Thursday 27 December 2007

Διευκρινίσεις περί ασημαντότητας

Πώς κυρίως, στην τωρινή ιστορική φάση, μετά την τεράστια και βαθιά χρεοκοπία των οργάνων, των μεθόδων, και της πρακτικής του αλλοτινού κινήματος, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί, μέσα στην καθολική σιωπή της κοινωνίας μια καινούργια πολιτική πράξη;

Από το δελτίο του Socialisme ou Barbarie σχετικά με τη διακοπή της έκδοσής του και τη διάλυση της ομάδας (1967)

Τα προβλήματα που τίθενται στην κοινωνία μας αφορούν το 90% ή το 95% του πληθυσμού. Θα επανέλθει αυτός ο πληθυσμός σε μια φάση πολιτικής δραστηριότητας; Φυσικά και δεν το ξέρω· είναι όμως προφανές ότι απ’ αυτή την άποψη διάγουμε μια πολύ σκοτεινή φάση.

Κ. Καστοριάδης (1987)

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διάχυτη απαισιοδοξία μας οφείλεται στο γεγονός ότι οι δικές μας ιδέες δεν έχουν ανταπόκριση. Στο βαθμό που μπορούμε να είμαστε αυτοστοχαστικοί, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο και ότι το πρόβλημα είναι η ολοκληρωτική λήθη της πολιτικής, ακόμα και των ετερόνομων μορφών της. Δύσκολα βρίσκεις πια έστω ένα συνεπή σταλινικό. Έχει καταργηθεί το πεδίο όπου ένας τέτοιος θα εμφανίζονταν. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτή η διαπίστωση βασίζεται στην γενικότερη πεποίθησή μας ότι εδώ και μερικές δεκαετίες έχουμε περάσει από τις παραδοσιακές μορφές ετερονομίας σε ένα νέο κοινωνικοϊστορικό καθεστώς, την κοινωνία της ασημαντότητας, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ύπαρξη του κενού νοήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται και προϋποθέτει.

ομάδα Αυτονομία ή βαρβαρότητα (2007)

Με αφορμή τις συζητήσεις που ακολούθησαν (είτε μέσω του παρόντος μπλογκ είτε γενικότερα) την εκδήλωση για τα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Καστοριάδη που διοργανώσαμε, η ομάδα έχει, για πρώτη φορά ίσως, κάποιο feedback απ’ την πλευρά αυτών που παρακολουθούν τη δράση και τις ιδέες της. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς μας βοηθά να ζυγίσουμε την ορθότητα της ανάλυσης και των μεθόδων μας και να δούμε μήπως χρειάζεται να διορθώσουμε ή να απορρίψουμε πράγματα που μέχρι τώρα θεωρούσαμε σωστά. Στα πλαίσια αυτής μας της πεποίθησης κρίνουμε σκόπιμο να πούμε δυο λόγια για ένα κεντρικό θέμα των θεωρητικών μας αναλύσεων το οποίο, όπως φαίνεται, δεν έχει γίνει όσο –και όπως- θα θέλαμε κατανοητό.

Πρόκειται για την ανάλυσή μας περί της απάθειας που επικρατεί στις μέρες μας και γενικότερα περί του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούμε και ερμηνεύουμε την ιδέα του Καστοριάδη για την άνοδο της ασημαντότητας. Υπενθυμίζουμε, προτού προχωρήσουμε, ότι οι βασικές μας ιδέες επί του θέματος έχουν εκτεθεί λεπτομερώς σε τρία κείμενά μας: στο τελευταίο κομμάτι της διακήρυξής μας «Αυτονομία ή βαρβαρότητα» («Τι είναι η βαρβαρότητα»), στην προκήρυξή μας «Η δημιουργικότητα στην εποχή του κενού», που μοιράσαμε στο τελευταίο jazz φέστιβαλ, και στον απολογισμό των τριών χρόνων της ομάδας που κάνουμε στην ανακοίνωση «Αντιμέτωποι με την κοινωνία της απάθειας - Σκέψεις με αφορμή τα τρία χρόνια από την ίδρυση της ομάδας» (όλα διαθέσιμα στο παρόν μπλογκ). Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σ’ αυτά τα κείμενα για να δει τις βασικές μας ιδέες επί του θέματος. Ως εκ τούτου, εδώ δε θα επαναλάβουμε αυτά που έχουμε ήδη πει, αλλά θα παράσχουμε μόνο κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή, ακόμη κι όταν συμφωνούν με τη γενική γραμμή της ομάδας, παρουσιάζονται είτε διστακτικοί είτε καθαρά αρνητικοί απέναντι στην επιμονή μας να υποστηρίζουμε ότι η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία απάθειας, όχι μόνο στο στενά πολιτικό πεδίο, αλλά σε όλες τις σφαίρες της κοινωνική ζωής. Ακόμη και άνθρωποι που δε βαυκαλίζονται με φενακισμούς και δεν προσπαθούν να βρουν σήμερα «κοινωνικούς ανταγωνισμούς» που δεν υπάρχουν, μας προσάπτουν ότι είμαστε υπερβολικοί στις εκτιμήσεις μας, δεδομένου μάλιστα ότι χρησιμοποιούμε στην ανάλυσή μας τον πολύ βαρύ όρο «βαρβαρότητα». Για εμάς, η εμμονή μας σε αυτή την απάθεια έχει να κάνει με δύο ζητήματα: καταρχάς με το γεγονός ότι η θεωρία υπάρχει ως διαύγαση της δράσης και ότι, κατά συνέπεια, μια λανθασμένη κοινωνιολογική ανάλυση θα οδηγούσε σε άστοχες και αποπροσανατολιστικές δράσεις (πράγμα που συμβαίνει με όλες σχεδόν τις ομάδες που δεν παραδέχονται τη σημερινή απάθεια)· εν συνεχεία έχει να κάνει με το ότι η σύγχρονη κοινωνία θα πρέπει να νοηθεί ως ένα νέο καθεστώς, με τα εντελώς ιδιαίτερα προβλήματα που του αντιστοιχούν κι όχι να περνιέται απλώς ως μια φάση «ύφεσης» του κινήματος. Το θέμα, ως εκ τούτου, από θεωρητικής απόψεως είναι το εξής: δεχόμαστε ή όχι ότι η σύγχρονη κοινωνία συνιστά ιστορική καινοτομία, μια μορφή κοινωνικού καθεστώτος που ξεφεύγει τόσο από μια παραδοσιακή μορφή ετερονομίας –με όλα τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ο Καστοριάδης- όσο και από τις μέχρι τώρα ιστορικές μορφές κατάρρευσης και αποσύνθεσης περασμένων κοινωνικών θεσμίσεων[1];

Εμείς νομίζουμε ότι αυτό καθίσταται σαφές από την ανάλυσή μας για τη διάκριση μεταξύ κοινωνικής κρίσης και κοινωνικής αποσύνθεσης όσο και από το γεγονός ότι η ετερόνομη κοινωνία λειτουργεί «ομαλά» και δεν έχει να αντιμετωπίσει φαινόμενα όπως το κενό νοήματος, το ξέφτισμα των αξιών, ο σχεδόν ολικός κυνισμός, η κρίση της διαδικασίας ταύτισης και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Δεδομένου ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε δει κανένα επιχείρημα από την πλευρά όσων αμφισβητούν την ανάλυσή μας, παραθέτουμε μια σειρά συλλογισμών οι οποίοι στηρίζουν τη θέση μας και οι οποίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια περαιτέρω συζήτηση.

1. Το γεγονός ότι ο Καστοριάδης τόνιζε πάντοτε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που εδώ κι εκεί συνεχίζουν να αντιστέκονται ή πως στις επιστολές της Le Monde υπάρχουν ακόμη υγιείς και ορθές απόψεις δεν αναιρεί αυτό που λέμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σύγχρονη κοινωνία προέρχεται από έναν επαναστατικό κλονισμό σχεδόν δίχως προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία, σε ό,τι αφορά στην έκταση και το εύρος του. Η κατάσταση κρίσης της δυτικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ήταν μια περίοδος όπου τέθηκαν υπό αμφισβήτηση όχι μόνο οι καπιταλιστικοί θεσμοί, αλλά και θεσμοί που υπάρχουν από απομνημονεύτων ετών (όπως για παράδειγμα η πατριαρχική ιδεολογία). Είναι απολύτως λογικό και επόμενο ότι μετά απ’ αυτό το άνοιγμα θα επιβιώνουν ακόμη κριτικές φωνές και προσπάθειες αμφισβήτησης. Αν δε συνέβαινε αυτό, όλοι εμείς που συζητάμε εδώ μέσα θα ήμασταν ιστορικά λάθη.

2. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα στη γενική αποσύνθεση που επικρατεί, η αδυναμία της κοινωνίας να δημιουργήσει καινούργιους θεσμούς και σημασίες φέρνει στην επιφάνεια ένα κενό που πρέπει με κάποιον τρόπο να καλυφθεί. Δεν είναι περίεργο που μέσα σ’ αυτό το κενό μπορούν και επιβιώνουν απόψεις κριτικές και επαναστατικές. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι αφενός το ότι αυτές αποτελούν κατάλοιπα παλαιότερων κοινωνικών θεσμίσεων και ότι αφετέρου –και ως συνέπεια του προηγούμενου- είναι αποκομμένες από την κοινωνία και περιθωριακές. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ακόμη και κατακτήσεις του παρελθόντος, τόσο στο ιδεολογικό, όσο και στο πολιτικό –ή ακόμη και συνταγματικό/νομικό επίπεδο- που συνεχίζουν ακόμη να υφίστανται, δεν εκφράζουν το ζωντανό φαντασιακό της κοινωνίας, αλλά είναι βυθισμένες στην ανυποληψία και στην αδιαφορία. Αυτό που μάλιστα δείχνει να έχει χαθεί είναι αυτή η συνοχή της κοινωνικής θέσμισης η οποία καθιστούσε παλιότερα δυνατή την αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνίας και των διάφορων κινημάτων (επαναστατικών, καλλιτεχνικών κ.λπ.) που αναδύονταν μέσα απ’ αυτήν. Σήμερα οι επαναστατικές αξίες είναι περιορισμένες σε προσπάθειες εντελώς αποκομμένες από την κοινωνία, μπερδεμένες πολύ συχνά με τις διάφορες υποκουλτούρες και το lifestyle και κυριαρχημένες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από χρεοκοπημένες ιδεολογίες. Και όταν δε συμβαίνει αυτό, οι εκπρόσωποί τους είναι, στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, άνθρωποι που ανήκουν είτε σε παλαιότερες γενιές είτε σε γενιές που σιγά σιγά αποσύρονται απ’ τη σκηνή.

3. Υπό αυτή την έννοια είναι καθήκον υψίστης σημασίας να αναλύσουμε το πώς σκέφτονται σήμερα οι νέοι, αυτοί δηλαδή που θα αποτελέσουν τις μελλοντικές γενιές. Αν το κάνουμε αυτό, θα δούμε ότι πολλές απ’ τις ιδέες με τις οποίες υφαίνουμε τους συλλογισμούς μας, στην πραγματικότητα έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Αν αναλύσουμε φαινόμενα όπως η πολύ υψηλή χρήση ναρκωτικών (η οποία δε συνδέεται με κανενός είδους φαντασιακή ή τελετουργική νομιμοποίηση ή δικαιολόγηση, όπως συνέβαινε σε παλαιότερες κοινωνίες[2]), οι ιδιάζουσες αναχωρητικές τάσεις που εκφράζονται μέσα απ’ τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού και της αντικατάστασης της κοινωνίας από πλήθος μικροομάδων ή απ’ τη μανιώδη ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια που απαιτούν το ολικό δόσιμο του παίχτη[3] αλλά και την εμφάνιση συμπεριφορών όπως αυτή των παιδιών που ακολουθούν το Emo lifestyle[4], τότε βλέπουμε πως οι κοινωνικοϊστορικές τάσεις που εκφράζονται ημιυπογείως και δίνουν το στίγμα της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι και οι πιο ενθαρρυντικές.

Όπως πολύ σωστά παρατήρησαν μερικοί φίλοι και φίλες, είναι ουσιώδους σημασίας για την ανάλυση μιας επαναστατικής ομάδας να προσπαθούμε να διακρίνουμε και να φωτίζουμε τάσεις, έστω υπόρρητες, οι οποίες δείχνουν να αμφισβητούν το καθεστώς και να κατευθύνονται προς την αυτονομία. Αυτό έκαναν το S. ou B., η Καταστασιακή Διεθνής και ομάδες σαν την ILO και την ICO (ασχέτως αν συμφωνεί κανείς με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η καθεμιά τους). Στο βαθμό που μπορούμε το κάνουμε κι εμείς αυτό. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας όμως μας κάνει να λέμε ότι δεν υπάρχει κάποια υπόγεια τάση προς την αυτονομία ή, τουλάχιστον, προς την αμφισβήτηση του συστήματος. Μπορεί να εμφανιστεί αύριο, μπορεί και σε δέκα χρόνια: σήμερα πάντως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Όπως το λέμε και πιο κάτω, οι κινήσεις –σπασμωδικές και μερικές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους- που συνεχίζουν να αντιστέκονται στην άνοδο της ασημαντότητας είναι κινήσεις αμυντικές και μερικές, έκφραση των υπολειμμάτων του δυτικού παρελθόντος που συνεχίζουν ακόμη να επιβιώνουν. Αν ψάξουμε όμως για κάτι καινούργιο, γι’ αυτό που φέρνει στο φως η σύγχρονη κοινωνία, τότε μάλλον τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι άνθρωποι (στις δυτικές κοινωνίες) έχουν βολευτεί με την παρούσα μορφή του συστήματος και δεν κάνουν την παραμικρή κίνηση για το ξεπέρασμά του. Αυτό μάλλον εξηγεί και την εμμονή του πλήθους των μερικών κινημάτων που υπάρχουν στις μέρες μας να μη θέτουν ποτέ το ζήτημα της συνολικής αλλαγής της κοινωνίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα επαναστατικά κατάλοιπα περασμένων δεκαετιών τείνουν περισσότερο να αναμειχθούν με το lifestyle και τη διασκέδαση, παρά να εμπνεύσουν νέους αγώνες και προσπάθειες.

4. Αυτό που έχει σημασία απ’ τη σκοπιά της επαναστατικής θεωρίας είναι να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τις τάσεις που διαφαίνονται στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο, έστω κι αν δεν είναι «ακόμα» έκδηλες. Αυτό που μετρά είναι να επιστήσουμε την προσοχή σ’ αυτό που νομίζουμε ότι αποτελεί την κατεύθυνση της ιστορίας για την εκάστοτε δεδομένη περίοδο. Το γεγονός ότι μια κοινωνική αλλαγή είναι ανά πάσα στιγμή δυνατή (βλ. παρακάτω) δεν αναιρεί την υποχρέωσή μας να αναζητούμε τις τάσεις που εκάστοτε θεωρούμε ότι υποφώσκουν. Δεδομένου ότι δε μπορούμε να κάνουμε κοινωνικοϊστορικές προβλέψεις, το «μόνο» που μπορούμε να κάνουμε είναι να βασιζόμαστε σε αυτό που βλέπουμε σήμερα να γεννιέται, προκειμένου να μιλήσουμε γι’ αυτό που μας φαίνεται ως πιθανότερο να επικρατήσει ιστορικά. Κατά συνέπεια, η ανάλυσή μας δε μπορεί, εκ των πραγμάτων, παρά να είναι «υπερβολική» ή σχετικώς σχηματική: δεν κάνουμε σχολαστική καταγραφή αυτού που υπάρχει, αλλά αυτού που δείχνει να αναδύεται. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το δοκίμιο του Καστοριάδη «Το επαναστατικό κίνημα στο σύγχρονο καπιταλισμό».

Επί τη ευκαιρία όμως είναι αναγκαίο να σταθούμε και στην εξής παράμετρο του ζητήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η «απαισιοδοξία» της ανάλυσής μας στηρίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στο γεγονός πως βιώνουμε την άνοδο της ασημαντότητας όπως αυτή εκδηλώνεται όχι σε μια καθεαυτό δυτική χώρα, αλλά στην Ελλάδα. Εδώ στην Ελλάδα η κατάσταση είναι σίγουρα χειρότερη, καθώς η ιστορική πορεία της κοινωνίας είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτή των δυτικών ομολόγων της. Εδώ δεν υπήρξε ούτε Αναγέννηση ούτε Διαφωτισμός ούτε Γαλλική Επανάσταση: πήγαμε κατευθείαν απ’ το ύστερο Βυζάντιο στον μεταμοντερνισμό. Αυτό σημαίνει ότι απουσιάζει ένας πολύ σημαντικός παράγων, ανασχετικός της ασημαντότητας: η απελευθερωτική κληρονομιά της δυτικοευρωπαϊκής δημιουργίας. Αυτή η κληρονομιά, έστω και ως κατάλοιπο του παρελθόντος, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και μπορούμε να πούμε ότι έχει επιτρέψει στις δυτικές κοινωνίες να μην γίνουν –ακόμα τουλάχιστον- κοινωνίες ζαπανθρώπων και ρεφλεξανθρώπων –πρόκειται για τις επιστολές της Le Monde και για τους ανθρώπους που «ακόμα αντιστέκονται». Αντίθετα, στις χώρες οι οποίες δυτικοποιήθηκαν από τα πάνω, συνήθως κατά τον 19ο αιώνα, αυτή η κληρονομιά δεν υπάρχει. Έτσι η αποσύνθεση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού κατάφερε να διαβρώσει πολύ πιο γρήγορα τις παραδοσιακές μορφές ετερονομίας, επιτρέποντας στο κενό και στην ασυναρτησία να κυριαρχήσουν. Όπως το έλεγε ο Καστοριάδης στη συνέντευξή του στο Παρασκήνιο (1984), μιλώντας για την νεοελληνική κουλτούρα, «ένας τόπος που δεν είχε αλλάξει για αιώνες, έγινε σμπαράλια μέσα σε λίγα χρόνια». Αρκεί, για να καταλάβουμε τη διαφορά, να συγκρίνουμε το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης (π.χ. το δελτίο ειδήσεων του Star) με αυτό των τηλεοράσεων άλλων ευρωπαϊκών χωρών[5]. Αυτή είναι, πάνω κάτω, η μοίρα όλων αυτών των «δυτικοποιημένων» χωρών, παρ’ όλο που υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Αρκεί να κοιτάξουμε το παράδειγμα της Ιαπωνίας[6].

5. Αυτές οι διατυπώσεις είναι πολύ σημαντικές. Αυτό που ο Καστοριάδης είχε στο νου του, όταν μιλούσε για την άνοδο της ασημαντότητας, ήταν η εμφάνιση μιας νέας κοινωνικοϊστορικής τάσης. Γι’ αυτό μιλούσε περί ανόδου της ασημαντότητας: ήθελε να δώσει έμφαση στο δυναμικό στοιχείο του φαινομένου. Όπως πολύ ωραία το έχει αναλύσει ο Ντ. Κέρτις[7], στη σκέψη του Καστοριάδη κυριαρχούσε πάντοτε το σχήμα της διάζευξης, ως υποδηλωτικό της κοινωνικής έντασης και της δυναμικής κατάστασης που δημιουργείται από την αντιπαράθεση διαφορετικής κατεύθυνσης κοινωνικών τάσεων : αυτή ακριβώς είναι η έννοια της διάζευξης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Η δημιουργικότητα της ιστορίας εκφράζεται ακριβώς σ’ αυτές τις τρεις λέξεις: τίποτε δεν έχει κριθεί, αφού οι δύο αυτές τάσεις, το κίνημα προς τον σοσιαλισμό και την ελευθερία και η τάση του καπιταλισμού προς τη γραφειοκρατικοποίηση των πάντων, βρίσκονται διαρκώς σε ανταγωνισμό, δεν υπάρχει πεπρωμένο της κοινωνίας. Από τη μεριά μας προσυπογράφουμε κι εμείς μέχρι τέλους αυτή την οπτική της ιστορίας. Αυτό το νόημα έχει το όνομα της ομάδας μας που αποτελεί και τον τίτλο της διακήρυξής μας. Να ξεκαθαρίσουμε μόνο ότι για εμάς η διάζευξη «αυτονομία ή βαρβαρότητα» δεν υποννοεί την ύπαρξη κάποιων υποτιθέμεων ιστορικών πεπρωμένων ή κάποιων νομοτελειακών τάσεων τις παγκόσμιας ιστορίας που συγκρούονται μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τον άνθρωπο για λογαριασμό τους. Πρόκειται αντίθετα για δύο κοινωνικοϊστορικές δημιουργίες, για τα δύο στοιχεία του νεώτερικού δυτικού φαντασιακού: την τάση προς την αυτονομία και την τάση προς την υποταγή του ανθρώπου και της φύσης στην «ορθολογική» κυριαρχία του τεχνικοοικονομικού στοιχείου. Δεδομένης της αντιφατικότητας και τις διφυΐας αυτού του φαντασιακού, οι δυτικές κοινωνίες, ειδικότερα από την επικράτηση του καπιταλισμού κι έπειτα, κυριαρχούνται από την ένταση που δημιουργείται μέσα απ’ την αντιφατικότητα της τάσης προς την αυτονομία και της τάσης προς τη βαρβαρότητα.

Αυτό που πρέπει να δούμε όμως είναι με ποιόν τρόπο αυτή η διάζευξη εμφανίζεται στη σημερινή κοινωνία. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυσή μας, αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, ως τη σύγχρονη και ιστορικώς καινούργια, μορφή της βαρβαρότητας είναι η άνοδος της ασημαντότητας[8]. Στα πλαίσια μιας τέτοιου είδους οπτικής, η ύπαρξη και οι επιβιώσεις επαναστατικών κινήσεων και ιδεών, τις οποίες σχολιάσαμε προηγουμένως, θα πρέπει να ειδωθούν ως πτυχές της έντασης μεταξύ των υπολειμμάτων της δημοκρατικής και επαναστατικής κληρονομιάς της Δύσης και της ανερχόμενης τάσης της ασημαντότητας. Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το εξής: Αυτή η ένταση, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, δεν παίρνει τη μορφή ανοιχτού ανταγωνισμού ή σύγκρουσης, όπως συνέβαινε παλιότερα. Αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλούσε «κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος», η διαρκής δηλαδή –ακόμη κι αν παρέμενε υπόρρητη- πάλη των ανθρώπων ενάντια στο σύνολο των πτυχών του συστήματος, στις μέρες μας έχει εξαρθρωθεί σε ουσιαστικό βαθμό (αν δεν έχει πλήρως και ολοκληρωτικά εξαφανιστεί[9]). Η παθητικόποίηση των ανθρώπων και η εγκατάλειψή τους στη χειραγώγηση και στον κυνισμό εξαφανίζει σχεδόν απόλυτα το δυναμικό στοιχείο της διάζευξης. Όπως το λέει ο Κέρτις, συνεχίζοντας τη συλλογιστική του προαναφερθέντος του κειμένου, η γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας στην οποία οδηγεί ο καπιταλισμός δεν συνιστά μόνο έκφραση της διάζευξης μεταξύ σοσιαλισμού και βαρβαρότητας, «αλλά θέτει και το ζήτημα της ίδιας της επιβίωσης αυτής της διάζευξης»[10].

6. Η σημερινή κοινωνική κατάσταση διαφέρει από άλλες περιόδους κοινωνικής παρακμής που έχουμε συναντήσει στην ιστορία για τον εξής λόγο: η σημερινή κοινωνία είναι ίσως η πρώτη στην ιστορία όπου στο σύνολο σχεδόν του πλανήτη κυριαρχεί ένας μόνο πολιτισμός. Αυτή η πολιτιστική ομογενοποίηση ήταν χαρακτηριστική της αρχικής περιόδου κατά την οποία εμφανίστηκε στον πλανήτη το είδος homo sapiens, προτού ακόμη «προλάβει» να δημιουργήσει τους διάφορους πολιτισμούς του: όταν περάσαμε από τις βιολογικές στις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις[11]. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τον αποσυντιθέμενο δυτικό πολιτισμό, ο οποίος κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, οι υπόλοιποι πολιτισμοί που συνεχίζουν να επιβιώνουν δε δείχνουν να έχουν τη δυνατότητα και το απαραίτητο φαντασιακό σφρίγος για να τον αντικαταστήσουν ή για να του δώσουν νέα ώθηση. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα είναι ακόμη πιο δύσκολο να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική θέσμιση, τόσο συνεκτική ώστε να δώσει νόημα στη ζωή τόσων ανθρώπων. Αυτό που συνήθως συνέβαινε ως τώρα στην ιστορία ήταν ότι ένας πολιτισμός αποσαθρωνόταν, κατέρρεε και αντικαθίστατο από κάποιον καινούργιο, φορέας του οποίου ήταν κάποιος νέος λαός που ερχόταν τότε στο προσκήνιο: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος καταρρέει, αλλά παράλληλα κάνουν την εμφάνισή τους νέες κοινωνικοϊστορικές δυνάμεις όπως ο χριστιανισμός και οι γερμανικοί λαοί, οι οποίοι και καταλύουν στρατιωτικά την Αυτοκρατορία. Ο πρώιμος Μεσαίωνας μπορεί να φαντάζει ως περίοδος παρακμής και απόλυτης ιστορικής κατάρρευσης, αλλά στην πραγματικότητα, αν τον δούμε εκ των υστέρων, μπορεί να γίνει αντιληπτός και ως μια περίοδος μείξης των διάφορων πολιτιστικών στοιχείων, ως φάση επώασης αυτού που θα αναδυθεί απ’ τον 11ο αιώνα κι ύστερα. Γι’ αυτό το Βυζάντιο -που ακμάζει κατά την ίδια περίοδο- και το οποίο έχει χαρακτηριστεί από μερικούς ιστορικούς σαν μια ταριχευμένη διαιώνιση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα είναι ένας εντελώς καινούργιος πολιτισμός. Στις μέρες μας όμως το φαινόμενο της παρακμής και της αποσάθρωσης δεν είναι πια τοπικό, αλλά σχεδόν παγκόσμιο, πράγμα που εντείνεται ακόμα περισσότερο απ’ το γεγονός πως ο υπό αποσύνθεση δυτικός πολιτισμός (δηλ. ο όλο και πιο αποχαλινωμένος καπιταλισμός), όταν καταφέρνει να διαπεράσει τις παραδοσιακές κοινωνίες, δεν τους μεταγγίζει αξίες ικανές να προκαλέσουν ένα δημιουργικό άνοιγμα, αλλά τις χειρότερες πλευρές του καπιταλιστικού φαντασιακού. Υπάρχει δηλαδή κάτι σαν εξαγωγή του κενού: η Δύση δεν εξάγει πια απελευθερωτικές ιδέες, αλλά τσάντες Λουί Βιτόν, τηλεοράσεις, όπλα και την καπιταλιστική ιδεολογία. Πράγμα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Απέναντι σ’ αυτά, οι παραδοσιακές κοινωνίες που δεν είχαν μέχρι τώρα επηρεαστεί ουσιαστικά απ’ το δυτικό φαντασιακό, κλείνονται όλο και περισσότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ισλάμ ή ο ιδνουισμός στην Ινδία.

Εκτός αυτού, όμως, στις μέρες μας παρατηρείται και άλλο ένα φαινόμενο, πολύ μεγάλης σημασίας: έχουμε την εξαφάνιση αξιών οι οποίες υπήρχαν σε κάθε μέχρι τώρα κοινωνία, είτε αυτή ήταν ετερόνομη, είτε θεοκρατική είτε διερρηγμένης ετερονομίας. Αξίες όπως η υπευθυνότητα ή η σοβαρότητα είναι απαραίτητες σε κάθε κοινωνία και θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκαταλέγονται στη λειτουργική της πτυχή, καθώς έχουν να κάνουν με τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και της «αποδοτικότητας» των θεσμών –όποιοι κι αν είναι αυτοί- και με τη συνολική επιβίωση της θέσμισης. Ο καπιταλισμός όμως και η άνοδος της ασημαντότητας που επέφερε έχουν καταφέρει να τις καταστρέψουν. Πώς θα μπορέσει να επιβιώσει μια κοινωνία δίχως αυτές; Πώς θα μπορέσει να επιβιώσει μια κοινωνία όπου κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο ο απόλυτος κυνισμός, η διαφθορά, η ανευθυνότητα και ο παλιμπαιδισμός; Όπως προκύπτει απ’ όλα αυτά, η σημερινή φάση «αποθέσμισης[12] είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι τώρα είχαμε στην ιστορία το ξέφτισμα και την παρακμή διάφορων πολιτισμών. Ο καπιταλισμός όμως δεν οδηγεί απλώς στην παρακμή, αλλά στην άνοδο της ασημαντότητας, στην καταστροφή των σημασιών και στο κενό νοήματος. Έχουμε μια εντελώς ιδιαίτερη, ιστορικά, μορφή αποσύνθεσης που θέτει τα δικά της, πρωτόγνωρα προβλήματα. Ωστόσο δε φαίνεται να την παίρνει και πολύς κόσμος στα σοβαρά αυτή τη διαπίστωση.

Εκτός απ’ αυτά τα επιχειρήματα όμως είναι αναγκαία και μια διευκρίνιση, σχετική με την από μέρους μας χρήση του όρου «βαρβαρότητα». Οι άνθρωποι που –ρητά ή άρρητα- εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά μ’ αυτή μας την επιλογή το κάνουν ως επί το πλείστον, επειδή φοβούνται πως με αυτή μας την ανάλυση ενταφιάζουμε την επαναστατική προοπτική. Αυτό όμως είναι λανθασμένο τόσο για λόγους φιλοσοφικούς όσο και για λόγους κοινωνιολογικούς. Φιλοσοφικά, επειδή ο άνθρωπος είναι ον φαντασίας και, ως εκ τούτου, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει τις συνθήκες της ύπαρξής του. Η ιστορία είναι δημιουργική και απρόβλεπτη: αύριο κιόλας μπορεί να γίνει επανάσταση, το ξέσπασμα της κοινωνικής δημιουργικότητας δε μπορεί να προβλεφθεί. Ταυτόχρονα, από κοινωνιολογικής απόψεως, όπως το είπαμε και στο «Τι είναι βαρβαρότητα», μια κοινωνία όπου η βαρβαρότητα θα είχε επικρατήσει απολύτως και όπου οι άνθρωποι θα ήταν απολύτως και με την πιο κυριολεκτική έννοια απαθείς, δε νομίζουμε ότι θα ήταν κοινωνία. Ή, ακόμη και να μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο, είναι κάτι που δεν το έχουμε δει ως τώρα και ως εκ τούτου θα ήταν καλύτερο να το βλέπουμε περισσότερο ως μια ιδεώδη τάση και όχι τόσο σαν ένα καθεστώς που μπορεί κάποτε να πραγματοποιηθεί.

Όταν, κατά συνέπεια, λέμε ότι η άνοδος της ασημαντότητας και το καθεστώς που δημιουργείται απ’ αυτήν συνιστά τη σύγχρονη μορφή της βαρβαρότητας, εννοούμε ότι η τάση προς τη βαρβαρότητα που ενυπάρχει στη σύγχρονη κοινωνία δείχνει να μην έχει αντίπαλο να αντιμετωπίσει: όσο οι άνθρωποι βυθίζονται όλο και περισσότερο στην απάθεια, η ασημαντότητα γίνεται καθεστώς, σταθεροποιείται όλο και περισσότερο. Αν δεν εμφανιστεί ένα καινούργιο επαναστατικό κίνημα, κάτι που θα ξεπερνά κατά πολύ τις περιθωριακές, μερικές και σπασμωδικές κινήσεις αντίστασης που επιβιώνουν ακόμη χάρις στα υπολείμματα των παραδοσιακών επαναστατικών αξιών, οι τάσεις της βαρβαρότητας και της ασημαντότητας θα εξαντλήσουν ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτή την ευρωπαϊκή κληρονομιά και συνεχίζει ν’ αντιστέκεται στη μαζική ύπνωση και τότε η βαρβαρότητα θα γίνει πράγματι καθεστώς. Ακόμη και τότε όμως, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι ον φαντασιακό και δεδομένου ότι η ιστορία είναι δημιουργία και όχι μια προκαθορισμένη διαδικασία, τίποτε δε θα είναι οριστικό.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής. Η σύγχρονη κοινωνία, στην κατάσταση που βρίσκεται, θέτει τρόπον τινά αντικειμενικά το ζήτημα του ξεπεράσματός της. Όπως το έχει πει πολύ σωστά ο Καστοριάδης, αργά ή γρήγορα, αν δεν αλλάξει κάτι, οι σύγχρονες κοινωνίες θα προσκρούσουν στα περιβαλλοντικά και ανθρωπολογικά τους όρια: αν δεν καταστραφεί πρώτα ο πλανήτης, θα καταστραφεί σίγουρα το ανθρώπινο ον. Αν δεν εμφανιστεί ένα νέο ρεύμα κοινωνικοϊστορικής δημιουργίας, η σύγχρονη κοινωνία δε θα μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει για πολύ ακόμα. Διότι, αν ο καπιταλισμός επιβίωσε μέχρι σήμερα, το πέτυχε αυτό χάρις στην ανάμειξή του με στοιχεία εντελώς αντιθετικά προς αυτόν (υπευθυνότητα και εντιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων και των κρατικών λειτουργών, κατακτήσεις του εργατικού κινήματος κ.λπ.). Αυτά όμως τα στοιχεία, το αυτόνομο, με άλλα λόγια, σκέλος του νεωτερικού φαντασιακού, έχουν αρχίσει σιγά σιγά να εξαφανίζονται. Τι θα γίνει, όταν εξαλειφθούν πλήρως; Τι θα γίνει, όταν εξαντληθούν τα αποθέματα αντίστασης και η άνοδος της ασημαντότητας επικρατήσει ολοκληρωτικά; Τι θα γίνει αν αυτή η «αντικειμενική» πορεία της διάλυσης δεν ανατραπεί από ένα καινούργιο επαναστατικό κίνημα; Οφείλουμε να θέσουμε στον εαυτό μας αυτά τα ερωτήματα και να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Και μόνο, κατά συνέπεια, που θέτει κανείς αυτά τα ερωτήματα, σημαίνει ότι αναγνωρίζει την κρισιμότητα της κατάστασης και ότι προσπαθεί να διασώσει την επαναστατική προοπτική, τη μόνη δυνατότητα που θα μπορούσε να αποτρέψει την πραγματοποίηση αυτών των δυσοίωνων εικασιών. Το ότι αυτή η διαδικασία αποσάθρωσης δεν κυοφορεί αναγκαστικά, όπως θα νόμιζε ένας μαρξιστής, τα σπέρματα του καινούργιου, δε σημαίνει, από την άλλη πλευρά, ότι αυτά τα σπέρματα εξορισμού δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξουν. Εμείς είπαμε ότι μέχρι τώρα δεν τα έχουμε δει να εμφανίζονται. Τίποτε όμως δε μας λέει ότι δε μπορούν να αναδυθούν αύριο ή σε δέκα χρόνια (όπως, βέβαια, τίποτε δε μας διασφαλίζει ότι μπορεί και να μην εμφανιστούν ποτέ). Πρέπει αυτό πάντοτε να το υπενθυμίζουμε: βρισκόμαστε σε φάση αποσύνθεσης και παρακμής, όπου όλες οι παραδοσιακές αυταρχικές ιδεολογίες τείνουν να χρεοκοπήσουν πλήρως. Ο χώρος για την ανάδυση του καινούργιου βρίσκεται εξορισμού ελεύθερος. Αρκεί, βέβαια, οι άνθρωποι να αφήσουν την τηλεόραση και τα πάρτι και να ασχοληθούν με τις δημόσιες υποθέσεις. Το κενό νοήματος, στη σημασία του οποίου εμείς έχουμε επιμείνει τόσο πολύ, δείχνει αυτό ακριβώς: οι άνθρωποι, έστω κι αν δεν το παραδέχονται, αδυνατούν πλέον να βρουν νόημα και ψυχική ικανοποίηση μέσα στο σύγχρονο καθεστώς. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η κατάσταση θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της αλλαγής της: πώς γίνεται να διαιωνίζεται ένα καθεστώς που δε μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στις ζωές των ανθρώπων; Το πρόβλημα όμως είναι ότι δε βλέπουμε να έχει αναδυθεί κάποια κίνηση που να προσπαθεί να αναμετρηθεί με τις συνέπειες αυτής της κατάστασης: οι ζωές των ανθρώπων είναι κενές, αλλά αυτοί δεν κάνουν τίποτε για να τις γεμίσουν με κάποιο νόημα. Αντ’ αυτού αρκούνται στην αναζήτηση υπεκφυγών όπως ο καταναλωτισμός και το lifestyle.

Αυτοί που θεωρούν ότι όποιος μιλά περί βαρβαρότητας ενταφιάζει την επαναστατική προοπτική στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι ενταφιασμένοι κάτω απ’ το –στείρο- έδαφος της πιο ξεπερασμένης μεταφυσικής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις ρίζες τις θεωρητικής μας παράδοσης βρίσκεται ένα ζήτημα που έχει μεγάλη ομοιότητα μ’ αυτό που συζητάμε τόσην ώρα. Πρόκειται για τη συζήτηση σχετικά με τη φύση του καθεστώτος της ΕΣΣΔ που απασχόλησε τους τροτσκιστές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’30. Η ριζοσπαστική θέση του Στίνα και του Καστοριάδη εκφράστηκε πρώτα απ’ όλα σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα. Είναι γνωστό ότι ο Τρότσκι απέρριπτε την ιδέα ότι η ΕΣΣΔ ήταν μία καινούργια μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας, θέλοντας να πιστεύει ότι ήταν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Γιατί όμως το έκανε αυτό; Καταρχήν, επειδή ήταν κι ο ίδιος γραφειοκράτης και δε μπορούσε να αποποιηθεί αυτά που έκανε όσο ήταν κομισάριος. Αυτό όμως είναι δευτερεύον ως προς ό,τι μας απασχολεί. Αυτό που έχει σημασία είναι τα θεωρητικά επιχειρήματα που πρόβαλε. Το σημαντικότερο όλων, το μόνο που δεν έχει σοφιστικό χαρακτήρα, είναι το εξής: η ΕΣΣΔ δε μπορεί, εξορισμού, να συνιστά μια νέα μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας, διότι αν κάτι τέτοιο ίσχυε –αν, δηλαδή, δεν είχαμε να κάνουμε με μια απλή «υποτροπή» της ιστορίας, προκληθείσα απ’ την καθυστέρηση της Ρωσίας, αλλά με ένα πέρασμα σε μια νέα ιστορική φάση-, θα σήμαινε ότι ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης και η ήττα του προλεταριάτου δεν οφείλονταν σε επεισοδιακά αίτια («καθυστέρηση», «ιμπεριαλιστική περικύκλωση», σφετερισμός της εξουσίας κ.λπ.), αλλά στην «ενδογενή ανικανότητά» του να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να ασκήσει το ίδιο την εξουσία. Θα σήμαινε, με άλλα λόγια, ότι το προλεταριάτο, μακράν του να είναι προορισμένο να καταργήσει τον καπιταλισμό και να «οικοδομήσει τον σοσιαλισμό», θα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Και στις δύο περιπτώσεις, η μοίρα του προλεταριάτου θα ήταν προδιαγεγραμμένη και καθορισμένη. Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Τρότσκι, πιθανή επικράτηση της βαρβαρότητας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα σήμαινε την οριστική εξαφάνιση της επαναστατικής προοπτικής, θα σήμαινε ότι, τελικά, οι ιστορικοί νόμοι καθιστούν εξορισμού αδύνατη την επανάσταση: «…αν το παγκόσμιο προλεταριάτο αποδειχνόταν πραγματικά ανίκανο να εκπληρώσει την αποστολή που του ανέθεσε η πορεία της ανάπτυξης, τότε δε θα έμενε τίποτε άλλο παρά να αναγνωρίσουμε ότι το σοσιαλιστικό πρόγραμμα…τέλειωσε σαν μια Ουτοπία. Είναι ολοφάνερο ότι θα χρειαζόταν ένα νέο “μίνιμουμ” πρόγραμμα –για την υπεράσπιση των συμφερόντων των σκλάβων της ολοκληρωτικής γραφειοκρατικής κοινωνίας»[13].

Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους «μίνιμουμ», «αμυντικά» και «υπερασπιστικά» προγράμματα αποτελούν το περιεχόμενο της δράσης του μεγαλύτερου μέρους των επαναστατικών ομάδων που δραστηριοποιούνται σήμερα: οι μεν αφιερώνονται στην προστασία διάφορων κατηγοριών «ευπαθών ομάδων»[14], άλλοι επιλέγουν να εξαντλήσουν τη δράση τους ασχολούμενοι μόνο με κάποιο μερικό ζήτημα (μεταλλαγμένα, μετανάστες, «κινήσεις κατοίκων» κ.λπ.) και άλλοι αγωνιστές συμμετέχουν μόνο σε ΜΚΟ. Αυτού του είδους η δράση είναι που, ακόμα κι αν δε το λέει ρητά (όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων), ενεργεί σαν να έχει εξαφανιστεί απ’ τον ορίζοντα κάθε δυνατότητα συνολικής και, ως εκ τούτου, επαναστατικής δράσης. Σαν το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε να ήταν κινήσεις άμυνας για να περιορίσουμε το κακό. Εμείς, αντίθετα, ακριβώς επειδή δεν ασπαζόμαστε καμία τέτοια μοιρολατρική ιδέα, προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να επεκτείνουμε την κριτική μας στο σύνολο των πτυχών του συστήματος ούτως ώστε να θέτουμε το επαναστατικό πρόβλημα στην ολότητά του.

Εδώ όμως είναι αναγκαία μια παρένθεση. Παρ’ όλο που εμείς επιμένουμε ότι μια επαναστατική ομάδα πρέπει οπωσδήποτε να θέτει το ζήτημα του συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε τη σημασία κινήσεων που έχουν στόχους απλώς «αμυντικούς». Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα κοινωνική μας ανάλυση, οφείλουμε να πούμε ότι μια επαναστατική ομάδα πρέπει να στηρίζει ενεργά τη δράση οργανώσεων που αγωνίζονται για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή για την καταπολέμηση του εθνικισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού κ.λπ[15]. Αν αναγνωρίζουμε ότι στη σύγχρονη κοινωνία αντιτιπαρατίθενται, από τη μία μεριά, η άνοδος της ασημαντότητας και, από την άλλη, οι ιστορικές κατακτήσεις της δυτικής παράδοσης που είναι ακόμα σε ισχύ, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπερασπιζόμαστε με νύχια και με δόντια αυτές τις κατακτήσεις. Το γεγονός ότι συνιστούν ιστορικά κατάλοιπα και όχι δημιουργήματα ενός καινούγριου απελευθερωτικού ρεύματος δε σημαίνει επουδενί ότι η σημασία τους είναι δευτερεύουσα. Όπως το είπαμε και προηγουμένως, οι ιστορικές κατακτήσεις του δυτικού παρελθόντος είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ενεργές και είναι αυτές ακριβώς που μας προστατεύουν από την πλήρη επικράτηση της ασημαντότητας και της βαρβαρότητας (μπορούμε ακόμα να μιλάμε ελεύθερα –ασχέτως αν δε μας ακούει κανείς-, τα καθεστώτα είναι φιλελεύθερα και όχι θεοκρατικά ή ολοκληρωτικά, οι γυναίκες δεν είναι όπως είναι στο Ισλάμ κ.λπ.). Ωστόσο, μέσα στη γενικευμένη αδιαφορία και τον κυνισμό που επικρατούν, αυτές οι κατακτήσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Όσο περνά ο καιρός παίρουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή νεκρών σχημάτων, που δεν έχουν καμία επιροή στην κοινωνική ζωή. Η αποεπένδυσή τους από την κοινωνία, μοιραία, αν δεν υπάρξει κάποια πολιτική αφύπνιση, θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική τους αχρήστευση. Γι’ αυτό το λόγο η προστασία τους συνιστά βασικό κομμάτι της επαναστατικής πάλης σήμερα. Πράγμα, όμως, το επαναλαμβάνουμε, που δε δικαιολογεί την περιστολή της πολιτικής δράσης σε αυτή την προστασία. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει και η εξής διαπίστωση: δεδομένης της απάθειας που επικρατεί σήμερα, η μόνη πραγματική διασφάλιση της επιβίωσης των κατακτήσεων του δυτικού παρελθόντος είναι η πολιτική ενεργοποίηση της κοινωνίας. Μια τέτοια ενεργοποίηση όμως, αν ποτέ συμβεί, θα είναι πολύ ευρύτερη και θα θέσει ζητημάτα που δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να περιοριστούν απλώς σε μια καλύτερη τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Για όποιον βέβαια σκέφτεται την ιστορία ως δημιουργία η αντίρρηση που συζητάμε στερείται νοήματος. Ο άνθρωπος είναι ον δημιουργικό και ως εκ τούτου η αφύπνιση της κοινωνίας είναι κάτι που δε μπορεί να αποκλειστεί ποτέ από την ιστορία: η επανάσταση δεν είναι ούτε προορισμένη να συμβεί σε κάποια καθορισμένη ιστορική φάση ούτε όμως είναι και καταδικασμένη να μη συμβεί ποτέ. Πόσο μάλλον όταν δεν έχουμε φτάσει καν σε μια κοινωνία όπου η βαρβαρότητα θα ήταν καθεστώς, αλλά είμαστε απλώς σε μια κοινωνία η οποία κινδυνεύει, αν δεν ενεργοποιηθούν οι άνθρωποι (κι αν δεν καταστραφεί ο πλανήτης), να πάει προς τα εκεί. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, η συντριπτική απάθεια που επικρατεί, δείχνει να έχει ολοκληρωτικά αδρανοποιήσει τις «κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος». Το μόνο που ως τώρα μας σώζει από την πλήρη επικράτηση της ασημαντότητας και της βαρβαρότητας (αν εξαιρέσουμε την διαρκώς παρούσα δυνατότητα της επανάστασης που θεμελιώνεται στη δημιουργική ακαθοριστία της ιστορίας και του ανθρώπου) είναι τα κατάλοιπα και οι ιστορικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού παρελθόντος που συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αν όμως θέλουμε να μην εξαφανιστούν κι αυτά μέσα σε λίγες δεκαετίες, ένα πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι να υπενθυμίζουμε διαρκώς και με κάθε ευκαιρία της κρισιμότητα και την επιτακτικότητα της σύγχρονης κατάστασης. Το θέμα είναι να καταγγελθεί ο «ιστορικός Νιαγάρας» που έρχεται καταπάνω μας και να καταδειχθεί η συνενοχή των ανθρώπων σ’ αυτή την κατάσταση. Γιατί όσο δε μιλάμε για όλα αυτά, αφηνόμαστε ήσυχοι στις αυταπάτες μας.




[1] Για το αν δηλαδή το σύγχρονο καθεστώς συνιστά «ιστορική πρεμιέρα» κατά την έκφραση του Καστοριάδη: Του Κορνήλιου Καστοριάδη, επ. Τ. Παπαδοπούλου, Αθήνα, Πόλις, 2001, σ. 14.

[2] Το χασίς των Αράβων και των Τούρκων, το όπιο των Κινέζων, οι ψυχοτρόπες ουσίες που έπαιρναν οι σαμάνοι των μεσοαμερικανικών πολιτισμών για να φτάσουν σε έκσταση κ.λπ.

[3] Από τα RPG (Role Playing Games), όπου ο παίχτης, όσο συμμετείχε στο παιχνίδι, ήταν σαν να ζούσε, μέσω του ήρωά του, σε έναν παράλληλο κόσμο, περνάμε σε «παιχνίδια» σαν το Second Life. Η βασική διαφορά είναι ότι τα RPG διατηρούσαν ακόμη το χαρακτήρα παιχνιδιού : τοποθετούνταν σε φανταστικούς κόσμους, είχαν αρχή, τέλος και σκοπό, βαθμολογία, διοργανώνονταν διαγωνισμοί κ.λπ. Το Second Life, αντίθετα, είναι απλώς η εγκαθίδρυση ενός παράλληλου κόσμου ο οποίος, για όσους συμμετέχουν, αντικαθιστά σταδιακά τον «πραγματικό» κόσμο. Βασικό χαρακτηριστικό του S. L. είναι ότι δεν έχει σκοπό, δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι. Έχουμε, ψυχαναλυτικά μιλώντας, μια τάση εξάλειψης της αρχής της πραγματικότητας χάριν της αρχής της ηδονής.

[4] Και τα οποία πρόσφατα ανακάλυψε ο σύντροφος Τέρενς Κουίκ, μετά από μια σειρά πολύ αποκαλυπτικών ρεπορτάζ σχετικά με το θέμα που δημοσιεύθηκαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες σε περιοδικά όπως το Ε, ο Ταχυδρόμος και το Mitro.

[5] Ή, άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, τις ελληνικές με τις γαλλικές φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ούτε οι γάλλοι ούτε οι έλληνες φοιτητές έθεσαν αιτήματα ριζοσπαστικά και επαναστατικά. Οι διαφορές «κουλτούρας» όμως μεταξύ των δύο κινημάτων ήταν προφανείς: η ολοκληρωτική χειραγώγηση των ελλήνων φοιτητών από τους φοιτητοπατέρες σε αντίθεση με τις τάσεις αυτοοργάνωσης που σχεδόν αυτόματα εκδήλωσαν οι γάλλοι συνάδελφοί τους.

[6] Στην ιδιαιτερότητα της οποίας στέκεται κι ο Καστοριάδης: «Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος», Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1992, σ. 92.

[7] Στο κείμενό του «Η διάζευξη σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη», περ. Μάγμα, τ. 1, Δεκέμβριος 2007.

[8] Όπως γίνεται φανερό απ’ την ανάλυσή μας, εμείς προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ιδέες του Καστοριάδη με τρόπο δημιουργικό (δηλαδή, καταρχήν, χωρίς απλώς να τον παπαγκαλίζουμε), προκειμένου να σκεφτούμε αυτό που θεωρούμε ως ιστορικά πρωτόγνωρο. Για όποιον ωστόσο ενδιαφέρεται για το αν αυτά που λέμε βρίσκουν κάποιο στήριγμα στη σκέψη του Καστοριάδη, παραπέμπουμε στο εξής διαφωτιστικότατο χωρίο: «Αν ο όρος βαρβαρότητα έχει κάποιο νόημα σήμερα, δεν είναι ούτε το νόημα του φασισμού, ούτε της αθλιότητας, ούτε της επιστροφής στην εποχή του λίθου. Είναι ακριβώς αυτός ο “κλιματισμένος εφιάλτης”, η κατανάλωση για την κατανάλωση στην ιδιωτική ζωή, η οργάνωση για την οργάνωση στη συλλογική ζωή και τα σύνδρομά τους: ιδιωτικοποίηση, απομάκρυνση και απάθεια απέναντι στις κοινές υποθέσεις, καταστροφή του ανθρώπινου χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων» («Να ξαναρχίσουμε την επανάσταση», Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, μτφρ. Β. Ψιμούλη, Ζ. Χριστοφίδου, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σ. 145). Βλ. επίσης τις σελίδες 20-21 της συνέντευξης που αναφέρουμε στην πρώτη υποσημείωση όπου ο Καστοριάδης μιλά ξανά για τις «ειρηνικές μορφές βαρβαρότητας, όπως η αποβλάκωση, η αποχαύνωση, το τέλος της δημιουργικότητας, η καταστροφή του πολιτισμού».

[9] Πράγμα, εξάλλου γνωστό ήδη από το 1967: Κ. Καστοριάδης, «Η διακοπή της έκδοσης του Socialisme ou Barbarie», Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, ό. π., . σσ. 294-298.

[10] «Επίμετρο 2007», ό. π., σ. 90.

[11] «Η συνέπεια που είχε γενικά στην ιστορία αυτή η επιτάχυνση της προόδου στον τομέα του λόγου και η πολύπλευρη επίδρασή της στην αλλαγή των σταδίων του πολιτισμού ήταν ότι για πρώτη φορά η εξέλιξη του πολιτισμού ξεπέρασε κατά πολύ τη διάδοσή του. Ως τώρα, η αλλαγή ήταν τόσο υπερβολικά αργή, ώστε οι παραδόσεις μπορούσαν να διαδίδονται στη μισή υδρόγειο, δίνοντας έναν παγκόσμιο πολιτισμό, στον οποίο μόλις σήμερα αρχίζουμε να ξαναγυρίζουμε»: Τζ. Χόουκς, «Η προϊστορία και οι αρχές του πολιτισμού», Ιστορία της ανθρωπότητας, τόμος Α’, Αθήνα, εκδ. Ελευθεροτυπία, χ. χ., σ. 10, δική μας η υπογράμμιση.

[12]Πρόκειται για πρόχειρη απόδοση του όρου destitution που χρησιμοποιεί ο Καστοριάδης. Βλ. σχετικά τη σημείωση των μεταφραστών στην 69η σημείωση του κειμένου του Ντ. Κέρτις που αναφέρθηκε παραπάνω: ό. π., σ. 84.

[13] Λ. Τρότσκι, Στην υπεράσπιση του μαρξισμού, μτφρ. Θ. Θωμαδάκη, Η. Ροδίτη, Αθήνα, αλλαγή, 1980, σ. 41. Δικιά μας η υπογράμμιση.

[14]Όπως το Terminal 119 το οποίο μας κατηγορεί για «αφηρημένη πολιτική» και για θεωρητικολογία.

[15] Και ως εκ τούτου να πολεμά τις κομφουζιονιστικές διάφορων μεταμοντέρνων αναρχομαρξιστών όπως ο Φ. Τερζάκης: βλ. το κείμενό του «Η απατηλή ρητορεία των δικαιωμάτων» (http://futura-blog.blogspot.com/2007/11/blog-post_26.html ).

Friday 14 December 2007

Κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας



Κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Μάγμα. Περιεχόμενα τεύχους (επειδή η ανάλυση της φωτογραφίας είναι χαμηλή):

Νίκος Μάλλιαρης, Σημειώσεις για τη σύγχρονη κατάσταση

Θανάσης Πολλάτος, Πολιτική και φιλοσοφία

David A. Curtis, Η διάζευξη σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη

Νίκος Ηλιόπουλος, Θεσμισμένη πολιτική και απάθεια στη σύγχρονη Ελλάδα

Αυτονομία ή Βαρβαρότητα (διακήρυξη της ομάδας)




Το περιοδικό διατίθεται στα εξής σημεία στο κέντρο της Αθήνας:

-βιβλιοπωλείο εκδόσεων Άρδην (Σουλτάνη 8, Εξάρχεια)

-Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια)

-βιβλιοπωλείο Ελεύθερος Τύπος (Βαλτετσίου 53, Εξάρχεια)

-βιβλιοπωλείο Αλφειός (Χαριλάου Τρικούπη 22)

-καφέ Dasein (Σολωμού 12, Εξάρχεια)

-Πολιτεία (Ασκληπιού 3)

-Πρωτοπορία (Γραβιάς 3-5)

-Ναυτίλος (Χαριλάου Τρικούπη 28)

-στο τραπεζάκι της Ελευθεριακής Παρέμβασης Φιλοσοφικής, στη Φιλοσοφική (Ζωγράφου)

Tuesday 11 December 2007

Η εισήγηση του David Ames Curtis για την εκδήλωση.

Έχουμε ανεβάσει εδώ την είσήγηση του David Ames Curtis από την εκδήλωσή μας στο Παιδαγωγικό της Αθήνας, το Δεκέμβριο του 2007, για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Καστοριάδη.

Για τους μετανάστες: η χυδαιότητα του πατριωτισμού

«Δεν καταλαβαίνω και πολλά από κράτη και σύνορα. Ξέρω μόνο ότι η Γη είναι στρογγυλή και ότι, εν αντιθέσει προς τα δέντρα που έχουν ρίζες, οι άνθρωποι έχουν πόδια για να περπατούν»

(μότο της καναδέζικης ομάδας No one is Illegal
[1])

Εδώ και μερικές δεκαετίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η συντριπτική απάθεια της κοινωνίας κι η συνακόλουθη υποχώρηση των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων –μεγαλειώδης επιθανάτιος ρόγχος των οποίων υπήρξε η επανάσταση του Μαΐου του ‘68 στη Γαλλία- έχουν επιτρέψει στις καπιταλιστικές γραφειοκρατίες να αντεπιτεθούν. Με την πρώτη ευκαιρία ανέτρεψαν το καθεστώς κεϋνσιανής πολιτικής που είχε επικρατήσει σταδιακά, μετά τον Β’ Π. Π., κάτω από την πίεση των αγώνων του τότε εργατικού κινήματος. Σήμερα που η κοινωνία έχει αποσυρθεί απ’ τη δημόσια σφαίρα και ασχολείται μόνο με τον τηλεοπτικό/καταναλωτικό αυνανισμό και τη διασκέδαση, οι οικονομικές και πολιτικές γραφειοκρατίες βρήκαν το πεδίο ελεύθερο για να επιβάλουν μια μορφή ιδιαιτέρως βίαιου καπιταλισμού.

Μια από τις χαρακτηριστικότερες κοινωνικές συνέπειες των νεοφιλελεύθερης εμπνεύσεως οικονομικών πολιτικών είναι το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης. Η δίχως όρια εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου γεννά ορδές απελπισμένων ανθρώπων οι οποίοι, για να μην πεθάνουν απ’ την πείνα, απ’ τις ασθένειες κι απ’ τους πολέμους, αποφασίζουν να αναζητήσουν την τύχη τους (που λέει ο λόγος), προσπαθώντας να μπουν και να βρουν δουλειά σε κάποια από τις δυτικές χώρες. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, καθώς η είσοδος των μεταναστών προκαλεί όχι μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά προβλήματα (από την άποψη του συστήματος πάντοτε). Γι’ αυτό το λόγο έχουν υιοθετηθεί μερικά εντελώς απάνθρωπα και απαράδεκτα, από την άποψη της προστασίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέτρα[2].

Η Ελλάδα, ως χώρα που βρίσκεται στη νοτιοανατολική μεθόριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βιώνει με μεγάλη ένταση όλη αυτή την κατάσταση. Κάθε μέρα σχεδόν ακούμε απ’ τα δελτία ειδήσεων για βάρκες και σαπιοκάραβα με λαθρομετανάστες που βουλιάζουν στα νερά του ανατολικού Αιγαίου. Ταυτόχρονα, όσοι απ’ τους δύστυχους αυτούς ανθρώπους καταφέρουν να περάσουν ζωντανοί σε ελληνικό έδαφος, θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη χυδαιότητα του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτών του. Ως γνωστόν, ένα μεγάλο μέρος από τους λαθρομετανάστες που περνάνε στην Ελλάδα –οι μη ευρωπαίοι- το κάνουν με σκοπό να μαζέψουν μερικά χρήματα, να βγάλουν βίζα και να περάσουν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το χυδαίο ελληνικό κράτος όμως εφαρμόζει μια απολύτως συνεπή και συνεκτική πολιτική έμμεσης απέλασης και αποθάρρυνσης των μεταναστών[3]. Δεν τους επιτρέπει να βγάλουν βίζα, τους δυσκολεύει αφάνταστα να αποκτήσουν και να ανανεώσουν την περίφημη Πράσινη Κάρτα, δε βγάζει χαρτιά ούτε δίνει την ελληνική υπηκοότητα στα παιδιά τους που έχουν γεννηθεί εδώ[4], τους κυνηγάει με τις περίφημες «επιχειρήσεις σκούπα» του Καραδήμα, του Πρετεντέρη και των συναδέλφων τους κ.λπ.

Όλα αυτά είναι γνωστά. Το μόνο ίσως καινούργιο είναι ότι αυτού του είδους η πολιτική φτάνει να καθορίζει μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το λιμενικό τα δουλεμπορικά πλοιάρια: όπως μαθαίνουμε από πρόσφατη καταγγελία της Διεθνούς Αμνηστίας[5], υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική έμμεσης βύθισης των σκαφών που μεταφέρουν λαθρομετανάστες –κάτι ανάλογο με αυτό που είχε γίνει, απολύτως απροκάλυπτα, πριν από κάποια χρόνια, στην Ιταλία. Οι πιέσεις από την Ε. Ε. είναι μεγάλες και ο Βουλγαράκης (του οποίου το όνομα, γραμμένο με αγγλικούς χαρακτήρες σημαίνει ακριβώς «χυδαιότητα») φυσικά δεν έχασε χρόνο.

Αυτό που έχει σημασία όμως είναι να καταγγείλουμε και τη χυδαιότητα του μέσου νεοέλληνα μικροαστού, αυτού του απαράδεκτου είδους ανθρώπου για το οποίο έχουμε ξαναμιλήσει[6]. Διότι αν οι καπιταλιστές και οι δημαγωγοί της φιλελεύθερης ολιγαρχίας τα κάνουν όλα αυτά, ωθούμενοι αποκλειστικά από οικονομικής φύσεως κίνητρα, ο νεοέλληνας εκμεταλλεύεται την κατάσταση που δημιουργείται απ’ αυτές τις πολιτικές προκειμένου να εκτονώσει το κόμπλεξ κατωτερότητας που νιώθει –ως δήθεν απόγονος του αρχαιοελληνικού μεγαλείου- πάνω στους δύστυχους λαθρομετανάστες, επιβεβαιώνοντας τον πατριωτισμό του. Όπως έδειξε μια δημοσκόπηση η οποία παρουσιάστηκε στην εκπομπή του Εισαγγελάτου, που αναφέραμε σε προηγούμενη υποσημείωση, ο Νεοέλληνας είναι ο πιο ξενοφοβικός λαός της Ευρώπης, καθώς σε ποσοστό 87% θεωρεί τους μετανάστες ανεπιθύμητους. Πρόκειται για απίστευτη χυδαιότητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι για δεκαετίες ολόκληρες οι Νεοέλληνες μετανάστευαν κατά ορδές στη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Δεν είναι να εκπλήσσεται όμως κανείς μ’ αυτή την κατάσταση, αν σκεφτεί ότι είναι οι ίδιοι αυτοί που τα λένε αυτά μ’ αυτούς που βγαίνουν και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπέρ των στρατιωτικών και μαθητικών παρελάσεων και ενάντια στο λαό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας[7]. Ο μικροτσουτσουνισμός του πατριώτη –για να μην τα ρίχνουμε όλα στη Χρυσή Αυγή, τον Βορίδη και τους λοιπούς δεδηλωμένους εθνικιστές και νεοναζί- που θέλει να «πάρει την κόκκινη μηλιά» είναι ο ίδιος μ’ αυτόν που θεωρεί ότι οι μετανάστες «αυξάνουν την εγκληματικότητα», «μας κλέβουν τις δουλειές» κ.λπ.

Ως διεθνιστές και δημοκράτες καταγγέλλουμε όχι μόνο το ελληνικό κράτος, τους εκπροσώπους του και τις απαράδεκτες πολιτικές του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στα ζήτημα των μεταναστών, αλλά και σε ό,τι αφορά στο ζήτημα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνολικά, αλλά και την ελληνική κοινωνία η οποία όχι απλώς συναινεί, αλλά και εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση για δικό της όφελος. Είναι προφανές ότι μια κοινωνία που ασχολείται μόνο με το ποδόσφαιρο, τη Γιουροβίζιον και τον Χατζηνικολάου είναι ανίκανη να βγει απ’ τον μικροαστικό της μικρόκοσμο (την «οικογένεια», τους «φίλους» και το «σπιτάκι») και να σκεφτεί ότι για να μπορεί αυτή να καταναλώνει προϊόντα και διασκεδάσεις, ένα μεγάλο μέρος των συνάνθρωπων μας πεθαίνουν και δεινοπαθούν στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για μια στοιχειωδώς υποφερτή ζωή. Αιδώς Αχρείοι.


ΜΕΣΑ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΕΞΩ Η ΝΤΟΡΑ
ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΧΑΡΤΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ


[2] Βλ. τις πρόσφατες εξελίξεις στα σύνορα Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού, τις γελοιότητες του Σαρκοζύ περί του ελέγχου του DNA των μεταναστών, αλλά και τις παλαιότερες συζητήσεις περί της δημιουργίας στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών στα σύνορα της περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που εφαρμόζεται ήδη σε πολλές περιπτώσεις και στην Ελλάδα, παρ’ όλο που επισήμως δεν γίνεται παραδεκτό. Βλ. σχετικά: http://www.epohi.gr/first_page2_632005.htm , http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=333474 , http://www.amnesty.org.gr/news/2005-06-20-1.htm. Όπως αποδεικνύεται από επίσημη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών απέναντι στους μετανάστες είναι απαράδεκτη. Αναφέρονται διαρκώς περιστατικά ρατσιστικής αντιμετώπισης, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, κακοποιήσεις και διάφορα άλλα περιστατικά αστυνομικής βίας τα οποία δε βλέπουν παρά σπάνια, το φως της δημοσιότητας και τα οποία μένουν κατά κανόνα ατιμώρητα. Επιπλέον, οι συνθήκες κράτησης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ο όρος δεν είναι τυχαίος) μεταναστών συνιστούν κατάφανή παραβίαση των όρων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (πρβλ. http://www.amnesty.org.gr/library/2005/eur250162005/2005-10-05%20Greece%20Report%20(Greek).pdf ).

[3] Σε αντίθεση με όσα υποστήριξαν, σε πλήρη συμφωνία, οι τσαρλατάνοι της φιλελεύθερης ολιγαρχίας, όταν, σε πρόσφατη εκπομπή του Εισαγγελάτου έφτασαν στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα «υπάρχει κενό στη μεταναστευτική πολιτική». Υπάρχει κενό στη μεταναστευτική πολιτική σημαίνει να εφαρμόσουμε αυστηρότερες και βιαιότερες μεθόδους αποθάρρυνσης οι οποίες φτάνουν στα όρια της βύθισης σκαφών και των πυροβολισμών εναντίον μεταναστών στην παραμεθόριο. Η συγκεκριμένη τακτική θέτει το σκοπό της αποτροπής της μετανάστευσης πάνω από την αξία της ανθρώπινης ζωής, το οποίο σε ακραίες περιπτώσεις σημαίνει την αυτόματη επιβολή της ποινής του θανάτου –δεδομένης και της βέβαιης ατιμωρησίας των δραστών- σε όποιον παραβιάζει τα σύνορα της χώρας. Κάτι τέτοιο εφαρμόζει ήδη η κυβέρνηση Καραμανλή (βλ. παρακάτω).

[6] Βλ. το κείμενό μας «Κάτω η δικτατορία της απάθειας», στο παρόν μπλογκ.

[7] Χαρακτηριστικό δείγμα της νοοτροπίας αυτών των ανθρώπων είναι τα λεγόμενα της πρώτης από τις δύο γυναίκες στις οποίες κάνει τηλεφωνική φάρσα ο Τζίμης Πανούσης στο κομμάτι του «Για το θέμα της σημαίας» (από τον Δούρειο Ήχο).

Saturday 8 December 2007

Σχετικά με την εκδήλωση για τον Καστοριάδη

Χθες το βράδυ έλαβε τελικά χώρα η εκδήλωσή μας για τα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του Καστοριάδη. Μιας και ήταν η πρώτη εκδήλωση αυτού του είδους και –όπως τελικά αποδείχθηκε- αυτού του μεγέθους που διοργανώνουμε και μιας, επίσης, και υπήρξαν κάποια προβλήματα, οργανωτικού ως επί το πλείστον χαρακτήρα, κάνουμε εδώ έναν πρώτο απολογισμό. Ζητάμε επίσης από όσους παρευρέθηκαν στην εκδήλωση και μπαίνουν στο μπλογκ μας να γράψουν το σχόλιό τους, σ’ αυτό το post, με τις παρατηρήσεις και τις κριτικές τους. Δεδομένου ότι δεν έχουμε ξαναδιοργανώσει κάτι τέτοιο, είναι πολύ χρήσιμο να έχουμε μια άποψη για το πώς έγινε δεκτό από τους ανθρώπους που το παρακολούθησαν και συμμετείχαν σ’ αυτό.

Σε ό,τι αφορά σ’ εμάς τώρα, οφείλουμε καταρχήν να πούμε ότι μας εξέπληξε η προσέλευση του κόσμου: βάσει ενός πρόχειρου υπολογισμού οι παρευρισκόμενοι πρέπει να ξεπέρασαν τα 130 άτομα. Ο αριθμός παραμένει υψηλός, ακόμη κι αν αφαιρέσουμε όλους όσους συγκαταλέγονται στους γνωστούς μας. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας σχετικά με το εύρος της πιθανής απεύθυνσης της ομάδας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μια ομάδα σαν τη δικιά μας, η οποία έχει ελάχιστες σχέσεις, τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, με άλλους πολιτικούς χώρους (απ’ τους οποίους θα μπορούσε να αντλεί αποδέκτες) και η οποία, ως εκ τούτου, οφείλει να δημιουργήσει εκ του μηδενός το «κοινό» της. Φαίνεται ότι σ’ έναν κάποιο βαθμό, όσο μικρός κι αν είναι αυτός, το έχουμε καταφέρει αυτό.

Ας πάμε όμως και στα αρνητικά της χθεσινής διοργάνωσης. Αρχικά υπάρχει το πρόβλημα της μεγάλης χρονικής διάρκειας της ομιλίας, διάρκεια η οποία έγινε ακόμη πιο μεγάλη, φαντασιακώς, εξαιτίας του ότι ο Ντέηβιντ μίλησε στα αγγλικά. Είχαμε κάνει λανθασμένο υπολογισμό και θεωρούσαμε ότι η ομιλία θα έπιανε λιγότερο χρόνο. Ταυτόχρονα πιστεύαμε ότι μια τετρασέλιδη περίληψη στα ελληνικά, όπως αυτή που μοιράστηκε, θα ήταν αρκετή σε ό,τι αφορά στην κατανόηση του περιεχομένου της ομιλίας. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη και, δεδομένου ότι η εκδήλωση ξεκίνησε με κάποια –εντός των πλαισίων βέβαια- καθυστέρηση, περιορίστηκε ο χρόνος της συζήτησης, η οποία, όπως το είχαμε πει εξαρχής, θα έπρεπε να συνιστά το βασικό κομμάτι του όλου event. Ακόμα κι υπό αυτές τις συνθήκες όμως, η συζήτηση κράτησε γύρω στις δυο ώρες. Αν μάλιστα δεν ήμασταν αναγκασμένοι, από τους φύλακες του Παιδαγωγικού, να παραδώσουμε την αίθουσα στις 21:00, θα τραβούσε ακόμα περισσότερο.

Ωστόσο, κι αυτό είναι το δεύτερο αρνητικό σημείο της χθεσινής βραδιάς, για το οποίο ωστόσο δεν ευθυνόμαστε εμείς, η συζήτηση, αν τη δούμε από απόψεως περιεχομένου, δεν υπήρξε ιδιαιτέρως γόνιμη ή, τουλάχιστον, δεν υπήρξε τόσο όσο εμείς θα θέλαμε. Καταρχήν, δεν υπήρξε καμία ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της ομιλίας, το οποίο, καθόλου τυχαία, συνέδεε τις φιλοσοφικές πτυχές του προτάγματος της αυτονομίας με το ζήτημα της οργάνωσης μιας επαναστατικής ομάδας. Το ζήτημα ετέθη βέβαια, επανειλημμένως, από μέλη του ακροατηρίου, αλλά η κουβέντα δεν κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Δυστυχώς –και παρά το γεγονός ότι ο Ντέηβιντ ξεκαθάρισε αρκετές φορές ότι δεν ήρθε για να απαντήσει σε ερωτήσεις περί του Καστοριάδη αλλά, αντίθετα, για να συζητήσει για τα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας- πολλά μέλη του ακροατηρίου περιορίστηκαν σε τέτοιου είδους, γνωστικές ερωτήσεις (τι είπε γι’ αυτό το ζήτημα ο Καστοριάδης, ποιά η σχέση Ντεμπόρ-Καστοριάδη κ.λπ.). Ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη έχουν και αρκετοί φίλοι οι οποίοι, παρ’ όλο που είναι μέλη άλλων ομάδων ή οργανώσεων, δεν πήραν –με μια μόνο εξαίρεση- το λόγο για να τοποθετηθούν επί του ζητήματος που ήταν και το κεντρικό: ποιά μορφή θα μπορούσε να έχει μια επαναστατική οργάνωση και μια επαναστατική δράση, κατ’ επέκταση, στις μέρες μας; Αυτό το ερώτημα παραμένει ανεπεξέργαστο και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας μελλοντικής ανοιχτής κουβέντας.

Κλείνοντας, θέλουμε να αναφερθούμε λίγο και στη στάση ορισμένων μελών του ακροατηρίου, η οποία δεν ήταν και η πλέον πρέπουσα. Δεδομένου ότι δεν έχουμε ξαναοργανώσει μια εκδήλωση αυτού του είδους και του μεγέθους, δυσκολευτήκαμε αρκετά να τηρήσουμε τη δημοκρατική διαδικασία της συζήτησης (όποιος ήθελε να κάνει ερώτηση σήκωνε το χέρι του και ο συντονιστής του έδινε το λόγο βάσει της σειράς που τηρούσε, ούτως ώστε να μη μιλάει το ίδιο πρόσωπο για δεύτερη συνεχόμενη φορά, αν δεν είχαν μιλήσει έστω και μία φορά όλοι όσοι από τους υπόλοιπους θα ήθελαν). Ήδη από την αρχή διάφοροι άρχισαν να πετάγονται, δημιουργώντας προβλήματα όχι μόνο στην ίδια τη συζήτηση αλλά και στη μεταφραστική διαδικασία. Εμείς από την πλευρά μας πιστεύουμε ότι, αφού μαζευόμαστε να μιλήσουμε για ζητήματα σχετικά με τη δημοκρατία και την αυτονομία, θα πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε περισσότερο συγκρατημένοι σε τέτοια θέματα. Θα έπρεπε βέβαια κι εμείς, ως διοργανωτές, να είμαστε περισσότερο συντονισμένοι.

Τώρα που είδαμε ότι η εκδήλωσή μας αυτή είχε απήχηση, σκεφτόμαστε, αν αυτό καταστεί πρακτικώς δυνατό, να αρχίσουμε να διοργανώνουμε ανάλογου τύπου εκδηλώσεις, σε σχετικώς τακτά διαστήματα, με πιο σαφή όμως και συγκεκριμένα κάθε φορά θέματα (όπως για παράδειγμα αυτό σχετικά με τις πιθανές μορφές αυτόνομης και δημοκρατικής πολιτικής δράσης σήμερα). Στα πλαίσια αυτής μας της ιδέας, σκεφτήκαμε να προτείνουμε σε όσους παρακολουθούν τη δράση της ομάδας τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής λίστας συζήτησης, στα πλαίσια της οποίας θα μπορούν να συζητιούνται διάφορα θέματα που θα προτείνει ο καθένας. Με βάση συζητήσεις που ενδέχεται να προκύψουν με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να καθορίσουμε και το περιεχόμενο μελλοντικών εκδηλώσεων και ανοιχτών, διά ζώσης, συζητήσεων. Ως εκ τούτου, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να μας στείλει την ηλεκτρονική του διεύθυνση για να αρχίσουμε να φτιάχνουμε τη λίστα.
Φωτογραφίες και σχετική ενημέρωση απ' το Πολιτικό μπλογκ:

Saturday 1 December 2007

Αλλαγή του χώρου της εκδήλωσης για τον Καστοριάδη


Υπενθυμίζουμε ότι την ερχόμενη Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου και ώρα 17:30 διοργανώνουμε συζήτηση για τις προοπτικές του προτάγματος της αυτονομάις στις σύγχρονες κοινωνίες, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων απ' το θάνατο του Καστοριάδη. Στη συζήτηση θα συμμετάσχει κι ο αμερικανός μεταφραστής και συνεργάτης του Καστοριάδη, David Ames Curtis. O D. A. C. θα κάνει μια αρχική εισήγηση όπου θα καταδεικνύει το εσφαλμένο των διάφορων προσπαθειών που έχουν γίνει κατά καιρούς για να αποσυνδεθεί το φιλοσοφικό απ' το πολιτικό έργο του Καστοριάδη, δείχνοντας τη συνοχή του όπως επίσης και τη σημασία και την επικαιρότητά του για την προσπάθεια προώθησης του προτάγματος της αυτονομίας στις μέρες μας. Μετά την εισήγηση, η οποία εξάλλου θα έχει σκοπό να προκαλέσει το διάλογο και όχι να τον υποκαταστήσει, θα ακολουθήσει συζήτηση, η οποία θα αποτελέσει και το κύριο μέρος της εκδήλωσης.
Ενημερώνουμε ότι άλλαξε ο χώρος στον οποίο θα λάβει χώρα η εκδήλωση: δε θα γίνει τελικά στον ΔΣΑ, αλλά στο Παιδαγωγικό Αθηνών (Ναυαρίνου 13α και Χαριλάου Τρικούπη). Η αλλαγή αυτή δεν ήταν επιλογή μας, αλλά αντίθετα μας επεβλήθη, με αρκετά άκομψο τρόπο μάλιστα. Ενώ είχαμε κλείσει, εδώ και πολύ καιρό και ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες, την αίθουσα του ΔΣΑ, ενημερωθήκαμε ξαφνικά ότι πρέπει να ψάξουμε για κάποιον άλλο χώρο, επειδή την ίδια ώρα και στην ίδια αίθουσα αποφάσισε να έρθει να μιλήσει ο υπότροπος της Ε.Ε. για θέματα περιβάλλοντος και πρώην βουλευτής της ΝΔ, Στ. Δήμας. Ως γνωστόν, αν είσαι Δήμας, μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Έτσι, όσο κι αν διαμαρτυρηθήκαμε, δε βγάλαμε άκρη κι αναγκαστήκαμε να αναζητήσουμε κάποιον άλλο χώρο. Ευτυχώς, τελικά, βρήκαμε την αίθουσα του Παιδαγωγικού.
Λέμε "ευτυχώς", διότι όλη αυτή η ιστορία μας επέπτρεψε να διαπιστώσουμε το εξής: αν δεν ανήκει κανείς σε ένα λόμπυ ή σε μια γραφειοκρατική ομάδα οποιουδήποτε είδους (κομματική νεολαία, φοιτητική παράταξη, αριστερή οργάνωση, αναρχικός Χώρος κ.λπ.), είναι σχεδόν αδύνατο να κλείσει μια αίθουσα σε κάποιο από τα κεντρικά πανεπιστήμια του κέντρου της Αθήνας (με εξαίρεση το αμφιθέατρο Γκίνη). Δε χρειάζεται φυσικά να επιμείνουμε στο τι σημαίνει κάτι τέτοιο για την ακαδημαϊκή ελευθερία. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα γραφειοκρατικοποίησης του δημόσιου χώρου: η αγορά, ο χώρος ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, όταν δεν αποτελεί ιδιοκτησία των δημαγωγών και των ΜΜΕ, κυριαρχείται από τις γραφειοκρατίες (κρατικές και ανεπίσημες).