Friday 16 March 2007

Μποϊκοτάζ στα καταστήματα του κέντρου


Τρικάκι που πετάχτηκε στην πορεία της 15ης Μαρτίου στην Αθήνα.

Thursday 15 March 2007

Κάτω η δικτατορία της απάθειας

(Μοιράστηκε σε 600 αντίτυπα κατά τη φοιτητική διαδήλωση στις 15/03/2007)


Και είμαστε οι ίδιοι που φροντίζουμε και για τα δικά μας και για τα πολιτικά μαζί πράγματα, κι ενώ καθένας μας κοιτάζει τη δουλειά του, άλλος άλλη, δεν κατέχουμε γι’ αυτό λιγότερο τα πολιτικά. Γιατί είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν παίρνει καθόλου μέρος σ’ αυτά, τον θαρρούμε έναν άνθρωπο όχι ήσυχο, αλλά άχρηστο.

Θουκυδίδης, Επιτάφιος του Περικλή, ΙΙ, 40



Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν όσοι πιέζουν για την κατάργηση -ή τουλάχιστον για τον περιορισμό- του δημοκρατικού δικαιώματος της διαδήλωσης. Μπροστάρηδες στις πιέσεις αυτές είναι οι έμποροι, που υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά τους συμφέροντα πλήττονται από τις επιπτώσεις των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας. Πρόσφατα έδωσαν συνέντευξη τύπου και κατηγόρησαν ρητά τις φοιτητικές διαδηλώσεις ως υπεύθυνες για την κάθετη πτώση του τζίρου των καταστημάτων τους. Στο γελοίο αυτό επιχείρημα ανταπαντούμε ως εξής: Αντί να κατηγορούν τις διαδηλώσεις καλύτερα θα ήταν να κοιτάξουν να μην ανεβάζουν διαρκώς, αισχροκερδώντας, τις τιμές τους –οι οποίες έχουν κάνει την Αθήνα ακριβότερη από τη Νέα Υόρκη-, αν θέλουν να μην πέφτει ο τζίρος τους. Επίσης να ζητήσουν από την αστυνομία να μην προκαλεί χημικό νέφος, όποτε γίνεται διαδήλωση –είναι απλό. Από την πλευρά μας καλούμε σε μποϋκοτάζ των μαγαζιών του κέντρου, ιδιαιτέρως αυτών που βρίσκονται κατά μήκος της διαδρομής των πορειών. Αυτό θα είναι ένα καλό μάθημα στην ξεδιαντροπιά του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών.

Η λογική του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας είναι η ουσιωδώς μικροαστική λογική του προσωπικού συμφέροντος, η οποία αδυνατεί να δει πέρα από τη μύτη της. Για τους εμπόρους δεν υπάρχει τίποτε άλλο μέσα στον κόσμο πέρα από την επιχείρηση και τα μικροσυμφέροντά τους. Δεν πα να καίγεται ο κόσμος, δεν πα να πεθαίνουν άνθρωποι, το μόνο για το οποίο θα νοιαστούν είναι, αν πάει καλά ή όχι η επιχείρησή τους. Γι’ αυτούς οι έννοιες «πολιτική» ή «δημόσιο συμφέρον» είναι ανήκουστες –ή, αν δεν είναι, τις χρησιμοποιούν δίχως καμιά αιδώ, για να εξυπηρετούν προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα. Αυτό, προφανώς, δεν αφορά μόνο τους εμπόρους· αφορά –δυστυχώς- στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Η ελληνική κοινωνία –ο πολυθρύλητος «ελληνικός λαός»- είναι μια κοινωνία βαθιά συντηρητική, εμφορούμενη από έναν μικροαστικό τρόπο σκέψης, ο οποίος βρίσκει την ιδεώδη του έκφραση στον τύπο του «νοικοκυραίου που κοιτά τη δουλειά του». Η ελληνική κοινωνία –αυτή που αποθέωνε τους Πάγκαλους και τους Μεταξάδες και που επί εφτά χρόνια καθόταν σούζα μπροστά σε γελοία υποκείμενα όπως ο Παπαδόπουλος ή ο Παττακός- ξαναχτυπά, με νέο πρόσωπο, πίσω από τους «αγανακτισμένους εμπόρους», τις «σιωπηρές πλειοψηφίες» και τους «φοιτητές που ανησυχούν βλέποντας το εξάμηνο να χάνεται». Αν η κυβέρνηση των πραιτόρων κάνει ό,τι κάνει, είναι επειδή εκφράζει τον μικροαστισμό και τον συντηρητισμό του μέσου Έλληνα· αν έχουμε καταντήσει να βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας τους εκπροσώπους των ΜΑΤ και της Ασφάλειας να μας κάνουν μαθήματα δημοκρατίας, αυτό συμβαίνει διότι τα ΜΑΤ και η Αστυνομία εκφράζουν τον «ελληνικό λαό»· αν, εν ολίγοις, η κυβέρνηση φέρεται με τόσο χυδαίο τρόπο, όχι μόνο απέναντι στους φοιτητές, αλλά και γενικότερα, είναι επειδή είναι χυδαίος ο ελληνικός λαός που την εκλέγει και την επικροτεί[1].

Σε πλήρη αντίθεση προς τον νεοελληνικό μικροαστισμό, η δημοκρατία προκρίνει πάντοτε το δημόσιο έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος. Όπως εξάλλου το έχουν πει όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί φιλόσοφοι του παρελθόντος –ασχέτως του αν υποστήριζαν ή όχι τη δημοκρατία-, όταν τίθενται ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζουμε είναι δημόσια και όχι ιδιωτικά. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αρχαιοελληνικών δημοκρατιών οι οποίες, σε περίπτωση πολέμου με γειτονικές πόλεις, απαγόρευαν στους κατοίκους των παραμεθόριων περιοχών να έχουν άποψη, υπό το σκεπτικό πως θα επηρεάζονταν από την κατάστασή τους και –ως εκ τούτου- θα αποφάσιζαν βάσει ιδιωφελών κριτηρίων. Είναι προφανές ότι για τη δημοκρατία δεν μπορεί να μπει στην ίδια μοίρα το συμφέρον των φοιτητών, οι οποίοι αγωνίζονται κατά της υποβάθμισης του πανεπιστημίου και κατά της κρατικής βίας, με το συμφέρον των εμπόρων ή των διάφορων κυράδων, οι οποίες δυσκολεύονται να πάνε για ψώνια, λόγω των διαδηλώσεων. Η δημοκρατία αρνείται να εξισώσει τους απαθείς και τους μικροσυμφεροντολόγους με τους ανθρώπους που βγαίνουν στη δημόσια σφαίρα και αγωνίζονται για τις ιδέες τους, ασχέτως –καταρχήν- του αν συμφωνούμε ή όχι με αυτές τις ιδέες. Για τη δημοκρατία τα κριτήρια είναι πολιτικά, όχι νομικιστικά. Μεταξύ του ανεύθυνου, που κρύβεται πίσω από την «κοινή γνώμη»[2], τις «σιωπηρές πλειοψηφίες» και όλα τα ανάλογα κατασκευάσματα των διαφημιστών και των ιδεολογικών εκφραστών της φιλελεύθερης ολιγαρχίας, και του ανθρώπου που έχει το θάρρος της δημόσιας εκφοράς της γνώμης του δεν είναι δυνατή καμία σύγκριση. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για κάποιον που αδιαφορεί πλήρως για οτιδήποτε άλλο πέραν του στενά ατομικού του συμφέροντος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για ανθρώπους που νοιάζονται για τα κοινωνικά ζητήματα και καταθέτουν την άποψή τους γι’ αυτά[3]. Η λογική που βάζει στην ίδια ζυγαριά δύο τόσο διαφορετικές στάσεις ζωής είναι η λογική όσων υποστηρίζουν τις σύγχρονες φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Ακριβώς επειδή για τους κυρίους αυτούς δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ του μικροσυμφεροντολόγου ή του απαθούς μικροαστού και του ανθρώπου που ασχολείται με την πολιτική, είναι που μπορούν να κάνουν «ποσοτικού» τύπου συγκρίσεις και να λένε ότι με τις διαδηλώσεις και τις απεργίες καταπιέζονται τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Αυτές οι νομικίστικου τύπου υπεκφυγές δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ταυτίζουν το πολιτικό με το συνταγματικό, συγκαλύπτοντας έτσι όλη την ουσία του ζητήματος.

Ανάλογος νομικισμός είναι η αναφορά στις περίφημες «σιωπηρές πλειοψηφίες», που χρησιμοποιείται από τους Ρουσσόπουλους, τους Παγκάλους και τους Γιακουμάτους[4], προκειμένου να καταδικάσουν δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων. Η επίκληση αυτών των πλειοψηφιών βασίζεται στην ιδεολογία της αντιπροσώπευσης, σύμφωνα με την οποία το εκάστοτε κυβερνάν κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα των ψηφοφόρων του, πράγμα που του επιτρέπει να μιλά στο όνομα της πλειοψηφίας, κάθε φορά που θέλει να υπερασπιστεί τις πράξεις του. Αυτή η ιδέα είναι μια τεράστια απάτη. Μπορεί ως ομάδα δημοκρατική να είμαστε εχθροί του αντιπροσωπευτικού συστήματος της φιλελεύθερης ολιγαρχίας, αλλά δεν μπορούμε –μαζί με τον Καστοριάδη- να μην καταγγείλουμε τον μύθο της αντιπροσώπευσης : Ακόμα κι αν παραβλέψουμε το γνωστό τοις πάσι γεγονός πως τα κόμματα λένε ψέματα προεκλογικώς, σε ότι αφορά στο πρόγραμμά τους, δε μπορεί κανείς να αρνηθεί τη διαπίστωση πως οι ηγετικές κλίκες των κομμάτων δεν κυβερνούν ούτε στο όνομα των ψηφοφόρων τους, ούτε στο όνομα των ίδιων των κομμάτων τους, αλλά στο όνομα του εαυτού τους. Έχει ο νεοδημοκράτης που ψηφίζει τον Καραμανλή, επειδή του διόρισαν τα παιδιά –ή επειδή γενικώς είναι υπέρ της ΝΔ-, καμιά ιδέα για το πρόγραμμα της Γιαννάκου για την παιδεία; Πως λοιπόν μπορεί ο Ρουσσόπουλος να επικαλείται την εκλογική βάση της ΝΔ, για να περνά νόμους που καταπιέζουν τις εκάστοτε «δυναμικές μειοψηφίες» (το «μειοψηφίες» εντός διπλών εισαγωγικών);


Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΛΛΑ –ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ- ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ. Τις αποφάσεις δεν τις παίρνει ο λαός, αλλά οι κομματικές και λοιπές γραφειοκρατίες. Γι’ αυτόν τον λόγο οι μειοψηφίες –με ή χωρίς εισαγωγικά- που κάθε φορά νιώθουν ότι θίγονται από κάποιον νόμο έχουν κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν και μη κοινοβουλευτικά μέσα (όπως οι καταλήψεις ή οι απεργίες), προκειμένου να πετύχουν την απόσυρση ή την αναθεώρησή του. Ακόμα και στη δημοκρατία η αρχή της πλειοψηφίας είναι μόνο μια μορφή λήψης αποφάσεων, όχι ένα μέσο καταπίεσης της μειοψηφίας. Εξάλλου «σιωπηρές πλειοψηφίες» δεν υπάρχουν. Αν υπάρχουν, ας βγουν να πουν τη γνώμη τους. Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, όποιος τις επικαλείται γίνεται υπερασπιστής της ανευθυνότητας και της απάθειας. Από τη στιγμή που οι «σιωπηρές πλειοψηφίες» δεν πάνε στα πανεπιστήμια, για να ψηφίσουν, οι Πάγκαλοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να λένε τις ασυναρτησίες τους για τις Γενικές Συνελεύσεις. Εκτός κι αν ξέρουν αυτοί, με κάποιον μαγικό τρόπο –ίσως μέσω της περίφημης «μεταφυσικής της αντιπροσώπευσης» για την οποία μιλούσε ο Καστοριάδης-, τις άγνωστες βουλές όσων απέχουν. Το δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή βρίσκεται στις βάσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού. Καλόν είναι λοιπόν διάφοροι επίδοξοι «φιλελεύθεροι», που τολμούν να παριστάνουν τους τιμητές της δημοκρατίας, να πάρουν να διαβάσουν κανέναν τόμο ιστορίας ή πολιτικής φιλοσοφίας πρώτα και μετά να βγουν να μας κάνουν μάθημα. Διότι αποτελεί ύβρη για την πολιτική ιστορία της Ευρώπης να χαρακτηρίζονται ως «φιλελεύθεροι», μαζί τον Locke, τoν Constant ή τον Tocqueville, διάφοροι ανεκδιήγητοι τύποι σαν τον βουλευτή Κέρκυρας Ν. Γεωργιάδη. Θα έπρεπε να ξέρει ο εν λόγω κύριος ότι το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής δεν είναι μόνο φιλελεύθερη ανακάλυψη, αλλά υπάρχει ακόμα και στο Βυζάντιο ή στον δυτικό Μεσαίωνα[5]: ο λαός έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει και να καθαιρεί ή να ανακαλεί στην τάξη τους κυβερνώντες του, όταν θεωρεί ότι υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, ακόμα κι αν είναι αυτός ο ίδιος που τους έχει εκλέξει. Πρόκειται για το λεγόμενο δίκαιο της εξέγερσης (jus resistendi). Καλόν είναι λοιπόν να ξέρει ο κ. Γεωργιάδης –όπως φυσικά και οι διάφοροι Γεωργιάδηδες γενικώς- ότι δεν παίζουμε με κατακτήσεις χιλιετιών. Καλόν είναι επίσης να ξέρει ότι, αν τις εννοεί πραγματικά τις προτάσεις που κάνει και δεν τις λέει απλώς λόγω βλακείας και άγνοιας της σημασίας τους, εμάς τουλάχιστον θα μας βρει απέναντί του. Ελπίζουμε φυσικά ότι δε θα είμαστε οι μόνοι. Κάθε πολίτης με στοιχειωδώς φιλελεύθερες ιδέες οφείλει να καταγγείλει την κυβέρνηση των πραιτόρων και την κρατική βία.


_______________________________________________


[1] Στη Γαλλία, πριν ένα χρόνο περίπου, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει πίσω τον περίφημο νόμο περί του «συμβολαίου πρώτης εργασίας», διότι η δημοτικότητα του αρμόδιου υπουργού Ντ. Ντε Βιλπέν είχε κατρακυλήσει ουκ ολίγες μονάδες. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η κυβέρνηση των πραιτόρων, όχι μόνο δεν πέφτει σε δημοτικότητα, αλλά –όπως όλα δείχνουν- θα εκλεγεί και για δεύτερη συνεχόμενη τετραετία. Αυτό ακριβώς είναι ο Έλληνας: σου βαράνε το παιδί κι εσύ χειροκροτείς. Δεν πρέπει να έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία αναξιοπρεπέστερος τύπος ανθρώπου.


[2] Όπως πολύ εύστοχα το λένε οι αναρχικοί, «η κοινή γνώμη δεν έχει γνώμη». Προφανώς επειδή βολεύεται να μιλούν άλλοι στη θέση της.


[3] Ακολουθώντας αυτή την ανάλυση μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον βρώμικο ρόλο που παίζει η ΔΑΠ. Εκπροσωπεί τους νοικοκυραίους και τους φοιτητές που, αδιάφοροι για οτιδήποτε πέραν του μικροσυμφέροντός τους, θέλουν να ανοίξουν οι σχολές, για να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα τις σπουδές τους, πράγμα απολύτως χυδαίο, σε περίπτωση που δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη προθεσμία (πχ μεταπτυχιακό). Μπορεί να μη συμφωνεί κανείς με τις ιδέες των υπόλοιπων κομματικών νεολαιών ή των ανένταχτων φοιτητών, αλλά η αντίθεση προς τη ΔΑΠ οφείλει να είναι εξορισμού πολύ μεγαλύτερη. Διότι η ΔΑΠ δεν εκπροσωπεί πολιτικές απόψεις, αλλά ατομικά μικροσυμφέροντα, χρησιμοποιώντας φυσικά ανάλογες μεθόδους (εξαγορά ψήφων, πελατειακές σχέσεις, φουσκωτοί κλπ). Η ΔΑΠ μπαίνει στον δημόσιο χώρο, στο πεδίο πάλης των πολιτικών ιδεών, όχι για να πει τη γνώμη της –αφού δεν έχει γνώμη- αλλά για να τον καταστρέψει, υποκαθιστώντας τις γνώμες με τα μικροσυμφέροντα. Η ΔΑΠ χρησιμοποιεί δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες, όπως η Γενική Συνέλευση, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των μελών και των εντολοδόχων της. Εν προκειμένω δουλειά της είναι να περνά τη γραμμή της κυβέρνησης.


[4] Μια ερώτηση μόνο: ο κος Γιακουμάτος συνεχίζει να πηγαίνει στη Βουλή οπλοφορώντας; Δεν είναι καθόλου περίεργο που μια κυβέρνηση με κουμπουροφόρους υπουργούς έχει δώσει τόσον αέρα στα ΜΑΤ και στα υπόλοιπα σώματα ασφαλείας.


[5] Για διαφορετικούς λόγους βέβαια. Στον δυτικό Μεσαίωνα το δικαίωμα της ανυπακοής υπάρχει τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα (843). Βλ. Marc Bloch, Η φεουδαλική κοινωνία, Αθήνα, Κάλβος, 1987, σσ. 597-598. Γι’ αυτό η εκκλησία μπόρεσε να το χρησιμοποιήσει στην πάλη της ενάντια στον αυτοκράτορα. Βλ. πχ J. Canning, A History of Medieval Political Thought (Λονδίνο, Routledge, 1996, σ. 98 κ. ε.) περί του Manegold von Lautenbach.