Friday 2 November 2007

Αυτονομία ή Βαρβαρότητα

Ποιοι είμαστε και για τι αγωνιζόμαστε

Η επαναστατική πολιτική ομάδα Αυτονομία ή Βαρβαρότητα από την ίδρυσή της, το φθινόπωρο του 2004, εργάζεται για την υπεράσπιση και τη διάδοση του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας. Στα πλαίσια της ετερόνομης κοινωνίας όπου ζούμε το πολιτικό πράττειν εξαντλείται στην προσπάθεια δημοσιοποίησης των ιδεών και των απόψεών μας, οι οποίες στοχεύουν στην ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος και στην εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας δηλαδή όπου οι αποφάσεις θα παίρνονται από τα δημοκρατικά όργανα εξουσίας, δίχως γραφειοκρατία και πολιτική αντιπροσώπευση, και της οποίας οι θεσμοί θα προωθούν το σπάσιμο των ταμπού και την απελευθέρωση της ριζικής φαντασίας των ανθρώπων σε όλους τους τομείς. Πρόκειται για μια κοινωνία βασισμένη στις αρχές του ανθρωπισμού, της ισότητας και της δικαιοσύνης, για μια κοινωνία η οποία πραγματώνει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ελευθερία και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Στο παρακάτω κείμενο συμπυκνώνουμε, όσο μπορούμε, τις βασικές ιδέες της ομάδας μας, τόσο σε ό,τι αφορά στο είδος της κοινωνίας υπέρ της οποίας αγωνιζόμαστε, όσο και σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο αναλύουμε τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση. Ξεκινάμε από αυτό που «κανονικά» θα έπρεπε να μπει δεύτερο, από το κομμάτι δηλαδή το σχετικό με τη σκιαγράφηση μιας αυτόνομης κοινωνίας, επειδή θεωρούμε ότι η ανάλυση της σύγχρονης κατάστασης που κάνουμε εξαρτάται ακριβώς από τις βασικές ιδέες του προτάγματός μας. Ναι μεν ισχύει και το αντίστροφο, αλλά μόνο εν μέρει: ό,τι είδους κοινωνία και να είχαμε να αντιμετωπίσουμε, οι γενικές γραμμές του προτάγματός μας θα παρέμεναν πάντοτε οι ίδιες. Για εμάς –σε αντίθεση με ό,τι έγραφε κατά τη δεκαετία του ’60 ο Καστοριάδης[1]- δεν έχει πλέον σημασία το αν οι ιδέες μας βρίσκουν κάποιο αντικειμενικό σύστοιχο στη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας. Η κοινωνιολογική συνθήκη εντός της οποίας κάτι τέτοιο ήταν δυνατό και ευκταίο –η κατάσταση εν ολίγοις εντός της οποίας έγραφε ο Καστοριάδης τις φράσεις της προηγούμενης παραπομπής- έχει προ πολλού αλλάξει (βλ. το κομμάτι «Τι είναι βαρβαρότητα;»).

Στις μέρες μας, όπου η κυριαρχεί η μαζική απάθεια κι η ιδιωτικοποίηση, ο μόνος παράγων που επιτρέπει στις ιδέες μας να αποτελούν κομμάτι ενός συνεκτικού πολιτικού προτάγματος κι όχι απλώς προσωπική μας εμμονή ή όψεις κάποιας ανεφάρμοστης ουτοπίας είναι η αντικειμενική κατάσταση και τα προβλήματα στα οποία οδηγεί η αποσύνθεση της σημερινής κοινωνίας· προβλήματα τα οποία δεν μπορούν να λυθούν παρά μόνο διά της πολιτικής και γενικώς δημιουργικής κινητοποίησης των σύγχρονων ανθρώπων. Αυτό που, ως επαναστάτες, καλούμαστε σήμερα να κάνουμε είναι να δούμε τον κόσμο γύρω μας με νηφαλιότητα και γενναιότητα και να προσπαθήσουμε να βρούμε οδούς διεξόδου από τον σύγχρονο βούρκο. Η περιγραφή του προτάγματός μας είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Τι είναι αυτονομία

Δηλώνοντας την ακράδαντη και βαθιά μας πίστη στη δημιουργική ικανότητα των ανθρώπινων μαζών, όπως επίσης και την εμπιστοσύνη μας προς το ανθρώπινο ον, το οποίο, αν το επιλέξει, είναι ικανό να μεγαλουργεί, απέχουμε συνειδητά από κάθε προσπάθεια να περιχαράξουμε εκ των προτέρων το πώς θα είναι μια αυτόνομη κοινωνία. Το θεωρούμε υποτιμητικό εξάλλου προς τους συνανθρώπους μας να βγούμε και να τους πούμε τι πρέπει να κάνουν –αυτό είναι το θεμελιώδες γνώρισμα του (π)ηθικισμού, όχι της αυτονομίας. Αυτές οι παρατηρήσεις είναι αναγκαίες, γιατί μας επιτρέπουν να θέσουμε το πρόβλημα στις σωστές του βάσεις: ενώ απ’ τη μια πλευρά οφείλουμε με κάθε τρόπο να υποστηρίζουμε το πρόταγμά μας και την εγγενή σε αυτό βλέψη περί του είδους της κοινωνίας προς το οποίο αποσκοπεί, από την άλλη είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουμε τη δημιουργική ακαθοριστία του κοινωνικοϊστορικού πεδίου και να μην προσπαθούμε σε καμία περίπτωση να καθορίσουμε εκ των προτέρων τι πρέπει να γίνει. Οφείλουμε δηλαδή να υποστηρίξουμε τις αξίες και τα ιδεώδη που μας φαίνεται ότι προκύπτουν από την προσχώρηση στο πρόταγμα της αυτονομίας, δίχως όμως να προσπαθούμε να τα καθορίσουμε κατά τρόπο που θα έκλεινε το πεδίο της συζήτησης. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι κυρίως να πούμε τι δεν ταιριάζει με την επιθυμία να ζήσουμε σε μια αυτόνομη κοινωνία. Σε ό,τι αφορά επίσης στο θετικό και καταφατικό κομμάτι της όλης διαδικασίας, πρέπει να είμαστε ως επί το πλείστον γενικόλογοι, προσπαθώντας να περιγράψουμε απλά τις γενικές τάσεις προς τις οποίες θα κινηθεί μια ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας.

Αυτές οι τελευταίες διευκρινίσεις έχουν κυρίως στο νου τους το γεγονός πως η θέσμιση κάθε κοινωνίας διαθέτει δύο επίπεδα: ένα που καθορίζεται ρητά και συνειδητά κι ένα που καθορίζεται ασυνειδήτως και μακροπρόθεσμα. Στο πρώτο επίπεδο εμπίπτει η νομοθετική δραστηριότητα της κοινωνίας, μέσα απ’ τη συμμετοχή των πολιτών στην εκκλησία του δήμου, ενώ στο δεύτερο εμπίπτουν οι αξίες και οι σημασίες της κοινωνίας, οι οποίες καθορίζονται ασυνειδήτως, κατά τη διάρκεια του χρόνου, μέσω της δραστηριότητας της κοινωνίας σε όλα τα πεδία: φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό, σεξουαλικό, επιστημονικό κλπ. Σαφείς προτάσεις μπορούν να γίνουν μόνο σε ό,τι αφορά στο πρώτο επίπεδο, καθώς αυτό είναι που αφορά και στα ζητήματα της δημοσίας/δημόσιας σφαίρας. Αντιθέτως τα ζητήματα που αφορούν στο δεύτερο επίπεδο δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης –και κατά συνέπεια σαφούς εκ των προτέρων καθορισμού-, όχι μόνο λόγω του ασυνείδητου και σταδιακού χαρακτήρα της διαδικασίας βάσει της οποίας δημιουργούνται, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι εμπίπτουν στην δημόσια/ιδιωτική και την ιδιωτική/ιδιωτική σφαίρα οι οποίες οφείλουν να παραμένουν ανέγγιχτες από τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας[2].

Βάσει όλων αυτών έχουμε να πούμε τα εξής:

αυτονομία (η) ουσ. [<αρχ. ατονομία <ατόνομος] το κοινωνικό καθεστώς εντός του οποίου οι άνθρωποι δρουν γνωρίζοντας ότι είναι αυτοί οι ίδιοι και όχι κάποια ξένη προς αυτούς δύναμη (οι πρόγονοι, η παράδοση, ο Θεός, οι νόμοι της ιστορίας, το κλίμα, η βιολογική τους δομή, η γλώσσα, το «περωμένο του Είναι», το «σύστημα», το «Κράτος», ο καπιταλισμός, τα «ΜΜΕ» κλπ) αυτοί που δημιουργούν τους θεσμούς και τις σημασίες της κοινωνίας και αυτοί που είναι υπεύθυνοι για το τι γίνεται στον κόσμο. Ακριβώς όμως χάρις σε αυτήν τους την επίγνωση μπορούν να θέτουν τους νόμους και τους θεσμούς τους υπό αμφισβήτηση, όποτε το κρίνουν αναγκαίο, δίχως να αναγνωρίζουν κανενός είδους τοτέμ και ταμπού. Το αντίθετο της αυτονομίας είναι η ετερονομία: η προσκόλληση στην αυθεντία, στη λατρεία της διανοητικής ασφάλειας και στους μεγάλους Ηγέτες, στη βάση της πίστης ότι οι νόμοι μας είναι προϊόν δυνάμεων έξω από εμάς τους ίδιους.

ΕΓΚΥΚΛ. Φιλοσ. Η αυτονομία δεν είναι απλώς και μόνον ένα πολιτικό, με τη στενή έννοια του όρου, καθεστώς, αλλά μια κοινωνική μορφή, ένας τρόπος κοινωνικής και ψυχικής ύπαρξης, που αφορά στο σύνολο των πλευρών μιας κοινωνίας. Η ουσία αυτού του τύπου έγκειται στο ότι αγωνίζεται για τη μέγιστη δυνατή απελευθέρωση της ριζικής φαντασίας του ατόμου και του θεσμίζοντος φαντασιακού της κοινωνίας. Όπως λοιπόν υπάρχει αυτονομία πολιτική, έτσι υπάρχει και αυτονομία οικονομική, φιλοσοφική, σεξουαλική, καλλιτεχνική κλπ. Η περιστολή των ιδεών της αυτονομίας στο στενά πολιτικό ή στο οικονομικό πεδίο συνιστά μορφή ετερονομίας, καθώς συγκαλύπτει τη συνολικότητα που είναι εγγενής στο πρόταγμα της αυτονομίας. Η αυτονομία, όπως φυσικά και η ετερονομία, είναι τελικά μορφές ύπαρξης γενικώς, τρόποι του ανθρώπινου είναι μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και ένας αυτομετασχηματισμός της κοινωνίας προς αυτόνομη κατεύθυνση απαιτεί έναν πραγματικό σεισμό και μια άνευ προηγουμένου στην ανθρώπινη ιστορία ανατροπή, τόσο σε βάθος όσο και σε εύρος. Το πρόταγμα της αυτονομίας υποστηρίζεται στον πλανήτη από ελάχιστες ομάδες, μία εκ των οποίων είναι και η δικιά μας, καθώς ζούμε σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για την πολιτική και γενικώς για οτιδήποτε βγαίνει έξω από τις καταναλωτικές τους συνήθειες[3].

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ:

Κοινωνία

Πολιτική

Σε ό,τι αφορά στο πολιτικό πεδίο, στο πεδίο δηλαδή της λήψης αποφάσεων για τα θέματα που μπορούν να ρυθμιστούν βάσει της νομοθεσίας, η αυτονομία ταυτίζεται με τη δημοκρατία. Κάθε μορφή κυριαρχίας και ιεραρχίας καταργείται και το κράτος αντικαθίσταται από τις συνελεύσεις των πολιτών. Η εξουσία ασκείται από το σύνολο της κοινωνίας και οι αποφάσεις λαμβάνονται βάσει της αρχής της πλειοψηφίας. Η γραφειοκρατική οργάνωση και η διάκριση σε διευθύνοντες κι εκτελεστές καταργούνται. Τα καθήκοντα και τα αξιώματα μοιράζονται με κλήρο και οι αξιωματούχοι είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και υπόλογοι στην κεντρική συνέλευση. Οι νόμοι οφείλουν να είναι ανά πάσα στιγμή υποκείμενοι σε κριτική και αμφισβήτηση, δεδομένου ότι ακολουθούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Στην ιστορία έχουν επανειλημμένως εμφανιστεί πολιτικές μορφές που βασίστηκαν –σε γενικές τουλάχιστον γραμμές- στις παραπάνω αρχές: από την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία μέχρι την παρισινή Κομμούνα του 1871, τα ρωσικά σοβιέτ, οι αγροτικές κολεκτίβες της Ισπανικής Επανάστασης του 1936 και τα εργατικά συμβούλια της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956.

Αυτό που πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι η αυτόνομη κοινωνία είναι κάθετα και αναφανδόν ενάντια στη βία ως τρόπου διευθέτησης των ανθρώπινων υποθέσεων. Για τον λόγο αυτό είναι εξορισμού αντίθετη με τη θανατική ποινή. Στο στενά πολιτικό πεδίο θεωρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ζωή και στην ελευθερία του λόγου και της σκέψης απολύτως αναπαλλοτρίωτα και αυτονόητα. Ταυτόχρονα μια αυτόνομη κοινωνία οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτα διεθνιστική: ένας από τους βασικούς της στόχους οφείλει να είναι, όχι μόνο η κατάργηση όλων των συνόρων, αλλά και η μακροπρόθεσμη πάλη ενάντια στην ίδια την ιδέα του έθνους. Εννοείται πως, όπως ακριβώς και με το ζήτημα της θρησκείας, ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό δεν μπορεί να γίνει με νομοθετικά μέσα, αλλά μέσω του νέου είδους εκκοινωνισμού που θα προωθεί μια διεθνιστική κοινωνία: αν κάποιος επιθυμεί να παραμείνει θρησκευόμενος ή πατριώτης είναι δικαίωμά του –κανείς δε θα τον εμποδίσει. Κινούμαστε εδώ στο δεύτερο επίπεδο της κοινωνικής θέσμισης, όπου η πολιτική εξουσία δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει.

Οικονομία

Στο οικονομικό πεδίο η αυτονομία έγκειται στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας. Τουτέστιν στην κατάργηση του καπιταλισμού και στην εγκαθίδρυση μιας πραγματικής και γνήσιας αγοράς, εντός της οποίας πραγματώνεται όχι μόνο η ελευθερία αλλά και η κυριαρχία των καταναλωτών/παραγωγών. Για το πρόταγμα της αυτονομίας ο καπιταλισμός δε συνιστά, αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν οι μαρξιστές και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, μορφή ελεύθερης αγοράς –κάθε άλλο μάλιστα: είναι ένα σύστημα ρυθμιζόμενο απ’ το Κράτος, τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια, σχεδιασμένο με σκοπό να επιτρέπει στους λίγους να κυριαρχούν οικονομικά επί των πολλών, οδηγώντας στην εκμετάλλευση του μεγαλύτερου μέρους των ανθρώπων τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών.

Η αυτόνομη κοινωνία καταργεί τον καπιταλισμό όχι μόνο ως οικονομικό, με τη στενή έννοια του όρου, σύστημα αλλά και ως σύνολο ιδεών και αξιών, ως συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, όπως αυτά ενσαρκώθηκαν στη φιλελεύθερη και μαρξιστική ιδεολογία και στον περίφημο homo oeconomicus: πολεμά τον οικονομισμό, την πίστη δηλαδή στην πρωταρχικότητα του οικονομικού/τεχνικού στοιχείου, τόσο στο ερμηνευτικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο, πολεμά τον καταναλωτισμό και την επιθυμία των ανθρώπων να μαζεύουν χρήμα και άχρηστα υλικά (και λοιπά) αγαθά, πολεμά την εξειδίκευση και τον διαχωρισμό της διανοητικής από τη χειρωνακτική εργασία· πολεμά την ιεραρχία των μισθών και των εισοδημάτων, όπως επίσης και την απαράδεκτη καπιταλομαρξιστική ιδέα ότι μερικά επαγγέλματα οφείλουν να πληρώνονται περισσότερο από κάποια άλλα· πολεμά τον διαχωρισμό σε αφεντικά και εκτελεστές, όπως επίσης και ολόκληρο τον τρόπο σκέψης που κρίνει τα πάντα με όρους κέρδους-ζημιάς και που προσπαθεί να υποτάξει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας σε μια δήθεν «ορθολογικότητα» (τον κακό της τον καιρό). Η αυτονομία εγκαθιδρύει ευθύς εξαρχής την απόλυτη εξίσωση των μισθών όλων των επαγγελμάτων, μετατρέπει την εργασία –όπου αυτό είναι δυνατό- σε δημιουργική δραστηριότητα και εφευρίσκει νέες, δημοκρατικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της τεχνολογίας. Επίσης καταργεί την ατομική ιδιοποίηση των παραγωμένων αγαθών, όχι όμως και το χρήμα. Αυτό που οφείλουμε να πολεμήσουμε δεν είναι το χρήμα –δηλαδή ένα γενικό μέσο για να φέρουμε εις πέρας τις μεταξύ μας ανταλλαγές-, αλλά η νοοτροπία και οι συγκεκριμένοι θεσμοί που το μετατρέπουν σε μέσο συσσώρευσης και οικονομικής κυριαρχίας (όπως πχ η δυνατότητα απόκτησης μέσων παραγωγής, η οποία είναι εξορισμού απαγορευμένη, καθώς τα μέσα παραγωγής είναι δημόσια)[4]. Μια απόπειρα λεπτομερούς περιγραφής ενός συστήματος βασισμένου στην οικονομική δημοκρατία, όπως την ορίζουμε εν προκειμένω, μπορεί να βρεθεί στο κείμενο του Καστοριάδη «Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού ΙΙ»[5].

Περιβάλλον

Η οικολογία συνιστά βασική πτυχή του προτάγματος της αυτονομίας. Για εμάς το καπιταλιστικό φαντασιακό, είτε στη μαρξιστική είτε στη φιλελεύθερη εκδοχή του, συνίσταται στην –παρανοϊκή- επιθυμία να επιβάλλουμε μια δήθεν ορθολογική κυριαρχία πάνω στο σύνολο των πτυχών της κοινωνικής δραστηριότητας και στη φύση (βλ. παρακάτω: «Τι είναι βαρβαρότητα»). Η ιδέα της ανάπτυξης (καπιταλισμός) και της απεριόριστης αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων (μαρξισμός) είναι εξορισμού αντιοικολογικές και γι’ αυτό ο μαρξισμός και τα αναρχικά ρεύματα που πιστεύουν στην κοινωνία της μετασπάνεως οφείλουν να πολεμηθούν κι αυτά μαζί με τον καπιταλισμό. Η ανάλυση του Καστοριάδη για τον καπιταλισμό –όπως επίσης και η φιλοσοφία του γενικώς- μας επιτρέπουν να αποφεύγουμε τις αδιαύγαστες και θεολογικής προέλευσης δαιμονοποιήσεις της τεχνολογίας και της τεχνικής. Για εμάς η τεχνική κάθε κοινωνίας συνιστά ενσάρκωση των φαντασιακών σημασιών αυτής της κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει ότι η ιδέα πως η τεχνολογία είναι κακή εξορισμού είναι γελοία. Η σημερινή τεχνολογία είναι φυσικά βλαβερή τόσο για το περιβάλλον όσο και για την ανθρώπινη ελευθερία· αυτό όμως συμβαίνει επειδή είναι μια τεχνολογία καπιταλιστικού τύπου. Η τεχνολογία από μόνη της δεν έχει τίποτε το κακό, καθώς κάλλιστα –και αυτό είναι εξάλλου ένα από τα πρώτιστα καθήκοντα μιας αυτόνομης κοινωνίας- μπορεί να δημιουργηθεί μια τεχνολογία που θα ενσαρκώνει τις αρχές της ελευθερίας[6]. Εξάλλου η τεχνολογία κάθε κοινωνίας συνιστά πεδίο έκφρασης της δημιουργικότητάς της και άρα επιβεβαίωση της αυτονομίας του ανθρωπίνου όντος[7].

Η δαιμονοποίησή της και η στροφή στον πριμιτιβισμό δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση των ασυνείδητων ενοχικών τάσεων των ανθρώπων της εποχής μας: όπως πάντοτε στην ιστορία, έτσι και σήμερα, τις περιόδους μεγάλης υλικής ευμάρειας τις διαδέχεται η εμφάνιση κινημάτων ασκητικών και αυτομαστιγωματικών (ο βουδισμός και ο ζαϊνισμός στην Ινδία, οι νεοπυθαγόρειοι στην Αρχαία Ελλάδα, οι ασκητές των πρωτοχριστιανικών αιώνων, οι κιστερκιανοί και τα επαιτικά τάγματα στη Δύση, ο τριτοκοσμισμός και οι χίπις τη δεκαετία του ‘60 κλπ). Μια πραγματικά επαναστατική οικολογία οφείλει να μάχεται όχι μόνο ενάντια στο καπιταλιστικό/μαρξιστικό φαντασιακό της ανάπτυξης και της κυριαρχίας επί της φύσης αλλά και ενάντια στον ασκητισμό και τα αντιδραστικά ή lifestyle ρεύματα της οικολογίας (Βαθιά Οικολογία, οικοφασισμός, χαϊντεγγεριανές κριτικές, θεολογίες αλά Γιανναράς, πριμιτιβισμός κλπ).

Ανθρώπινες σχέσεις και ισότητα μεταξύ των φύλων

Η αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία που αναγνωρίζει την πραγματική κι όχι απλώς κατ’ ευφημισμόν ισότητα των ανθρώπων, τόσο στο στενά πολιτικό επίπεδο όπου καταργεί την ιεραρχία και την κυριαρχία, όσο και στο πνευματικό επίπεδο όπου θεωρεί ότι όλοι είμαστε προικισμένοι με ριζική φαντασία και συνεπώς ικανοί να είμαστε δημιουργικοί και κατ’ επέκταση εάν το επιθυμήσουμε και υπεύθυνοι. Αυτός είναι ο εξισωτικός και δημοκρατικός ανθρωπισμός του αυτόνομου προτάγματος. Στα πλαίσια αυτού του ανθρωπισμού το δημοκρατικό πρόταγμα αγωνίζεται ενάντια στον σεξισμό και σε κάθε είδους ρατσισμό (ταξικό, εθνικιστικό, θρησκευτικό). Για εμάς η ερωτική απελευθέρωση εμπεριέχει και ταυτόχρονα προϋποθέτει την κατάργηση του σεξισμού, είτε πρόκειται για τις κυρίαρχες μορφές της φαλλοκρατίας, είτε για τις φασίζουσες ασυναρτησίες ορισμένων ρευμάτων του φεμινισμού. Στα πλαίσια, ειδικότερα, της κριτικής μας σε αυτές τις ασυναρτησίες υπερασπιζόμαστε μέχρις εσχάτων των δικαίωμα των ανθρώπων στον ελεύθερο έρωτα και στην αναζήτηση της ηδονής, μακριά από ηθικισμούς και απόπειρες πολιτικής ερμηνείας των σεξουαλικών στάσεων («η κολπική διείσδυση είναι βιασμός», «το ετεροφυλοφιλικό σεξ είναι πατριαρχικό», «το πρωκτικό σεξ είναι μαζοχισμός» κλπ). Για εμάς αυτό που έχει σημασία είναι η απελευθέρωση της φαντασίας των ανθρώπων: «να δημιουργήσουμε νέες σεξουαλικές διαστροφές», όπως έλεγαν οι επαναστάτες του Μάη του 68.

Άτομο

Ψυχή και σεξουαλικότητα

Στο ψυχικό επίπεδο η αυτονομία έγκειται στην απελευθέρωση της ριζικής (=δημιουργικής) φαντασίας του ατόμου. Ο ψυχικός τύπος ανθρώπου που δημιουργεί η αυτόνομη κοινωνία είναι αυτός της αυτοανακλαστικής υποκειμενικότητας. Πρόκειται για το ανθρώπινο υποκείμενο που είναι ικανό να θέτει ρητά και συνειδητά υπό αμφισβήτηση τις εκάστοτε ιδέες και εμμονές του. Ο εν λόγω τύπος ανθρώπου απορρίπτει την απώθηση ως τρόπο επίλυσης των ψυχικών συγκρούσεων. Αντίθετα, αίροντας τον ακρωτηριασμό της φαντασίας του που επιβάλλει η απώθηση, προσπαθεί να παραδέχεται τις επιθυμίες του, όσο τερατώδεις και «διεστραμμένες» κι αν είναι αυτές, προκειμένου να τις στοχάζεται και να τις διαυγάζει. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να αίρει την κυριαρχία που ασκούν το ασυνείδητο και το Υπερεγώ του στο Εγώ του, όπως επίσης και αυτή που ασκούν το Εγώ και του Υπερεγώ του στο ασυνείδητό του.

Ο αυτόνομος άνθρωπος γνωρίζει ότι είναι ον θνητό, ον δηλαδή που δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιήσει τους βαθύτερους πόθους του, και γι’ αυτό δεν ψάχνει τρόπους για να ωραιοποιεί την πραγματικότητα, συγκαλύπτοντας τους περιορισμούς που του θέτει η αρχή της πραγματικότητας. Για τον αυτόνομο άνθρωπο οι ψυχονευρώσεις είναι μορφές ετερονομίας και διανοητικού εγκλεισμού και γι’ αυτό οφείλουν να πολεμηθούν. Κριτήριο της δράσης του αυτόνομου ανθρώπου δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία και η διανοητική ανοιχτότητα, η απελευθέρωση δηλαδή της ριζικής του φαντασίας και το σπάσιμο των ταμπού όλων των ειδών. Η αυτόνομη κοινωνία δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο και διαχωρίζει ρητά τον σεβασμό απ’ τη θρησκευτική υποταγή και τη λατρεία της αυθεντίας.

Βασικό κομμάτι της ατομικής πτυχής της αυτονομίας είναι και η λεγόμενη σεξουαλική απελευθέρωση. Δεδομένης της ουσιώδους σημασίας που έχει η σεξουαλικότητα στη συγκρότηση του ανθρώπινου όντος, μια κοινωνία δε μπορεί να είναι αυτόνομη παρά στο βαθμό που παραδέχεται, μεταξύ τόσων άλλων, ότι η σεξουαλικότητά της είναι δημιούργημά δικό της και όχι κάτι εγγεγραμμένο στο DNA ή στα «γονίδια του είδους». Αυτονομία στο σεξουαλικό πεδίο σημαίνει να μπορούμε να κοιτάξουμε τη σεξουαλικότητά μας κατάμματα και χωρίς φόβο, δίχως να κρυβόμαστε απ’ τις ίδιες μας τις επιθυμίες. Σεξουαλική απαλευθέρωση δε σημαίνει ότι γινόμαστε έρμαια των ορμών και των επιθυμιών μας, αλλά ότι προσπαθούμε να σπάμε τα ταμπού και να ανασύρουμε τις «απαγορευμένες» επιθυμίες μας από την απώθηση, όχι απαραιτήτως για να τις πραγματοποιήσουμε –αφού πολλές απ’ αυτές θα οδηγούσαν στην παραβίαση του habeas corpus άλλων ανθρώπων[8]-, αλλα για να τις διαυγάσουμε και να έρθουμε σε διάλογο μαζί τους. Εννοείται φυσικά ότι, αν υπάρχει η ελεύθερη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων, καμία μορφή έρωτα δε μπορεί να θεωρείται καταδικαστέα. Όπως είπαμε και πιο πάνω, η πολιτική ερμηνεία των ερωτικών συμπεριφορών είναι δείγμα ολοκληρωτισμού και πνευματικής κλειστότητας και οφείλει να πολεμηθεί: κανείς δεν έχει το δικαίωμα να λέει στους ανθρώπους πώς πρέπει να κάνουν έρωτα.

Ανάλογο δείγμα ολοκληρωτισμού και κολλεκτιβιστικού τρόπου σκέψης είναι και οι ιδέες που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί σχετικά με την κατάργηση της οικογένειας ή της μονογαμίας. Αυτό που πρέπει να πούμε, από τη σκοπιά της αυτονομίας, είναι ότι όλα αυτά είναι ζητήματα της καθαρά ιδιωτικής σφαίρας και ότι, κατά συνέπεια, η πολιτική εξουσία δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποφασίζει γι’ αυτά. Όποιος θέλει, είναι ελεύθερος να μείνει σε κοινόβιο ή να διατηρεί ελεύθερες και πολυγαμικές ερωτικές σχέσεις. Αυτό όμως είναι θέμα προσωπικής επιλογής και γούστου, όχι ένδειξη απελευθέρωσης. Αυτό που πρέπει, με άλλα λόγια, να πολεμηθεί δεν είναι η οικογένεια ή η μονογαμία ως τέτοιες, αλλά η κοινωνική και σεξουαλική συμπεριφορά που τις μετατρέπει σε δομές ξενωμένες και καταπιεστικές. Εν ολίγοις η σεξουαλική ετερονομία.

Εννοείται ότι και στην περίπτωση αυτών των ζητημάτων δεν τίθεται θέμα νομοθετικής ρύθμισης –κάτι τέτοιο είναι εξάλλου αδύνατο-, αλλά πρόκειται για τον τύπο ανθρώπου στον οποίο, «ιδεωδώς», θα έτεινε, μέσω του νέου τύπου εκκοινωνισμού που θα δημιουργούσε, μια αυτόνομη κοινωνία. Πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε τη διαύγαση των βασικών κατευθύνσεων ενός κοινωνικού προτάγματος από τις συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις, ούτως ώστε να αποδείξουμε την απάτη και τον ιδεολογικό εκβιασμό στους οποίους στηρίζονται οι διάφορες ρητορείες περί ολοκληρωτισμού.

Φιλοσοφία

Φιλοσοφικά η αυτονομία μεταφράζεται ως πάθος για την αλήθεια. Με την προϋπόθεση όμως ότι εννοούμε την αλήθεια ως διαδικασία και όχι ως παγ(ι)ωμένη κατάσταση. Αλήθεια είναι η διαρκής και ατέρμονη προσπάθεια διάνοιξης της εκάστοτε κλειστότητας και υπέρβασης των διανοητικών μας ορίων –δεν είναι μια ιδεώδης κατάσταση απόλυτης γνώσης, η οποία, όταν κατακτηθεί, θα μας επιτρέψει να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα. Εξάλλου η φιλοσοφία δεν υπάρχει για να λύνει προβλήματα, αλλά για να μας θέτει καινούργια. Είναι η διανοητική πλευρά της ελευθερίας, η συνειδητή δραστηριότητα να αναλαμβάνουμε το σύνολο του σκεπτού και να κρατάμε τη σκέψη μας ανοιχτή στο Άλλο και στο Καινούργιο, που με τόση προθυμία μας προσφέρει η ιστορία. Βασικό βήμα προς την κατάκτηση αυτής της ελευθερίας είναι η καταπολέμηση της οντολογίας της καθοριστικότητας, της τάσης δηλαδή να ερμηνεύουμε το Είναι ως καθορισμένο άπαξ και διά παντός. Εννοείται ότι το ίδιο ισχύει και για την επιστημονική δραστηριότητα κάθε είδους.

Η τάση προς την ανοιχτότητα, το σπάσιμο των ταμπού και τη διανοητική ελευθερία ενσαρκώνεται σε όλες τις πνευματικές δραστηριότητες του αυτόνομου ανθρώπου και όχι μόνο στη φιλοσοφία ή στις επιστήμες. Τόσο η τέχνη όσο και το χιούμορ είναι πεδία μεγάλης δημιουργικότητας και γι’ αυτό, υπό τις συνθήκες του σύγχρονου καθεστώτος, θα πρέπει πάντοτε να προστατεύονται από τις δυνάμεις που προσπαθούν να τις καθυποτάξουν και να τις οδηγήσουν στην κλειστότητα. Το επαναστατικό κίνημα που υποστηρίζει τις ιδέες της αυτονομίας οφείλει να καταγγέλλει κάθε μορφή ηθικισμού, θεολογίας και «πολιτικά ορθής» λογικής και να υπερασπίζεται την καλλιτεχνική και λοιπή ελευθερία της έκφρασης, καθώς για την αυτονομία η δημιουργικότητα έχει αξία ως μορφή αντικονφορμισμού και de facto κριτικής της εκάστοτε κατεστημένης τάξης. Η στρατευμένη τέχνη, υπό τις πολλαπλές τις μεταμφιέσεις –μετά την εξαφάνιση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού- οφείλει να καταγγελθεί, όχι για αισθητικούς λόγους –αφού η αισθητική είναι και πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την πολιτική-, αλλά για λόγους πολιτικούς: επειδή καθιστά την καλλιτεχνική δημιουργία υποχείριο πολιτικών και ιδεολογικών σκοπιμοτήτων, καταστρέφοντας έτσι τη δυνατότητά της να θέτει υπό αμφισβήτηση τις παγιωμένες ιδέες και τα είδωλα κάθε κοινωνίας.

Τι είναι βαρβαρότητα;

Αν η αυτονομία είναι ό,τι προσπαθήσαμε μέχρι τώρα να περιγράψουμε, η βαρβαρότητα πρέπει να γίνει κατανοητή ως το ακριβές και απόλυτο αντίθετο αυτών των τάσεων. Θα πρέπει να αντισταθούμε στους συνήθεις συνειρμούς που μας έρχονται στο νου και να αποφύγουμε τη σκέψη βαρβαρότητα = εξαθλίωση, σφαγές, αίμα, κτηνωδία, Άουσβιτς. Η βαρβαρότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο απ’ όλα αυτά, είναι η «ιδεώδης κατάληξη» της ετερονομίας, η καταστροφή δηλαδή της ικανότητας των ανθρώπων να δημιουργούν και να ενεργούν αυθόρμητα, ακόμη κι αν πρόκειται για την ακρωτηριασμένη και διαρκώς συγκαλυπτόμενη δημιουργικότητα των ετερόνομων κοινωνιών. Αν στην ετερονομία οι άνθρωποι δημιουργούν, αλλά απλώς το κρύβουν από τον εαυτό τους, θέλοντας να πιστεύουν πως δεν είναι αυτοί οι ίδιοι οι δημιουργοί των έργων τους, αλλά κάποια υπερβατική και εξωκοινωνική πηγή, και αν, στα πλαίσια αυτής της ανθρωπολογικής κατάστασης, η έκφραση της δημιουργικότητας υποφέρει από την επιβολή σοβαρότατων ταμπού και περιορισμών, στη βαρβαρότητα εξαλείφεται ακόμη κι αυτή η λαθραία και περιορισμένη μορφή δημιουργικότητας –εννοείται βέβαια ότι, όταν μιλάμε περί «δημιουργικότητας» δεν αναφερόμαστε μόνο στην τέχνη ή στην ποίηση, όπως ίσως θα νόμιζε κανείς, αλλά στον στοιχειώδη αυθορμητισμό των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Μια κοινωνία όπου η βαρβαρότητα θα είχε γίνει καθεστώς θα ήταν, κατά τη διατύπωση του Καστοριάδη, «μια κοινωνία». Μια κοινωνία, με άλλα λόγια, εντός της οποίας τα άτομα δε θα είχαν πια πόθους και επιθυμίες, κυριαρχημένα από την απόλυτη απάθεια, τη «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» και την παραλυτική χαύνωση.

Παρενθετικά να πούμε ότι αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη περί της βαρβαρότητας δε θα πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η βαρβαρότητα, έτσι ορισμένη, συνδέεται στενότατα, παρ’ όλο που δεν ταυτίζεται, με την έννοια που έχει στην τρέχουσα γλώσσα. Τα σταλινικά και ναζιστικά καθεστώτα υπήρξαν αδιαμφισβήτητα μορφές βαρβαρότητας. Η διαφορά εν προκειμένω όμως έγκειται στο ότι τα συγκεκριμένα καθεστώτα υπήρξαν οι πιο απόλυτες μορφές ενσάρκωσης του καπιταλιστικού φαντασιακού της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» οργάνωσης και κυριαρχίας. Με άλλα λόγια ήταν καθεστώτα που προσπάθησαν –και σε ένα μεγάλο βαθμό το πέτυχαν- να υποτάξουν πλήρως την κοινωνική ζωή στην επίσημη νόρμα. Σε αυτά τα καθεστώτα η βαρβαρότητα αναδύθηκε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες απ’ ότι συμβαίνει σήμερα. Η βασική διαφορά ήταν ότι οι κοινωνίες αυτών των καθεστώτων διατηρούσαν ακόμη ένα κάποιο σφρίγος και μια κινητικότητα –ασχέτως του αν αυτά ήταν υποταγμένα σε σκοπούς απολύτως ετερόνομους και ολοκληρωτικούς-, σε αντίθεση με τη σύγχρονη κατάσταση, όπως την περιγράφουμε παρακάτω. Εν ολίγοις: τότε η βαρβαρότητα ήρθε ως παροξυσμική κορύφωση της ετερονομίας, τώρα εμφανίζεται ως άμεση συνέπεια της «ανόδου της ασημαντότητας» (βλ. παρακάτω). Κλείνει η παρένθεση.

Ένα τέτοιο λιμνάζον καθεστώς, σαν αυτό που περιγράφει ο Καστοριάδης, όταν μιλά περί βαρβαρότητας, δεν παρουσιάστηκε ποτέ μέχρι σήμερα στην ανθρώπινη ιστορία ή, αν ποτέ παρουσιάστηκε, αποτέλεσε σύντομη μεταβατική περίοδο προς την ανάδυση νέων κοινωνικών μορφών (πχ ο πρώιμος Μεσαίωνας) –άρα, υπό αυτή την έννοια, στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ, αφού μεταβατικές περίοδοι παρακμής πάντοτε υπήρχαν στην ιστορία. Η βαρβαρότητα υπήρξε μόνο ως μια ιστορική δυνατότητα, διαρκώς παρούσα από θεωρητικής απόψεως, η μη πραγματοποίηση της οποίας εξασφαλιζόταν πάντοτε από την ενεργητικότητα και το στοιχειώδες δημιουργικό σφρίγος των ανθρώπων. Η μόνη ίσως εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα είναι η ανάδυση του καπιταλισμού, από τον ύστερο Μεσαίωνα και ύστερα, η ύπαρξη του οποίου έφερε, από ένα σημείο κι έπειτα, το ζήτημα της βαρβαρότητας στην ημερήσια διάταξη.

Το φαντασιακό που υποβαστάζει τον καπιταλισμό συνίσταται στην επιθυμία επιβολής μιας δήθεν ορθολογικής κυριαρχίας πάνω στο σύνολο των πτυχών της κοινωνίας και της φύσης. Πρόκειται για μια ιδέα τρελή και τερατώδη, η οποία οδήγησε στην εγκαθίδρυση των πιο απάνθρωπων καθεστώτων που έχει μέχρι σήμερα γνωρίσει η ανθρωπότητα (αποικιοκρατία, φασισμός, ναζισμός, κομμουνισμός). Το καπιταλιστικό φαντασιακό όμως αναδύθηκε μπλεγμένο με ένα φαντασιακό απολύτως διαφορετικής φύσεως, απολύτως αντίθετου προσανατολισμού, το οποίο δεν ήταν άλλο από το φαντασιακό της αυτονομίας, που γέννησε το ξύπνημα του κυρίως και ύστερου Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, τον αγγλικό κοινοβουλευτισμό, τον Διαφωτισμό και τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου , του 19ου και του 20ού αιώνα, τη μεγάλη μοντερνιστική τέχνη, την ψυχανάλυση, τα κινήματα των γυναικών, των μαύρων και των νέων, το αίτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Όλες αυτές οι δημιουργίες βρίσκονται στον αντίποδα αυτών που δημιούργησε ο καπιταλισμός: κυριαρχία του οικονομικού στοιχείου, οικονομική ανισότητα και εκμετάλλευση, λατρεία της «ορθολογικότητας», γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας, πόλεμοι, ολοκληρωτικά καθεστώτα, καταστροφή του περιβάλλοντος. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι δύο πτυχές του δυτικού φαντασιακού βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους και για πολύ καιρό η κοινωνία έδειχνε ικανή να απαλλαγεί από την καπιταλιστική ετερονομία και να προχωρήσει προς την πλήρη πραγματοποίηση των σπερμάτων ενός αυτόνομου καθεστώτος που είχε μέχρι τότε ρίξει.

Δυστυχώς όμως αυτό ποτέ δεν επετεύχθη. Για λόγους που δε μπορούμε να αναλύσουμε επί του παρόντος[9], από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 –και στην πραγματικότητα ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- παρατηρείται μια υποχώρηση του φαντασιακού της αυτονομίας, η οποία κατέληξε στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του απελευθερωτικού κινήματος. Έτσι ο καπιταλισμός έμεινε ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να έχει καμία αντιπολίτευση να αντιμετωπίσει. Εδώ και τριάντα χρόνια παρατηρείται μια πρωτόγνωρη, ιστορικά, κατάσταση: η κατάρρευση των παραδοσιακών αξιών που επετεύχθη μέσα από τον αγώνα των επαναστατικών κινημάτων του 19ου και του 20ού αιώνα δεν ακολουθήθηκε από τη δημιουργία νέων αξιών και μορφών κοινωνικής ζωής. Αντίθετα, το σημερινό καθεστώς είναι μια μορφή εκφυλιστικής διαιώνισης του κενού που δημιουργήθηκε από τη χρεοκοπία των παραδοσιακών κοινωνικών μορφών. Αντί να αναδυθεί κάτι καινούργιο για να γεμίσει το κενό, η τρύπα παραμένει ανοιχτή και χάσκουσα, οδηγώντας στην κοινωνική αποσύνθεση και το τέλμα. Η κατάρρευση της συνοχής της κοινωνικής θέσμισης θρυμματίζει τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύει τη διαδικασία εκκοινωνισμού των ατόμων, οδηγώντας σε αυτό που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν κρίση της διαδικασίας ταύτισης. Τα άτομα αδυνατούν να βρουν κάποιο νόημα στη ζωή τους, καθώς λείπουν τα κοινωνικώς θεσμισμένα σχήματα και πρότυπα, ταυτιζόμενα με τα οποία, θα κατάφερναν να δώσουν ένα μεστό σημασίας περιεχόμενο στη ζωή τους. Συνέπεια αυτού του φαινομένου είναι η υπονόμευση της ίδιας της δημιουργικής ικανότητας των ανθρώπων: όταν η διαδικασία ταύτισης με τις κοινωνικές μορφές και τα σχήματα έχει βραχυκυκλωθεί, τα άτομα αδυνατούν να επενδύσουν και να εσωτερικεύσουν τα πρότυπα και τις μήτρες που σε άλλες εποχές τους επέτρεπαν να αρθρώνουν σε συγκροτημένο λόγο τη ριζική τους φαντασία. Διότι, φυσικά, για να υπάρξει δημιουργικότητα με την καθεαυτό έννοια του όρου –και όχι απλώς ατομικές φαντασιώσεις και όνειρα-, είναι αναγκαία η εσωτερίκευση των κοινωνικών σχημάτων που θα επιτρέψουν στη ριζική φαντασία να στηριχθεί και να πάρει μορφή: γλώσσα, διανοητικά σχήματα, συγκεκριμένου τύπου δημιουργικές και πνευματικές δραστηριότητες κλπ.

Αυτή η κατάσταση προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της μέχρι τώρα ανθρώπινης ιστορίας αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως βαρβαρότητα, κυρίως επειδή η κοινωνική διάλυση που παρατηρείται σήμερα είναι ένα στοιχείο που απουσιάζει ακόμη και από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία, όπως είπαμε, συνιστούν τις παραδοσιακού τύπου ενσαρκώσεις της βαρβαρότητας. Χαρακτηριστικό της θεμελιώδους διαπίστωσης ότι η βαρβαρότητα δεν πρέπει να νοηθεί ως μια μορφή πλήρως πραγματοποιήσιμου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά, αντίθετα, ως μια ιδεατή τάση που μπορεί να προσεγγίζεται και να βαθαίνει επ’ άπειρον, δίχως όμως να οδηγεί ποτέ στην παγίωση κάποιας συγκεκριμένης –ή καλύτερα σταθερής και συνεκτικής- κοινωνικοϊστορικής μορφής[10], είναι το γεγονός πως η σύγχρονη κοινωνία είναι μια κοινωνία που αδυνατεί να «λειτουργήσει» ομαλά και κανονικά. Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια κοινωνία που βρίσκεται σε αποσύνθεση και διαρκή παρακμή, μια κοινωνία η οποία αδυνατεί να φέρει εις πέρας –χωρίς ουσιώδεις απώλειες τουλάχιστον- τα θεμελιώδη καθήκοντα που εξορισμού εκπληρώνει κάθε κοινωνική θέσμιση και μόνο από το γεγονός ότι είναι ένα ον με αυτοτελικότητα (διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του εκκοινωνισμού, νοηματοδότηση της ζωής των μελών της, εξασφάλιση της φαντασιακής της συνοχής και επιβίωσης κλπ). Η σύγχρονη κοινωνία δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα κοινωνικό καθεστώς σαν όλα τα άλλα που έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Η βαρβαρότητα, αντίθετα με ό,τι πίστευε ο Καστοριάδης κατά τη δεκαετία του ’40, δε μπορεί να οδηγήσει σε μια συνεκτική και «ομαλά» λειτουργούσα κοινωνική θέσμιση. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντίφαση στους όρους: αν η βαρβαρότητα νοηθεί ως απώλεια της δημιουργικής ικανότητας και του στοιχειώδους αυθορμητισμού των ανθρώπων, τότε πως είναι δυνατόν μια κοινωνία να βασιστεί πάνω σ’ αυτό το δεδομένο; Όπως ένα εργοστάσιο θα κατέρρεε στη στιγμή, αν οι εργαζόμενοι ακολουθούσαν κατά γράμμα τις υποδείξεις της διεύθυνσης –πράγμα φυσικά που συνέβη επανειλημμένως, όταν υιοθετείτο η απεργία τύπου workikg to rule-, έτσι και η κοινωνία (και ειδικά τα ετερόνομα καθεστώτα), στο σύνολό της, δε μπορεί να παραμένει στα πόδια της παρά στο βαθμό που οι άνθρωποι –συνειδητά ή ασυνείδητα- παραβαίνουν και υπερβαίνουν τις επίσημες νόρμες[11]. Μια κοινωνία εντός της οποίας οι άνθρωποι θα ήταν απολύτως (με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου) απαθείς, είναι μια κοινωνία ακοινωνική, μια κοινωνία, με άλλα λόγια, «καθαρά εξωτερικών σχέσεων» και «γενικευμένης νάρκωσης»[12], μια κοινωνία της οποίας τα μέλη θα ήταν «ζόμπι», «ζαπάνθρωποι» και «ρεφλεξάνθρωποι»[13]. Το απόλυτο τέλμα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από τον Καστοριάδη, όχι μόνο στα πλαίσια συλλογισμών υποθετικού τύπου, αλλά και στα πλαίσια μιας ανάλυσης –της δεκαετίας του ’60- που έβλεπε την κοινωνία όχι σε αποσύνθεση, αλλά σε κρίση. Οι αξίες της υπάρχουσας κοινωνίας καταρρέουν και θρυμματίζονται, τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Όχι όμως ως έκφανση παρακμής και αποσύνθεσης, αλλά ως συνέπεια της διαρκούς αντίστασης των ανθρώπων ενάντια σε όλες τις πτυχές της κατεστημένης κοινωνίας (εργασία, πολιτική, οικονομία, εκπαίδευση, σεξουαλικότητα, οικογενειακές σχέσεις κλπ). Πρόκειται για την κατάσταση που ο Καστοριάδης αποκαλούσε κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος[14]. Τελικά όμως απεδείχθη ότι η κρίση της κοινωνίας δεν οδήγησε στην επαναστατική αλλαγή, αλλά στη διαιώνιση της κατάρρευσης και στη μετατροπή της σε μια σταθερά αυξανόμενη αποσύνθεση· σταθερά αυξανόμενη τόσο ως προς το βάθος και την ένταση, όσο και ως προς το εύρος και την έκταση. Το καθεστώς που προήλθε απ’ αυτή την κατάσταση –και το οποίο περιγράψαμε προηγουμένως- είναι αυτό που ο Καστοριάδης, προς το τέλος της ζωής του, αποκάλεσε άνοδο της ασημαντότητας.

Το καθεστώς ασημαντότητας είναι η μορφή που παίρνει η βαρβαρότητα στην εποχή μας. Αν αυτό που πάντοτε απειλούσε την ανάπτυξη του δημοκρατικού και αυτόνομου προτάγματος ήταν η βαρβαρότητα, νοημένη ως η ακραία και χωρίς όρια επιβολή της ετερόνομης νόρμας, σήμερα ο εχθρός οφείλει να εντοπιστεί στη μαζική, ολική και συντριπτική απάθεια που συνιστά το βασικό κοινωνικό και ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό του καθεστώτος ασημαντότητας. Αν η ύπαρξη και η δραστηριοποίηση μιας επαναστατικής ομάδας συνεχίζει να έχει ακόμη κάποιο νόημα, τότε αυτό δε μπορεί παρά να βρίσκεται στην ανελέητη και διαρκή καταγγελία του σύγχρονου ανθρωπολογικού καθεστώτος, στην προσπάθεια να ταρακουνήσουμε και να ξυπνήσουμε τους ανθρώπους, μπας και βγουν απ’ τη μαζική τους χαύνωση και ασχοληθούν με τα ογκώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι στις μέρες μας η ύπαρξη τους καθεστώτος ασημαντότητας δε δημιουργεί απλώς ένα εντελώς καινούργιο είδος προβλημάτων (κοινωνική και ψυχική αποσύνθεση, κατάρρευση της κοινωνίας, μαζική απάθεια, καταστροφή της κουλτούρας, αποβλάκωση και συναισθηματική και σεξουαλική αποξήρανση των ανθρώπων, εξαφάνιση της υπευθυνότητας, συντεχνιοποίηση των κοινωνικών αγώνων κλπ), αλλά μεταλλάσσει προς το χειρότερο και τη φύση των «παραδοσιακών» και ανέκαθεν υπαρχόντων προβλημάτων (πολιτική και οικονομική ανισότητα και –ειδικά για τις μη δυτικές χώρες- εξαθλίωση και καταπίεση, βία, πόλεμοι, οικολογική καταστροφή, εθνικισμός, ρατσισμός κλπ). Αυτό συμβαίνει, επειδή η κατάσταση ολικής απάθειας στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι σήμερα έχει αφήσει το πεδίο των δημοσίων υποθέσεων έρμαιο στα χέρια των πιο ξεσαλωμένων –αφού δεν τους ασκείται πια καμία πίεση- γραφειοκρατικών (πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών, μμεδικών) μαφιών που έχει γνωρίσει ο κόσμος εδώ και πολύ καιρό. Το να ασχολείται λοιπόν κανείς μόνο με τον παραδοσιακό τύπο προβλημάτων, μη μπαίνοντας καν τον κόπο να σκεφτεί τη μετάλλαξη προς το χειρότερο που αυτά υφίστανται μέσα στο καθεστώς ασημαντότητας, απλώς συγκαλύπτει την κρισιμότητα της σημερινής κατάστασης και, είτε το ξέρει είτε όχι, βοηθά αντικειμενικά στη συντήρηση και τη διαιώνισή της. Όπως το έχουμε ξαναπεί, το να θεωρεί κανείς ότι το πρόβλημα της εποχής μας είναι ο «καπιταλισμός», δίχως να κάθεται ποτέ να σκεφτεί τη μορφή που παίρνει στις μέρες μας αυτός ο καπιταλισμός, δε δείχνει τίποτε άλλο από την ακούραστη και επίμονη ροπή των ανθρώπων προς τον αυτοφενακισμό.


___________________________

[1] Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ. Σ. Χαλικιάς, Γ. Σπαντιδάκη, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ράππας, 1978, σσ. 146-148 αλλά και γενικώς οι παράγραφοι «Η λογική του επαναστατικού προτάγματος» και «Οι κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος».

[2] Όλες αυτές οι παρατηρήσεις, όπως και το ίδιο το κείμενο, αποτελούν προσπάθεια πρακτικής αντιμετώπισης και απάντησης στο καίριο πρόβλημα που θέτει ο Ν. Ηλιόπουλος στο βιβλίο του Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική σκέψη. Κριτική παρουσίαση του πολιτικού στοχασμού του Κορνήλιου Καστοριάδη, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005: πώς μπορούμε να μιλήσουμε για ζητήματα συγκεκριμενοποίησης του προτάγματος της αυτονομίας, χωρίς όμως να πηγαίνουμε στον λενινισμό και στις ολοκληρωτικές πρακτικές. Να πούμε βέβαια, επί τη ευκαιρία, ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό όσο το περιγράψαμε. Το πεδίο ρητής νομοθετικής δραστηριότητας δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα ζητήματα «που αφορούν στη δημόσια/σημόσια σφαίρα». Κάτι τέτοιο είναι απλουστευτικό. Πολλά από τα ζητήματα της δημόσιας/ιδιωτικής σφαίρας οφείλουν να ρυθμιστούν ρητά (κατοχύρωση της ελευθερίας του λόγου, οικονομικά ζητήματα κλπ). Το ίδιο ισχύει και με πολλά ζητήματα της καθεαυτό ιδιωτικής σφαίρας, με πιο χαρακτηριστικό αυτό της εκπαίδευσης (δεδομένου ότι η εκπαίδευση επηρεάζει την ίδια την ψυχή και τη φαντασία των ενδιαφερομένων). Τα ζητήματα του τρόπου οργάνωσης της εκπαίδευσης (θα υπάρχει σχολείο ή όχι; κλπ) οφείλουν να τεθούν ρητά και να ρυθμιστούν νομοθετικά. Βλ. για όλα αυτά και για την περιπλοκότητα του όλου ζητήματος: C. Castoriadis, «Fait et à faire», Fait et à faire, Παρίσι, Seuil, 1997, σ. 69 κ. ε.

[3] Βλ. παρακάτω, το κομμάτι «Τι είναι βαρβαρότητα;».

[4] Βλ. επί του θέματος, εκτός από το κείμενο του Καστοριάδη στο οποίο αναφερόμαστε στην επόμενη υποσημείωση, τις συνεντεύξεις του «Συζήτηση με αγωνιστές του PSU» (Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, μτφρ. Γ. Δ. Ιωαννίδης, Μ. Λαμπρίδης, Μ. Παπαντωνίου-Φραγκούλη, Αθήνα, Ύψιλον, 1986, σσ. 213-214), «Ni nécessité historique, ni exigence seulementmorale”: une exigence politique et humaine» και «Marché, capitalisme, démocratie» (Une société à la dérive, Παρίσι, Seuil, 2005, σσ. 189-190 και 197-198 αντίστοιχα).

[5] Στον τόμο Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, ό. π., σσ. 77-161. Αν εξαιρέσουμε τη μαρξιστική του φρασεολογία και μερικά επιμέρους σημεία του, οι βασικές ιδέες του εν λόγω κειμένου παραμένουν ορθές και γι’ αυτό κι ο καστοριάδης τις υποστήριζε μέχρι τέλους.

[6] Βλ. για παράδειγμα, εκτός απ’ τον Καστοριάδη, τις ιδέες του Μumford τον οποίον τον υποστηρίζει κι ο Bookchin, ακριβώς πάνω στην ίδια βάση, απέναντι στους πριμιτιβιστές : Social Anarchism or Lifestyle Anarchism: an Unbridgeable Chasm, Εδιμβούργο, ΑΚ Press, 1995, σ. 32.

[7] Γι’ αυτό κι ο Σοφοκλής, στο περίφημο χορικό της Αντιγόνης όπου εξυμνεί τον άνθρωπο ως το δεινότερο απ’ όλα τα δεινά, πλάι σε θεμελιώδεις κατακτήσεις όπως η δημιουργία της γλώσσας και των ελεύθερων πόλεων βάζει και «τεχνολογικά» επιτεύγματα σαν τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τη ναυπιγική και την κατασκευή σπιτιών (στ. 334-371). Εδώ δεν πρόκειται φυσικά για την «υποκειμενικότητα» με την οποία μας ζάλιζαν τ’ αυτιά οι αντιανθρωπιστές φιλόσοφοι όπως ο Heidegger ή τα αλτουσεριανά μουλάρια και οι κτηνοτρόφοι τους της οδού Ulm, αλλά για την έκφραση της δημιουργικότητας και της εφευρετικότητας του ανθρώπινου νου. Πρόκειται για το πνεύμα που εκφράζουν, για παράδειγμα, τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν ή ο Μέγας Ανατολικός του Εμπειρίκου, στο 61ο κεφάλαιο του οποίου ο ίδιος ο Βερν οραματίζεται το ένδοξο μέλλον της ανθρωπότητας.

[8] Όπως η παιδεραστία ή ο σαδισμός, υπό τη μορφή τουλάχιστον που τον περιγράφει ο μαρκήσιος de Sade στα μυθιστορήματά του (έχοντας δηλαδή ως απαραίτητο στοιχείο του την απουσία της ελεύθερης συναίνεσης του «θύματος»).

[9] Κι αυτό διότι εδώ τίθεται ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, το οποίο ενδέχεται να μην το έχει αντιληφθεί ούτε ο ίδιος ο Καστοριάδης. Ενώ είναι προφανές ότι ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό κοινωνικοϊστορικό καθεστώς που, αφότου κυριάρχησε, επέβαλλε συνειδητά την κυριαρχία και τα σχήματά του σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής –«Στις προηγούμενες κοινωνίες, σφαίρες της πολιτικής ζωής άλλες από την παραγωγή, την οικονομία και την πολιτική δε σχετίζονταν παρά έμμεσα και υπονοούμενα με την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Σήμερα και παρασύρονται στη σύγκρουση και ρητά έχουν ενσωματωθεί στο δίχτυ της οργάνωσης, στο οποίο η κυρίαρχη τάξη τείνει να περικλείσει ολόκληρη την κοινωνία. Όλοι οι τομείς της ανθρώπινης ζωής πρέπει να υποταχτούν στον έλεγχο των διευθυνόντων» έγραφε ο Καστοριάδης ήδη απ’ το 1959 («Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό», Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση, μτφρ. Α. Στίνας, Κ. Κουρεμμένος, Αθήνα, Ύψιλον, 1987, σ. 229)-, από την άλλη μεριά η πρωτοφανής αποσύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας δε δείχνει να ερμηνεύεται ικανοποιητικά απλώς και μόνο με την αναφορά στην εξάλειψη των εμποδίων της επέκτασης του «καπιταλιστικού-γραφειοκρατικού προτάγματος», η οποία προέκυψε από την υποχώρηση του φαντασιακού της αυτονομίας. Για παράδειγμα, στη Ρωσία του Στάλιν, όπου η γραφειοκρατική δικτατορία πέτυχε τον ύψιστο βαθμό κυριαρχίας της -και στης οποίας την περίπτωση οι πρώτες αναλύσεις του Καστοριάδη έβλεπαν την πραγμάτωση της βαρβαρότητας-, δεν παρατηρούνταν φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης και διάλυσης σαν αυτά που παρατηρούνται σήμερα (βλ. παρακάτω στο κυρίως κείμενο) ή, ακόμη πιο αποκαλυπτικά, σαν αυτά που παρουσιάστηκαν στη στρατοκρατική φάση του ρωσικού καθεστώτος (περίοδος από τον Μπρέζνιεφ κι έπειτα), η οποία περιγράφεται στο Μπροστά στον πόλεμο. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα, μαζί με όλες τις άλλες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, έχει χρεοκοπήσει και το ίδιο το καπιταλιστικό φαντασιακό : δεν υπάρχουν πια θεωρητικοί του καπιταλισμού σε κανένα επίπεδο (οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολίγοι αντιγράφουν τους νεοκλασικούς ενώ οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θεωρητικοί ξεσηκώνουν τις ιδέες φιλοσόφων του 19ου αιώνα όπως ο Constant ή ο Tocqueville) και οι υποστηρικτές του είναι απλώς είτε ιδεολογικοί υπάλληλοι και δημαγωγοί είτε κερδοσκόποι, απατεώνες και κομπιναδόροι. Δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος καπιταλιστικής ιδεολογίας. Γιατί λοιπόν παλιότερα το καπιταλιστικό φαντασιακό ωθούσε τους ανθρώπους στη δημιουργία θεσμών και σημασιών, ενώ τώρα δεν παράγει τίποτε;

[10] Βλ. επί τούτου το πολύ σημαντικό κείμενο του D. A. Curtis, “Socialism or Barbarism: The Alternative presented in the Work of Cornelius Castoriadis”, G. Busino, Autonomie et autotransformation de la société. La philosophie militante de Cornelius Castoriadis, Γενεύη, Droz, 1989. Υπό μετάφραση.

[11] Όπως το έγραφε ο αμερικανός χιουμορίστας συγγραφέας O. Henry, «είμαστε όλοι λίγο πολύ υποχρεωμένοι να γινόμαστε παραβάτες, ψεύτες και υποκριτές, όχι μόνο από καιρό σε καιρό, αλλά σ’ όλες τις μέρες της ζωής μας. Αν κάναμε αλλιώς, η κοινωνική μηχανή θα ‘σπαζε σε χίλια κομμάτια. Είναι απαραίτητο να φερόμαστε έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον, όπως είναι απαραίτητο να ντυνόμαστε» (το παραθέτει ο Breton, Ανθολογία του μαύρου χιούμορ, μτφρ. Γ. Καραβασίλης, Αθήνα, Αιγόκερως, 1996, σσ. 215-216). Η περίφημη «θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού» που έφερε στο φως ο Καστοριάδης με τη δουλειά του των ετών 1955-60 δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά η παροξυσμική μορφή που παίρνει υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες του καπιταλισμού η «ένταση μεταξύ του θεσμίζοντος και του θεσμισμένου», η οποία υπάρχει σε κάθε ετερόνομη κοινωνία. Και για να φύγουμε από το εργατιστικό επίπεδο μέσα στο οποίο –απολύτως δικαιολογημένα για εκείνη την εποχή- σκεφτόταν ο Καστοριάδης, μπορούμε να δώσουμε το εξής παράδειγμα της θεμελιώδους αντίφασης του καπιταλισμού (η οποία είναι στην πραγματικότητα η θεμελιώδης αντίφαση κάθε ιεραρχικού και γραφειοκρατικού τρόπου οργάνωσης, κάθε τύπου οργάνωσης δηλαδή του οποίου η ουσία έγκειται στο να θέλει ντε και σώνει να οργανώσει τη ζωή των ανθρώπων ερήμην τους): το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα των δύο τελευταίων τάξεων του λυκείου μπορεί και λειτουργεί –το «λειτουργεί» είναι φυσικά τρόπος του λέγειν: με τους μισούς μαθητές να γράφουν κάτω απ’ τη βάση και τους υπόλοιπους να παίρνουν χάπια και βιταμίνες για να καταφέρουν να αντέξουν την κούραση-, παρά στο βαθμό που το σχολείο αντικαθίσταται σχεδόν ολοκληρωτικά από το φροντιστήριο, από έναν, με άλλα λόγια, εξωσχολικό θεσμό, τον οποίο οι υπεύθυνοι του υπουργείου παιδείας επισήμως θεωρούν περιττό και καταδικαστέο (ως «παραπαιδεία»). Για να λειτουργήσει το κρατικά οργανωμένο σύστημα είναι αναγκασμένο να προστρέχει διαρκώς στην αυτενέργεια της κοινωνίας (εν προκειμένω των μαθητών και των καθηγητών: δημιουργία του φροντιστηρίου, των «ιδιαιτέρων», των «βοηθημάτων» κλπ), την οποία, κατά τ’ άλλα, προσπαθεί να υποκαταστήσει πλήρως, «λύνοντας» a priori και από τα πάνω όλα τα προβλήματα. Είναι επίσης γνωστό ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο –το οποίο βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στο σύστημα της αποστήθισης και της παπαγαλίας- μακροπρόθεσμα θα παρέλυε, αν οι φοιτητές δεν έκαναν σκονάκια κι αν δεν αντέγραφαν ο ένας απ’ τον άλλον στις εξετάσεις ή, απλούστερα, αν δεν έκαναν «πασάλειμμα» αντί για «διάβασμα»: θα χρωστούσαν όλοι αμέτρητα μαθήματα και δε θα παίρνανε ποτέ πτυχίο –και να δούμε τότε τι θα έκανε το υπουργείο με την περίφημη ρύθμιση του ν+2.

[12] Κ. Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, ό. π., σ. 147.

[13] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 168

[14] Βλ. τη σχετική παράγραφο στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, ό. π., σσ. 120-128.


8 comments:

Anonymous said...

Σήμερα έπεσε στα χέρια μου το "μάγμα"! Χαίρομαι πραγματικά όταν συναντώ όνειρα που γίνονται πραγματικότητα, αλλά και όνειρα έτοιμα για άναπαραγωγή!
m.k.

Oceanborn said...

Αρκετά ενδιαφέρον άρθρο μπορώ να πω.Σκιαγραφεί τις βασικές αρχές της αυτονομίας. Εγώ επειδή τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να μάθω περισσότερα για το έργο του Καστοριάδη και το πρόταγμα της αυτονομίας γενικότερα θα ήθελα κάποες διευκρινίσεις σχετικά. Ρωτάω λοιπόν κάτι που δεν έχω καταλάβει και πολύ καλά: μπορείτε να μου εξηγήσετε αναλυτικότερα τι εννοεί ο Καστοριάδης ως συνολο-ταυτιστική λογική ότιδηλαδή, το "είναι" θεωρείται καθορισμένο άπαξ και δια παντός; Τι αντιτάσσει σ'αυτό ο Καστοριάδης; Που συναντάει τη συνολο-ταυτιστική λογική στον Μαρξ; Που διαφωνεί με τον Μαρξισμό(όχι με τον σταλινικό "μαρξισμό" αλλά γενικά με το μαρξισμό); Τι ακριβώς είναι αυτή η ex nihilo δημιουργία του ανθρώπου(ριζικό φαντασιακό); Θα ήθελα πολύ να με βοηθήσετε στις ιδεολογικές μου αναζητήσεις, διαφωτίζοντάς με σχετικά με ζητήματα που έχουν σχέση με το πρόταγμα της αυτονομίας. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων!

Anonymous said...

Καλημέρα. Οι ερωτήσεις που βάζεις είναι δύσκολο να απαντηθούν στα κόμεντς ενός μπλογκ. Θα σε παρέπεμπα στο βασικό έργο του Καστοριάδη "Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας" όπου θα βρεις και όλες τις απαντήσεις. Για παραιτέρω διευκρινίσεις μπες στον κόπο να μας στείλεις ένα μέηλ (a_ou_b@yahoo.com). Μπορούμε ίσως να σου στείλουμε κάποια κείμενα διευκρινιστικά.

Anonymous said...

www.arelis.gr
περιεχει ερωτονομικον με σκηνες σεξ ολων των ειδων

Unknown said...

Ειμαι γεματος ονειρα που εγιναν πραγματικότητα αλλα και ονειρα που ειναι ετοιμα για αναπαραγωγή, γινεται να συζητήσουμε το θεωρητικό μερος της υπόθεσης κατα την διαρκεια της εφαρμογής τους.Ακομα δεν εχει πέσει στα χέρια μου το 'μάγμα' αλλα και στην ηλεκτρονική του μορφή μια χαρά διαβάζεται

. said...

Καλο το θετικο πρόταγμα της αυτονομιας αλλα ως προς την κριτικη της σημερινής κοινωνίας υπάρχει ένα κενό.Γιατί προφανώς οι άνθρωποι δεν τρελλλαθηκαν και έιναι απαθείς ή αδιάφοροι για τα κοινα, αλλα η κυριαρχη ιδεολογία του καταναλωτισμού που επιβάλλεται με ολοκληρωτικό τρόπο από το σύνολο των ΜΜΕ είναι εκείνη που διαμορφώνει στασεις και συμπεριφορές ιδιώτευσης. Αν δεν αντιπαρατεθούμε με τους μηχανισμούς της κατανάλωσης που καλλιεργει επιθυμίες πριν ο άνθρωπος διαμορφώσει τη σκέψη του οπως παλιοτερα συνέβει με τους μηχανισμους της πίστης, τότε δεν προκειται να επαναδιατυπωθεί το αίτημα της αυτονομιας σημαντικη προυπόθεση ακμής ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικού συστήματος.Πολιτικοποίηση με πιστούς και καταναλωτές, κατεξοχην φορείς ιδεολογιων αναχωρητισμού, δεν γίνεται.
Παρεπιμπτοντως στην ιστοσελιδα www.piitikiperiodos.blogspot.com δημοσιεύεται διηγημα αφιερωμένο στα γεγονότα του δεκεμβρίου 2008.

Εργατικό Μέτωπο said...

Δε βλέπω κινητικότητα στην ιστοσελίδα.

Χθες συμπληρώθηκαν 22 χρόνια από το θάνατο του Αγι Στίνα.

Σε μια προσπάθεια να κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή, αλλά και την πολιτική δράση της Αυτονομίας...

Marco Mazzeschi said...

Hello nice ppost