Saturday 10 February 2007

Για τον πόλεμο στο Λίβανο και για τον πόλεμο γενικώς

[προκήρυξη που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2006]

Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μιά μέρα κάτω από τις υδρογονόβομβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία.

Κορνήλιος Καστοριάδης



Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή τον πόλεμο μεταξύ Λιβάνου (Χεζμπολάχ) και Ισραήλ, ακούγονται ξανά πολλά και διάφορα επιχειρήματα κατά του πολέμου, τα οποία καταλήγουν στο κοινό συμπέρασμα ότι ο πόλεμος είναι «κακός». Από τη μεριά μας, προχωρώντας περαιτέρω το παραπάνω αυτονόητο συμπέρασμα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο πόλεμος ενσαρκώνει όσες αξίες εμείς, σαν δημοκρατική ομάδα, αντιστρατευόμαστε. Ο πόλεμος ενσαρκώνει την αρχή της βίας ως μοναδικής αρχής επίλυσης των ζητημάτων στο πεδίο των ανθρωπίνων υποθέσεων. Όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει η Hannah Arendt[1], όπου εμφανίζεται η βία, εξαφανίζεται de facto η εξουσία[2], ως το θεμελιώδες συστατικό μιας δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Δηλαδή του χώρου όπου οι πολίτες συγκεντρώνονται για να συζητήσουν και να πάρουν οι ίδιοι –και όχι μέσω αντιπροσώπων- τις αποφάσεις για τα ζητήματα της πολιτικής κοινότητας που συγκροτούν. Η βία, λοιπόν, εισβάλλει καταστροφικά στη δημόσια σφαίρα, με σκοπό να την ισοπεδώσει και να καταστήσει ανέφικτη τη θεμελιώδη συνθήκη που τη συνέχει, το διάλογο. Η βία επιτίθεται πρωτίστως στην ικανότητα και στην απόφαση των ανθρώπων να συζητούν, να ανταλλάσσουν απόψεις και να αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα που τους απασχολούν[3]. Η βία, εμφυτεύει στη θέση της πολιτικής φιλίας, της επιθυμίας των ανθρώπων να συνυπάρχουν αρμονικά[4], το μίσος. Ο πόλεμος, η βία, όχι μόνο πασχίζει διά του μίσους να εξαλείψει τη δυνατότητα των ανθρώπων να συνυπάρχουν, αλλά εξαλείφει και την ίδια την απαραίτητη συνθήκη και το έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί η δυνατότητα της συνύπαρξης, την ίδια τη φυσική ύπαρξη των ανθρώπων. Χαρακτηριστική πάνω σ’ αυτό είναι η περίπτωση της Μέσης Ανατολής: αφού οι άνθρωποι εκεί έχουν επιλέξει το μίσος έναντι της συνύπαρξης, τη βία έναντι του διαλόγου, ποιοί θα μείνουν στ’ αλήθεια ζωντανοί για να τους δοθεί εκ νέου η δυνατότητα της επιλογής μίσους ή συνύπαρξης μετά από το φαύλο κύκλο της βίας; Αν ο φαύλος κύκλος συνεχιστεί αμείωτος, τα προβλήματα της συνύπαρξης θα λυθούν διά της εξαφάνισης ενός ή και των δύο στρατοπέδων. Αυτή είναι άλλωστε η δεδηλωμένη επιθυμία της πλειοψηφίας τόσο των Ισραηλινών όσο και των Λιβανέζων και των Παλαιστινίων. Οι μεν θέλουν να εξαφανίσουν το Ισραήλ[5] και οι δε εξαφανίζουν τους Λιβανέζους και τους Παλαιστίνιους για να μην εξαφανιστούν. Η κοινή τους αξία είναι το μίσος και η κοινή τους στρατηγική η γενοκτονία.

Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι το δίλημμα που τίθεται είναι άλλο από αυτό που συνήθως εμφανίζεται. Το δίλημμα δεν είναι: με τη Χεζμπολάχ ή με το Ισραήλ, αλλά: με το διάλογο ή με τη βία, με τη συνύπαρξη ή με το μίσος, εν τέλει με τη δημοκρατία και την αυτονομία ή εναντίον της; Στο πρώτο ψευδοδίλημμα, οι απόψεις μπορεί να ψευδοδιίστανται. Οι Έλληνες αριστεροί σπεύδουν να ταχθούν στο πλευρό των φονταμενταλιστών-εθνικιστών τύπου Χεζμπολάχ. Αυτό βέβαια δε μας ξενίζει για τους θιασώτες των γκουλάγκ, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των γενοκτονιών και των εκκαθαρίσεων οπαδούς ολοκληρωτικών κομμάτων όπως το ΚΚΕ και των συνοδοιπόρων του. Από την άλλη πλευρά οι «φιλελεύθεροι» σπεύδουν να ταχθούν στο πλευρό του Ισραήλ αναγνωρίζοντας το δίκιο του. Θα υπάρχει βέβαια κάποιο δίκιο στους βομβαρδισμούς αμάχων, στην απαγόρευση επίδοσης της ανθρωπιστικής βοήθειας, στα εγκλήματα πολέμου κλπ. Στο δεύτερο, όμως, πραγματικό δίλημμα, η απάντηση είναι δυστυχώς κοινή: όλοι τάσσονται υπέρ της βίας και κατά της συναδέλφωσης.

Σε κάθε πόλεμο οι άνθρωποι εγκλείονται οικειοθελώς –και όχι επειδή τους κάνει «πλύση εγκεφάλου» κάποια νεφελώδης παγκόσμια εξουσία- σε τέτοιου είδους διλήμματα: η μ’ εμάς ή μ’ εσάς· από τη μια μεριά το Καλό και από την άλλη το Κακό· από τη μια μεριά ο Χριστός κι από την άλλη ο Σατανάς. Μέχρι και η πολιτική έχει καταλήξει να θεωρείται ένα πεδίο μάχης των εκάστοτε αντιπάλων. Με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι βαδίζουν στα πεδία των μαχών και σφαγιάζονται πρόθυμα για την πατρίδα, τη θρησκεία, το Κόμμα και άλλους, ανάλογους και ειδεχθείς θεσμούς. Αν όμως θέλουμε, όχι μόνο να σταματήσουν οι πόλεμοι –πράγμα, που σημαίνει, ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον υποκριτικό «φιλειρηνισμό»-, αλλά και να καταργήσουμε την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανισότητα, εγκαθιδρύοντας μια αυτόνομη και δημοκρατική κοινωνία, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε αυτή τη μανιχαϊστική λογική. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον εσχατολογικό τρόπο σκέψης, που βλέπει την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα ως το πεδίο μάχης των δυνάμεων του Καλού και του Κακού, της Προόδου και της Αντίδρασης. Η πραγματικότητα είναι ένα πεδίο ανοιχτό στην ακαθοριστία, ο χώρος, εντός του οποίου εκδηλώνεται η δημιουργικότητα της κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει, ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, πως κάθε φορά μπορούν να υπάρξουν μόνο δύο απόψεις. Από τη στιγμή που η πολιτική είναι δημιουργία, εμείς λέμε, ότι αντί για δύο, μπορούμε να έχουμε ακαθόριστο αριθμό διαφορετικών απόψεων. Το πιο απλό, που μπορούμε να κάνουμε είναι να απορρίψουμε όλων των ειδών τα προκρούστεια διλήμματα και να προπαγανδίσουμε τις δικές μας, δημοκρατικές ιδέες.

Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να καταγγείλουμε την ιδέα της πατρίδας και την ιδέα της θρησκείας. Πρέπει επιτέλους ν’ απαλλαγούμε από αυτά τα ταμπού και να ζητήσουμε τη δημιουργία μιας παγκόσμιας, δημοκρατικής και ακρατικής ανθρωπότητας, μακριά από έχθρες, φυλετικά μίση και ρατσιστικές μισαλλοδοξίες. Καθένας που μιλά εναντίον του πολέμου, αν δε θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους, οφείλει να πολεμήσει με συνέπεια την πατρίδα και τη θρησκεία. Γιατί όσο θα υπάρχουν πατρίδες και θρησκείες, θα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν γι’ αυτές.

Για το λόγο αυτό νιώθουμε υποχρεωμένοι να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στο φιλειρηνικό και αντιπολεμικό κίνημα του Ισραήλ, το οποίο αντιστέκεται στο σιωνιστικό και εθνικιστικό ντελίριο, που έχει καταλάβει το σύνολο σχεδόν της ισραηλινής κοινωνίας. Οφείλουμε επίσης να αποδώσουμε τον αρμόζοντα σεβασμό στους ισραηλινούς αντιρρησίες συνείδησης και αρνητές στράτευσης, οι οποίοι προτιμούν να σαπίσουν στις φυλακές και τα στρατοδικεία, παρά να συμπράξουν στα αίσχη, που διαπράττει η πατρίδα τους.

Η στάση τους μας υπενθυμίζει, ότι έχουν απομείνει στον πλανήτη κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι, που βάζουν τις αξίες του ανθρωπισμού πάνω από τις καταναλωτικές ανέσεις της εποχής και πάνω από τον εθνικιστικό και φονταμενταλιστικά θρησκευτικό οχετό, που με ορμή ξεχύνεται τον τελευταίο καιρό, σε παγκόσμιο επίπεδο. Και το λέμε αυτό έχοντας στο νου, όχι μόνο τους ισραηλινούς, οι οποίοι ξεχνώντας τις δυτικές ανθρωπιστικές αξίες, που επικαλούνται μόνο, όταν τους συμφέρει, τίθενται σε ποσοστό 90% υπέρ της εισβολής στο Λίβανο, αλλά και τους Λιβανέζους, οι οποίοι βυθίζονται κάθε μέρα όλο και περισσότερο στον βόρβορο του εθνικισμού, έχοντας φυσικά την υποστήριξη των αριστερών, οι οποίοι διαδηλώνουν υπέρ τους, κυματίζοντας λιβανέζικες σημαίες. Για έναν διεθνιστή επαναστάτη οι εικόνες των ραβίνων, που επιτίθενται και φτύνουν τους φιλειρηνιστές ισραηλινούς, δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά από τις εικόνες των ανήλικων Λιβανέζων, που δηλώνουν με περηφάνια στις κάμερες, ότι θα είναι τιμή τους να πεθάνουν για την πατρίδα, σκοτώνοντας ισραηλινούς. Αμφότερες είναι δείγματα της εξαχρείωσης του ανθρώπινου όντος από τη χαμέρπεια και τη χυδαιότητα του έθνους και της θρησκείας.

Και η Δύση όμως δεν πάει πίσω. Ξεχνώντας τη μακραίωνη παράδοση της αυτονομίας και της δημοκρατίας, τίθεται ανενδοίαστα στο πλευρό του ενός από τους δύο φονταμενταλισμούς: οι μεν του ισλαμιστικού, οι δε του σιωνιστικού. Δεν υπάρχει καμιά φωνή, που να ζητά τη συναδέλφωση των λαών. Όλοι –με προεξάρχοντες τους εκπροσώπους των δήθεν επαναστατικών ιδεολογιών- έχουν παραδοθεί στη λογική των διλημμάτων, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Προκαλεί αγανάκτηση και ταυτόχρονα θυμηδία η στάση του Ο.Η.Ε. και των ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι, σε ένα κρεσέντο χυδαιότητας, κάνουν τα στραβά μάτια, μπροστά στις σφαγές και το μακελειό. Τι να περιμένει όμως κανείς από τους σφαγείς της Γιουγκοσλαβίας και του Αφγανιστάν; Μαζί με αυτούς βλέπουμε και best-sellers διανοούμενους παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Άμος Οζ και ο Μπερνάρ Ανρύ-Λεβύ, όχι μόνο να μην καταγγέλλουν τον πόλεμο, αλλά να τον υποστηρίζουν με πάθος.

Προφανώς για όλα αυτά δε φταίει κανένας άλλος από τους ίδιους τους λαούς της Δύσης, οι οποίοι εκλέγουν αυτούς τους πολιτικούς και αναδεικνύουν αυτούς τους διανοούμενους. Διότι, πράγμα αυτονόητο κάποτε, κάθε λαός έχει τους ηγέτες και τους «πνευματικούς ταγούς», που του αξίζουν. Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, βυθισμένες στην απάθεια, τη μετριότητα και τον καταναλωτισμό, δεν έχουν την παραμικρή όρεξη να ασχοληθούν με οτιδήποτε θα τις έβγαζε από τις ανέσεις τους, πόσο μάλλον για κάτι, που συμβαίνει τόσο μακριά τους. Δεν παν να πεθαίνουν και ν’ ακρωτηριάζονται παιδάκια; Εμείς έχουμε πολύ πιο σοβαρά πράγματα να κάνουμε: έχουμε να βρούμε που θα πάμε διακοπές, έχουμε να πάμε στα μαγαζιά, για να προλάβουμε τις καλοκαιρινές εκπτώσεις και άλλα σχετικά.

Αντί αυτής της αδιάφορης συμπεριφοράς θα έπρεπε εμείς οι πολίτες να αναλογιστούμε επιτέλους το βάρος της ευθύνης μας και να σταματήσουμε να κλείνουμε τα μάτια μας στο γεγονός ότι -αν όχι αποκλειστικοί αλλά σε τεράστιο βαθμό- υπεύθυνοι είμαστε εμείς, αφού μέσω της απάθειάς μας επιτρέπουμε στους πολιτικούς να παίρνουν τέτοιες αποφάσεις. Μόνο αν αναλάβουμε τις ευθύνες μας θα μπορέσει να δοθεί ουσιαστική λύση στο πρόβλημα του πολέμου και στην αποφυγή κάθε επόμενου τέτοιου είδους εγχειρήματος.

Στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο που συγκρούονται δύο φονταμενταλιστικά-εθνικιστικά στρατόπεδα είναι ορατοί οι λόγοι που οδήγησαν στον πόλεμο. Οι αξίες της θρησκείας και του εθνικισμού σε όλο τους το «μεγαλείο» οδηγούν σε αυτή την σφαγή αθώων που βρίσκονται εν μέσω των δύο πλευρών. Αυτές οι αξίες πρέπει να καταπολεμηθούν ρητά και με τόλμη για να μπορέσει να υπάρξει μια τελειωτική λύση σε αυτό το ζήτημα.

Έτσι από την πλευρά μας τιθέμεθα αντίθετοι τόσο στο ισραηλινό-σιωνιστικό φονταμεταλισμό όσο και στους φανατικούς ισλαμιστές της Χεζμπολάχ πού κατά την γνώμη μας αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Τέτοιες αξίες που οδηγούν στο σφαγιασμό (αθώων) ανθρώπων δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπερασπίζονται από κανέναν συνεπή αρνητή του πολέμου και των δεινών του.


_____________________________________

[1] Πρβλ. Hannah Arendt, Περί βίας.

[2] Λέγοντας «εξουσία» δεν εννοούμε την ιεραρχική οργάνωση και την κυριαρχία μιας ολιγαρχίας, αλλά την άμεση και αυτοπρόσωπη διακυβέρνηση της κοινωνίας από τον ίδιο τον εαυτό της.

[3] « Τώρα μιλούν τα όπλα », όπως λέει μια χαρακτηριστική φράση, προσφιλής σε αιμοδιψείς στρατοκράτες και δημοσιογράφους.

[4] « η γάρ του συζην προαίρεσις φιλία » Αριστοτέλης, Πολιτικά 1280b 39.

[5] Αυτό είναι το πρόταγμα τόσο της Χεζμπολάχ, όσο και του Ιράν του Αχμαντινεζάντ.