Monday 27 August 2007

Αντιμέτωποι με την κοινωνία της απάθειας - Σκέψεις με αφορμή τα τρία χρόνια από την ίδρυση της ομάδας

Όλα μπορούν να αφομοιωθούν εκτός από ένα πράγμα: την ίδια μας τη δραστηριότητα, στοχαστική, κριτική και αυτόνομη.


Κορνήλιος Καστοριάδης

Πώς κυρίως, στην τωρινή ιστορική φάση, μετά την τεράστια και βαθιά χρεωκοπία των οργάνων, των μεθόδων, και της πρακτικής του αλλοτινού κινήματος, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί, μέσα στην καθολική σιωπή της κοινωνίας μια καινούργια πολιτική πράξη;

Από το δελτίο του Socialisme ou Barbarie σχετικά με τη διακοπή της έκδοσής του και τη διάλυση της ομάδας (1967)


Τους τελευταίους μήνες, επανέρχεται διαρκώς στις συνελεύσεις της ομάδας το ζήτημα του σε ποιούς απευθυνόμαστε με τα κείμενα και τις προκηρύξεις μας. Αιτία αυτής της προφανούς αμηχανίας είναι η μηδενική ανταπόκριση που έχουν οι προκηρύξεις που έχουμε μοιράσει, όπως και οι δημοσιεύσεις μας στον τύπο, που υποψιαζόμαστε ότι έχουν διαβάσει χιλιάδες άνθρωποι[1]. Λέγοντας μηδενική ανταπόκριση εννοούμε το γεγονός ότι έχουμε λάβει ελάχιστα mails και όσοι έχουν ενδιαφερθεί να γίνουν μέλη της ομάδας μετριούνται στα δάκτυλα ενός σοβαρά ακρωτηριασμένου χεριού. Δεν είμαστε τίποτα απατημένες σύζυγοι για να γκρινιάζουμε. Θεωρούμε όμως υποχρέωσή μας να κοιτάζουμε γύρω μας, να προσπαθούμε να αναλύσoυμε την κοινωνία που ζούμε και τη δική μας τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτήν. Αυτό νομίζουμε πως είναι –από την πλεύρά της αυτονομίας- το πραγματικά επαναστατικό καθήκον, πραγμάτωση της αυτοστοχαστικής δραστηριότητας στη δημόσια σφαίρα την οποία πρεσβεύουμε.


Μαζί με τους προβληματισμούς αυτούς, και υπό την προοπτική μιάς διαφαινόμενης διάλυσης της ομάδας λόγω των προαναφερθέντων και των συνεπειών τους, μας έρχεται στο μυαλό η διάλυση της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Καστοριάδης είχε γράψει τότε ότι όσοι διάβαζαν το περιοδικό και όσοι συμμετείχαν περιστασιακά και επιφανειακά στις εκδηλώσεις της ομάδας δεν ήταν παρά καταναλωτές ιδεών. Έχουμε την άποψη, παρ’ όλο που μοιραζόμαστε την ίδια απογοήτευση, ότι στη δική μας περίπτωση τα πράγματα είναι χειρότερα. Καταναλωτές ιδεών είναι αυτοί που διαβάζουν ένα κείμενο, αλλά δε μπαίνουν στον κόπο να έρθουν σε κριτική αναμέτρηση μαζί του και να μοιραστούνε το πολιτικό πάθος όσων το γράφουν –ο Thoreau έλεγε ότι τα κείμενα πρέπει να διαβάζονται με το ίδιο πάθος με το οποίο γράφτηκαν. Εμείς έχουμε αμφιβολία για το αν υπάρχουν άνθρωποι που μπήκαν στον κόπο έστω να διαβάσουν τα κείμενά μας. Είμαστε βέβαιοι, ότι αν υπήρξαν τέτοιοι, είναι ελάχιστοι.


Το ζήτημα δε θα ετίθετο με τόση οξύτητα, αν η ομάδα δεν ήταν μία αυτόνομη ομάδα, μια ομάδα δηλαδή η οποία προσπαθεί να θέσει τα προβλήματα με ένα ριζοσπαστικό τρόπο, αλλά μία ομάδα της παραδοσιακής πολιτικής: μαρξιστική, αναρχική κλπ. Αν είμασταν μαρξιστές δε θα είχαμε την απαίτηση να διαβάζονται και να συζητούνται τα κείμενά μας, αλλά μόνο να εγγράφουμε μέλη τα οποία θα μπορούσαμε εύκολα να χειραγωγούμε βασιζόμενοι στο ολιγαρχικό αξιακό σύστημα που υπαγορεύει η διάκριση διευθυντών και εκτελεστών, δηλαδή ο ρόλος της πρωτοπορίας στις μαρξιστικές και λοιπές ολιγαρχικές οργανώσεις. Στα πλαίσια της παραδοσιακής ολιγαρχικής πολιτικής, θα στρέφαμε το ενδιαφέρον μας στο να εγγράψουμε όσα περισσότερα μέλη μπορούμε για να τους αναθέτουμε τις διάφορες δουλείες που εμείς αποφασίζουμε. Θα μπορούσαμε δε να χρησιμοποιήσουμε και τα μέσα του lifestyle που μας προσφέρονται: στέκια, συναυλίες, κάμπινγκ, πάρτυ κλπ. Αυτά τα μέσα χρησιμοποιούν οι αριστερές και αναρχικές οργανώσεις, ανεξαρτήτως αν αποδέχονται δημοσίως την ιεραρχία που τις διέπει ή αν αυτή η ιεραρχία είναι θεσμοθετημένη ή υπόρρητη (παράγοντες, αναρχοπατέρες κλπ).


Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Σ.Ε.Κ. το οποίο αποτελεί εξαιρετικό δείγμα του πως λειτουργεί το «πολιτικό lifestyle» και πως οι ηγέτες της αριστεράς και των αναρχικών σπεύδουν να το χρησιμοποιήσουν. Οι όροι του lifestyle επιτάσσουν ότι τα πολιτικά ζητήματα έχουν λυθεί, έχει επέλθει το τέλος των ιδεολογιών και μπορούμε να επιδοθούμε πλέον απερίσπαστοι σε επαναστατικά κάμπινγκ και πάρτυ με αμέτρητες μπύρες και μπάφους. Αυτός ο πολιτικοφανής μανδύας της πολιτικής απάθειας –που για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν αποκλείεται να έχει καλές προθέσεις- αποφεύγει να θέσει τα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα (το ζήτημα της εξουσίας, το ποιός θα παίρνει και το ποιός θα υλοποιεί τις αποφάσεις στα πλαίσια των οργανώσεων αυτών κλπ). Το lifestyle πέραν του ότι αποτελεί ενσάρκωση της πολιτικής απάθειας, αποτελεί και ενσάρκωση του κενού νοήματος της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά σ’ αυτό έχουμε αναφερθεί αλλού[2].


Τα παιδιά αυτά, με τα σαλβάρια και τα ράστα μαλλιά, αποτελούν ένα πολύ καλό υλικό για να χειραγωγήσουν οι γραφειοκρατίες των οργανώσεων, όσες είναι επικεφαλής των αριστερών και των αναρχικών ομάδων. Αυτούς δεν τους ενδιαφέρει, όπως είναι γνωστό, η δημοκρατία στα πλαίσια των ομάδων τους, αλλά η επικύρωση της ηγεμονίας τους στο μικρόκοσμο των Εξαχρείων και –ίσως για κάποιους λιγότερο κυνικούς μαρξιστές- η ικανοποίηση των αυταπατών τους.


Όπως γίνεται προφανές από τα παραπάνω, μιά δημοκρατική ομάδα ζητάει πάρα πολλά από το συγκεκριμένο περιβάλλον, ζητάει πράγματα που το περιβάλλον αυτό δε μπορεί να δώσει. Δυστυχώς, αυτοί είναι οι άνθρωποι που λένε ότι ασχολούνται με την πολιτική σήμερα. Με τους όρους αυτούς, το πρόταγμα της αυτονομίας είναι ολοκληρωτικά λησμονημένο και θαμμένο κάτω από σωρούς ανούσιας κοινοτοπίας που αναπαράγουν -στην καλύτερη περίπτωση- ανάξιοι θαυμαστές έστω των καταστασιακών. Αυτό που έχει για μας σημασία είναι η ολοκληρωτική λήθη της πολιτικής. Το γεγονός ότι είναι αδύνατο να κάνεις με κάποιον πολιτική συζήτηση. Στην πνευματική στειρότητα της παραδοσιακής ετερονομίας –που γνωρίζει καλά όποιος έχει επιχειρήσει να μιλήσει με κάποιο μαρξιστή- έχει προστεθεί και η lifestyle αδιαφορία που τα θεωρεί όλα καλά και όλα λυμένα και αρνείται να πεισματικά να θέσει τα πολιτικά ζητήματα[3]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εκτυφλωτικό συνοθύλευμα όσων αποτελούν το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης» (σταλινικοί, τροτσκιστές, οικολόγοι, αναρχικοί κλπ). Το γεγονός ότι μπορούν όλοι αυτοί να συνυπάρχουν δείχνει την πολιτική τους αδιαφορία. Διαφορετικά δε θα μπορούσε να συνυπάρξει ένας αναρχικός με ένα σταλινικό (έστω με έναν οπαδό του Κάστρο). Το εν λόγω κίνημα συμπυκνώνει τον «πολιτικό» του λόγο σε μία αντίθεση, αλλά με ποιά προοπτική; Των γκουλάγκ, της σοσιαλδημοκρατίας, της αυτονομίας; Δε θα το μάθουμε ποτέ.


Κατά τους πρώτους μήνες της λειτουργίας της ομάδας φροντίσαμε να στείλουμε το καταστατικό μας σε όλους όσους από τους γνωστούς μας νομίζαμε ότι έχουν σε ένα βαθμό επηρεαστεί από τον Καστοριάδη, σε ανθρώπους που νομίζαμε ότι θα είχαν ενδιαφέρον να ασχοληθούν με την πολιτική και ίσως να ενταχθούν στην ομάδα. Μαζί με το καταστατικό στείλαμε και ένα μικρό σημείωμα που έλεγε να μας στείλουν τις ιδέες, τις σκέψεις και τις προτάσεις τους για το καταστατικό. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν 3 χρόνια και κανένας –πλην ενός- δε μας έχει απαντήσει. Γι’ αυτό ας μη θεωρούμε την πολιτική απάθεια και τον κυνισμό περιορισμένο φαινόμενο˙ συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια. Ίσως τότε, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, είχαμε την ελπίδα η ομάδα να γίνει πολυπληθέστερη απ’ ότι ήταν και ακόμα να αποκτήσει το χαρακτήρα μιάς παραδοσιακής οργάνωσης, αλλά με δημοκρατικό χαρακτήρα. Κατόπιν, στις συζητήσεις μας στο πλαίσιο της ομάδας και εκτός αυτής καταλάβαμε ότι η παραδοσιακή αυτή μορφή έφερνε μαζί της την παραδοσιακή λογική των επαναστατικών οργανώσεων την οποία δεν είχαμε κανένα λόγο να διατηρήσουμε˙ αλλά στην ουσία –λόγω της πολιτικής απάθειας- το ζήτημα δεν ετέθη ποτέ, παρά μόνο ως θεωρητικό.


Ζήτημα τεράστιο, με το οποίο δεν γνωρίζουμε να έχει ασχοληθεί κανείς –τουλάχιστον με κάποια στοιχειώδη συνέπεια και συνοχή- από τη διάλυση του Socialisme ou Barbarie κι έπειτα: ποιος είναι ο τρόπος οργάνωσης που αρμόζει σε μια ομάδα η οποία έχει απορρίψει τις παραδοσιακές επαναστατικές θεωρίες (μαρξισμός, αναρχισμός και όλων των ειδών οι συγκαλυμμένες επανεκδόσεις τους) και τις μεθόδους που τους αντιστοιχούν; Ο Καστοριάδης, ο οποίος ήταν αυτός που έδειξε τη χρεοκοπία και τον εσφαλμένο χαρακτήρα αυτών των θεωριών –αλλά και της παραδοσιακής φιλοσοφίας συνολικά-, δεν ξανασυμμετείχε ποτέ σε κάποιο συλλογικό εγχείρημα κι έτσι δεν ασχολήθηκε ποτέ μ’ αυτό το ζήτημα πέραν της διαπίστωσης της σοβαρότητας και της θεμελιώδους σημασίας του: «Το ερώτημα που μας ενδιαφέρει είναι: πώς να ξεπεράσουμε τα προβλήματα που τίθενται σε μια συλλογικότητα επαναστατών και αντιτίθενται στην επιβίωση και την ανάπτυξή της; […] Σε ό,τι με αφορά, πιστεύω ότι μένουν να εκπληρωθούν τεράστια καθήκοντα στο επίπεδο της διαύγασης της επαναστατικής προβληματικής»[4]. Είναι αυτονόητο ότι η εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων, μέσα απ’ τη δημιουργία νέων μορφών οργάνωσης και δράσης, πέφτει σ’ εμάς –και εννοούμε εδώ όλους όσους αντί να κρύβονται πίσω απ’ το δάχτυλό τους –όσο λεπτό ή παχύ κι αν είναι αυτό-, προσπαθούν συνειδητά να είναι επαναστάτες τόσο στη σκέψη όσο και στη δράση τους. Δίπλα σ’ αυτά τα καθήκοντα προστίθεται όμως και μια καινούργια κατηγορία καθηκόντων, η οποία προέρχεται από τον εντελώς ιδιάζοντα χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης που δεν είναι άλλος από την πρωτοφανή ένταση και έκταση της απάθειας που επικρατεί.


Επανερχόμαστε ξανά και ξανά στο θέμα της πολιτικής απάθειας, γιατί υπό τους όρους τους οποίους αυτή έχει επιβάλλει είναι αδύνατη κάθε πολιτική πράξη. Θεωρούμε ότι η απάθεια αυτή –που στην πραγματικότητα δεν είναι επουδενί μόνο πολιτική, αλλά έχει περιλάβει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας με αποτέλεσμα να μπορούμε να μιλάμε για γενικευμένη ή ανθρωπολογική απάθεια- έχει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Στο σύγχρονο «ολοκληρωτικό» καθεστώς, το οποίο ο Καστοριάδης αποκαλεί μαλακό ολοκληρωτισμό, η σιωπή δεν έχει επιβληθεί με τη βία, αλλά έχει υιοθετηθεί οικειοθελώς. Έχουμε συχνά αναρωτηθεί αν είναι προτιμότερο να σε κλείνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όταν τολμήσεις να μιλήσεις ελεύθερα ή να μπορείς να μιλάς ελεύθερα σε μιά έρημο που δε σε ακούει κανείς. Τη βιαιότητα αυτής της «ερήμου που εξαπλώνεται» –όπως θα έλεγε ο Νίτσε- δεν πρέπει να την υποτιμά κανείς, ιδίως όποιος δεν τολμά να τη βιώσει[5].


Μέσα στο κλίμα αυτό, και με τις παραπάνω σκέψεις να επανέρχονται διαρκώς και βασανιστικά στις συζητήσεις μας, η πολιτική μας δραστηριότητα συνεχίζεται με την ελπίδα να συμβεί ένα θαύμα παρόμοιο του Μάη του ’68, το οποίο θα επιβεβαιώσει την απροσδιοριστία που βασιλεύει στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο, την πιθανή θεωρητική μας τυφλότητα απέναντι στη σύγχρονη κατάσταση ή και τα δύο μαζί. Ως την ώρα αυτή, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε για όσο αντέχουμε το βάρος της απογοήτευσής μας, έστω κι αν αυτό γίνεται «για την τιμή των όπλων». Σε τελική ανάλυση, αυτό δεν είναι πια κάτι που κάνουμε, αλλά κάτι που είμαστε. Κατά τη φράση του Λούθηρου: Hier stehen wir, wir können nicht anders˙ εδώ στεκόμαστε, αλλού δε μπορούμε.

_______________________________________

[1] Προσεγγιστικά, υπολογίζουμε ότι έχουμε μοιράσει πάνω από 5000 προκηρύξεις (πάνω σε διάφορα θέματα: βλ. τα κείμενα του παρόντος blog) συν μερικές αφίσες και τρικάκια. Κείμενά μας έχουν δημοσιευθεί επίσης δύο φορές στην Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία και μια φορά στην καθημερινή Ελευθεροτυπία –οι οποίες έχουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό αναγνωστών. Μερικά από τα κείμενά μας έχουν επίσης αναδημοσιευθεί σε αναρχικές και αριστεριστικές ιστοσελίδες όπως το anarkismo.net, το indymedia και το τροτσκιστικό Πολιτικό Καφενείο. Τονίζουμε ότι σε κάθετί που έχει μέχρι σήμερα κυκλοφορήσει η ομάδα –είτε είναι προκήρυξη, είτε κείμενο σε εφημερίδα, είτε τρικάκι ή αφίσα- αναγράφεται το mail μας και –εσχάτως- το blog μας.


[2] Βλ. το κείμενό μας «Η δημιουργικότητα στην εποχή του κενού» στο παρόν μπλογκ.


[3] «Η ευρωκομμουνιστική μέθοδος είναι ταυτόσημη με την κυρίαρχη μέθοδο στις καπιταλιστικές φιλελεύθερες χώρες: όλα είναι δεκτά –και, γι’ αυτό, όλα γίνονται χωρίς σημασία» έγραφε αναφερόμενος στα προεόρτια του φαινομένου πριν από τριάντα χρόνια ο Καστοριάδης (Η γαλλική κοινωνία, σελ. 220).


[4] «Pourquoi je ne suis plus marxiste» στο Une société à la derive, σσ. 63-64.


[5] Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διάχυτη απαισιοδοξία μας οφείλεται στο γεγονός ότι οι δικές μας ιδέες δεν έχουν ανταπόκριση. Στο βαθμό που μπορούμε να είμαστε αυτοστοχαστικοί, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο και ότι το πρόβλημα είναι η ολοκληρωτική λήθη της πολιτικής, ακόμα και των ετερόνομων μορφών της. Δύσκολα βρίσκεις πια έστω ένα συνεπή σταλινικό. Έχει καταργηθεί το πεδίο όπου ένας τέτοιος θα εμφανίζονταν. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτή η διαπίστωση βασίζεται στην γενικότερη πεποίθησή μας ότι εδώ και μερικές δεκαετίες έχουμε περάσει από τις παραδοσιακές μορφές ετερονομίας σε ένα νέο κοινωνικοϊστορικό καθεστώς, την κοινωνία της ασημαντότητας, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ύπαρξη του κενού νοήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται και προϋποθέτει. Σκοπεύουμε ν’ ασχοληθούμε με την περιγραφή και την ανάλυση αυτής της νέας κοινωνικοϊστορικής μορφής στο εγγύς melon («πεπόνι» ελληνιστί για τους αμόρφωτους).