Το νομοσχέδιο που ρυθμίζει τα θέματα της απόκτησης ιθαγένειας και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές για ορισμένες κατηγορίες μεταναστών, στάθηκε η αφορμή για να συζητηθεί δημόσια ξανά, μετά το ρατσιστικό ξέσπασμα των πογκρόμ της κυβέρνησης Καραμανλή το περασμένο καλοκαίρι, το θέμα των μεταναστών και των δικαιωμάτων τους. Οι μετανάστες, ως ένα από τα πιο περιθωριοποιημένα κομμάτια της κοινωνίας, υφίστανται προβλήματα κοινωνικοποίησης, πρόσβασης σε αξιοπρεπείς και κατάλληλες παροχές υγείας, συνθήκες εργασιακής βαρβαρότητας αλλά και οικονομική εκμετάλλευση. Επιπλέον, έρχονται αντιμέτωποι συχνά με ρατσιστικές συμπεριφορές και πρακτικές και επιθέσεις κατά της σωματικής τους ακεραιότητας, προβλήματα που τον τελευταίο καιρό έχουν οξυνθεί αρκετά (γεγονότα στον Αγ. Παντελεήμονα, βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα κ.λπ.).
Μια νέα ρύθμιση για τα ζητήματα ιθαγένειας ήταν από καιρό επιβεβλημένη αφού εδώ και δεκαετίες συνυπάρχουμε με ανθρώπους στους οποίους αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ίσα δικαιώματα. Είναι, από κάθε πλευρά, απαράδεκτο ότι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας αυτής δεν έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν, έστω έμμεσα, για τις πολιτικές τις οποίες υφίστανται και οι ίδιοι.
Η κατοχύρωση της ιθαγένειας συνδέεται για μας αποκλειστικά με το δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια ζωή. Επομένως τα κριτήρια για την απόκτησή της δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι εθνοφυλετικά, θρησκευτικά ή κριτήρια πολιτιστικής ομοιομορφίας, αλλά να καθορίζονται από τη δημοκρατική άποψη που υποστηρίζει ότι όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής έχουν το δικαίωμα της ένταξης στο πολιτικό σώμα, και της συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή του αποκλεισμού από το πολιτικό σώμα όσων έχουν διαφορετική εθνική καταγωγή και πολιτισμική ταυτότητα, δηλαδή η υπερίσχυση του δικαίου του αίματος (Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι ή κατά το γηπεδικότερον «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ») επί του δικαίου του εδάφους (πολίτες είναι οι κάτοικοι) είναι απολύτως αντιδραστική. Ουσιαστικά, η αρχή αυτή βασίζεται στις ναζιστικής έμπνευσης θεωρίες περί φυλετικής καθαρότητας που επιβιώνουν και σήμερα μεταλλαγμένες και αποτελούν συστατικό στοιχείο των σύγχρονων ρατσιστικών αντιλήψεων και του ξενοφοβικού λόγου της ακροδεξιάς.
Οι προτάσεις του υπουργείου, αν και συνιστούν ένα κατ’ αρχήν θετικό βήμα, μπορούν να χαρακτηριστούν ως άτολμες και ανεπαρκείς. Οι περιορισμοί που μπαίνουν στα κριτήρια για την απόκτηση ιθαγένειας (ειδικά στα παιδιά που μεγαλώνουν εδώ) αποκλείουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων από θεμελιώδη δικαιώματά τους, ιδίως απαιτώντας τη νομιμότητα των γονέων, χωρίς να λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους το κριτήριο της πραγματικής (και όχι απαραίτητα νόμιμης) διαμονής. Επιπρόσθετος φραγμός για την απόκτηση της ιθαγένειας είναι και το υψηλό αντίτιμο για το παράβολο της αίτησης απόκτησης της ιθαγένειας. Οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα οφείλουν απλά να γνωρίζουν επαρκώς τη γλώσσα για να μπορούν να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή. Δεν οφείλουν να ασπάζονται ούτε τη χριστιανική θρησκεία ούτε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό ούτε να ντύνονται τσολιάδες στις εθνικές εορτές. Η κοινωνία αυτή είναι ήδη εκ των πραγμάτων πολυπολιτισμική, όπως ήταν κάθε κοινωνία μέχρι σήμερα, καθώς πολιτισμικά στοιχεία αφομοιώνονται εκατέρωθεν από όλες τις κουλτούρες που έρχονται σε επαφή. Όσον αφορά τα πολιτικά δικαιώματα, οι προτάσεις εισάγουν μεν το δικαίωμα του εκλέγειν ενώ το δικαίωμα του εκλέγεσθαι περιορίζεται στον πρώτο βαθμό της αυτοδιοίκησης κι εκεί μερικώς, γεγονός που δημιουργεί κατάφωρη ανισοτιμία στο συνολικό δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών.
Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι από τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου μπορεί να προκύψει ο εξής κίνδυνος: να ρυθμιστούν ορισμένα θέματα ιθαγένειας και δικαιωμάτων ψήφου αλλά παράλληλα να παγιωθεί η κατάσταση παρανομίας και παντελούς έλλειψης δικαιωμάτων για τους «παράνομους» μετανάστες, γεγονός που επιβεβαιώνει τον βαθύ και παράλληλα, αυθαίρετο διαχωρισμό που επιβάλλει η κυβέρνηση σε αυτή την κατηγορία μεταναστών, ακολουθώντας τις σκληρά περιοριστικές πολιτικές της Ευρώπης – φρούριο με την πολλαπλή ενίσχυση των βίαιων αποτρεπτικών πολιτικών στα κοινοτικά σύνορα. Ας μην ξεχνάμε τις εκατοντάδες των θυμάτων στα ελληνικά σύνορα (οι οποίοι αποκαλούνται από τις κυβερνήσεις λαθρομετανάστες), τις απάνθρωπες συνθήκες στα κέντρα κράτησης καθώς και τα εξευτελιστικά χαμηλά ποσοστά χορήγησης ασύλου σε πολιτικούς πρόσφυγες.
Το γεγονός της ομαδικής επίθεσης ακροδεξιάς προπαγάνδας ενάντια στην πρωτοβουλία εκσυγχρονισμού των διατάξεων ιθαγένειας που πραγματοποιήθηκε στην ιστοσελίδα της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου και η προσπάθεια πρόκλησης δημοψηφίσματος για το συγκεκριμένο ζήτημα από το Λα.Ο.Σ. και ακροδεξιές ομάδες αποτελούν ένα ακόμα επεισόδιο στη ρητορική μίσους και στις προσπάθειες επιβολής μιας υποκουλτούρας εθνικής καθαρότητας, μισαλλοδοξίας, ρατσισμού και ξενοφοβίας εκ μέρους της ακροδεξιάς (ζήτημα ταυτοτήτων, μακεδονικό, βιβλίο ιστορίας, υπόθεση Δραγώνα κ.ά.). Οφείλουμε να εκτιμήσουμε κατά πόσον οι ακραίες απόψεις που εκφράστηκαν εκεί πολύ συχνά υπό τη μορφή «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δε θέλω να γίνονται Έλληνες οι ξένοι» αντιπροσωπεύουν ένα κομμάτι της κοινωνίας μεγαλύτερο από τους ψηφοφόρους της δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Δυστυχώς, για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η φυλετική καθαρότητα και ο εθνικισμός αποδοκιμάζονται απλά σε διακηρυκτικό επίπεδο, τη στιγμή που επικυρώνονται και επιδοκιμάζονται στην καθημερινότητα από σημαντική μερίδα Ελλήνων, ως πρακτικές αποκλεισμού μιας μερίδας συμπολιτών μας από τη δημόσια ζωή και από στοιχειώδη δικαιώματα. Η χυδαία τοποθέτηση του Α. Σαμαρά για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, τοποθέτηση που κινείται στο πλαίσιο «είμαστε πολέμιοι του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αλλά δεν θέλουμε τους ξένους με ίσα δικαιώματα» θυμίζει το οργουελιανό new speak κατά το οποίο «ο πόλεμος είναι ειρήνη». Πολλές φορές μάλιστα και τα ίδια τα επιχειρήματα υπεράσπισης του νομοσχεδίου κινούνται από έναν εθνικιστικό λόγο του στυλ «οι δεύτερης γενιάς μετανάστες μετέχουν της ελληνικής παιδείας», που θα πει προσκυνούν την ανωτερότητα του έθνους και αφομοιώνονται, υποτάσσονται στα πολιτισμικά μας πρότυπα. Ένας τέτοιου είδους λόγος περί αφομοίωσης βασίζεται στο αξίωμα της κυριαρχίας του ενός πολιτισμού πάνω στον άλλον, της αξιωματικής σύγκρουσης των πολιτισμών κατά Χάντιγκτον, και όχι της αναγκαιότητας αμφίπλευρης ανταλλαγής και επικοινωνίας.
Ο στόχος, λοιπόν, δε μπορεί να είναι να κάνουμε τους ξένους Έλληνες, αλλά να αποδεχτούμε το απλό γεγονός πως οι πολιτισμικές ταυτότητες είναι εξ ορισμού ανοιχτές και δημιουργούνται σε μια βάση επιμειξίας και όχι καθαρότητας όπως απαιτεί ο κυρίαρχος στην κοινωνία εθνικιστικός λόγος. Η αξία της ανεκτικότητας απαιτεί την επιδίωξη τέτοιων επιμειξιών τη στιγμή που εξασφαλίζεται η κοινή πολιτειακή ταυτότητα σε όλους, η επικράτηση του νόμου επί του εθίμου και ο σεβασμός της διαφορετικότητας.
Όσον αφορά την πρόταση της ακροδεξιάς για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, θεωρούμε ότι θα συνιστούσε καταχρηστική εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας σε ένα πεδίο όπου θα έπρεπε εξ ορισμού να εξαιρείται από τέτοιες εφαρμογές. Το επίμαχο ζήτημα άπτεται μιας αναγκαίας διευρυμένης ερμηνείας του δικαίου περί ανθρώπινων δικαιωμάτων (δικαίωμα στην ιθαγένεια, δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στα κοινά, έστω και μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσώπευσης) και επομένως δεν μπορεί να υπόκειται στη βούληση της πλειοψηφίας. Δε μπορεί δηλαδή με βάση μια απόφαση της πλειοψηφίας να καταργηθούν θεμελιώδη δικαιώματα μιας μειοψηφίας, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε κυριαρχία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας και θα αναιρούσε την ίδια τη συγκροτητική αρχή ενός πολιτεύματος που θεμελιώνεται πάνω σε βασικές οικουμενικές αρχές όπως η ισότητα και η ισονομία. Η παραχώρηση της ιθαγένειας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια καθαρά διοικητική και εκτελεστική διαδικασία που ρυθμίζει την αυτοδίκαια απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους μόνιμους κατοίκους μιας γεωγραφικής περιοχής στη βάση ενός μίνιμουμ κριτηρίων που οριοθετούνται από υποχρέωση του κράτους να προασπίζει την ισότητα και την ισονομία όλων.
http://www.hlhr.gr/index-el.htm
http://gazikapllani.blogspot.com/
http://www.petitiononline.com/greekcit/petition.html