Για τις παραδοσιακές ιδεολογίες οι νόμοι της προς ανατροπήν κοινωνίας παραβιάζονται αβίαστα, καθώς δε θεωρούνται δημιούργημα –τουλάχιστον ως προς τον βασικό τους προσανατολισμό και τις αξίες που τους εμπνέουν- της ίδιας της κοινωνίας, αλλά του κράτους και των «Κυριάρχων».
Για εμάς αντιθέτως, επειδή οι νόμοι της εκάστοτε κοινωνίας είναι δημιούργημα του συνόλου των μελών της, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή. Ακριβώς επειδή δεν είναι ένα προσχηματικό κατασκεύασμα των κυριάρχων, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της κοινωνίας, όπως μας λένε οι συνωμοσιολογικές αναλύσεις των παραδοσιακών ιδεολογιών, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μορφές έκφρασης της βούλησης της κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι, αν έχουμε καπιταλισμό, είναι επειδή η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων θέλει τον καπιταλισμό ή –τουλάχιστον- δεν ενοχλείται από αυτόν, είναι δηλαδή βολεμένη και δεν επιθυμεί κάτι άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η παραβίαση των νόμων από την πλευρά μας, βάσει του σκεπτικού ότι διαφωνούμε με τον τρόπο θέσμισης της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Για εμάς η αντίσταση και η κριτική στον καπιταλισμό –και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερονομίας ή ολιγαρχίας- δεν ταυτίζεται με την παραβίαση των νόμων και των θεσμών του, ούτε συνεπάγεται αυτομάτως αυτήν την παραβατικότητα. Άλλωστε για εμάς, δεδομένου ότι η κοινωνική μεταβολή –η λεγόμενη επανάσταση- είναι κάτι που γίνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, η πολιτική νοείται ως κριτική του φαντασιακού της υπάρχουσας κοινωνίας, όχι ως «υλική» (πχ ένοπλη) δράση εναντίων των θεσμών και των νόμων της. Η αναγνώριση, εν ολίγοις, του αυτοθεσμιζόμενου χαρακτήρα της κοινωνίας μας κάνει να μην παραβαίνουμε τους νόμους της, διότι, όντας δημοκρατικοί, αναγνωρίζουμε μια άτυπη μορφή εφαρμογής της αρχής της πλειοψηφίας: η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας «θέλει» την υπάρχουσα θέσμιση, άρα, αν εμείς, που είμαστε μια ισχνή μειοψηφία, παραβαίνουμε τους νόμους της, ενεργούμε ολιγαρχικά.
Το θέμα όμως είναι ότι μια ορθώς εννοούμενη δημοκρατική και αυτόνομη πολιτική δεν μπορεί επουδενί να αρκεστεί σε αυτές τις διαπιστώσεις. Το λάθος μερικών από τους επικριτές μας είναι ακριβώς ότι δεν το βλέπουν αυτό, θεωρώντας πως κι ο ίδιος ο Καστοριάδης σταματάει εδώ. Η αυτόνομη και δημοκρατική πολιτική δεν μπορεί ποτέ να αρκεστεί σε κάτι τέτοιο, για τον απλούστατο λόγο ότι πολλοί από τους νόμους της ετερόνομης κοινωνίας –μιλάμε πάντοτε για φιλελεύθερα καθεστώτα, στα οποία ισχύει το κράτος δικαίου- είναι αντίθετοι με τα ιδανικά και τις αρχές της, ακόμα κι αν δε θίγουν με άμεσο τρόπο τους ίδιους τους υποστηρικτές της. Σε κάποιες περιπτώσεις η παράβαση κάποιων νόμων είναι επιβεβλημένη, όχι τόσο για λόγους πολιτικής επιβίωσης –καθώς είπαμε ότι μιλάμε για φιλελεύθερα καθεστώτα-, όσο για λόγους αντίδρασης και προπαγάνδισης διά του παραδείγματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις τί κάνει η δημοκρατική επαναστατική ομάδα; Κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια, αρκούμενη στην επιχειρηματολογία της προηγούμενης παραγράφου; Φυσικά και όχι. Τότε, όμως, θα πουν οι παρερμηνεύοντες «από τα δεξιά» τον Καστοριάδη, η ομάδα παύει να είναι δημοκρατική και πάει με τον αναρχισμό. Αυτό το επιχείρημα δείχνει σωστό εκ πρώτης όψεως και γι’ αυτό χρειάζεται μια αναλυτική του αναίρεση.
Αυτό το επιχείρημα θα έστεκε, μόνο αν παραβλέπαμε κάποιες θεμελιώδεις πραγματικότητες τις οποίες ο Καστοριάδης ποτέ δεν ξεχνούσε. Καταρχήν ότι οι φιλελεύθερες κοινωνίες[5] είναι όχι μόνο ολιγαρχικές αλλά και ετερόνομες –όχι εξολοκλήρου, αλλά σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους αρχηγούς των γραφειοκρατικών λόμπυς που διοικούν την ολιγαρχία, όχι από την κοινωνία. Επίσης, οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται εξ ορισμού με τρόπο «αδιαφανή», στους διαδρόμους και στα πηγαδάκια. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και στο στενά πολιτικό –τουτέστιν στο συνταγματικό ή νομικό- επίπεδο, η εγκυρότητα της φιλελεύθερης ολιγαρχίας είναι αμφισβητούμενη. Πρόκειται για τη λεγόμενη «μεταφυσική της αντιπροσώπευσης»[6]: κάθε τέσσερα χρόνια, βάσει ενός μυστηρίου ανάλογου της Θείας Ευχαριστίας, η λαϊκή βούληση μετουσιώνεται και μέσω της κάλπης –η οποία στο εσωτερικό της έχει ένα πλήθος από υπερευαίσθητα μηχανήματα, ακόμα κι αν φαίνεται διαφανής με μια πρώτη ματιά-, μεταγγίζεται στους εγκεφάλους των αρχηγών του κόμματος που νίκησε στις εκλογές. Ταυτόχρονα, ακόμα και στο ευτελές επίπεδο όπου η κοινωνία μπορεί να πάρει άμεσα κάποιες «αποφάσεις» -μιλάμε για το επίπεδο της ψήφισης κόμματος και βουλευτών-, αυτές οι κουτσοαποφάσεις λαμβάνονται, όχι μόνο μέσα στην πλήρη άγνοια (αφού τα κόμματα λένε εξορισμού ψέματα προεκλογικώς), αλλά και βάσει κριτηρίων ως επί το πλείστον ανορθολογικών και αντιπολιτικών (διορισμοί, ρουσφέτια, οικογενειακή συνήθεια κλπ). Έτσι και στο ουσιαστικότερα πολιτικό επίπεδο η φιλελεύθερη κοινωνία δε μπορεί να θεωρείται πολιτικώς υπεύθυνη –πράγμα εξάλλου που φαίνεται και απ’ το ποιους εκλέγει, για να την κυβερνούν. Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον πολύ μικρό αριθμό από τον οποίον τελικά εκλέγονται οι εκάστοτε κυβερνώντες, δεδομένης αφενός της πολύ μεγάλης αποχής και αφετέρου του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής που εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Ελλάδα.
Αυτές οι διαπιστώσεις μας λύνουν τα χέρια και επιτρέπουν στη δημοκρατική πολιτική δράση να αποφεύγει τις αγκυλώσεις και τις παρεξηγήσεις. Το θέμα λοιπόν που τίθεται είναι αυτό του τρόπου διεξαγωγής της παράβασης των νόμων, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο φιλελευθερισμός: πρόκειται για το περίφημο δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή, ως πτυχή του γενικότερου δικαίου της αντίστασης (jus resistentiae). Η πολιτική ανυπακοή είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την ποινική παραβατικότητα για τρεις βασικούς λόγους: πρώτον, επειδή έχει πολιτικό χαρακτήρα και γίνεται με σκοπό την προπαγάνδα διά του παραδείγματος, δεύτερον, επειδή έχει πολιτικά και όχι ιδιωφελή κίνητρα, αφού ζητά την αλλαγή του εκάστοτε επίμαχου νόμου και όχι την εξαίρεση από αυτόν και τρίτον, επειδή γίνεται επώνυμα, πρόθυμη να αναλάβει τις νομικές συνέπειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιρρησίες συνείδησης ή οι ολικοί αρνητές στράτευσης, οι οποίοι κάθονται και υφίστανται τις συνέπειες των πράξεών τους, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να πάρουν το λεγόμενο «τρελόχαρτο»
[7]. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για πλήθος άλλων ζητημάτων. Ταυτόχρονα, η πολιτική ανυπακοή, όπως τουλάχιστον την εννοούμε εμείς, διαφέρει ουσιωδώς και από την ποινική παραβατικότητα που απλώς παίρνει πολιτικό προκάλυμμα. Κι αυτό όχι μόνο επειδή δεν γίνεται ανώνυμα, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά και γιατί θέτει, κατόπιν πολιτικού στοχασμού, συγκεκριμένα κριτήρια που ορίζουν πότε ένας νόμος είναι παραβιάσιμος και πότε όχι: η επιχειρηματολογία που αναπτύξαμε παραπάνω, κάνοντας κριτική στον τρόπο χειρισμού του θέματος από πλευράς παραδοσιακών ιδεολογιών, δεν γίνεται, με σκοπό την –μαζοχιστική τελικά- υποταγή σε οποιονδήποτε νόμο, είτε είναι δίκαιος είτε όχι, αλλά αντιθέτως με σκοπό τον καθορισμό ρητών, σαφών και συγκεκριμένων κριτηρίων βάσει των οποίων η πολιτική ανυπακοή διατηρεί τον πολιτικό της χαρακτήρα και δεν εκφυλίζεται σε παραβατικότητα.
Ο Καστοριάδης λέει σε μια συνέντευξή του: «Εγώ ο Καστοριάδης, δε θεωρώ τον εαυτό μου ηθικά και πολιτικά υποχρεωμένο να τηρώ κανέναν νόμο του υπάρχοντος Γαλλικού κράτους, κανέναν». Και όταν η συνομιλήτριά του τον αποκαλεί «αναρχικό», αυτός απορρίπτει τον χαρακτηρισμό, λέγοντας ότι δεν θεωρεί δημοκρατικό τον τρόπο ψήφισης των νόμων και πως γι’ αυτόν τον λόγο υπακούει μόνο στους νόμους των οποίων εγκρίνει το περιεχόμενο (φέρνει το παράδειγμα της απαγόρευσης του φόνου)
[8]. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η επαναστατική ομάδα οφείλει να έχει δύο ειδών κριτήρια αξιολόγησης του εκάστοτε νόμου: ένα «μορφικό» και ένα «περιεχομενικό»· το πρώτο αναφέρεται στον τρόπο ψήφισης του νόμου, ενώ το δεύτερο στο φαντασιακό του περιεχόμενο. Είναι προφανές ότι στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο μορφή και περιεχόμενο δεν είναι απολύτως διαχωρίσιμα. Παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που είναι, η διάκρισή τους δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπεται. Πρακτικά αυτό σημαίνει το εξής: ως δημοκρατική ομάδα, από μορφικής απόψεως απορρίπτουμε όλους ανεξαιρέτως τους νόμους της σύγχρονης κοινωνίας, διότι έχουν ψηφισθεί, αν όχι ετερόνομα, τουλάχιστον ολιγαρχικά· από περιεχομενικής απόψεως όμως εγκρίνουμε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό τους, επειδή συμφωνούμε με τις αρχές και τις αξίες που ενσαρκώνουν. Κρίνοντας λοιπόν βάσει και των δύο κριτηρίων, επιλέγουμε νηφάλια και με απολύτως πολιτικά κριτήρια, πού ενδείκνυται και πού όχι η πολιτική ανυπακοή. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε πιο σαφείς, θα έπρεπε να πούμε ότι για την αυτονομία μετρά περισσότερο –ποτέ όμως αποκλειστικά- το περιεχομενικό κριτήριο. Ακραίο παράδειγμα ο νόμος μιας δημοκρατικής κοινωνίας που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ή –παράδειγμα υποθετικό όχι όμως και τόσο ακραίο- η διά δημοψηφίσματος απόφαση να εκδιωχθούν οι μετανάστες από την επικράτεια ενός κράτους[9]. Με βάση αυτό το σχήμα η δημοκρατική πολιτική μπορεί να συνεχίσει να επιβιώνει. Το λέμε αυτό, διότι εδώ και κάποια χρόνια, μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την κατάρρευση των παραδοσιακών ιδεολογιών, η παγκόσμια πολιτική «σκέψη» -μεταμοντερνιστική και παραδοσιακά φιλελεύθερη[10]- δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να επαναλαμβάνει τον γνωστό –και χυδαίο –εκβιασμό : όποιος δεν είναι με τη φιλελεύθερη ολιγαρχία, είναι με τα γκουλάγκ· όποιος δεν είναι με τον κοινοβουλευτισμό, είναι φασίστας κλπ. Ο (πολιτικός) φιλελευθερισμός νόμισε πως ξεμπέρδεψε, μια για πάντα, με τους αντιπάλους του, βλέποντας τα ολοκληρωτικά καθεστώτα να καταρρέουν. Με αυτό δεν αποδεικνύει παρά την αδυναμία του να κατανοήσει το πρόταγμα της αυτονομίας και την πραγματική δημοκρατία –πράγματα γνωστά σε παλαιότερους φιλελεύθερους. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν τον εκβιασμό τους –ο οποίος τους προστατεύει ενάντια στον φασισμό-, χρησιμοποιώντας το κατεξοχήν φασιστικό επιχείρημα: σταματήστε να αμφισβητείτε τον κοινοβουλευτισμό, γιατί θα έρθει ο φασισμός· υπάρχει κοινωνική αναταραχή, ο Le Pen κι ο Καρατζαφέρης ανεβαίνουν, οι αναρχικοί πετάνε μολότοφ, άρα κάποιος πρέπει να βάλει την κοινωνία στο γύψο[11]. Προφανώς, είναι ένα εκατομμύριο φορές προτιμότερο –δεν τίθεται καν ζήτημα- να φορέσουμε τον γύψο της φιλελεύθερης ολιγαρχίας –ο οποίος είναι μάλλον απλή γάζα και όχι γύψος-, παρά αυτόν της δικτατορίας ή του ολοκληρωτισμού. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπορούμε να μην καταγγείλουμε όλη αυτή την κατάσταση.
Να πούμε επίσης, κλείνοντας, ότι, ακριβώς επειδή κανείς μέχρι τώρα –απ’ όσο ξέρουμε- δεν έχει κάτσει να σκεφτεί με προσοχή το ζήτημα που συζητήσαμε σε αυτό το κείμενο, το αυτόνομο και δημοκρατικό πρόταγμα ως πολιτική τάση, αλλά και το πολιτικό μέρος της φιλοσοφίας του Καστοριάδη επίσης, ως πολιτική θεωρία, παρερμηνεύονται διαρκώς, προς δύο κατευθύνσεις: μια «αριστερή», η οποία ερμηνεύει τον Καστοριάδη από σκοπιά αναρχική και μια «δεξιά», η οποία τον ερμηνεύει από σκοπιά φιλελεύθερη. Η πρώτη τάση βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην κριτική του στη φιλελεύθερη ολιγαρχία, ενώ η δεύτερη κρατάει μόνο την κριτική του στα σοβιετικά καθεστώτα και στις παραδοσιακές επαναστατικές ιδεολογίες. Απέναντι στον νόμο η πρώτη τάση κρίνει αποκλειστικά και μόνο βάσει του περιεχομενικού κριτηρίου, ενώ η δεύτερη αποκλειστικά βάσει του μορφικού. Η αυτονομία πρέπει να πολεμήσει και τις δύο αυτές τάσεις, γνωρίζοντας ότι η ισορροπία που πρέπει να διατηρήσει είναι ιδιαιτέρως επισφαλής. Από τη στιγμή που η ριζοσπαστικότητά της την καθιστά αδιανόητη για τον περισσότερο κόσμο, η τοποθέτησή της πρέπει να χαρακτηρίζεται, με παραδοσιακούς όρους, ως το κέντρο, ανάμεσα στον αναρχομαρξισμό, από τη μια πλευρά, και στη φιλελεύθερη ολιγαρχία από την άλλη.
[1] Η ομάδα έχει τοποθετηθεί αναλυτικά επί του ζητήματος σε επιστολή της προς την ομάδα terminal 119 για την κοινωνική και ατομική αυτονομία το καλοκαίρι του 2006. Εδώ συνοψίζουμε και αναπτύσσουμε περαιτέρω όσα είχαμε πει σ’ εκείνη την ευκαιρία.
[2] Στο κείμενο πρόσφατης εισήγησής του στη Βιέννη ο David Curtis αναφέρθηκε στις ομάδες που προσπαθούν ανά τον κόσμο να διαδώσουν τις ιδέες της αυτονομίας. Μετά και τη διάλυση της βραχύβιας παρισινής ομάδας «Le faire pensant» πρέπει να είμαστε –δυστυχώς- η μόνη από τις εν λόγω ομάδες που έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Βλ. D. Curtis, “Unities and Tensions in the Work of Cornelius Castoriadis. With Some Considerations on the Question of Organization”, σ. 15.
[3] Είναι πιθανό ότι αναλύσεις αυτού του τύπου θα υπάρχουν στο σεμινάριο των ετών 1985-86 με τίτλο (Αρχαίο) Ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό και σε εκείνο το έργο που έλεγε ότι έγραφε –την δεκαετία του 1980- «για την πολιτική» (Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα, Ύψιλον, 1995, σ. 151, υπ. 4).
[4] Τονίζουμε ότι μιλάμε μόνο για δυνατότητα. Ο άνθρωπος είναι μεν εκ των πραγμάτων ον δημιουργικό, καθώς «έχει» ψυχή και ριζική φαντασία, αλλά είναι μόνο δυνάμει ον αυτοστοχαστικό και ουσιαστικά ελεύθερο. Μπορεί μεν ανά πάσα στιγμή, χάρις στη ριζική του φαντασία –και στο συλλογικό επίπεδο χάρις στο ριζικό φαντασιακό της κοινωνίας- να απελευθερωθεί από τον διανοητικό του εγκλεισμό, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το κάνει, όπως τουλάχιστον μας το δείχνει η ιστορία. Δεδομένου ότι η κοινωνία πάντοτε αυτοθεσμίζεται, είτε το ξέρει είτε όχι, είναι αυτονόητο ότι είναι «ελεύθερη» και ότι διαθέτει «βούληση» η οποία της επιτρέπει να «κάνει» «επιλογές» και να «παίρνει» «αποφάσεις»· όλες αυτές οι λέξεις όμως παίρνουν την πραγματική τους σημασία μόνο στην περίπτωση μιας αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας δηλαδή η οποία αυτοθεσμίζεται ρητά και συνειδητά. Υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων θα πρέπει να διαβάζεται η τελευταία παράγραφος του κειμένου μας «Σχετικά με την πολιτική και τη δημοκρατία», όπου και γίνεται λόγος περί «επιλογής».
[5] Αυτές των οποίων το πολίτευμα λέγεται «republic» στις λατινογενείς γλώσσες, προερχόμενο απ’ το ρωμαϊκό res publica. Οι Έλληνες ολιγαρχικοί αποκαλούν το ελληνικό πολίτευμα «Ελληνική δημοκρατία», παρ’ ότι στα αγγλικά μεταφράζεται ως Greek Republic. Αν εξαιρέσουμε μερικές τάσεις που συνειδητά αποκαλούν την republic «democracy», οι περισσότεροι εδώ στην Ελλάδα μπερδεύονται λόγω της μη ύπαρξης ελληνικής λέξης αντίστοιχης του republic.
[6] Βλ. την προκήρυξή μας Κάτω η δικτατορία της απάθειας, όπως επίσης και τα εξής κείμενα του Καστοριάδη: «Η πολιτική σήμερα» από τον Θρυμματισμένο κόσμο και «Quelle démocratie?» από το Figures du pensable.
[7] Δεν είναι τυχαίο ότι τα μιλιταριστικά γουρούνια δεν δείχνουν καμία εκτίμηση γι’ αυτή τη θαρραλέα στάση. Όσο εκδικαζόταν ακόμη η υπόθεση του Γ. Μοναστηριώτη, ο οποίος αποχώρησε από το στράτευμα για λόγους συνείδησης, δύο μέλη της ομάδας μας που είχαμε πάει να παρακολουθήσουμε μία από τις δίκες του, παρακολουθήσαμε –περιμένοντας τη σειρά του Μοναστηριώτη- την εκδίκαση της υπόθεσης ενός άλλου λιποτάκτη, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το στράτευμα για λόγους ιδιοτελείς. Αφού έγλειψε τους δικαστές, χρησιμοποιώντας χονδροειδώς ψευδείς δικαιολογίες, απαλλάχθηκε απ’ τις κατηγορίες, επιβαρυνόμενος μόνο με τα δικαστικά έξοδα. Αντίθετα, ο Γ. Μοναστηριώτης καταδικάστηκε σε ποινή 2 χρόνων με αναστολή.
[8] Μέρος του συγκεκριμένου αποσπάσματος παραθέτει ο Ν. Ηλιόπουλος στο βιβλίο του Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική σκέψη. Κριτική παρουσίαση του πολιτικού στοχασμού του Κορνήλιου Καστοριάδη, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005, σ. 21, υπ. 14.
[9] Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το ναζιστικό κόμμα πήρε την εξουσία με απολύτως νόμιμα μέσα, κερδίζοντας στις εκλογές, κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει και στην Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των ναζί, αν το ΚΚΕ κατέβαινε στις εκλογές και δεν πήγαινε στα βουνά.
[10] Ο παραδοσιακά ρεπουμπλικάνος R. Wolin επανειλημμένως εγκωμιάζει τους λεγόμενους «νέους φιλοσόφους», B. Henri-Lévy και A. Glucksmann, ξεχνώντας ίσως το ότι οι εν λόγω κύριοι είναι εχθροί του Διαφωτισμού γενικώς και συκοφάντες του Rousseau ειδικώς: R. Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό, από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό, μτφρ. Μ. Φιλιππακοπούλου, Αθήνα, Πόλις, 2007, σ. 14, 54 κλπ. Ο κος Glucksmann ειδικά απεδείχθη και ένθερμος οπαδός του Sarkozy. Το προεκλογικό πρόγραμμα του Sarkozy, που έθετε στο κέντρο του την ασφάλεια και όχι την ελευθερία, είναι βαθιά αντιδημοκρατικό και αντιφιλελεύθερο, εντελώς αντίθετο προς τις ιδέες του Rousseau και της Γαλλικής Επανάστασης. Γι’ αυτό και προεκλογικώς κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα σατυρικό κολλάζ με τον Sarkozy σε σώμα Robocop, ως λεζάντα στο οποίο ήταν γραμμένη η εξής παράφραση των τριών θεμελιωδών αξιών της Γαλλικής Επανάστασης: «ελευθερία, ισότητα, ασφάλεια».
[11] Όπως έλεγε ο Hitler, σ’ έναν λόγο του 1932: «Το Έθνος μας είναι σε αναβρασμό. Οι φοιτητές επαναστατούν και διαπράττουν βιαιότητες. Οι κομμουνιστές επιζητούν να καταστρέψουν τη χώρα μας. Χρειαζόμαστε Νόμο και Τάξη… Ναι, χωρίς Νόμο και Τάξη το έθνος μας δεν μπορεί να επιζήσει». Τα ίδια υποστηρίζει στη Γαλλία το γκλυκσμανικοσαρκοζικό μπλοκ στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως.