Sunday 30 November 2008

Ανοιχτή συζήτηση

Με αφορμή την "κρίση του πολιτικού συστήματος", που εδώ και κάποιο καιρό χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, αλλά και την παγκόσμια οικονομική κρίση διοργανώνουμε ανοιχτή συζήτηση με θέμα:
«Η "κρίση του πολιτικού συστήματος ως κρίση του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής "δημοκρατίας"» .
Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου, στην Πάντειο
(αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα)


Θα υπάρξουν δύο εισηγήσεις των 15 με 20 λεπτών η καθεμία και στη συνέχεια θα ακολουθήσει συζήτηση.

Saturday 15 November 2008

Τι κρύβει ο σύγχρονος πληθωρισμός στη χρήση της λέξης "δημοκρατία";

Του Γιώργου Οικονόμου*
Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν.
Απαλλοτρίωση κυριαρχίας
Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας1. Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας». Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας^ η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις. Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες».
Ποια διάκριση εξουσιών;
Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους).
Θεσμισμένες και μη εξουσίες
Εκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει. Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση. Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
* Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.
1 Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[αναδημοσίευση από την εφημερίδα Εποχή]

Thursday 13 November 2008

Οι κρατούμενοι δεν είναι μόνοι τους

Κείμενο συμπαράστασης στη μαζική απεργία πείνας που έχουν ξεκινήσει εδώ και κάποιες μέρες οι κρατούμενοι (στοιβαγμένοι) στις ελληνικές φυλακές:

«Οι μεταφορές των βαρέως ασθενούντων στα νοσοκομεία να γίνονται με ασθενοφόρα και όχι με υπηρεσιακά τζιπ και δεμένοι πισθάγκωνα.»


Ένα από τα αιτήματα που οι κρατούμενοι όλων των φυλακών της χώρας απευθύνουν στον υπουργό Δικαιοσύνης. Τραγικό μες στην απλότητά του, συμπυκνώνει τη βαρβαρότητα και τον παραλογισμό του «σωφρονιστικού» συστήματός μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επίλυση της μεγάλης πλειονότητας των αιτημάτων των φυλακισμένων απαιτεί κατά κύριο λόγο πολιτική βούληση. Πολιτική βούληση και κυρίως ανθρωπιά χρειάζονται για να γίνεται σεβαστός ο Σωφρονιστικός Κώδικας, για να μη μένουν στη φυλακή τοξικοεξαρτημένοι, ψυχικά πάσχοντες και ανίατα ασθενείς, για να μη φυλακίζονται για ψύλλου πήδημα χιλιάδες μετανάστες, για να σταματήσει το αίσχος των εκδικητικών πειθαρχικών και μεταγωγών, ο εκβιασμός της καθυστέρησης της αποφυλάκισης με αναστολή.

Μόνο πολιτική βούληση και ανθρωπιά χρειάζονται, που όμως απουσιάζουν. Γι' αυτό ο υπουργός Δικαιοσύνης το μόνο που κάνει είναι να φτιάχνει νέες φυλακές. Γι' αυτό όλες οι εξαγγελίες για βελτίωση των συνθηκών κράτησης ξεχνιούνται όταν οι κολασμένοι των φυλακών κυνηγημένοι από τα ΜΑΤ εγκαταλείπουν τις ταράτσες και κλειδώνονται στα κελιά τους. Γι' αυτό ενώ ο Υπουργός Δικαιοσύνης γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα, εξακολουθεί να αγνοεί τους κρατούμενους και τα αιτήματά τους.

Μα εδώ ο κόσμος καίγεται, η οικονομική κρίση απειλεί τα πάντα και τους πάντες, είναι ώρα για τέτοια, θα αναρωτηθούν πολλοί - όχι απαραίτητα κακόπιστοι. Επιτρέψτε μας: Μπορεί ο κόσμος να καίγεται, αλλά κάποιοι είναι κυριολεκτικά καμένοι. Στοιβαγμένοι σε αποθήκες ψυχών, εγκαταλειμμένοι και απαξιωμένοι, προϊόντα μιας μεγαλύτερης και χειρότερης κρίσης, της κοινωνικής και ηθικής κρίσης της εποχής μας, αποτελούν τον αποδιοπομπαίο τράγο της διάχυτης βίας των καιρών μας, της βίας στους δρόμους, στα σπίτια, στα κέντρα διασκέδασης, στις πλατείες, στην έγχρωμη TV και στην ασπρόμαυρη ζωή μας. Επιτρέψτε μας: Όταν αυξάνεται ο πληθυσμός των φυλακών, δεν προστατεύεται η κοινωνία, αλλά, αντίθετα, ασθενεί σοβαρά. Και όταν ταλαιπωρούνται, εξευτελίζονται και βασανίζονται οι φυλακισμένοι, τότε η «αντεγκληματική» πολιτική του κράτους αποδεικνύεται διπλά εγκληματική: Αφενός απογοητεύει και εξαγριώνει τους κρατούμενους και, αφετέρου, αποηθικοποιεί και όλους εμάς τους «κανονικούς», κάνοντάς μας να αποδεχτούμε ότι υπάρχουν αναλώσιμοι άνθρωποι και περιττά δικαιώματα.

Ενώνουμε τη φωνή μας με αυτή των έγκλειστων συμπολιτών μας και κάθε ανθρώπου ή συλλογικότητας που σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς εξακολουθεί να πιστεύει ότι η αξιοπρέπεια είναι κοινό και αδιαπραγμάτευτο αγαθό, σαν τον αέρα και το νερό, και χωρίς αυταπάτες ότι η φυλακή μπορεί να γίνει ανθρώπινη και οι άρχοντες να αποκτήσουν ανθρωπιά, δηλώνουμε το αυτονόητο: Οι φυλακισμένοι τιμωρούνται με τη στέρηση του μεγαλύτερου αγαθού μετά τη ζωή, της ελευθερίας. Δεν αρκεί αυτό; Πρέπει να τους διαλύσουν τη ζωή, να τους τσαλαπατήσουν την ψυχή, να τους ρημάξουν της ανθρωπιά τους;

Ποιοι - ποιες υπογράφουν

Αλαβάνος Αλέκος Πρόεδρος Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Βαλαβάνη Νάντια συγγραφέας, Βογιατζή Σοφία εκπαιδευτικός, Γαβρόγλου Κώστας, πανεπιστημιακός, Γιαννόπουλος Νίκος, διορθωτής - επιμελητής κειμένων, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δημητρόπουλος Γιάννης πρώην κρατούμενος, Δούκα Μάρω συγγραφέας, Δρόσου Ιωάννα κοινωνιολόγος, Καρυστιάνη Ιωάννα συγγραφέας, Κούρτοβικ Γιάννα δικηγόρος, Κουκουτσάκη Αφροδίτη πανεπιστημιακός, Κούλογλου Στέλιος, δημοσιογράφος, Κρητικού Αφροδίτη μαθήτρια, Κριωνάς Έκτορας μαθητής, Λάμπρου Πάνος δημοσιογράφος -Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων, Μανιός Νίκος γιατρός, Πούτου Κατερίνα κοινωνική λειτουργός, Ρήγος Άλκης πανεπιστημιακός, Ρούσος Χρήστος πρώην κρατούμενος, Σπαθής Μάκης αντιπρύτανης ΕΜΠ, Χριστοδουλοπούλου Τασία δικηγόρος

Thursday 6 November 2008

Η οικονομική κρίση υπό το φως ουσιωδών στιγμών της

Εδώ κάποιους μήνες η παγκόσμια οικονομία διέρχεται εποχή σοβαρής κρίσης -ίσως της σοβαρότερης μετά το κραχ του 1929- με απρόβλεπτες συνέπειες. Η αφειδής παραχώρηση στεγαστικών δανείων από αμερικανικές τράπεζες και η αδυναμία των δανειοληπτών να τα αποπληρώσουν αποκάλυψε ότι οι τράπεζες δεν είχαν το απαιτούμενο κεφαλαιακό απόθεμα για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Για να ξεπεράσουν το πρόβλημα ρευστότητάς τους, οι τράπεζες παραχώρησαν ομόλογα με ευνοϊκούς όρους σε επενδυτικές τράπεζες, μεταθέτοντας ουσιαστικά σε αυτές το πρόβλημα της αφερεγγυότητας των δανειοληπτών τους. Αυτές, με τη σειρά τους, «τιτλοποίησαν» τα δάνεια των τοπικών τραπεζών, δημιουργώντας με αυτά πιστωτικά παράγωγα, τα οποία πούλησαν σε άλλα ιδρύματα (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) ή ιδιώτες. Η «πυραμίδα» αυτή δεν άργησε ασφαλώς να καταρρεύσει και να αποκαλυφθεί το γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει το χαρακτήρα της φούσκας. Τα παράγωγα που δημιούργησαν οι μεγάλες, συνήθως επενδυτικές, τράπεζες ονομάστηκαν «τοξικά», καθώς βασίζονταν στα πακεταρισμένα δάνεια υψηλού ρίσκου που είχαν δώσει οι τοπικές τράπεζες.

Αυτό που για εμάς έχει σημασία είναι, όχι τόσο να περιγράψουμε τις οικονομικές πλευρές ή συνέπειες του φαινομένου, αλλά να δούμε την ευρύτερη κοινωνική ή κοινωνιολογική του σημασία και πιο συγκεκριμένα τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του· αυτό, με άλλα λόγια, που μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και συμπεριφέρονται σήμερα τα άτομα, τόσο σε επίπεδο διεύθυνσης και διαχείρισης της κοινωνίας, όσο και σε επίπεδο ατομικής ζωής. Πιστεύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει νόημα να προσεγγίζουμε τα οικονομικά φαινόμενα είναι αυτός της οικονομικής ανθρωπολογίας. Μόνο εξεταζόμενα σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στις υπόλοιπες κοινωνικές σφαίρες (πολιτική, κουλτούρα κ.λπ.) μπορούν να γίνουν κατανοητά.

Βάσει αυτών των αρχών πρέπει να πούμε ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και ανθρωπολογική. Οι δύο παράγοντες που την προκάλεσαν (η γενίκευση του εύκολου και ριψοκίνδυνου δανεισμού και η αποχαλίνωση των χρηματαγορών, που επέτρεψε το πακετάρισμα των δανείων και την κερδοσκοπία με τα παράγωγα) αποτελούν χαρακτηριστική έκφραση του τύπου ανθρώπου που παράγει ο σημερινός καπιταλισμός. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου είναι η ανευθυνότητα.

Εν προκειμένω αυτή η ανευθυνότητα εκφράστηκε σε δύο επίπεδα: πρώτον, στο επίπεδο της κατανάλωσης, με τους καταναλωτές, συχνά από χαμηλά εισοδήματα (μειονότητες κ.λπ.), οι οποίοι, στα πλαίσια της γενικής επιτρεπτικότητας και ανευθυνότητας, αφέθηκαν να δελεαστούν απ’ τους ευνοϊκότατους όρους των τραπεζών και πήραν δάνεια τα οποία γνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να αποπληρώσουν (αφού οι μηνιαίες δόσεις ξεπερνούσαν το μισθό τους)∙ δεύτερον, στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης, όπου, από τη μια μεριά, το κράτος και η Κεντρική Τράπεζα ενθάρρυναν με κάθε τρόπο τον επικίνδυνο δανεισμό, χωρίς, την ίδια στιγμή, να επιβάλλουν την παραμικρή ρύθμιση στις χρηματαγορές, και οι γιάπι κι οι διευθυντές των μεγάλων τραπεζών, απ’ την άλλη, που μέσα στη γενική ανευθυνότητα και αφελή αισιοδοξία τους έκαναν ριψοκίνδυνα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τα ιδιαιτέρως πολύπλοκα παράγωγα. Μόνο ο σημερινός τύπος ανθρώπου θα μπορούσε να επιτρέψει τόση ανευθυνότητα και διοικητική προχειρότητα μαζεμένη.

Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος διαθέτει τουλάχιστον τρία επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στο δανειολήπτη που ενώ γνωρίζει ότι δε θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο, το παίρνει. Το δεύτερο αφορά στην εμπορική τράπεζα που από τη μια γνωρίζει ότι ο δανειολήπτης δε θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο και παρ’ όλ’ αυτά το δίνει ενώ δε διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του δανειολήπτη. Και το τρίτο αφορά και πάλι τις εμπορικές τράπεζες που πακετάρουν το φέσι του δανειολήπτη σε μορφή προνομιακού ομολόγου και το πλασάρουν στην αγορά. Ο συνδυασμός αυτών των τριών επιπέδων συνιστά τη μεγάλη απάτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από την πρόσφατη κρίση. Ασφαλώς, υπάρχουν και επιμέρους, αλλά εξίσου σημαντικές απάτες, όπως η ίδια η ύπαρξη των τραπεζών, δηλαδή το μεγάλο χάσμα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων δανεισμού που συνιστά πραγματική ληστρική επιδρομή[1], όπως και τόσες άλλες αντίστοιχες απάτες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του. Αν αποφασίσουμε να αφαιρέσουμε τις απάτες αυτές από το σύστημα, όπως θα ήθελε ένας φιλελεύθερος, κοροϊδεύοντας εμάς ή τον εαυτό του, απλούστατα δε θα έμενε τίποτα από το τραπεζικό σύστημα.

Ο καταναλωτισμός

Γιατί ο δανειολήπτης παίρνει ένα δάνειο που δε μπορεί να αποπληρώσει; Γιατί θέλει να καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει; Δε λέμε απ’ όσα παράγει γιατί, όπως είναι γνωστό υπάρχει η υπεραξία που το αφεντικό κλέβει από τον εργαζόμενο, το γεγονός ότι τον εκμεταλλεύεται. Eίναι γνωστή η κατά τις τελευταίες δεκαετίες μετατόπιση του καπιταλισμού προς τις υπηρεσίες αντί της παραγωγής υλικών αγαθών καθώς και η δυσκολία καθορισμού της αξίας, της παραγωγικότητας της εργασίας, της υπεραξίας κ.λπ. που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές. Αν αυτό ήταν ήδη εξαιρετικά δύσκολο στον παραδοσιακό καπιταλισμό του Κεφαλαίου του Μαρξ, σήμερα είναι αδύνατο. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εκμετάλλευση δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικό (καθορισμός της δήθεν «αντικειμενικής» αξίας της εργασίας και σύγκρισή της με τον μισθό που προσφέρει ο καπιταλιστής[2]), αλλά πρόβλημα ουσιωδώς πολιτικό : έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο έλεγχος της παραγωγής βρίσκεται στα χέρια, όχι των ίδιων των εργαζομένων, αλλά των διάφορων διευθυντικών γραφειοκρατιών, οι οποίες αποφασίζουν από τα πάνω κι ερήμην των ίδιων των εργαζομένων για την αξία της εργασίας τους. Υποθέτουμε, εν πάση περιπτώσει, ότι ένας βασικός, ίσως ο βασικότερος λόγος που παίρνει κάποιος δάνειο είναι για να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες (πρβλ. εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, καταναλωτικά δάνεια). Με άλλα λόγια για να μπορέσει να καλύψει διά του καταναλωτισμού το κενό νοήματος που του προκαλεί η μεταμοντέρνα κοινωνία, το ολοκληρωτικό δηλαδή άδειασμα της ζωής του από κάθε περιεχόμενο, από κάθε τι που θα μπορούσε να του επιτρέψει να δοθεί ή να αφιερωθεί με πάθος[3]. Ασφαλώς, όπως είναι γνωστό το κενό αυτό δεν καλύπτεται απλά από τον καταναλωτισμό, μιας και αυτός αδυνατεί εκ των πραγμάτων, εκ της ουσίας του και του ανύπαρκτου φαντασιακού του βάθους ως σημασία, να απαντήσει στα βαθιά υπαρξιακά προβλήματα που θέτει το ζήτημα του νοήματος που μια κοινωνία δίνει στα μέλη της για να μπορέσουν αυτά να μετουσιώσουν τις ματαιωμένες επιθυμίες τους. Η ψευδαίσθηση ότι ο καταναλωτισμός μπορεί να προσφέρει κάτι σε αυτή την κατάσταση φτάνει στα όριά της με τη διαπίστωση ότι αυτό που μπορεί να προσφέρει η κατανάλωση και η χρονοβόρα ενασχόληση με την απόκτηση των χρημάτων που αυτή απαιτεί, είναι η απλή αποστροφή του βλέμματος από το πρόβλημα του κενού νοήματος, δηλαδή του γεγονότος ότι η ζωή των ατόμων έχει χάσει κάθε σχεδόν νόημα, πράγμα που συνιστά το πιο περίπλοκο και δυσεπίλυτο ζητήμα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Στη περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης μιλάμε κατεξοχήν για δάνεια που ανταποκρίνονταν σε καταναλωτικές ανάγκες. Διότι ακόμα και τα δάνεια που δόθηκαν στα φτωχότερα στρώματα ήταν έτσι οργανωμένα ώστε, και στην περίπτωση ακόμα που ο δανειολήπτης στόχευε απλώς στην έξοδο από μια κατάσταση σχετικής ανέχειας, εν τέλει τον εισήγαγαν στη λογική της προσπάθειας ανόδου στην ιεραρχία του καταναλωτικού στάτους. Πράγμα που φαίνεται κι απ’ το είδος των κατοικιών που κατασχέθηκαν. Συνεπώς, μια βασική συνιστώσα του προβλήματος είναι ο καταναλωτισμός, το γεγονός ότι, αφενός, ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει τον τύπο εκείνο του ανθρώπου που ζει για να καταναλώνει, χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες και, αφετέρου, ότι η προσφορά της αφειδούς κατανάλωσης είναι το μόνο στο οποίο μπορεί να στηριχτεί το σύστημα, αφού έχει καταστρέψει τις αξίες και τις κοινωνικές παραστάσεις, οδηγώντας στη γενικευμένη ασημαντότητα.

Το γεγονός δείχνει μια σημαντική ανευθυνότητα των ανθρώπων απέναντι στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους, ακόμα κι αν αυτές καθορίζονται από το ληστρικό τρόπο με τον οποίο τους συμπεριφέρονται οι τράπεζες. Γιατί κανένας απ’ αυτούς δε μιλάει για την ανάγκη περιορισμού του ποσοστού κέρδους των τραπεζών, ούτε καν ψηφίζει τα κόμματα που υποστηρίζουν τέτοιες παρεμβατικές πολιτικές. Οι άνθρωποι είναι ανεύθυνοι απέναντι στα πάντα. Ακόμα και απέναντι σ’ αυτό που τους βασανίζει καθημερινά, τη δόση του δανείου. Είναι γνωστή η ανάλυση του Ντάνιελ Μπελ, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία της πίστωσης απ’ τον καπιταλισμό προώθησε σε ουσιώδη βαθμό την ηδονοθηρία και την έλλειψη υπευθυνότητας που χαρακτηρίζουν τις σημερινές επιτρεπτικές κοινωνίες. Λογικό: όταν ο άλλος δε βλέπει άμεσα, χειροπιαστά, το χρήμα που ξοδεύει, το σκορπάει δίχως πολλή σκέψη. Ο Μπελ βέβαια τα έγραφε αυτά πριν από 30 χρόνια –ας αναλογιστούμε τι συμβαίνει σήμερα με τις αγορές μέσω διαδικτύου (όπου αρκεί ένα ανώδυνο κλικ για να χρεώσουμε στην πιστωτική μας υπέρογκα ποσά) και με τα καταναλωτικά δάνεια, το άκρον άωτον δηλαδή της ανευθυνότητας: σου δίνουμε χρήμα για να καλύψεις, ανώδυνα, τα αποτελέσματα της προηγούμενης ανευθυνότητάς σου[4]. Μέσα στο πνεύμα αυτό, σαν απολύτως μαγνητισμένη από την αποχαυνωτική γοητεία της διαφήμισης, δηλαδή της οπτικοποίησης του καπιταλισμού, σπεύδουν να πάρουν τα δάνεια τους και κατόπιν δουλεύουν σαν είλωτες για να τα ξεπληρώσουν. Γιατί τα χρέη στις τράπεζες συνιστούν ένα σύγχρονο είδος δουλοπαροικίας. Και στο τέλος δεν αισθάνονται ούτε είναι ικανοί να ανταποκριθούν είτε στη δόση του δανείου είτε σε έναν υποτιθέμενο πολιτικό και κοινωνικό αγώνα που απαιτείται για να μη γίνονται οι ίδιοι είλωτες των τραπεζών. Πού πήγε η ορθολογικότητα του homo œconomicus κύριε οικονομολόγε;

Η πλασματικότητα, οι (αυτ)απάτες και η διαφθορά ως δομικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης φάσης του καπιταλισμού

Παλαιά, ακροατή μου, οι ελβετόψυχοι
χαρτογιακάδες είχανε κάποια στοιχειώδη τσίπα,
κάποια στοιχειώδη τσίπα.
Μετά την ανακάλυψη του μικροτσίπ όμως
συρρικνώθηκαν οι όποιες ηθικές τους αναστολές.
Τζ. Πανούσης


Ας περάσουμε στο δεύτερο και στο τρίτο στάδιο της κρίσης, στη διπλή απάτη των τραπεζών που απόλυτα αποχαλινωμένες από το άνευ όρων κυνήγι του κέρδους και την απληστία τους, δανείζουν σε μεγάλη ευκολία ελπίζοντας ότι θα δώσουν στον ίδιο δανειολήπτη και δεύτερο δάνειο που θα ξεπληρώσει το πρώτο και τρίτο που θα ξεπληρώσει το δεύτερο κ.λπ. Και θεωρούν ότι η μπλόφα θα συνεχίζεται επ’ άπειρον μιας και το ταμείο δε θα ξεμείνει ποτέ. Αλλά και όταν ξεμείνει μεταβιβάζουν τα φέσια, τιτλοποιημένα στους «μεγάλους αδελφούς» του καπιταλιστικού συστήματος, τις μεγάλες τράπεζες, λες και δεν ξέρουν ότι η απάτη αυτή μπορεί να οδηγήσει το σύστημα σε κατάρρευση. Δεν πρόκειται απλά για έναν «ανορθολογισμό» του καπιταλισμού, πρόκειται για το δομικό χρακτηριστικό ενός συστήματος που λειτουργεί πέρα από κάθε υποτιθέμενη ορθολογικότητα, ειδικά στη σημερινή, νεοφιλελεύθερη απορρύθμισή του. Όπως έχει πει ο Καστοριάδης, η οικονομία λειτουργεί πλέον ως καζίνο. Η βασική αρχή δεν είναι η «ανάπτυξη» ή η «πρόοδος» (αφού έχουν καταρρεύσει κι αυτές, ως ιδεολογίες, αν και όχι ως πρακτικές, μέσα στα πλαίσια της γενικής αποσύνθεσης των σημερινών καθεστώτων), αλλά το πώς θ’ αρπάξουμε πιο πολλά. Χωρίς κανένα κανόνα. Με κάθε κόστος, ακόμα και μ’ αυτό της κατάρρευσης του συστήματος που μας εκτρέφει, δηλαδή του ίδιου του καπιταλισμού[5]. Το χρήμα είναι η υπέρτατη «αξία» της κοινωνίας χωρίς αξίες. Οι τύποι του «αυτοδημιούργητου», εργατικού πουριτανού αλά Φραγκλίνος όπως επίσης και του βεμπεριανού ή σουμπετεριανού «δημιουργικού» επιχειρηματία είναι παρελθόν. Ζούμε στην εποχή του επιχειρηματία γκάνγκστερ (χαρακτηριστικό το παράδειγμα της σημερινής Ρωσίας) και του μπάνκστερ (bankster). Αλλά ζούμε και στην εποχή του ανθρώπου μικρο-γκάνγκστερ, όπου ο αμοραλισμός αποτελεί τον κανόνα. Ποιόν ενδιαφέρει στ’ αλήθεια το οικολογικό κραχ που θα συμβεί σε 20 μόλις χρόνια; Κανέναν. Εκτός βέβαια απ’ τους μεγαλο-«οικολόγους» τύπου Αλ Γκορ και Αλ Αφούζου (ιδιοκτήτη του Σκάι και της Καθημερινής, ο οποίος έχει κατηγορηθεί επανηλειμμένως, στο παρελθόν, για το ότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εντολή της Ε.Ε. για ενίσχυση των μονοπύθμενων πλοίων και τη μετατροπή τους σε διπλοπύθμενα, με σκοπό την κατά το δυνατό μεγαλύτερη πρόληψη των ατυχημάτων που οδηγούν στην ανάπτυξη πετρελαιοκηλίδων). Ποιόν ενδιαφέρει στ’ αλήθεια αν η οικονομική ευμάρεια, η ανάπτυξη και η απληστία της Δύσης, αλλά όχι μόνο (ας μην ξεχνάμε και την Κίνα, την Ινδία ή την Ιαπωνία), βασίζεται στην κατασπατάληση των ενεργειακών πόρων του πλανήτη, στην απόλυτη εκμετάλλευση του «ανθρώπινου δυναμικού» του τρίτου κόσμου, στην καταστροφή του περιβάλλοντος; Κανέναν. Γιατί κανένας δεν παραδέχεται ότι αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τα προβλήματα αυτά, οφείλουμε να αλλάξουμε την ίδια τη μορφή του κόσμου και τον ίδιο τον ανθρωπολογικό τύπο που έχουμε δημιουργήσει εδώ και 3-4 αιώνες. Ποιός είναι διατεθειμένος να το κάνει αυτό; Ποιός έχει σοβαρότητα και υπευθυνότητα αντίστοιχη με την κρισιμότητα του ζητήματος; Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι;

Από τον τύπο του κράτους νυχτοφύλακα έχουμε περάσει στον τύπο του κράτους μπέιμπι σίτερ. Γιατί αρχικά η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας έσπευσε να ρίξει στην αγορά άφθονο χρήμα μέσω άμεσων δανειοδοτήσεων ακόμα και σε μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τους οποίους αδυνατεί να ελέγξει, και οι οποίοι δεν είναι καθόλου απίθανο να αρχίσουν τα ίδια ή αντίστοιχα παιχνίδια, αφού είναι βέβαιο ότι με τέτοιους τρόπους θα εξασφαλίσουν εύκολο χρήμα. Και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις των κρατών της Δύσης έσπευσαν να κοινωνικοποιήσουν τα χρέη των τραπεζών, πράγμα που είχαν ξεχάσει εδώ και δεκαετίες να κάνουν για τα κέρδη τους. Το κράτος δηλαδή, την κεϊνσιανή παρεμβατικότητα[6] του οποίου αναπόλησαν πολλοί τελευταία, έδωσε στα κακομαθημένα παιδιά (τραπεζίτες, μεγαλοστελέχη, golden boys, δανειοδότες αλλά και, κατ’ επέκταση, δανειολήπτες) καινούργια παιχνίδια για να παίζουν, αφού αυτοί κατέστρεψαν τα προηγούμενα.

Το οικονομικό σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί μια γιγαντιαία φούσκα η οποία ξεφουσκώνει κάθε τόσο μέσω των περιοδικών κρίσεων, αλλά δε σκάει. Πρόκειται να σκάσει σύντομα και εκ των πραγμάτων, όταν θα αρχίσουν να εμφανίζονται στην καθημερινότητα οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης. Το σύστημα αυτό βασίζεται σε μια σειρά από απάτες και στρεβλωμένες πραγματικότητες, όπως οι κίβδηλοι «ρυθμοί ανάπτυξης», οι πληθωρισμοί και τα ΑΕΠ[7]. Πάνω σε τέτοια θεμέλια οικοδομούνται εθνικές οικονομίες και διεθνείς επενδύσεις. Οπότε, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν τα περιοδικά κραχ, ακόμα κι αν λαμβάνουν την έκταση του σημερινού. Πρέπει μάλιστα να μάθουμε να ζούμε σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας αντίθετο από κείνο της «πραγματικής», προς το οποίο μας εκπαιδεύει η παρακολούθηση του δελτίου ειδήσεων που επιμένει ότι ο πληθωρισμός είναι στο 4,5% μετά τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Η εικονική αυτή πραγματικότητα δεν είναι παρά η συνολική άποψη της υπερτροφίας της οικονομίας (ως βασικού κινήτρου και μοναδικής ανθρώπινης δραστηριότητας). Επειδή ζούμε σε μία οικονομιστική κοινωνία, όπου η οικονομική (παραγωγή και κατανάλωση) θεωρείται η βασική αν όχι η μοναδική δραστηριότητα του ανθρώπου, η οικονομία γίνεται το κέντρο του σύμπαντος. Και όταν το κέντρο του σύμπαντος είναι πλασματικό, η πλασματικότητα επεκτείνεται απειλητικά, όπως η έρημος για την οποία μιλάει η Νίτσε.

Από την εποχή που ο καπιταλισμός μετατόπισε το κέντρο βάρους στις υπηρεσίες και ιδιαιτέρως από την εποχή που το χρήμα πουλιέται και αγοράζεται σε καζινοποιημένα διεθνή χρηματιστήρια, η οικονομία έχασε ένα μεγάλο μέρος του πραγματικού της χαρακτήρα και μετουσιώθηκε σε παίγνιο στο οποίο το μόνο που μετρά είναι να ξέρεις να μπλοφάρεις, να καιροσκοπείς και να αισχροκερδείς, σ’ ένα περίεργο είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού, όπου τα πραγματικά ρίσκα διαγράφονται μέσω της μετακύλισής τους σε οικονομικά προϊόντα-«τέρατα» σαν τα πιστωτικά παράγωγα[8]. Σε αυτό συνέβαλε και η μετακύληση του οικονομικού ενδιαφέροντος από τα υλικά προϊόντα στις υπηρεσίες, μια δεδομένη δηλαδή απο-υλικοποίηση της οικονομίας που έχει λάβει χώρα εδώ και μερικές δεκαετίες. Συναρτώνται επίσης αυτής της πλασματικοποίησης οι δυνατότητες εύκολης και «επιτρεπτικής» πίστωσης για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω ή το «πλαστικό» χρήμα[9]. Η πλασματική πλευρά της οικονομίας έχει υπερισχύσει της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα μία «υγιής», εισηγμένη στο χρηματιστήριο επιχείρηση υπόκειται απολύτως στους ψυχολογικούς όρους με τους οποίους το τελευταίο λειτουργεί και μπορεί παρότι «υγιής» να καταρρεύσει μέσα σε μία μόλις στιγμή, αν οι γενικοί δείκτες κάνουν την απαιτούμενη βουτιά. Αυτό θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και διαφορά της λογιστικής από τη χρηματιστηριακή αξία μιας επιχείρησης. Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε κι αυτό που ορισμένοι οικονομολόγοι αποκαλούν «δικτατορία των μετόχων» ή «θεμελιώδη κρίση της σχέσης των μετόχων με τους μάνατζερ»: το γεγονός δηλαδή ότι οι εταιρίες αντικαθιστούν όλο και περισσότερο τη λήψη δανείων απ’ τις τράπεζες, ως μορφή χρηματοδότησης, από την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και την έκδοση μετοχών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πολύ συχνά, οι μεγαλοεπενδυτές (και κυρίως οι επενδυτικοί οργανισμοί) να παρεμβαίνουν και να παραγκωνίζουν τα Δ.Σ. των εταιριών στων οποίων τις μετοχές έχουν επενδύσει, όταν οι πολιτικές των τελευταίων δεν ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους.

Για να συλλάβουμε το επίπεδο της πλασματικότητας, ας αναλογισούμε μονάχα τι μπορεί να σημαίνει να πουλάς χρήμα ή –ακόμα χειρότερα- να πουλάς την προσδοκία ή το ρίσκο να εισπράξεις ή να μην εισπράξεις χρήμα. Και ας αναλογιστούμε μια οικονομία βασισμένη σε τέτοιου είδους «ιδεατότητες». Αυτό που αποδεικνύεται από σκάνδαλα που βγαίνουν στη επιφάνεια κάθε τόσο -π.χ. Siemens- είναι η πλήρης κυριάρχηση του οικονομιστικού φαντασιακού και η αδυναμία του ίδιου του καπιταλισμού να αυτοαναπαραχθεί, αναπαράγοντας εκείνο τον τύπο ανθρώπου και τους αντίστοιχους θεσμούς που θα κάνουν δυνατή τη διατήρηση του συστήματος, βάζοντας φρένο στις εγγενείς –όπως φαίνεται- αυτοκαταβροχθιστικές τάσεις που εκδηλώνονται ως απεριόριστο και χωρίς κανένα όρο κυνήγι του κέρδους. Το σύστημα δείχνει, για παράδειγμα, ανίκανο να δημιουργήσει το συνεπή εκείνο υπάλληλο που θα επανδρώσει το θεσμό ο οποίος θα διασφαλίσει τα θεμιτά όρια του ανταγωνισμού, ώστε ο τελευταίος να λειτουργήσει προς το συμφέρον της υγιούς[10] επιχειρηματικότητας και του καταναλωτή. Φαίνεται ανίκανο να αναπαράγει το ήθος της παραδοσιακής τραπεζικής που ακολουθούσε «συντηρητική» πολιτική και δεν αφηνόταν στα επικίνδυνα παιχνίδια με τα παράγωγα. Ή φαίνεται επίσης ανίκανο να δημιουργήσει τον συνεπή τύπο του υπαλλήλου ή του δικαστή που θα καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Αυτά δεν είναι τυχαία περιστατικά, αδυναμίες συγκεκριμένων προσώπων, αλλά δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Οι «στρεβλώσεις της αγοράς» δεν είναι πρόσκαιρα ή τυχαία γεγονότα αλλά αναπτύξεις της ίδιας της λογικής του συστήματος, σάρκα από τη σάρκα του. Έτσι είναι απολύτως αβέβαιο ότι ένα σύστημα που βασίζεται στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπου κάθε ρυθμιστική αξία έχει χαθεί και όπου η αρπακτικότητα και ο αμοραλισμός είναι οι μοναδικοί κοινοί τόποι, δε θα φτάσει σύντομα στα όριά του. Φυσικά το κράτος μπέιμπι σίτερ εγγυάται προς το παρόν τη συνέχιση αυτής της κατάστασης. Απολύτως σύμφωνη με το οικονομιστικό φαντασιακό, που θεωρεί ότι η οικονομία είναι το θεμέλιο όλων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, και η «πολιτική» εμφανίζεται απόλυτα υποταγμένη στο χρήμα. Ή οι πολιτικοί είναι αυτοί που εισπράττουν τις βαλίτσες της Siemens. Ο πολιτικός που χρηματίζεται ή που δημιουργεί offshore εταιρείες είναι ο τύπος πολιτικού που αντιστοιχεί σε αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό γράφεται κανείς στη ΔΑΠ, γι’ αυτό γίνεται βουλευτής, για να αποκομίσει προσωπικά οφέλη, για να γίνει πλούσιος. Αυτή είναι η σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική. Και οι παντός είδους Ανδριανόπουλοι που βλέπουν το κράτος ως παράγοντα που απειλεί την «ελεύθερη» (χα) αγορά και τους μεταφυσικούς όρους που τη συνέχουν, που ονειρεύονται «ανόθευτους ανταγωνισμούς» είναι βαθιά νυχτωμένοι, οφθαλμοφανώς πια αμήχανοι και βυθισμένοι σε μία ιδεοληψία σχεδόν απόλυτα αποκομμένη από την πραγματικότητα του σύγχρονου ξεσαλωμένου καπιταλισμού[11].

Ποιά είναι οι λύση; Ας γίνουμε λίγο κουραστικοί: Η λύση είναι η αναγέννηση εκείνου του τύπου ανθρώπου που μπορεί να στοχάζεται αυτό που κάνει, να φαντάζεται και να επιθυμεί ένα διαφορετικό κόσμο και να αγωνίζεται γι’ αυτόν. Η λύση είναι η αναζωπύρωση της επιθυμίας να ζούμε σαν άνθρωποι και όχι σαν δουλοπάροικοι, σαν τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ, σαν καταναλωτικά ζόμπι. Η λύση είναι να ενεργοποιηθούμε για να περιορίσουμε το τεράστιο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, την εκμετάλλευση και την κατασπατάληση των πόρων του Τρίτου Κόσμου και τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Η λύση είναι να αναγνωρίσουμε ότι ο πλανήτης καταστρέφεται μέρα με τη μέρα και δεν υπάχουν περιθώρια αναβολής μιας ουσιαστικής ενεργοποίησής μας προς την αλλαγή του εαυτού μας και του κόσμου· προς το σταμάτημα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ανάσχεση της ανάπτυξης. Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας. Εμείς και κανένας άλλος.



____________________________
[1] Η έκταση αυτής της τραπεζικής απάτης, δηλαδή το γεγονός ότι οι τράπεζες πουλάνε πολύ ακριβά το χρήμα που αγοράζουν πολύ φθηνά, φαίνεται να σώζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθώς εμφανίζεται ανεπηρέαστο από τα τοξικά ομόλογα που κυκλοφορούν με ελάχιστες εξαιρέσεις. Τα τεράστα υπερκέρδη των τραπεζών που απομυζούν υπέρ του δέοντος τους καταθέτες και τους δανειολήπτες έκαναν προφανώς την επένδυση σε ομόλογα υψηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους αχρείαστη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πατάει γερά στα πόδια του, δηλαδή στον τράχηλο των πελατών του. Κάτι ήξεραν φαίνεται οι κυβερνήσεις που δεν επενέβαιναν για να περιορίσουν την αισχροκέρδεια των τραπεζιτών και που σιγοντάριζαν το ξεσάλωμά τους. Εδώ τα κορόιδα πληρώνουν αδιαμαρτύρητα και το κόστος της οικονομικής κρίσης το έχουν πληρώσει προ πολλού, ασχέτως αν χρειστεί σε λίγο να το ξαναπληρώσουν.

[2] Καθώς η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα υπόλοιπα. Η αξία της, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι και στις περιπτώσεις των υπόλοιπων εμπορευμάτων θα μπορούσε να οριστεί αντικειμενικά, είναι κάθε φορά καθορισμένη απ’ το επίπεδο των κοινωνικών αγώνων και των διεκδικήσεων των εργαζομένων.

[3] Υπό αυτή την έννοια είναι χρήσιμο να τονίζουμε ότι ο γενικευμένος δανεισμός στον οποίο στηρίζει τα τελευταία χρόνια η αμερικανική οικονομία την ανάπτυξή της δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τις διάφορες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες αυτοί που δανείζονται είναι μόνο τα φτωχότερα στρώματα. Τα φτωχότερα στρώματα απλώς πήραν τα πιο επισφαλή δάνεια (τα περίφημα subprimes). Κατά τα άλλα ο δανεισμός κι η υπερχρέωση είναι γενικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει το σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας και βρίσκεται στη βάση της εσωτερικής κατανάλωσης των ΗΠΑ, η οποία αντιπροσωπεύει τα 2/3 του ΑΕΠ τους.

[4] Για να μη μιλήσουμε για το περίφημο σύστημα mortgage equity withdrawal, το δανεισμό που βασίζεται στην υπεραξία των ακινήτων: παίρνεις ενυπόθηκο δάνειο και καθ’ όλη την περίοδο που η αξία του σπιτιού σου αυξάνεται (φανταστείτε τι έγινε κατά την περίοδο της φούσκας των ακινήτων, οπότε οι τιμές είχαν απογειωθεί!), η τράπεζα ή η εταιρία υποθηκών που σου έχει δώσει το δάνειο, σου αυξάνει αυτόματα και δίχως κόστος το ποσό του αρχικού δανείου.

[5] Μ’ αυτό δε θέλουμε, φυσικά, να πούμε ότι η κερδοσκοπία κι η λογική του τζόγου είναι φαινόμενα μόνο της σημερινής περιόδου. Αμφότερα είναι εγγενή στην καπιταλιστική νοοτροπία. Η μόνη διαφορά είναι ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια παρατηρείται μια υποχώρηση του παραδοσιακού, επιχειρηματικού καπιταλιστικού φαντασιακού, στα πλαίσια της γενικότερης αποσύνθεσης της δυτικής παράδοσης και της μετατόπισης της οικονομίας προς τον χρηματοπιστωτικό κλάδο (ο οποίος ανέκαθεν χαρακτηριζόταν περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας απ’ τη λογική του τζόγου). Ως αποτέλεσμα υποχωρούν τα στοιχεία «ορθολογικότητας», διαφάνειας και, στοιχειώδους έστω, εντιμότητας που συναποτελούσαν, μεταξύ άλλων, παλαιότερα το καπιταλιστικό πνεύμα (και τα οποία έχει αναλύσει ο Μαξ Βέμπερ, επί παραδείγματι), χάριν των καθαρά κερδοσκοπικών και αρπακτικών του πτυχών. Γι’ αυτό μπορούμε να δούμε ένα συγγραφέα δεδηλωμένο οπαδό του καπιταλισμού να γράφει (σε σχετικό εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο) ότι «… είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί το θέμα της επιχειρηματικής ηθικής. Η εποχή που αυτή θεωρούνταν ως κάτι το αυτονόητο παρήλθε οριστικά» (Cl. Jessua, Ο καπιταλισμός, μτφρ. Γ. Σιδέρης, Αθήνα, Το Βήμα-γνώση, συλλ. «Τι γνωρίζω;», 2007, σ. 81).

[6] Αν και οφείλουμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για κεϊνσιανισμό, στο βαθμό που η κρατική παρέμβαση δεν αναζωογονεί την πραγματική οικονομία, δεν κάνει δημόσιες δαπάνες που θα ενισχύσουν το ρυθμό ανάπτυξης, αλλά απλά εξισορροπεί στο μέτρο του δυνατού την κατάσταση στην πλασματική οικονομία, εν προκειμένω στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Βέβαια, επειδή η πραγματική οικονομία εξαρτάται απόλυτα από την πλασματική, οι κρατικές παρεμβάσεις θα έχουν επίπτωση και στην πρώτη.

[7] Ο Σερζ Λατούς στο βιβλίο του Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης αποδεικνύει τον κίβδηλο χαρακτήρα αυτού που ονομάζεται Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν πάνω στο οποίο βασίζεται ολόκληρη η οικονομική ανάλυση. Με την θέση του αυτή μας υπενθυμίζει τα όρια της ποσοτικοποίησης, την ξεχασμένη αλλά αναντίρρητη αλήθεια ότι δεν είναι τα πάντα μετρήσιμα.

[8] Παραθέτουμε εδώ κομμάτι ενός άρθρου που δείχνει το εύρος του ανορθολογισμού της σημερινής πλασματικής οικονομίας: «Η παρούσα κρίση των χρηματαγορών έχει μερικές κοινές πλευρές με την εξέλιξη δηλαδή ορισμένων κατευθύνσεων των μαθηματικών του 19ου αιώνα, όταν μαθηματικοί σαν τον Πεανό ή τον Καντόρ παρήγαγαν “τερατώδη” μαθηματικά αντικείμενα σαν την καμπύλη πλήρωσης απείρου χώρου ή σαν την ιδέα τις μη ύπαρξης του συνόλου όλων των συνόλων, τα οποία έκαναν τους επιστήμονες να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα μαθηματικά. Περίπλοκα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, σαν τα εξασφαλισμένα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου ή τα πιστωτικά παράγωγα, είναι τα σημερινά “τέρατα”. Όπως ακριβώς μερικοί επιστήμονες αμφέβαλλαν, τότε, για τα ίδια τα θεμέλια των κλάδων τους, έτσι μερικοί τραπεζίτες έχουν χάσει σήμερα την πίστη τους στους συναδέλφους τους και ακόμα περισσότερο στις αγορές. Όπως ακριβώς οι μαθηματικοί ζητούσαν τη “διασάφηση”, έτσι και οι policy makers και οι επενδυτές ζητούν τη “διαφάνεια”… Οι χρηματαγορές απορυθμίστηκαν ολοκληρωτικά, ακολουθώντας το “big bang” της Μ. Θάτσερ. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια ποικιλία νέων οικονομικών θεωριών και προϊόντων, μεταξύ των οποίων (απ’ τα πιο πρόσφατα) πράγματα σαν τα πιστωτικά παράγωγα ή τους εγγυημένους από περιουσιακά στοιχεία τίτλους… η ίδια η πολύπλοκη φύση των νέων αυτών προϊόντων δημιούργησε ένα πλατύ γνωστικό χάσμα ανάμεσα στους παραγωγούς και τους αγοραστές. Πάρα πολλοί διευθυντές αγόρασαν προϊόντα τα οποία δεν κατανοούσαν απόλυτα, ενώ πάρα πολλοί πωλητές δεν ήταν ικανοί να μεταφράσουν σε λέξεις τους κινδύνους που ήταν κρυμμένοι σε σκοτεινές οικονομικές εξισώσεις» (E. Chaney “Monsters in the Closet”, Newsweek, 22.10.2007).

[9] Λέγοντας ότι κάτι είναι «πλαστικό» εννούμε ήδη ότι δεν είναι αρκετά ανθεκτικό, ότι είναι ελαφρύ, ότι είναι ψεύτικο. Στον κόσμο της πλασματικής οικονομίας ακόνα και τα υλικά αντικείμενα χάνουν τη βαρύτητά τους. Πρόκειται για έναν πλαστικό κόσμο (πλαστικό χρήμα, πλαστικό φαγητό, πλαστική χειρουργική κ.λπ.), έναν κόσμο αντικειμένων μιας χρήσης που η αντοχή του στο χρόνο είναι ανάλογη της αντοχή των μουσικών hits στην κορυφή των charts. Το πλαστικό είναι το υλικό που αντιστοιχεί σε μία πλασματική οικονομία και το εφήμερο είναι η μορφή εκείνη της ελαφρότητας, της ταχύτητας και της λήθης που υποκαθιστά τον ίδιο το χρόνο.

[10] Το κριτήριο αυτής της «υγείας» δεν είναι η οικονομική ισότητα και δημοκρατικότητα –καθώς μέσα στον καπιταλισμό δε νοείται ούτε οικονομική ισότητα ούτε καμία κυριαρχία των καταναλωτών (ως οικονομικών υποκειμένων), αλλά η λειτουργικότητα του συστήματος, το «ποσοστό» δηλαδή κερδοσκοπίας, αδιαφάνειας και διαφθοράς πέραν του οποίου ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να λειτουργήσει.

[11] Αλλά και του καπιταλισμού γενικώς, καθώς «εκεί όπου υπάρχει καπιταλισμός δεν υπάρχει αγορά· κι εκεί όπου υπάρχει αγορά, δε μπορεί να υπάρχει καπιταλισμός. Υπάρχει μόνο μια ολιγοπωλιακή ψευδο-αγορά, περισσότερο από “ατελής”, η οποία είναι ανορθολογική» (Κ. Καστοριάδης, «Quelle démocratie?» [«Ποια δημοκρατία;»], Figures du pensable, Παρίσι, Seuil, 1999, σ. 167).