Friday 29 June 2007

Οικολογία και αυτονομία



Ενώ για μας –κι αυτό είναι η σύνδεση με την ολική πολιτική, σύνδεση που πρέπει να γίνεται πάντα ρητά και κατηγορηματικά- ό,τι λέμε για την οικολογία παίρνει νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου και πολύ βαθύτερου κινήματος, που αποβλέπει σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και που θεωρεί ότι το ζήτημα της εξουσίας δε μπορεί να μπει σε παρένθεση

Κορνήλιος Καστοριάδης
Το μέγεθος του οικολογικού προβλήματος, δηλαδή η καταστροφή που έχει προκαλέσει ο άνθρωπος στον πλανήτη μέσα σε 150 περίπου χρόνια, είναι τόσο γνωστό που δε χρειάζεται ν’ αναφερθούμε σ’ αυτό· τα αποτελέσματα, άλλωστε, του σπουδαίου αυτού κατορθώματος γίνονται όλο και περισσότερο ορατά. Το γεγονός αυτό δεν είναι, όπως φαίνεται, ικανό για να θέσει ρητά το οικολογικό ζήτημα. Λέγοντας οικολογικό ζήτημα δε μπορούμε παρά να εννοούμε το πολιτικό ζήτημα της κοινωνίας της οποίας η βασική ενασχόληση είναι να καταστρέφει τον πλανήτη στον οποίο ζει ή με άλλα λόγια να κόβει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Έτσι, το οικολογικό ζήτημα θέτει για όποιον διατηρεί την ικανότητα να σκέφτεται το ερώτημα: σε ποιά κοινωνία επιθυμούμε να ζούμε;

Δυστυχώς, το ερώτημα αυτό δεν είναι πια τόσο αφηρημένο. Αν θέλουμε να εξακολουθούμε –ως είδος- να υπάρχουμε πρέπει να επιθυμήσουμε να ζούμε σε μία άλλη κοινωνία. Τι θα πει αυτό τώρα. Θα πει ότι πρέπει να επιθυμήσουμε να είμαστε κάποιοι άλλοι από αυτούς που είμαστε. Το είδος ανθρώπου που ασχολείται με το πως θα καταναλώνει περισσότερα, πως θα πάρει καινούργιο κινητό ή καινούργιο Ι.Χ. πρέπει να εξαλειφθεί για να διατηρηθεί ζωντανή η δυνατότητα να υπάρχει το είδος «άνθρωπος» γενικά. Πρέπει να εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά το φαντασιακό που κινεί τις σύγχρονες κοινωνίες από άκρη σ’ άκρη, η σχιζοφρενική ιδέα ότι ο σκοπός του ανθρώπου είναι να κυριαρχεί πάνω στη φύση για να αποκτά όλο και περισσότερα. Πρέπει να εγκαταλειφθεί ο μύθος της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη, αυτό το σπουδαίο φετίχ που συνηθίζουν να υπόσχονται οι πολιτικοί από άμβωνος, πρέπει να καταργηθεί πρώτα πρώτα γιατί είναι άμεσα συνυφασμένη με την καταστροφή του περιβάλλοντος[1].

Αυτή η γελοία και επικίνδυνη ιδέα της ανάπτυξης μπορεί να πει κανείς ότι εκπροσωπεί πλήρως το σύγχρονο άνθρωπο. Ανάπτυξη θα πει να χτίζουμε περισσότερα σπίτια, να τρώμε περισσότερες πίτσες, να φοράμε περισσότερα στρίνγκ, να παράγουμε περισσότερα μπαλάκια του πινγκ πόνγκ· και στην ατέρμονη αυτή διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης, κανένας δεν επιτρέπεται να σταματήσει για να ρωτήσει προς τι όλ’ αυτά. Στο παρανοϊκό σύμπαν της ανάπτυξης για την ανάπτυξη τέτοιες ερωτήσεις είναι παράλογες, καθώς η ίδια η ανάπτυξη, δηλαδή μία άλλη μόνο όψη της κατανάλωσης, δημιουργήθηκε για να κρύψει πίσω από τον φρενήρη ρυθμό της τη δυνατότητα ανάδυσης αυτού ή όποιου άλλου ερωτήματος· αυτό που προσπαθεί ασθμαίνοντας να κρύψει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι το ερώτημα ή μάλλον η διαπίστωση του κενού νοήματος της ζωής του.

Το οικολογικό ζήτημα μας φέρνει στη μνήμη μιά παλιά και ξεχασμένη συνήθεια των μακρινών χρόνων πριν την ανακάλυψη των spa. Η μακρινή αυτή συνήθεια, που δεν είναι συνήθεια, αλλά πάθος –την έννοια αυτής της λέξης αδυνατεί για κοινωνιολογικούς και ψυχαναλυτικούς λόγους να συλλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος- ονομάζεται πολιτική. Ενασχόληση με την πολιτική σημαίνει ενασχόληση με τα πράγματα της πόλεως, επιθυμία δηλαδή να αποφασίζω εγώ ο ίδιος -και όχι κάποιος άλλος στο όνομά μου- για τις υποθέσεις που αφορούν την κοινωνία που ζω. Όταν ο άνθρωπος ήταν πολιτικό όν, το να μη συμμετέχει κάποιος στην πολιτική θεωρούνταν μεγάλη ντροπή και αλλοτρίωση. Η ενασχόληση με τα κοινά σήμαινε υπευθυνότητα των πολιτών. Ο καθένας ήταν υπεύθυνος για τα λόγια και τις πράξεις του. Έτσι δεν έλεγε «δεν πειράζει μωρέ» όταν πετούσε τα σκουπίδια του στις θάλασσες ούτε έριχνε το δικό του φταίξιμο στις βιομηχανίες που μολύνουν περισσότερο. Μάζευε τα σκουπίδια του και παράλληλα απαιτούσε σαν πολίτης που ήταν, να είναι και οι άλλοι υπεύθυνοι όπως αυτός και όποιος παραβίαζε τους νόμους, που είχαν όλοι οι πολίτες ψηφίσει, καλούνταν να απολογηθεί και να τιμωρηθεί από όλους τους πολίτες για το κακό που είχε κάνει.

Όπως είναι φανερό, το φαντασιακό μιάς αληθινά δημοκρατικής κοινωνίας είναι αρκετά μακριά από το φαντασιακό αυτής της κοινωνίας. Η εξάλειψη της υπευθυνότητας -ως μέρος της εξάλειψης της ίδιας της πολιτικής- είναι υπεύθυνη για τη γιγάντωση του οικολογικού προβλήματος. Για το πρόβλημα αυτό δεν είναι υπέυθυνοι πάντα κάποιοι άλλοι, αλλά είμαστε υπεύθυνοι πρώτα εμείς οι ίδιοι επειδή ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία και επειδή δεν κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε· και επειδή μολύνουμε και οι ίδιοι το περιβάλλον. Οι ευθύνες μας είναι άμεσες και έμμεσες. Είναι στο χέρι μας, πέρα από χυδαίες ρητορείες και μεγάλα λόγια να αναλάβουμε το βάρος της ύπαρξής μας και να αναρωτηθούμε αν έχουμε το δικαίωμα και αν επιθυμούμε να καταστρέψουμε ολοκληρωτικά τον πλανήτη. Η διερώτηση αυτή είναι ικανή από μόνη της να διανοίξει την ξεχασμένη σφαίρα της πολιτικής. Δυστυχώς, τα happenings που διοργανώνουν τα Υπουργεία μαζί με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις δεν είναι αρκετά για να λύσουν ούτε για να περιορίσουν το οικολογικό πρόβλημα. Ο λόγος είναι ότι ηθελημένα ή αθέλητα συγκαλύπτουν τον πυρήνα του προβλήματος, ο οποίος είναι ουσιωδώς πολιτικός και είναι αδύνατο εκ των πραγμάτων να κρυφτεί πίσω από ημίμετρα. «Στο βάθος, πίσω από την ιδέα μιάς κοινωνίας μείωσης της ανάπτυξης, ξαναβρίσκουμε ένα πολύ παλαιότερο πρόγραμμα, το πρόγραμμα μιάς αυτόνομης κοινωνίας, μιάς κοινωνίας που ορίζει η ίδια τους νόμους της και που δεν είναι ετεροδιευθυνόμενη από τους νόμους της αγοράς», λέει ο Σέρζ Λατούς[2].


ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ


[1] Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον πολιτισμό και να αρχίσουμε να ζούμε σε σπηλιές, όπως ισχυρίζεται η πριμιτιβιστική οικολογία. Τους ψυχαναλυτικούς λόγους αυτής της «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό» δε θα τους αναλύσουμε εδώ. Αρκεί να πούμε ότι αυτό που χρειάζεται να εγκαταλειφθεί είναι το φαντασιακό της ανάπτυξης ακόμα και στις δήθεν βιώσιμες εκφάνσεις του, για χάρη μίας συνειδητής, υπεύθυνης και ισόρροπης σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Η ισόρροπη αυτή σχέση αποτελεί την αυτόνομη λύση στο πρόβλημα και αντιτίθεται εκ των πραγμάτων στην ετερόνομη λύση που υποστηρίζει ότι ο σεβασμός προς τη φύση απαιτεί τη θεοποίηση ή την επαναμάγευσή της, καθώς λόγω της θεολογικής καταγωγής της έχει μάθει να συγχέει το σεβασμό με την έννοια του ιερού.


[2] Συνέντευξη δημοσιευμένη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Είναι σαφές ότι μόνο στο πλαίσιο του προτάγματος της αυτονομίας μπορεί να τεθεί ρητά και ριζοσπαστικά το οικολογικό ζήτημα, καθώς στα πλαίσια του παραδοσιακού μαρξιστικού και καπιταλιστικού φαντασιακού, η ιδέα της ανάπτυξης αποτελεί το κεντρικότερο σημείο. Η μαρξιστική/καπιταλιστική ιδέα της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (η θεμελιώδης διαφορά του ποιός καρπώνεται τα οφέλη από αυτήν δε μας αφορά εδώ) όπως και η ιδέα μιάς κοινωνίας της μετα-σπάνης του μη μαρξιστικού αναρχισμού, συνιστούν de facto υιοθέτηση του φαντασιακού της ανάπτυξης με όλες τις συνέπειές του. Καθώς οι ανθρώπινες ανάγκες ορίζονται από το φαντασιακό μιάς κοινωνίας και όχι από τίποτα αντικειμενικούς νόμους ή από την ανθρώπινη φύση, μιά κοινωνία της μετα-σπάνης, όπως την ονειρεύεται ο Μπούκτσιν είναι δυνατή μόνο υπό τον όρο μίας κοινωνίας που θα βάλει η ίδια όριο στον εαυτό της και θα δηλώσει ρητά ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραγάγει π.χ. κινητά με κάμερα· υπό τον όρο δηλαδή μιάς αυτόνομης κοινωνίας. Το ζήτημα της φτώχειας, το ζήτημα της διανομής του παραγόμενου πλούτου είναι άλλο από το ζήτημα της ανάπτυξης, το ζήτημα της ποσότητας του παραγόμενου πλούτου και της κατεύθυνσης της κοινωνίας, αν και τα ζητήματα αυτά οριακά συναντώνται.