Monday 17 March 2008

Για το μακεδονικό

Όποιος αρνείται την ύπαρξη άλυτου ως τώρα ενός μακεδονικού εθνικού ζητήματος στην ελληνική, βουλγαρική, σερβική Μακεδονία, είναι δίχως άλλο λακές της μπουρζουαζίας.
Π. Πουλιόπουλος


1.
Το ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι ζήτημα πολιτικό και όχι ιστορικό. Σε ζήτημα ιστορικό το μετατρέπουν οι εθνικιστές και οι κρατικοί ιθύνοντες, όποτε τους συμφέρει, προκειμένου να μπερδεύουν τα πράγματα και να προωθούν τις θέσεις τους. Η αναγωγή της πολιτικής στην ιστορία είναι ένα πολύ πρόσφορο τέχνασμα, καθώς, ως γνωστόν, η «ιστορία» στην οποία πιστεύουν και την οποία επικαλούνται οι εθνικιστές κι οι πατριώτες και την οποία διδάσκουν τα κράτη στα σχολεία τους είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, καθαρό ψέμα, κατασκευασμένο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Στην προκείμενη περίπτωση όλοι αναφέρονται στο Φίλιππο, τον Μ. Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες, θέλοντας να αποδείξουν ότι οι σημερινοί Μακεδόνες δεν έχουν κανένα δικαίωμα να δηλώνουν απόγονοί τους. Ωστόσο αποφεύγουν, εντελώς συνειδητά και συστηματικά, κάθε αναφορά στην ύπαρξη της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, η οποία αναφέρεται διαρκώς μέχρι και σε κρατικά έγγραφα του Νεοελληνικού Κράτους του δευτέρου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (όπως π.χ. τα πορίσματα του στρατιωτικού ακόλουθου της ελληνικής πρεσβείας στην Κων/πολη, Π. Κοντογιάννη που μιλούν ρητά για Μακεδονική εθνότητα[1]). Εξάλλου το αν θέλει κάποιος να δηλώνει απόγονος του Μ. Αλεξάνδρου ή οποιουδήποτε άλλου ιστορικού προσώπου –ακόμα κι αν, όπως στην περίπτωση των Μακεδόνων, δεν υπάρχει καμία ιστορική συνέχεια-, όταν μάλιστα τίθεται στο επίπεδο δημιουργίας ενός καινούργιου εθνικού κράτους, το οποίο, ως τέτοιο, «οφείλει» να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια συνεκτική εθνική ιδεολογία, είναι ζήτημα πολιτικής και όχι ιστοριογραφίας. Εκτός κι αν πιστεύουμε ακόμα ότι το έθνος ορίζεται όχι πολιτιστικά/φαντασιακά, αλλά βιολογικά, με βάση το αίμα[2]. Αν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, είμαστε μόνο ένα βήμα πριν τον καθαρό ναζισμό.

2.
Αυτό που τόσο οι εθνικιστές όσο και το Ελληνικό Κράτος προσπαθούν με κάθε τρόπο να συγκαλύψουν είναι η ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στη Βόρεια Ελλάδα και η ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας που μιλιέται ή, τουλάχιστον, μιλιόταν απ’ αυτή τη μειονότητα (και τη μακεδονική εθνότητα συνολικά, της οποίας κομμάτι αποτελεί η εν λόγω μειονότητα)[3]. Η στάση αυτή του Ελληνικού Κράτους δεν είναι παρά η συνέχεια της μεθοδευμένης και συστηματικής εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν οι ελληνικές αρχές από το τέλος του Α’ Π. Π. κι εδώθε (με επίσημη έναρξη το 1927) ενάντια στους Μακεδόνες της Ελλάδας και στη γλώσσα τους (φυλακές, εξορίες, βασανισμοί, απαγόρευση της γλώσσας ακόμα και στις ιδιωτικές τους σχέσεις και συναλλαγές, τελετές δημόσιας αποκήρυξής της, αλλαγές τοπωνυμίων και ονομάτων κ.λπ.). Η άρνηση της ύπαρξης της μακεδονικής μειονότητας είναι το πιο σταθερό επιχείρημα ενάντια στην αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως εθνικού κράτους των Μακεδόνων (της μακεδονικής δηλαδή εθνότητας, του λαού που άλλες φορές αναφέρεται ως «Σλαβομακεδόνες»), το οποίο, ως τέτοιο, θα είχε δικαίωμα στη χρήση του όρου «Μακεδονία» ως ονομασία του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθούν κι οι Βούλγαροι εθνικιστές, οι οποίοι επίσης δε δέχονται την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους και θεωρούν τους Μακεδόνες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας Βούλγαρους[4].

3.
Αυτό που πρέπει, ως εκ τούτου, να πούμε είναι ότι το ζήτημα της ονομασίας δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ζήτημα γεωγραφικού προσδιορισμού αλλά ζήτημα της αναγνώρισης ή όχι της ύπαρξης της μακεδονικής εθνότητας και της αντίστοιχης μειονότητας εντός της ελληνικής επικράτειας. Αυτοί που προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως ζήτημα γεωγραφικού προσδιορισμού («Γιατί να την πούμε “Άνω Μακεδονία” και όχι “Κάτω Σερβία”;» αναρωτιόταν από άμβωνος ο εθνικιστής, Λ. Λαζόπουλος σε πρόσφατη εκπομπή του) είναι είτε εθνικιστές που ψεύδονται συνειδητά είτε άνθρωποι που δεν έχουν γνώση των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος.

4.
Το γεγονός ότι πίσω απ’ τη στήριξη που λαμβάνει η Δημοκρατία της Μακεδονίας απ’ την Αμερική και τη διεθνή, γενικώς, κοινότητα είναι πολύ πιθανό να κρύβονται συγκεκριμένου είδους γεωπολιτικά παιχνίδια, δεν αλλάζει επουδενί την ουσία του ζητήματος. Διότι το ζήτημα έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπίζει ο ελληνικός εθνικισμός και το ελληνικό κράτος ένα γειτονικό έθνος και το νεότευκτο κράτος του όχι με το ποια θέση παίρνουμε ενάντια στα γεωστρατηγικά παιχνίδια και τις σπέκουλες της Αμερικής ή της Ρωσίας στην περιοχή. Η άποψη, με άλλα λόγια, ότι η Δημοκρατία της Μακεδονίας ευνοείται με σκοπό την προώθηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και πως, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οφείλουμε να μη δεχτούμε την αναγνώρισή της ως Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι παρά μια απ’ τις πολλές μεταμφιέσεις του ελληνικού εθνικισμού (όπως εξάλλου είναι και το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου «αντιαμερικανισμού» γενικώς). Πίσω απ’ τις συνωμοσιολογικές θεωρίες περί Ισλαμικών Τόξων και σχεδίων του Σόρος για την εξαφάνιση της Ελλάδας όπως επίσης και πίσω απ’ τα παρανοϊκά παραληρήματα του αρχιεθνικιστή Μ. Θεοδωράκη κρύβεται η άρνηση να παραδεχτούμε την ύπαρξη του μακεδονικού λαού, κράτος του οποίου είναι η Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η εθνικιστική ρητορεία συνεχίζει σήμερα το εθνοκαθαρτικό έργο που ξεκίνησε το Νεοελληνικό κράτος από την ίδρυσή του σχεδόν («Όταν έλθει ο μέγας πόλεμος η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγαρική κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι θα εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν. Αν ημείς την λάβομεν, θα τους κάνομεν όλους έλληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας» έλεγε ο Χ. Τρικούπης).

5.
Είναι προφανές ότι στα πλαίσια της έξαρσης των εθνικισμών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα Βαλκάνια όπως επίσης και στα πλαίσια της υποστήριξης που βρίσκει η Δημοκρατία της Μεκδονίας από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας, οι μακεδόνες εθνικιστές αλλά και το ίδιο το κράτος έχουν αφεθεί σ’ ένα μεγαλοϊδεατικό και βαθύτατα εθνικιστικό παραλήρημα. Μνημεία του Μ. Αλεξάνδρου, σημαίες με τον ήλιο της Βεργίνας, διαδηλώσεις, χάρτες με τη «Μεγάλη Μακεδονία» που φτάνει μέχρι το Θερμαϊκό όπως επίσης και μια καθαρά κατασκευασμένη σχολική Ιστορία συνιστούν φαινόμενα τα οποία κάθε διεθνιστής οφείλει να καταδικάζει. Ωστόσο η ύπαρξή τους δε δικαιώνει επουδενί τον ελληνικό εθνικισμό που κάνει ακριβώς τα ίδια, στο μέτρο πάντοτε του δυνατού. Το ότι η εθνικιστική προπαγάνδα του κράτους της Δημοκρατία της Μακεδονίας μας φαίνεται –και όντως είναι- χοντροκομμένη και κραυγαλέα, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι το συγκεκριμένο κράτος προσπαθεί να στήσει εκ του μηδενός, μέσα σε πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα και περικυκλωμένο από «εχθρούς» (Βούλγαροι, Έλληνες, αλβανική μειονότητα στο εσωτερικό του κ.λπ.), μια εθνική ιδεολογία σαν αυτή που διαθέτουν όλα τα υπόλοιπα μοντέρνα εθνικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ελλάδας, και την οποία αυτά επεξεργάστηκαν και προώθησαν με πολύ μεγαλύτερη χρονική άνεση.

6.
Μια σωστή διεθνιστική γραμμή, όπως το είπαμε ευθύς εξαρχής, οφείλει να πολεμά όχι μόνο τον εθνικισμό της «δικιάς της» πατρίδας, αλλά τον εθνικισμό γενικά, όπου κι αν αυτός εμφανίζεται. Γι’ αυτό, εν προκειμένω, μαζί με το ελληνικό κράτος και τους έλληνες εθνικιστές εμείς καταδικάζουμε, εξίσου, και τις ανάλογες πρακτικές του κράτους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και των εκεί Μακεδόνων εθνικιστών. Καταδικάζουμε, με άλλα λόγια, την καταπίεση της αλβανικής μειονότητας[5], όπως επίσης και τις διώξεις ενάντια στους υπηκόους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας που επιλέγουν την έκδοση βουλγαρικού διαβατηρίου[6]. Όπως και στην περίπτωση του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού και εθνικισμού, το επιχείρημα ότι το κράτος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας βρίσκεται σε «άμυνα» δε μπορεί επουδενί να δικαιολογήσει τέτοιου είδους πρακτικές.

7.
Το γεγονός ότι ο κόσμος, εδώ στην Ελλάδα, δεν κατέβηκε αυτή τη φορά στα συλλαλητήρια (οι 15.000 –με το ζόρι- του Άνθιμου και του Καρατζαφέρη είναι ανύπαρκτες μπροστά στο 1.000.000 του 1992) δε σημαίνει επουδενί ότι ο εθνικισμός βρίσκεται σε κάμψη. Αυτό που συνέβη είναι ότι τα κόμματα και η κυβέρνηση έδωσαν εντολή να αποφευχθούν οι πρακτικές του ’92 οι οποίες, όπως απεδείχθη, έβλαψαν τη χώρα σε διπλωματικό επίπεδο. Κατά τα άλλα είναι γνωστό ότι το 80% περίπου των Ελλήνων δεν αποδέχεται τη χρήση του όρου «Μακεδονία» σ’ ένα πιθανό όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτό αποδεικνύει ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά εθνικιστική και ανταγωνιστική προς τους γείτονές της, ακόμα κι αν οι πολιτικοί της δεν υιοθετούν τις μαξιμαλιστικές ρητορείες της περασμένης περιόδου. Το ζήτημα, κατά συνέπεια, της αναγνώρισης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με ό,τι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται (αναγνώριση της ύπαρξης του μακεδονικού λαού και της αντίστοιχης μειονότητας, παραδοχή των διωγμών και της καταστολής που υπέστη ιστορικά απ’ το Ελληνικό Κράτος κ.λπ.), συνιστά κομμάτι του αγώνα έναντι στο νεοελληνικό εθνικισμό και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο κάθε συνεπούς διεθνιστικής πολιτικής. Πρόκειται για την εφαρμογή, υπό τις παρούσες φυσικά συνθήκες, της ντεφετιστικής αρχής που υποστηρίζει την ήττα της «δικιάς μας» πατρίδας και την αλληλεγγύη προς τον εκάστοτε «αντίπαλο» λαό.

8.
Αυτό που, ως εκ τούτου, πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηρίζουμε, είναι η δίχως όρους αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ζητάμε την ύπαρξη ενός μόνο ονόματος που θα ισχύει, όχι μόνο για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και –κυρίως- για την Ελλάδα. Κι αυτό διότι, όπως είπαμε, η αναγνώριση της ύπαρξης του μακεδονικού έθνους και της αντίστοιχης μειονότητας αποτελεί βασικό βήμα για την προώθηση του αγώνα ενάντια στον εθνικισμό της ελληνικής κοινωνίας και στις αντίστοιχες πρακτικές τους Ελληνικού Κράτους.

9.
Είναι προφανές ότι σε μια περιοχή σαν τα Βαλκάνια, όπου το εθνικό και θρησκευτικό στοιχείο δεν έχει πάψει στιγμή, σχεδόν, να παίζει κεντρικό ρόλο, μια σωστή επαναστατική και διεθνιστική πολιτική θα πρέπει να υποστηρίζει τη σταδιακή μετατροπή των εθνικών κρατών σε κράτη συνταγματικά και αεθνικά. Όταν μέσα σε κάθε κράτος υπάρχουν δύο και τρεις εθνικές μειονότητες, ο μόνος τρόπος για την εκτόνωση και την κατασίγαση των εθνικιστικών συγκρούσεων και φανατισμών είναι η ουδετεροποίηση, από πλευράς εθνικής –και θρησκευτικής- ταυτότητας, του κράτους. Το γενικότερο πρόταγμα για την εξάλειψη του εθνικού χαρακτήρα των σύγχρονων κρατών θα πρέπει να υποστηριχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή σφοδρότητα στις χώρες των Βαλκανίων, όπου οι άνθρωποι ορίζονται σχεδόν αποκλειστικά βάσει των εθνικών και θρησκευτικών τους προσδιορισμών.
-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΛΑΟ.

-ΣΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» ΑΛΛΑ ΤΟ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».

[1]«Εκθεσις περί Μακεδονίας Β΄. Θεσσαλονίκη-Σκόπεια», Εν Κων/λει 26.8.1905 και αναδημοσίευση στον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας στις 5/6/2005.

[2] Και σε αυτή ακόμα την περίπτωση, όμως, οι Έλληνες δεν έχουν παραπάνω λόγους να δηλώνουν απόγονοι «του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη» -όπως έλεγε το τραγούδι με το οποίο είχε πάει κάποτε στη Γιουροβίζιον η Καίτη Γαρμπή-, καθώς, όπως το έχει δείξει ο Φαλμεράιερ (στο περίφημο έργο του τού 1835 Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων), οι σύγχρονοι Έλληνες είναι προϊόν προσμίξεων με το σλαβικό και το αλβανικό στοιχείο.

[3] Χαρακτηριστική ήταν εν προκειμένω η ανηλεής επίθεση του εθνικιστή Ν. Εισαγγελάτου στον Π. Βοσκόπουλο, μέλος της Αντιεθνικιστικής Κίνησης και του Ουράνιου Τόξου (κόμματος της ελληνικής μακεδονικής μειονότητας), όταν, στα πλαίσια τους δελτίου ειδήσεων του ακροδεξιού Ant1, προσπάθησε να διαβάσει τεκμήρια που αποδείκνυαν, ακόμα και στους κουφούς, την ύπαρξη της μακεδονικής μειονότητας και την καταστολή την οποία υπέστη, ιστορικά, απ’ το Ελληνικό Κράτος.

[4] Βλ. σχετικά το υλικό που παρουσίασε ο Π. Τσίμας στην εκπομπή Έρευνα στις 11/3/2008. Καθόλου τυχαία, επίσης, οι Βούλγαροι, ακόμα και σε επίπεδο κράτους, αρνούνται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, λέγοντας ότι η γλώσσα των κατοίκων της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι παρά μια παραλλαγή της Βουλγαρικής. Ωστόσο, ο καθηγητής Reiss, που έκανε εθνολογικές μελέτες στη Μακεδονία, για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης του 1914, κατέληγε ότι «Τα Μακεδονικά δεν είναι η γλώσσα που μιλούν στη Σόφια» (στο πόρισμά του «Rapport sur la situation des boulgarophones et des musulmans dans le nouvelles provinces grecques»).

[5] «Την ίδια ώρα που οι αρχές της Δημοκρατίας της Μακεδονίας επικαλούνται έναντι της Ελλάδας το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, αρνούνται το ίδιο δικαίωμα στους αλβανικής καταγωγής υπηκόους τους… Ενώ η Ελλάδα “πλακώνεται” με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας για το θέμα του ονόματος, μέσα στην ίδια τη Δημοκρατία της Μακεδονίας “πλακώνονται” μεταξύ τους για ένα εξίσου συμβολικό ζήτημα. Για τη σημαία –όχι της «Βεργίνας» αλλά την αλβανική- και για το αν αυτή μπορεί να κυματίζει ελεύθερα εντός της χώρας» (Ποντίκι Global, 22/11/2007).

[6] Βλ. το επεισόδιο της Έρευνας που αναφέραμε σε προηγούμενη υποσημείωση. Εννοείται, ειρήσθω εν παρόδω, ότι καταδικάζουμε την απαγόρευση συμμετοχής στις εθνικές εκλογές του κόμματος της μακεδονικής μειονότητας απ’ το Βουλγαρικό κράτος.
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Υστερόγραφο, σχετικά με την εθνικιστική κατάντια της Αριστεράς : είναι γνωστό ότι η επικράτηση του σταλινισμού στην ελληνική αριστερά είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνιση του παραδοσιακού διεθνισμού του εργατικού κινήματος, χάριν του αριστερού σοβινισμού. Αυτό είναι γνωστό και το έχουν καταγγείλει πολλοί (με πρώτο και καλύτερο τον Σπύρο Στίνα), μεταξύ των οποίων κι εμείς, σε άλλο κείμενό μας. Εν προκειμένω δημοσιεύουμε απλώς ένα πολύ χαρακτηριστικό «ντοκουμέντο», ενδεικτικό της μέσης αριστερής νοοτροπίας εδώ στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα σχόλιο, παρμένο απ’ το ηλεκτρονικό φόρουμ του ΣΥΡΙΖΑ, σχετικό με τις θέσεις της Οικολογικής Παρέμβασης αναφορικά προς το Μακεδονικό. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η Οικολογική Παρέμβαση είναι μια απ’ τις πρώτες οργανώσεις η οποία, ήδη πριν από τις εκλογές, έθεσε ανοιχτά το ζήτημα με διεθνιστικούς όρους και προπαγάνδισε την ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας, εκδίδοντας, μεταξύ άλλων, και το περίφημο αυτοκόλλητο με το σύνθημα «Αλληλεγγύη στη Δημοκρατία της Μακεδονίας» (βλ. εδώ). Οι επιθέσεις που έχει δεχθεί, στην αρχή από το σύνολο σχεδόν των ακροδεξιών οργανώσεων και στη συνέχεια, όλο και περισσότερο, από αριστερούς εθνικιστικούς κύκλους, είναι ένδειξη του πόσο ενοχλούν σήμερα οι πραγματικά διεθνιστικές θέσεις. Εμείς φυσικά, όπως το έχουμε ξανακάνει, δε μπορούμε παρά να καταδικάσουμε τον εθνικιστικό οχετό, απ’ όπου κι αν προέρχεται, και να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στους συντρόφους της Ο. Π. Ιδού λοιπόν το πολύ χαρακτηριστικό ντοκουμέντο: «Επίσης , σχετικά με την Οικολογική Παρέμβαση πιστέψτε με ότι εάν το θέμα έπαιρνε διαστάσεις ΠΡΙΝ τις εκλογές θα έπεφτε πολύ ντομάτα κάθε φορά που κάποιος θα αναφερόταν σε αυτούς. Και δεν θα ήταν από το 3,8 των χουντικών ... αλλά από το 80% του πληθυσμού που έχει τις ίδιες απόψεις για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας κι έχει τις ίδιες φοβίες γύρω από την αναμόχλευση θεμάτων σχετικών με μειονότητες, σχολεία ,εκκλησίες, και τελικά εδάφη. Θα είχε κόστος στο ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο από τους 1000 ψήφους που θα μπορούσε να του φέρει σύσσωμη η "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ" μειονότητα. Και μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που παρακολουθούν τις συζητήσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το Μακεδονικό με ανησυχία. Ανησυχία που ΔΕΝ είχαν όταν αγνοούσαν την ύπαρξη της ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Κι από εκεί που το Σκοπιανό δεν ήταν καν στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κουβέντα προεκλογικά, ... εμφανίστηκε η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ με δελτία τύπου στα ΣΚΟΠΙΑΝΑ. Δεν είναι λογικό οι Ελληναράδες να αντιδράσουν;;; Εδώ αντέδρασαν κι εντός του ΣΥΡΙΖΑ... οι εκτός θα τους τη χάριζαν;;;».

Friday 14 March 2008

Τηλεόραση, ακροδεξιά και λαϊκισμός

Η άνοδος της ακροδεξιάς που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και η μετατροπή της σε σταθερό, αν και όχι επίφοβο, πολιτικό παράγοντα είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να μας απασχολήσει και να εκτιμηθεί. Ειδικά μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Η είσοδος του ΛΑ.Ο.Σ. στη βουλή θα πρέπει να μελετηθεί σε συνάρτηση με την εκλογική βάση του εν λόγω κόμματος προκειμένου να δούμε κατά πόσον εκφράζει ή όχι μια συνολικότερη στροφή της κοινωνίας προς συγκεκριμένου τύπου, ακροδεξιές και νεοσυντηρητικές θέσεις. Εν προκειμένω καταθέτουμε μερικές αρχικές παρατηρήσεις σχετικά με την ελληνική εκδοχή του φαινομένου, κυρίως σε ό,τι αφορά στη σχέση του με την τηλεόραση.

Η αναφορά στη σχέση της ακροδεξιάς με την τηλεόραση είναι καθοριστική για την εκτίμηση της ελληνικής εκδοχής της όλης κατάστασης. Στα πλαίσια της ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει κανείς να παρατηρήσει τον απολύτως κυρίαρχο ρόλο που παίζει η τηλεόραση. Κανείς δεν αμφισβητεί την παντοδυναμία που απολαμβάνουν τα ΜΜΕ γενικώς αλλά και η τηλεόραση ειδικότερα μέσα στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες. Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες δυτικές χώρες, η ελληνική περίπτωση εμφανίζει μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν να κάνουν με τη σχεδόν απόλυτη παντοδυναμία της τηλεόρασης. Στην Ελλάδα η τηλεόραση έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταλάβει τον δημόσιο χώρο της κοινωνίας, καθώς είναι αυτή που κάθε φορά καθορίζει την «ατζέντα» των θεμάτων με τα οποία οφείλουμε ν’ ασχολούμαστε: από τα ζητήματα της «πολιτικής» επικαιρότητας μέχρι τα τελευταία κοσμικά νέα (ειδικότητα του κ. Μαλέλη). Αυτό φυσικά συμβαίνει σχεδόν παντού στον κόσμο. Εν τούτοις εδώ στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις πολύ ευρύτερες απ’ αυτές που έχει σε άλλες χώρες, κυρίως στην Ευρώπη. Το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάγνωσης εφημερίδων –και φυσικά βιβλίων- που χαρακτηρίζουν το Νεοέλληνα δεν είναι καθόλου άσχετα με ό,τι συζητάμε εν προκειμένω. Προφανώς όλα αυτά έχουν να κάνουν με το γεγονός πως η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις καθεαυτό δυτικές χώρες, είναι μια χώρα δίχως κανενός είδους δημοκρατική πολιτική και πολιτιστική παράδοση. Έτσι, μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κατάφερε να αλωθεί κυριολεκτικά απ’ τα εισαγόμενα καταναλωτικά ήθη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πραγματική πολιτιστική αποκτήνωση των ατόμων, τη φοιβοποίηση και την ψινακοποίησή τους. Αν, με άλλα λόγια, η μπερλουσκονικής αισθητικής ιταλική τηλεόραση συνιστά μια αταίριαστη παρεκτροπή σε σύγκριση με την ιταλική κουλτούρα –ακόμα και υπό τη σημερινή, μεταμοντέρνα εκδοχή της-, η ελληνική κοινωνία οφείλει να ιδωθεί ως το ακριβές αντίστοιχο του ψινακισμού, του κουγισμού και της αισθητικής του ζεύγους Ευαγγελάτου. Αν στον υπόλοιπο κόσμο οι τηλεοπτικές περσόνες έχουν γίνει διασημότητες που αναγνωρίζονται απ’ όλο τον κόσμο, εδώ στην Ελλάδα οι μεγαλοδημοσιογράφοι κι οι παρουσιαστές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, προέκταση των μελών της οικογένειάς μας: μας κάνουν παρέα, όταν τρώμε, μας ενημερώνουν, μας διασκεδάζουν κ.λπ.

Όποιος, λοιπόν, παρακολουθεί τις εμφανίσεις των πολιτικών στη τηλεόραση, θα έχει παρατηρήσει τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισης των στελεχών του ακροδεξιού κόμματος[1]. Κάποιος παραδοσιακά σκεπτόμενος θα υποστήριζε ότι η υπερβολική προβολή του ΛΑ.Ο.Σ. από τα μέσα, αλλά ιδιαιτέρως από την τηλεόραση για να είμαστε ακριβείς, οφείλεται σε κάποια συνωμοσία. Χωρίς να αποκλείουμε το ενδεχόμενο ορισμένα μέσα να προβάλουν το εν λόγω κόμμα για μικροπολιτικούς λόγους εταιρικού ή άλλου συμφέροντος, θέλουμε να σταθούμε κάπου αλλού· να σταθούμε στο πιο ανησυχητικό σημείο του πράγματος.

Το σημείο αυτό είναι η αυξημένη τηλεθέαση που προσφέρουν στα κανάλια τα στελέχη του κ. Καρατζαφέρη. Η τηλεθέαση αυτή, όχι απαραίτητα μονοσήμαντα ερμηνεύσιμη, υποδεικνύει κατ’ αρχάς τη σιωπηρή –τουλάχιστον παθητική- αποδοχή των ακροδεξιών απόψεων από μερίδα του κοινού. Είναι σημαντικό και ενδεικτικό της κατάστασης το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να λέει ελεύθερα πια ρατσιστικές και ακραία συντηρητικές απόψεις, χωρίς να προκαλείται καμία αντίδραση. Αυτό που ο Καστοριάδης ονόμαζε «άνοδο της ασημαντότητας» είναι μία μόνο πτυχή της ολοένα και αυξανόμενης απάθειας. Ας μην ξεχνάμε ότι η τηλεόραση είναι ένα κατ’ εξοχήν παθητικό μέσο στο οποίο λόγω της ταχύτητας της εναλλαγής της εικόνας, η μοναδική δυνατότητα συμμετοχής -έστω νοητικής- του τηλεθεατή εξαντλείται στη ταύτισή του με έναν από τους παραθυρούχους , οι οποίοι έχουν φροντίσει με επιμέλεια να αναλάβουν ένα συγκεκριμένο και εύπεπτο ρόλο. Επιπλέον, ο βαθμός παθητικότητας του τηλεθεατή ειναι σε τεράστιο βαθμό αυξημένος συγκρινόμενος με την παθητικότητα που προκαλείται από άλλα μέσα, όπως το ραδιόφωνο. Η τηλεόραση απαιτεί και προκαλεί την πλήρη προσήλωση του θεατή, καθώς αντικαθιστά πλήρως την πραγματικότητα συνιστώντας το υποκατάστατό της, αφού προσφέρει το αντίστοιχο των βασικών αισθήσεων: της όρασης και της ακοής. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να ακούει μηχανικά ραδιόφωνο και να κάνει παράλληλα κάτι άλλο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι μπορεί να βλέπει τηλεόραση και να κάνει παράλληλα κάτι άλλο. Κατά κανόνα, η τηλεόραση συγκεντρώνει αποκλειστικά την προσοχή μας, προκαλεί την προσήλωσή μας και μας απορροφά στην πραγματικότητά της, επιφέροντας σε οριακές περιπτώσεις ή στη συνήθη καθημερινή στιγμή της πλήρους καθήλωσής μας την κατάργηση του πραγματικού ένεκα της εισβολής του τηλεοπτικού/εικονικού.

Η άνοδος της ακροδεξιάς στη Ελλάδα πρέπει να συσχετιστεί με το λαϊκισμό που αποτελεί την βασική έκφραση της τηλεοπτικής κουλτούρας και ο οποίος έχει καλλιεργηθεί από οθόνης την τελευταία 10ετία. Τα βασικά στοιχεία του λαϊκισμού αυτού είναι ο καταγγελτισμός («όλοι τα παίρνουνε») που συνδέεται με την παθητικότητα και την αναισθησία του κατοικοεδρεύοντος στον καναπέ τηλεθεατή, αλλά και με την ταύτισή του με τον παρουσιαστή-τιμωρό (Τριανταφυλλόπουλος, Χίος, Γιάννης Παπαγιάννης, Μάκης Κουρής κ.λπ.). Ο χώρος που αναλογεί στον τηλεθεατή στην τηλεοπτική πραγματικότητα είναι περιορισμένος. Και καθορίζεται από τη δυνατότητά του να ταυτιστεί με κάποιον άλλο. Ο όρος της ύπαρξης στο τηλεοπτικό σύμπαν είναι η ταύτιση. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει στο αντιπροσωπευτικό σύστημα: μπορείς να συμμετέχεις στη πολιτική δι’ αντιπροσώπου, μπορείς να βγεις σε τηλεοπτικό παράθυρο δι’ αντιπροσώπου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της τηλεοπτικής κουλτούρας είναι η υπεράσπιση ενός συντηρητισμού παλαιάς κοπής διανθισμένου με δήθεν φιλελεύθερα στοιχεία («έχω και γω φίλους ομοφυλόφιλους, αλλά...»). Η παράμετρος αυτή συνδέεται με το σεξουαλικό στοιχείο, πάντα ενυπάρχον και υπογείως –ως υπονοούμενο- κυριάρχο σε κάθε ευκαιρία. Το στοιχείο αυτό, και ιδιαιτέρως ο τρόπος που παρουσιάζεται, φαίνεται να αποτελεί μέσο υπεραναπλήρωσης της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας του τηλεθεατή ή ακόμα και απλή υποκρισία. Στις κλειδαρότρυπες δηλαδή βλέπουμε ό,τι θέλουμε να δούμε· είτε για να δικαιώσουμε την ηθική μας (παρατηρώντας την «αθλιότητα» των άλλων ή ανακαλύπτοντας ότι «όλοι ίδιοι είμαστε») είτε απλά για να ικανοποιηθούμε. Γενικά, αυτή είναι η λειτουργία του ηθικισμού εν γένει.

Το επιχείρημά μας για τη σύνδεση της ακροδεξιάς με τον τηλεοπτικό λαϊκισμό ενισχύει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του ΛΑ.Ο.Σ. προέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την τηλεόραση. Άλλοι είναι «διάσημοι» τηλεπλασιέ βιβλίων, άλλοι συμπαρουσιαστές και συμπαρουσιάστριες ελαφρών τηλεοπτικών εκπομπών, άλλοι θαμώνες των τηλεοπτικών παραθύρων με τις διάφορες ιδιότητές τους (πολύτεκνοι, στρατιωτικοί, φοροτεχνικοί, τραγουδίστριες, δημοσιογράφοι, παπάδες, τέκνα αντισημιτών πατέρων). Τέτοια σχέση με την τηλεόραση δεν έχει αναλογικά κανένα άλλο κόμμα πλην του συγκεκριμένου. Επιπλέον ο κ. Καρατζαφέρης είναι ιδιοκτήτης ενός καναλιού, αν δεν κάνουμε λάθος. Και οι συνεργάτες του εμφανίζονται κατά κόρον σε κανάλια μικρής εμβέλειας για να προωθήσουν τους εμπορικούς ή πολιτικούς σκοπούς τους. Ο κ. Καρατζαφέρης με τη νεο-ακροδεξιά ιδεολογία του έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ολόκληρο το φάσμα του λαϊκιστικού συντηρητισμού που επικαλείται από το Χίτλερ (ο κ. Πλεύρης) ως τον Τσε Γκεβάρα (ο παπά-Τσάκαλος). Προφανώς, στην ιδεολογία αυτή, της οποίας τη σχέση με τον παραδοσιακό εθνικοσοσιαλισμό μπορούμε να αναζητήσουμε, όλα χωράνε και όλα αφομοιώνονται. Αλλά υπάρχουν μερικές αρχές που παραμένουν αδιαπραγμάτευτες συμπυκνωμένες, όπως το εβαπορέ γάλα που «μεγαλώνει γερά παιδιά», στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι μεσημεριανές ελαφρές εκπομπές έχουν φιλοξενήσει αποκλειστικά αφιερώματα σε στελέχη του ακροδεξιού κόμματος, νομίζουμε και στον αρχηγό του, αλλά κανέναν άλλο πολιτικό σε αντίστοιχη θέση, αν εξαιρέσουμε τον αναλόγων πεποιθήσεων Νομάρχη κ. Ψωμιάδη[2]. Παρόμοια συμβαίνουν και σε μεταμεσονύκτιες ελαφρές εκπομπές, όπως αυτή του κ. Αναστασιάδη[3], η οποία εκπροσωπεί αντίστοιχες ιδέες στην πιο κυνική και μεταμοντέρνα μηδενιστική τους έκδοση (εξαιτίας της ανάμιξής τους με τον κωστοπουλισμό των ‘90s). Στην εκπομπή αυτή είχαμε τη χαρά να πληροφορηθούμε τις σχέσεις του κ. Άδωνι Γεωργιάδη με τη μνηστή του, οι οποίες και μας ενδιέφεραν πολύ. Η εκπομπή της κ. Δρούζα φιλοξενεί σε τακτική βάση ένα βουλευτή του ακροδεξιού κόμματος και βέβαια εξαιρετικά σπάνια (μάλλον ποτέ) το βουλευτή κάποιου άλλου κόμματος. Η αδυναμία της κ. Δρούζα είναι ο γνωστός ακροδεξιός πρώην τηλεπλασιέ, κ. Βελλόπουλος.

Ασφαλώς το Εθνικό Ραδιοτηλεπτικό Συμβούλιο δεν έχει καμία διάθεση να ασχοληθεί με την εξόφθαλμα άνιση κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου, καθώς είναι απασχολημένο με την επιβολή προστίμων για εικόνες που προκαλούν το αίσθημα όσων διακατέχονται από το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, όπως στην περίπτωση του φιλιού μεταξύ δύο ανδρών σε σχετικά πρόσφατο σήριαλ ή όπως στην περίπτωση του Μπομπ Σφουγγαράκη. Δηλαδή δεν απέχει και πολύ απ’ την πραγματικότητα η άποψη ότι το ΛΑΟΣ και το ΕΣΡ υπηρετούν τις ίδιες αξίες. Βεβαίως, ούτε η ΕΣΗΕΑ βρίσκει κάτι αντιδεοντολογικό στο γεγονός ότι η τηλεόραση έχει μετατραπεί σε γραφείο τύπου του ακροδεξιού κόμματος. Το ζήτημα όμως, όπως είπαμε, είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται και δε θα λύνονταν με μια απλή ισοκατανομή του τηλεοπτικού χρόνου. Το πρόβλημα δεν είναι το προϊόν, αλλά αυτός που το καταναλώνει.

Ας επιστρέψουμε για λίγο στο φαινόμενο του λαϊκισμού και στην ακροδεξιά του απόχρωση. Να πούμε εξαρχής ότι η λειτουργία του λαϊκισμού συνίσταται στο να δικαιώνει με κάθε κόστος το «λαό» που εν προκειμένω ταυτίζεται με το τηλεοπτικό κοινό. Πρέπει να μιλάμε, λοιπόν, στη περίπτωσή μας για «τηλεοπτικό λαϊκισμό», όχι γιατί στην εποχή μας υπάρχει και κάποιου άλλου είδους λαϊκισμός χάριν του οποίου πρέπει να κάνουμε μία διάκριση, αλλά επειδή η έννοια του «λαού» και η όποια σημασία της με την πολιτική έχει συνταυτιστεί με την έννοια του τηλεοπτικού κοινού· δηλαδή ο δημόσιος χώρος ή ο δημόσιος/ιδιωτικός χώρος (η αρχαιοελληνική αγορά)[4] είναι πλέον η τηλεόραση και ο πολίτης είναι ο τηλεθεατής ή όπως γράφει κάθε τόσο ο Ευγένιος Αρανίτσης, η τηλεόραση υποκαθιστά την κοινωνία. Ο νέου είδους δημόσιος χώρος, παρουσιάζει καινοφανή χαρακτηριστικά που καθορίζονται από τη μη διαδραστικότητα του μέσου (ο τηλεθεατής δε μπορεί να παρέμβει) και την πλήρη παθητικότητα που αυτό επιβάλλει. Ασφαλώς, η τηλεόραση θα μπορούσε να παραμένει ένα μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης χωρίς να υποκαθιστά το δημόσιο χώρο, αρκεί να επιφέρονταν βασικές αλλαγές που θα καταργούσαν ή τουλάχιστον θα αλλοίωναν την απόλυτα παθητικοποιητική της φύση[5]. Σε άλλες εποχές, πριν από τη δημιουργία της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο και ο τύπος παρέμεναν μέσα επικοινωνίας και πληροφόρησης, χωρίς να υποκαθιστούν την αγορά ή τη δημόσια σφαίρα. Αυτό δείχνει την ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης, στην οποία αναφερθήκαμε και προηγουμένως. Η τηλεόραση, ως φαντασιακή σημασία της σύγχρονης κοινωνίας γεννήθηκε από το σύμπαν σημασιών του ώριμου καπιταλισμού και συνεπώς αντιστοιχεί απόλυτα στο σύμπαν αυτό, καθώς και σε όλες τις παράλληλες με αυτήν σημασίες, όπως ο καταναλωτισμός. Τόσο η ίδια όσο κι ο τύπος σχέσεων και ανθρώπου που προωθεί συνιστούν βασική δομή της καταναλωτικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και σήμερα, σε εποχές δηλαδή κοινωνικής αποσύνθεσης και πλήρους σχεδόν αποπολιτικοποίησης, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει πλήρως. Θα μπορούσε βέβαια η τηλεόραση, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, να αποτελεί ένα μέσο που υπάρχει παράλληλα με την αγορά ή την κατεξοχήν δημόσια σφαίρα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει θεμελιώδεις αλλαγές τόσο στη φύση του ίδιου του μέσου όσο και στη φύση της συνολικής κοινωνικής θέσμισης που το γεννά και του δίνει αυτόν τον κεντρικό ρόλο.

Ο λαϊκισμός, όμως, σε κάθε του εκδοχή –και πολύ περισσότερο στην τηλεοπτική- ενδιαφέρεται να προωθήσει και να δικαιώσει την παθητικότητα και την ανευθυνότητα του «λαού» που είναι βασισμένη στη θεώρησή του σαν μάζα[6]. Κατ’ αρχάς, από τη σημασία του «λαού» αντιπροσωπεύεται ο μέσος άνθρωπος, ο μέσος Έλληνας και ο μέσος Γερμανός για να φέρουμε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο μέσος άνθρωπος –δεν τολμούμε να πούμε πολίτης- αντιπροσωπεύει τη μετριότητα εν προκειμένω και αντιπαρατίθεται σε ό,τι αντιβαίνει προς αυτήν. Όταν ο Χίμλερ λέει ότι «όταν ακούω διανοούμενος, μού ρχεται να βγάλω το όπλο μου», εκφράζει το αίσθημα του μέσου Γερμανού, όσο και ο Άδωνης Γεωργιάδης όταν μιλάει για «κουλτουριάρηδες» του Συνασπισμού ή της αριστεράς εν γένει. Οι ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ προέρχονται συνήθως από χαμηλού μορφωτικού επιπέδου στρώματα τα οποία εμφανίζουν συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι σε όποιον θεωρούν ανώτερο απ’ αυτούς. Για το λόγο αυτό, άλλωστε οι ηγέτες των λαϊκιστικών κινημάτων –όπως και οι δημοφιλείς τηλεδημοσιογράφοι – τιμωροί- εμφανίζονται ως προερχόμενοι από τα σπλάχνα της μάζας την οποία αντιπροσωπεύουν. Ο ήγετης εμφανίζεται έτσι ταυτόχρονα ανώτερος και ισότιμος με τη μάζα και με βάση αυτόν τον περίεργο συνδυασμό μπορεί το απλό μέλος της μάζας να ταυτιστεί μαζί του, αλλά και να τον υπακούσει άκριτα. Ο ηγέτης, πρόσωπο ταυτοχρόνως οικείο και απρόσιτο, ένας από μας αλλά και ένας υπεράνω ημών, μπορεί ταυτιστεί ψυχαναλυτικά με το πρότυπο του Πατέρα, όπως υποστηρίζει ο Φρόιντ στην Ψυχολογία των μαζών και την ανάλυση του Εγώ. Ο Καρατζαφέρης στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία ενός τέτοιου τύπου σχέσης όταν λανσάρει το προφίλ του «δουλεύω από δέκα χρονών» και «έχω κάνει όλα τα επαγγέλματα, ακόμα και το γαλατά».

Η μάζα, συγκροτείται στη βάση της μισαλλοδοξίας. Για να επιτευχθεί η συσπείρωσή της, είναι αναγκαίο να υπάρχουν ή να εφευρίσκονται εχθροί. Για την ελληνική ακροδεξία, οι εχθροί έχουν διάφορα πρόσωπα (Εβραίοι, αναρχικοί, Αμερικάνοι, Αλβανοί κ.λπ.), αλλά συνήθως στοχεύουν στην υπονόμευση του έθνους. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το παρανοϊκό παραλήρημα των ακροδεξιών λογοκριτών του βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού και οι θεωρίες τους περί «Νέας Τάξης», σχεδίων του διεθνούς σιωνισμού (κάτι μας θυμίζει αυτό), του Σόρος κ.λπ., των οποίων εμείς που υποστηρίξαμε το βιβλίο είμαστε, ως γνωστόν, πράκτορες. Α, στη καλύτερη περίπτωση, όπως ανέφερε, αν θυμόμαστε καλά, ο εκδίδων το ακροδεξιό περιοδικό Ρεσάλτο, είμαστε ηλίθιοι.

Θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι στην περίπτωση του ΛΑΟΣ δε θεωρούμε ότι έχουμε να κάνουμε με την άνοδο ενός φασιστικού κινήματος. Προς το παρόν δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να μας ωθεί προς μια τέτοια εκτίμηση. Αυτό που λείπει -και είναι κάτι το ουσιώδες- είναι η ενεργητικότητα που χαρακτήριζε το ναζιστικό και το φασιστικό κίνημα και το οποίο χαρακτηρίζει σύγχρονες νεοναζιστικές ομάδες όπως η Χρυσή Αυγή. Ασφαλώς μιλάμε εδώ για μία ενεργητικότητα μιλιταριστική και επουδενί για μία ενεργητικότητα διανοητική. Υπάρχει δηλαδή διάκριση εν προκειμένω μεταξύ του ακροδεξιού λαϊκισμού του ΛΑΟΣ και του νεοναζισμού που εκπροσωπείται από τη Χρυσή Αυγή, παρ’ όλο που υπάρχει μία περιοχή που φανερά ή αφανέρωτα συναντιούνται. Ας μην ξεχνάμε ότι βουλευτές του ΛΑΟΣ είναι ο υιός Πλεύρης και ο Βορίδης, γνωστοί και οι δύο για τις σχέσεις τους με το νεοναζισμό. Το ΛΑΟΣ, όμως, σε ανακοίνωσή του για τις συγκρούσεις μεταξύ μελών της Χρυσής Αυγής και μελών αντιφασιστικών ομάδων στο κέντρο της Αθήνας στις 2/2, φρόντισε να κρατήσει σχεδόν ίσες αποστάσεις και από τις δύο πλευρές, αποφεύγοντας «να κλείσει το μάτι»[7] όπως παραδοσιακά έκανε στους οπαδούς της νεοναζιστικής ομάδας. Αν θυμόμαστε καλά, μίλησε για «ακραίες» ομάδες καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Η τακτική αυτή είναι κατά τη γνώμη μας ενδεικτική ενός νέου target group στο οποίο στοχεύει ο Καρατζαφέρης. Σημειώνουμε επίσης ότι την ίδια περίπου τακτική ακολούθησε και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν τοποθετήθηκε επί των ιδεών που εξέφραζαν οι δύο συγκρουόμενες παρατάξεις, καταδικάζοντας, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος, το ναζισμό. Οι ανακοινώσεις και των δύο κομμάτων αλλά και η τακτική της ΝΔ και των δημοσιογραφών της τηλεόρασης ήταν προς την αναγνώριση του δικαιώματος του φιλήσυχου πολίτη να πηγαίνει για ψώνια. Από τη μεριά μας, το έχουμε γράψει και αλλού[8], δεν θεωρούμε το δικαίωμα του να πηγαίνει κάποιος για ψώνια ισότιμο με το δικαίωμα στην ελεύθερη συνάθροιση και διαμαρτυρία. Αν και, ειρήσθω εν παρόδω, δεν προσυπογράφουμε τη βία ως μέσο επίλυσης τέτοιων προβλημάτων και έχουμε επιφυλάξεις για τις προσπάθειες θέσης εκτός νόμου ακραίων ομάδων όπως η Χρυσή Αυγή[9]. Και αυτό για λόγους πολιτικού φιλελευθερισμού και ανεκτικότητας, αλλά και επειδή θεωρούμε ότι τέτοιες κινήσεις, όπως έχει δείξει η ιστορία ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν αυτές τις ομάδες[10]. Η κρίση μας περί μη ισοτιμίας των δύο δικαιωμάτων δεν έχει να κάνει μόνο με το καταναλωτικό και αποχαυνωτικό περιεχόμενο του «δικαιώματος» στα ψώνια αλλά γίνεται και στη βάση της διαπίστωσης ότι στη σύγχρονη εποχή η πολιτική εν γένει τείνει να περιθωριοιποιηθεί ολοκληρωτικά και να εξαλειφθεί ακόμα και από το λεξιλόγιο των ανθρώπων. Αν είναι λοιπόν στην εποχή αυτή να υπερασπιστούμε ένα δικαίωμα, θεωρούμε σημαντικότερο να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην διαδήλωση, που παρά το συχνά ετερόνομο και ξενωτικό του χαρακτήρα διατηρεί, ως προϊόν της ιστορικής παράδοσης του προτάγματος της αυτονομίας στις πολλαπλές εκδηλώσεις του, ζωντανή τη δυνατότητα της αντίστασης στην επελαύνουσα βαρβαρότητα της πολιτικής ή καλύτερα της γενικευμένης απάθειας. Κατά τη γνώμη μας, το διακύβευμα είναι ιστορικά μεγάλο, όσο κι αν ακούγεται μελοδραματική η έκφραση, για να το εγκαταλείψουμε για χάρη του δικαιώματος στα ψώνια.

Αλλά το τελευταίο αυτό δικαίωμα, δικαίωμα τόσο χυδαίο που μόνο σε μια εποχή σαν τη σημερινή θα μπορούσε να υποστηριχτεί, παρουσιάζεται ως αίτημα μιας νέας «τάξης» που εμφανίζεται στη «δημόσια» σφαίρα (των δημοσκοπήσεων) και που σχετίζεται αφενός με την άνοδο της ακροδεξιάς και αφετέρου με την ολοένα και εντεινόμενη συντηρητικοποίηση των κομμάτων, η οποία δεν ακολουθεί παρά τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας είναι η άνοδος του περίφημου «μεσαίου χώρου» στου οποίου τις ψήφους ελπίζουν τα τρία προαναφερθέντα –τουλάχιστον- κόμματα. Ο «μεσαίος χώρος» στον οποίο στοχεύουν οι μικροπολιτικές μανούβρες των κομμάτων κινείται πάνω κάτω από τις αξίες της τάξης και της ασφάλειας που αποτελούν τον πυρήνα της συντηρητικής ρητορείας στην οποία έχει επιδοθεί τελευταία όχι μόνο ο Σαρκοζί (ο οποίος πρόσφατα ζήτησε «να τελειώνουμε με το Μάη του ‘68»), αλλά ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η απαίτηση της ασφάλειας συναρτάται ασφαλώς με την απόλυτη και άνευ όρων προσχώρηση στο μικροαστικό φαντασιακό το οποίο επιτάσσει να κοιτάζει ο καθένας τη δουλειά του και το συμφέρον του. Η πολιτική απάθεια, ο αμοραλισμός και ένας πρωτοφανής φοβικός εγκλεισμός του ανθρώπου στη σφαίρα των ιδιωτικών του μικροσυμφερόντων είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτής της νέας συντηρητικής κοινωνίας. Στην κοινωνία αυτή, χάνονται ολοένα και περισσότερο οι δυνατότητες των ανθρώπων να διαρρηγνύουν έστω και σε ετερόνομα πλαίσια τον εγκλεισμό τους και να δημιουργούν μορφές συλλογικής ζωής, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Πρόκειται για μία «ιδιωτική κοινωνία», όσο κι αν ο όρος μοιάζει αντιφατικός, που καθορίζεται από τη μετεξέλιξη των χαρακτηριστικών της ζωής στις δυτικές μητροπόλεις (μοναξιά, αποξένωση, ιδιώτευση κ.τ.λ.), τα οποία περιέγραφαν ήδη από τη δεκαετία του ’50 ο Καστοριάδης και τόσοι άλλοι.

Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργηθεί μετά την υποχώρηση των επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων που άκμαζαν στη Δύση μέχρι και πριν από τριάντα χρόνια. Η ύπαρξη αυτών των κινημάτων μαζί με την ύπαρξη πρωτοποριακών κινημάτων στο χώρο της τέχνης ή της φιλοσοφίας, όπως επίσης και σε συνδυασμό με τη γενικότερη δημιουργικότητα της κοινωνίας σε όλους τους τομείς, προωθούσε ιδέες και αξίες ριζοσπαστικές, οι οποίες ωθούσαν τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού προς θέσεις φιλελεύθερες ή ακόμα και ριζοσπαστικές. Με την υποχώρησή τους όμως, αυτός ο περίφημος μεσαίος χώρος, ως εκ φύσεως, στρέφεται προς τις συντηρητικές συμπεριφορές που του είναι περισσότερο οικείες[11]. Με άλλα λόγια, παλιότερα υπήρχε ένα σημαντικό, έστω κι αν ήταν μειοψηφικό, στρώμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών το οποίο προωθούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αξίες και συμπεριφορές που ενσάρκωναν το πρόταγμα της αυτονομίας (οι φιλελεύθεροι αστοί στα τέλη του 18ου αιώνα, το εργατικό κίνημα στη συνέχεια, ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός και τα «νέα κοινωνικά κινήματα» των δεκαετιών του ’60 και του ’70 κατά τον επόμενο αιώνα κ.λπ.). Η ύπαρξη αυτού του στρώματος ωθούσε συνολικά την κοινωνία προς θέσεις περισσότερο προοδευτικές. Με την κατάρρευση όμως των επαναστατικών κινημάτων, ήρθε στο προσκήνιο η λεγόμενη generation X ή «γενιά των τριαντάρηδων»[12], βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο κυνισμός, η αποπολιτικοποίηση, η αδιαφορία για οτιδήποτε υπερβαίνει την ιδιωτική σφαίρα και το κενό νοήματος. Αυτή η γενιά πήρε τη θέση των παλαιότερων προοδευτικών στρωμάτων της κοινωνίας και είναι αυτή που ενσαρκώνει με τον πιο καθαρό τρόπο τα «ιδεώδη» του μεταμοντερνισμού: ο μεταμοντερνισμός, με άλλα λόγια, ως προϊόν της αποσύνθεσης και της εξάντλησης του μοντερνισμού. Είναι προφανές ότι το κενό και η αποσύνθεση που εκφράζει αυτή η γενιά επιτρέπει στην κοινωνία, μέσα στα πλαίσια της γενικευμένης απάθειας που επικρατεί, να στρέφεται προς παραδοσιακού τύπου προσπάθειες απάντησης στο υπαρξιακό κενό που γεννά η φαντασιακή κατάρρευση της κοινωνίας. Έτσι, ενώ απ’ τη μια μεριά βλέπουμε να κυριαρχεί ο κυνισμός και ο απόλυτος αμοραλισμός, από την άλλη βλέπουμε την επιστροφή παραδοσιακών και πουριτανικών αξιών, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων αποτελούν οι διάφορες χριστιανικές σέχτες που ανθούν στις ΗΠΑ.

Εδώ στην Ελλάδα το φαινόμενο παίρνει διαυγέστερη μορφή, καθώς οι δύο κοινωνιολογικές ομάδες που περιγράψαμε πιο πάνω ορίζουν τη βασική διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει τη σημερινή νεοελληνική κουλτούρα (χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου στρώματος που υπήρξε ιστορικά κοινωνός, υπό έναν παραμορφωτικό βέβαια τρόπο, των άνωθεν προωθούμενων δυτικού τύπου μορφών ζωής όπως επίσης κι ενός ακόμα, «ανάμεικτου» στρώματος): τη συνύπαρξη του παραδοσιακού νεοελληνικού στοιχείου, προσκολλημένου στο εθνικοθρησκευτικό φαντασιακό, με το μεταμοντέρνο στοιχείο που άρχισε να αναπτύσσεται, σιγά σιγά, κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας, που τη διαφοροποιεί απ’ τις καθαυτό δυτικές ομολόγους της, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε επαναστατικής ή έστω και απλώς προοδευτικής πολιτικής και πολιτιστικής παράδοσης. Αυτή η έλλειψη έχει δύο συνέπειες. Καταρχάς στερεί την κοινωνία από οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να σταθεί ως εμπόδιο στην αποσύνθεση που έρχεται ως συνέπεια της επικράτησης του δυτικού καταναλωτικού μοντέλου. Κατά δεύτερον είναι αυτή που επιτρέπει έναν υψηλό βαθμό διακριτότητας μεταξύ του κομματιού της κοινωνίας που εμφορείται απ’ τις παραδοσιακές αξίες (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια) –έστω και στην εκφυλισμένη τους μορφή- και του κομματιού που εκφράζει τα μεταμοντέρνα ήθη (όπως περιγράφονται στα κείμενα στα οποία παραπέμπουμε στην 10η υποσημείωση): η σύγκριση μεταξύ σήριαλς σαν το Singles, το Coupling, τα Υπέροχα πλάσματα ή το Big Bang από τη μία μεριά (τα οποία εκφράζουν το μεταμοντέρνο στοιχείο) και το Ευτυχισμένοι μαζί από την άλλη (στο οποίο εκφράζεται το παραδοσιακό μοντέλο: οικογένεια, παιδιά, γάμος κ.λπ.) είναι ενδεικτική της κατάστασης. Η έλλειψη ενός προοδευτικού παρελθόντος δεν έχει επιτρέψει τη φιλελευθεροποίηση του μεγαλύτερου μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας. Απέναντι στην αβεβαιότητα που εκφράζεται από τους μεταμοντέρνους, ο παραδοσιακός νεοέλληνας στρέφεται προς αξίες του παρελθόντος. Είναι σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων που θα πρέπει να αναζητήσουμε το κοινό της ακροδεξιάς και τον σκληρό πυρήνα του εθνικισμού. Ο λαϊκιστικός καταγγελτισμός, μαιτρ του οποίου είναι ο Τράγκας κι ο Τριανταφυλλόπουλος, εκφράζεται με κάθε ευκαιρία σε περιόδους υλικής στενότητας όπως είναι η σημερινή (υψηλή ανεργία, ακρίβεια, κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας κ.λπ.): τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα ερμηνεύονται ως προϊόν της γενικευμένης «διαφθοράς», των «λαμογιών», «της απάτης του χρηματιστηρίου», της «οικογενειοκρατίας» κ.λπ (όπως παλιότερα τα χρεώναμε όλα στους Εβραίους).

Ως εκ τούτων, το κενό νοήματος των σύγχρονων κοινωνιών σε συνδυασμό με την συντριπτική ιδιώτευση και παθητικότητα των ανθρώπων αφήνει πρόσφορο έδαφος στην επανάκαμψη παραδοσιακών συντηρητικών απόψεων, έστω και υπό μορφή επιφανειακή. Η μοναδική λύση απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, στα δικά μας μάτια, δε μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική ενεργοποίηση των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας, της οποίας συστατικό στοιχείο αποτελεί ο σεβασμός της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας όλων. Ό,τι δηλαδή αντιμάχεται και αντιμάχοταν πάντοτε η ακροδεξία σε όλες τις αποχρώσεις της. Στα πλαίσια μάλιστα της Πάλλης μας για την προώθηση αυτού του στόχου, θα πρέπει να προπαγανδίζουμε την ανάγκη δημιουργίας νέων, ριζοσπαστικών αξιών που θα εκφράζουν την επιθυμία δημιουργίας μιας νέας κουλτούρας, η οποία θα αντικαταστήσει τη σημερινή αποσύνθεση και την μηδαμινότητα της ζωής των ανθρώπων.

Συναρτήσει, όμως, της υποχώρησης των ανθρωπιστικών και απελευθερωτικών αξιών της νεωτερικότητας, συναρτήσει δηλαδή της υποχώρησης των αξιών που εκφράστηκαν μέσα από το πρόταγμα της αυτονομίας στις διάφορες εκφάνσεις του, χάνονται κάθε μέρα και περισσότερο οι αντιστάσεις και τα αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι στις συντηρητικές ιδέες, με αποτέλεσμα οι ιδέες αυτές, ακόμα και στις πιο ακραίες μορφές τους, να αποτελούν ένα ισότιμο προϊόν στο ράφι των εκλογικών σούπερ μάρκετ. Η έλλειψη, ταυτόχρονα, ενός επαναστατικού κινήματος που θα προπαγάνδιζε νέες αξίες και μορφές κοινωνικής ζωής κάνει τα άτομα να στρέφονται προς παραδοσιακά, «δοκιμασμένα» πρότυπα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Έτσι, οι ακροδεξιές απόψεις του κόμματος του Καρατζαφέρη εμφανίζονται ως «υγιείς» απόψεις, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν εγγυώνται τη μικροαστική ασφάλεια την οποία επιθυμεί διακαώς ο τηλεθεατής υπό τον όρο της παθητικότητάς του. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος είναι πια φαίνεται αρκετά ανίσχυρη για να επιτρέψει στον τηλεπαρουσιαστή (ή στον τηλεθεατή) να αναρωτηθεί για την ηθική νομιμότητα της ισότιμης εμφάνισης του κ. Πλεύρη στα δελτία ειδήσεων. Το Ολοκαύτωμα μπορεί και να μην έγινε, ο Πλεύρης μπορεί και να μην το υποστηρίζει, η μνήμη του χρυσόψαρου διαρκεί τρία δευτερόλεπτα, τίποτα δεν έχει πια σημασία, ζούμε στην κοινωνία της ασημαντότητας. Ή «Καλημέρα νύχτα», όπως έλεγε αυτή μια –επίσης, αναμφίβολα- ξεχασμένη ταινία του Μάρκο Μπελόκιο.

_______________________________________________-
[1] Παρακολουθήσαμε εντατικά τηλεόραση για λίγες μέρες και σημειώσαμε: 1) εκπομπή MEGA Σαββατοκύριακο, παρουσιαστές Ι. Χασαπόπουλος και Μ. Αναγνωστάκης, 27/1: αποκλειστική παρουσία (χωρίς συμμετοχή άλλων πολιτικών) του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου 2) στην ίδια εκπομπή, 3/2: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού νομάρχη κ. Ψωμιάδη 3) εκπομπή Καλημέρα με τον Τέρενς, παρουσιαστής Τ. Κουίκ, 29/1: συμμετέχοντες οι κ.κ. Λιάσκος (βουλευτής ΝΔ) και Πλεύρης (βουλευτής ΛΑΟΣ) [σημείωση: με ποιά λογική καλούνται μόνο εκπρόσωποι της δεξιάς και της ακροδεξιάς; Ποιός ξέρει...] 4) στην ίδια εκπομπή, 30/1: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου 5) στην ίδια εκπομπή, 31/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Μαρκογιαννάκης (βουλευτής ΝΔ), Αηδόνης (βουλευτής ΠΑΣΟΚ) και Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) [σημείωση η παρουσία του κ. Βορίδη θα είχε κάποια (λέμε κάποια) λογική αν το ΛΑΟΣ ήταν 3ο κόμμα, δηλαδή αν οι ελπίδες του κ. Κουίκ είχαν ήδη εκπληρωθεί] 6) εκπομπή Alpha news (;), παρουσιαστής Γ. Αυτιάς, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Παπαθεμελής (ακροδεξιός πολιτευτής), Παναγιωτόπουλος (βουλευτής ΝΔ), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) και Γεννηματά (στέλεχος του ΠΑΣΟΚ) 7) στην ίδια εκπομπή, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Λοβέρδος και Δημαράς (βουλευτές του ΠΑΣΟΚ), Μακρή (βουλευτής ΝΔ), Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) 8) στην ίδια εκπομπή, επίσης 1/2: αποκλειστική και προσωπική συνέντευξη του κ. Καρατζαφέρη (αρχηγού του ΛΑΟΣ) 9) εκπομπή Καλημέρα Ελλάδα, παρουσιαστής Γ. Παπαδάκης, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Μανώλης (βουλευτής ΝΔ), Βελλόπουλος (βουλευτής ΛΑΟΣ) και διάφοροι δημοσιογράφοι 10) εκπομπή Μπορώ, παρουσιάστρια Α. Δρούζα, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Βίρλας (ακροδεξιός δημοσιογράφος), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) 11) εκπομπή Ούτε γάτα ούτε ζημιά, παρουσιάστρια Ε. Κατρίτση, 26/1: εκπομπή-αφιέρωμα στον κ. Καρατζαφέρη (αρχηγό του ΛΑΟΣ). Ασφαλώς τα στοιχεία αυτά είναι ελλειπτικά, καθώς δε μπορούσαμε να παρακολουθούμε όλη μέρα τηλεόραση. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι νομίζουμε ενδεικτικά της κατάστασης. Στο συγκεκριμένο διάστημα, πέσαμε πάνω μόνο σε μία εκπομπή όπου υπήρχε παρουσία εκπροσώπου της αριστεράς χωρίς να υπάρχει παρουσία εκπροσώπου της ακροδεξιάς (εκπομπή Πρώτη γραμμή, παρουσιαστές Β. Λυριτζής και Δ. Οικονόμου, 1/2), ενώ η επικαιρότητα των ημερών δεν ήταν σχετική με την ακροδεξιά (όπως π.χ. έγινε στη συνέχεια, με θέματα σαν το θάνατο του Χριστόδουλου, το μακεδονικό κ.λπ.).

[2] Γράφουμε «Νομάρχης», καθώς ο ίδιος αποκαλεί συχνά τον εαυτό του σε τηλεοπτικές του εμφανίσεις «Ο Νομάρχης» (σε τρίτο πρόσωπο), προφανώς αποδίδοντας a priori την αδιαμφισβήτητη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στο πρόσωπό του.

[3] «Να απελάσουν αμέσως από την Ελλάδα όλους τους ύποπτους και παρανόμως ευρισκόμενους ξένους [...] Κάντε κάτι ώστε η Ελλάδα των παιδιών μας να ανήκει όντως στους Έλληνες. Δεν χρειαζόμαστε και Αλβανούς (πόσο μάλλον... Τούρκους «Ευρωπαίους»!) Παπαχρόνηδες. Στείλτε τους «πακέτο» στα Τίρανα και σφραγίστε επιτέλους τα σύνορα», έγραφε όχι ο Μάκης Βορίδης αλλά ο Θέμος Αναστασιάδης στο Βήμα στις 19/2/04. Πλήρης σύμπνοια.

[4] Η τριπλή διάκριση του Καστοριάδη δημόσια, δημόσια/ιδιωτική και ιδιωτική σφαίρα έχει σήμερα τροποποιηθεί, λόγω της ιδιομορφίας του σύγχρονου καθεστώτος, της σημασία της τηλεόρασης για τη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας και της πολύμορφης παρέμβασής της στη λειτουργία των παραδοσιακών μορφών εξουσίας (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική).

[5] Πρβλ. Και τους παραπάνω προβληματισμούς μας για τον εγγενή χαρακτήρα του μέσου.

[6] «Η τηλεόραση επωμίζεται το καθήκον του βρεφοκόμου των μαζών», Ε. Αρανίτσης, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 27.1.08.

[7] Χρησιμοποιούμε τη φράση αυτή γιατί αποδίδει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο πολιτικοί της ποιότητας του Καρατζαφέρη συμπεριφέρονται. Υπενθυμίζουμε τη φράση «το πιάσατε το υπονοούμενο» που σημάδεψε μια μεγάλη περίοδο εμφάνισης του πρώην γαλατά στο Τηλεάστυ και την οποία έχει σατυρίσει επανηλημμένα ο Μητσικώστας. Ήταν η εποχή που ο Καρατζαφέρης μάζευε βασιλόφρονες οπαδούς για το κοπάδι του.

[8] Πρβλ. το κείμενό μας «Κάτω η δικατατορία της απάθειας» στο παρόν μπλογκ.

[9] Η από μέρους υποστήριξη της αντιδιαδήλωσης της 2/2 ήταν λανθασμένη στο βαθμό που η διαδήλωση αυτή είχε σκοπό να αποτρέψει και να απαγορεύσει την εκδήλωση της Χρυσής Αυγής. Η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να οργανωθεί μια αντιδιαδήλωση σε άλλο σημείο, όπου θα εκφράζονταν με δημοκρατικό τρόπο η αντίθεση στη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής.

[10] Ασφαλώς, το πράγμα γίνεται πολύ δυσκολότερο, όταν ξέρουμε ότι οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή σε μεγάλο βαθμό ασχολούνται με εγκληματικές ενέργειες, όπως οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Εκεί, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε αν η θέση εκτός νόμου τέτοιων οργανώσεων συνιστά πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης ή συνιστά απλά μέσο προφύλαξης της ζωής των θυμάτων τους. Δηλαδή η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική συμμορία ή πολιτική οργάνωση; Και που βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών των δύο; Γενικά μιλώντας, δεν είναι δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι μια απ’ τις βασικές δραστηριότητες της ΧΑ είναι οι επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες ή αντιρατσιστές ακτιβιστές. Το πρόβλημα, ωστόσο, ξεκινά, όταν πρέπει να σκεφτούμε αν θα υποστηρίξουμε ή όχι το αίτημα της απαγόρευσής της. Κι αυτό διότι η απαγόρευση πολιτικών ομάδων ή οργανώσεων δεν είναι κάτι απλό. Εύκολα μετά, αν απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή, μπορούν να απαγορευτούν κι οι αναρχικές ομάδες, πάνω στη βάση του ότι ρίχνουν μολότοφ και θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές και τις περιουσίες των πολιτών (κατά την ανάλυση της ΓΑΔΑ και του Πρετεντέρη).

[11] Πράγμα που εξηγεί φαινόμενα όπως η άνοδος του ναζισμού: ακόμα και μέσα σε μια κοινωνία σαν τη γερμανική των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, η οποία συγκλονιζόταν από τους κοινωνικούς αγώνες και τον καλλιτεχνικό και γενικότερο διανοητικό ριζοσπαστισμό (σπαρτακισμός, νταντά, ψυχανάλυση κ.λπ.), η μεγάλη μάζα του πληθυσμού προσχώρησε δίχως καμία δυσκολία στη ναζιστική ιδεολογία. Η ιδέα της Άρεντ σχετικά με την «κοινοτοπία του κακού» είχε συλλάβει τη νοοτροπία αυτού του κομματιού των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο, με την πρώτη ευκαιρία, στρέφεται προς το συντηρητισμό και τη μαζοποίηση. Όταν όμως μέσα στην κοινωνία υπάρχουν δυναμικά ριζοσπαστικά κινήματα, αυτό το μικροαστικό στρώμα είτε παρασύρεται προς θέσεις περισσότερο προοδευτικές είτε απλώς δεν εκδηλώνει το συντηρητισμό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εδώ στην Ελλάδα, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ή ο Μάης του ’68 στη Γαλλία. Αμφότερα έγιναν από κινήματα σαφώς μειοψηφικά.

[12] Βλ. το ομώνυμο άρθρο της Β. Τσιώρου στην Ελευθεροτυπία . Τα έργα του Ζιλ Λιποβετσκί αλλά και η ανάλυση του Κρίστοφερ Λας για την αμερικανική κοινωνία περιγράφουν αυτή την κατάσταση.

Friday 7 March 2008

Εθνικά κράτη: μια μηχανή φόνου, τρόμου και ρατσισμού

Στα πλαίσια του ανένδοτου (ξαναέγινε ανένδοτος -από ανέκδοτος που είχε μετονομαστεί για μερικά χρόνια- από τη μέρα του θανάτου του Χριστόδουλου, ο οποίος ως γνωστόν είχε αναλάβει να τα λέει τα ανέκδοτα και δυστυχώς όχι μόνο αυτά) αντιεθνικιστικού αγώνα, δημοσιεύουμε το εξαιρετικό κείμενο του Θανάση Τριαρίδη με τίτλο "Εθνικά κράτη: μια μηχανή φόνου, τρόμου και ρατσισμού", που διαβάστηκε σε εκδήλωση της 4ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη στις 18-5-2007.
Όλα τα βιβλία (περιλαμβανομένου και του δοκιμίου του για το Ντοστογιέφσκι: "Τα γυμνά μάτια ή το πώς να ζει κανείς με το μπαλτά" που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν) και τα κείμενα του Θανάση μπορείτε να τα βρείτε εδώ .
1

Καταρχάς, θα ήθελα να σταθώ λίγο στον τίτλο της σημερινής εκδήλωσης καθώς εγώ ήμουν αυτός που τον πρότεινα. Βλέπετε, η έτσι και αλλιώς ελλειματική κουλτούρα διαλόγου που έχουμε τα τελευταία χρόνια έχει παραχωρήσει την θέση της σε ένα τηλεοπτικό-γηπεδικό θέατρο παραλόγου – πλέον, ακόμη κι όταν έχουμε τις καλύτερες προθέσεις, βιαζόμαστε να πούμε την (πάντοτε επείγουσα έως τρομερή) αλήθεια μας προτού ακούσουμε τα ερωτήματα. Αποτέλεσμα: εμείς νομίζουμε πως συζητήσαμε – μα στην ουσία κάναμε παράλληλους μονολόγους προαποφασισμένων βεβαιοτήτων.

Ο τίτλος μας, λοιπόν, είναι: Εθνικά κράτη: μια φαντασίωση του ρομαντισμού ή μηχανές φόνου τρόμου και ρατσισμού; Μπορεί σε κάποιους να φανεί επιθετικός – σίγουρα μια πιο ήπια διατύπωση θα ήσαν αποδεκτή από περισσότερους. Το βέβαιο είναι πως εκτός από το θέμα που βάζει ένας τέτοιος τίτλος εκφράζει και μια (πέρα για πέρα μειοψηφική) θέση. Ωστόσο αυτό δεν είναι κακό να συζητούμε μειοψηφικές θέσεις (επιπλέον για κάποιους –μιλώ για τον εαυτό μου– είναι εξαιρετικά ελκυστικό). Το πρόβλημα είναι όταν οι (μειοψηφικές ή πλειοψηφικές, ακραίες ή στρογγυλές) θέσεις μας επιβάλλονται ως «ευαγγελικά» χωρία, ως στίχοι τάχα «ιερών» βιβλίων, ως αξιώματα με τα οποία είτε θα συμφωνήσουμε, είτε θα χαθούμε. Όπως ίσως ξέρετε, ένας από τους προγραμματικούς άξονες της σειράς βιβλίων που ονομάστηκαν «Αντιρρήσεις» είναι να ανοίγουν διάλογο, να μην γίνουν κανενός είδους ευαγγέλιο…

Το πρώτο πράγμα που έχω να πω, πως ο τίτλος της εκδήλωσής μας δεν αναφέρεται στην έννοια του έθνους. Το έθνος είναι μια υποκειμενική πίστη, που βαραίνει διαφορετικά στην καρδιά του καθενός: κάποιοι πιστεύουν σε αυτό, κάποιοι δεν πιστεύουν. Για μένα η πίστη στο έθνος (και κάθε άλλου είδους πίστη) είναι μια προσωπική απόφαση, μια επιλογή του καθένα μας. Είναι κάτι σαν την πίστη στην Θεό. Και οφείλουμε να αγωνιστούμε για την δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να πιστεύει σε όποιο έθνος επιθυμεί (ή σε κανένα) ή σε όποιο Θεό επιθυμεί (ή σε κανέναν). Η πίστη (ή η απιστία) του καθενός από εμάς είναι θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα του. Και ως τέτοιο οφείλουμε να το υπερασπιστούμε.

Όμοια με όλους σας έχω και εγώ μια πίστη στην καρδιά μου για το έθνος: Πιστεύω πως δεν υπάρχουν έθνη, πως η ίδια η έννοια του έθνους είναι μια φαντασίωση του ρομαντισμού – στα μάτια μου πολύ περισσότερο αποκρουστική με το τέρας του Φρανκεστάιν (με το οποίο εξάλλου υπήρξαν και σύγχρονοι). Πιστεύω πως είναι μια μεγάλη φενάκη που σκλαβώνει τις ζωές των ανθρώπων

Ανατρέχω στο βιβλίο μου Σημειώσεις για τον τρεμάμενο σώμα (σελίδες 246-247 – καθώς και http://www.triaridis.gr/keimena/keimD038.htm)

[…] Με ρωτούν πολλοί: δηλαδή κατά τη γνώμη σου δεν υπάρχει γαλλικό έθνος ή αγγλικό ή ρώσικο ή ελληνικό; Όχι, φίλοι μου, δεν υπάρχουν έθνη. Υπάρχει γαλλικός πολιτισμός ή αγγλικός ή ρώσικος ή ελληνικός (και φυσικά και πολιτισμός της Σρι Λάνκα ή της Νέας Γουινέας), υπάρχουν γλώσσες, κοινωνικές δομές, πολιτισμικές παραδόσεις – κι όλα αυτά υπό διαρκή εξέλιξη, αναδιαμόρφωση, διάλογο και ανάμειξη μεταξύ τους, ενταγμένα σε ευρύτερα σύνολα (Δύση, Ισλάμ, Ινδία, Κίνα, Νοτιανατολική Ασία κ.ο.κ.) και διακλαδωμένα σε απειράριθμα υποσύνολα. Αν κάποιοι αποφάσισαν να τετραγωνίσουν αυτούς τους πολιτισμούς και να τους εντάξουν σε φενακισμένες «εθνικές οντότητες», για να αιματοκυλήσουν τους ανθρώπους, να κάνουν εθνοκαθάρσεις, και γενοκτονίες, αυτό δεν σημαίνει πως ένας τέτοιος τετραγωνισμός δεν είναι μια πράξη ιδεολογικής βίας και απανθρωπιάς. Εκτός βέβαια αν δεχτούμε πως υπάρχουν «εθνικά γονίδια» και «εθνικό αίμα» - μα τούτες είναι οι παράλογες αρχές της φυλετολογίας και της ευγονικής.

Αυτή είναι η άποψή μου για το έθνος – μα συνάμα, όντας άεθνος και άπιστος, είμαι έτοιμος να υπερασπιστώ με κάθε τίμημα την αντίθετη άποψη ενός ανθρώπου που πιστεύει στην έννοια του έθνους και την θεωρεί συστατικό της ιδιοσυγκρασίας του. Οι περισσότεροι από εσάς ξέρετε πως αυτό το έχω κάνει στην περίπτωση όσων συμπολιτών μας αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά Μακεδόνες ή εθνικά Τούρκοι – και θα το έκανα με την ίδια ζέση αν κάποιος απαγόρευε σε έναν συμπολίτη μου να αυτοπροσδιοριστεί ως εθνικά Έλληνας… Μα αυτό δεν σημαίνει πως πιστεύω στα έθνη – σημαίνει πως σέβομαι τις ανθρώπινες επιλογές…

Και πάλι αντιγράφω από το ίδιο κεφάλαιο των Σημειώσεων για το τρεμάμενο σώμα:

[…] Υπερασπίζομαι και θα υπερασπίζομαι το δικαίωμα των ανθρώπων να υπάρχουν και να πιστεύουν αυτό που θέλουν (τούτη η δυνατότητα είναι ένα από τα συστατικά της ύπαρξής μας). Υπερασπίζομαι και θα υπερασπίζομαι, όσο μπορώ, το δικαίωμα των ανθρώπων να μιλούν όποια γλώσσα τους εκφράζει, να μετακινούνται σε όποια γη θέλουν, να λατρεύουν όποιον θεό θέλουν ή και κανέναν, να υποστηρίζουν όποια ποδοσφαιρική ομάδα επιθυμούν. Υπερασπίζομαι και θα υπερασπίζομαι, όσο μπορώ, το δικαίωμα τους να αυτοπροσδιορίζονται, να λογαριάζουν ανεμπόδιστα (: δίχως χαστούκια, εκτοπίσεις, μουρουνόλαδα και κομμένες γλώσσες) τους εαυτούς τους εθνικά Μακεδόνες ή εθνικά Τούρκους ή ό,τι άλλο επιθυμούν – κι όταν μάλιστα πρόκειται για μειονοτικές ομάδες που για δεκαετίες δέχτηκαν και δέχονται την πολύμορφη βαρβαρότητα του κυρίαρχου εθνικού κράτους, πραγματικότητα που αναμφίβολα ισχύει για τους Μακεδόνες και τους Τούρκους της Ελλάδας, η μεγαλόφωνη και καθαρή υποστήριξη των δικαιωμάτων τους γίνεται ακόμη επιτακτικότερη ανάγκη. Μα τίποτε από όλα αυτά δεν συνεπάγεται το ότι πιστεύω στην ύπαρξη εθνών και εθνοτήτων ή πως δεν τα λογαριάζω για απάνθρωπες κατασκευές που αιματοκυλίζουν τον κόσμο. Οι προσεκτικοί αναγνώστες της στήλης γνωρίζουν πως ούτε στις θρησκείες πιστεύω (για την ακρίβεια τις αποστρέφομαι), ωστόσο θα αγωνιζόμουνα με κάθε τρόπο για το δικαίωμα των πιστών τους να πηγαίνουν στις εκκλησιές τους και τα μοναστήρια τους, τα τζαμιά ή τις συναγωγές τους και να λατρεύουν ανεμπόδιστοι τον θεό τους. Με την ίδια ζέση θα υπερασπιζόμουν το δικαίωμά τους να δηλώνουν εθνικά Έλληνες ή Κινέζοι ή Σουμέριοι, απευθείας απόγονοι του Διονύσου ή του Τουταγχαμών, οπαδοί της Ρεάλ Μαδρίτης ή οπαδοί της Φενέρ Μπαχτσέ, σαϊεντολόγοι ή δωδεκαθεϊστές, μύστες του δέκατου τρίτου θεού ή εκπρόσωποι του Αιώνιου Ήλιου, μεσσίες ή ακόμη και εξωγήινοι – γιατί το δικαίωμά (το κάθε δικαίωμα) των ανθρώπων είναι σημαντικότερο από την όποια διαφωνία μας μαζί τους. […]



2

Ωστόσο, φίλες και φίλοι, το θέμα της εκδήλωσής μας δεν είναι η προσωπική υποκειμενική πίστη ή απιστία του καθενός μας απέναντι στο έθνος... Το θέμα της εκδήλωσής μας είναι τα εθνικά κράτη, δηλαδή ένα πολιτικό κατασκεύασμα που στηρίζεται πάνω σε μια υποκειμενική προσωπική πίστη. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: πως είμαστε έτοιμοι να χαλάσουμε ανθρώπινες ζωές, πως είμαστε έτοιμοι να μακελέψουμε και να μακελευτούμε για μια προσωπική πίστη, για μια προσωπική φαντασίωση. Η άποψή μου είναι πως τα εθνικά κράτη, όπως άλλωστε και τα θρησκευτικά κράτη, υπάρχουν από την πρώτη τους γέννηση μόνον ως μηχανές φόνου, τρόμου και ρατσισμού – όταν πάψουν να λειτουργούν ως τέτοιες παύουν και να υπάρχουν. Και όπως τα θρησκευτικά κράτη είναι η κεντρική φαντασίωση (και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία) των μονοθεϊσμών, έτσι και τα εθνικά κράτη είναι μια κεντρική φαντασίωση (και μια αντίστοιχη αυτοεκπληρούμενη προφητεία) του ρομαντισμού. Και στις δύο περιπτώσεις ο χαμός, ο αφανισμός, ο θάνατος του άλλου είναι οργανική λειτουργία της δικής μας σωτηρίας, είναι ζωτικός όρος της επιβίωσής μας.

Αξίζει να το σκεφτούμε λίγο περισσότερο όλο αυτό. Πιστεύω πως με τον ίδιο τρόπο που μια βόμβα φτιάχνεται για να εκραγεί, για να σκάσει πάνω σε κεφάλια ανθρώπων, έτσι και τα εθνικά κράτη φτιάχτηκαν για να αφανίσουν τον κάθε έναν άνθρωπο και την κάθε μια πολιτισμική κοινότητα που δεν χωράει στην εθνική φαντασίωση. Έτσι γίνονται οι εθνοκαθάρσεις – που είναι η βασική εθνοποιητική μέθοδος. Και πρέπει να ξέρετε πως η εθνοκάθαρση δεν είναι μόνον μία σφαγή – αλλά κάθε πράξη βίας που αποσκοπεί στο να εκκαθαρίσει μια περιοχή από μια πολιτισμική ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά, είτε να την εξαναγκάσει σε φυγή είτε να την αφανίσει. Το ναζιστικό Lebensraum (η θεωρία του Ζωτικού Χώρου που ήσαν το βασικό πολιτικό επιχείρημα του Χίτλερ) ισχύει για κάθε εθνικό κράτος – σήμερα, για να μην γίνεται η επικίνδυνη συνδήλωση, το ονομάζουμε «εθνικά δίκαια»… Έτσι εθνοκάθαρση συνιστά η σφαγή των 32.000 αμάχων Τούρκων και Εβραίων της Τριπολιτσάς από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (στόχος: μια εκκαθαρισμένη Πελοπόννησος όπου θα στηνόταν το πρώτο καθαρό εθνικό κράτος της ιστορίας), εθνοκάθαρση (πολύ πιο ήπια, αλλά εθνοκάθαρση) συνιστά και η αποστέρηση δικαιωμάτων στους κατοίκους μιας περιοχής με σκοπό τον εξαναγκασμό τους σε φυγή. Κι ακόμη: εθνοκάθαρση συνιστά και η συνθήκη της Λωζάνης – και είναι η μόνη εθνοκάθαρση της ιστορίας που έγινε κατόπιν διακρατικής συνθήκης.

Ας σκεφτούμε τώρα, τι κάνανε όλοι όσοι ονομάζονται «Μεγάλοι Εθνικοί Ηγέτες» τα τελευταία διακόσια χρόνια: τίποτε άλλο από μια σειρά από επιτυχημένες εθνοκαθάρσεις σε βάρος ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Ας σκεφτούμε πόσο «Μεγάλος Εθνικός Ηγέτης» θα λογαριάζονταν ο Χίτλερ, ο μεγαλύτερος χασάπης του 20ου αιώνα, εάν δεν είχε χάσει τον πόλεμο. Το παράδειγμα του Κεμάλ Ατατούρκ είναι χαρακτηριστικό: στην Τουρκία ονομάζεται ο «Πατέρας των Τούρκων», ο «Αναμορφωτής της Νέας Τουρκίας» – αν γράψεις σε μια εφημερίδα της Άγκυρας ή έστω σε μιαν απλή ιστοσελίδα πως ήταν ο Κεμάλ ήταν δολοφόνος αμάχων θα οδηγηθείς στην φυλακή για προσβολή πολιτεύματος. Κι όμως όλοι ξέρουμε πως ο Κεμάλ ονομάζεται «Μεγάλος Εθνικός Ηγέτης», ακριβώς διότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εθνοκαθαρτές του καιρού του – αρκεί κανείς να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο εκκαθάρισε την Μικρασία με διαδοχικές γενοκτονίες (περίπτωση Αρμενίων) και εθνοκαθάρσεις (περίπτωση Ποντίων και Μικρασιατών Ελλήνων), ή τον τρόπο που δημιούργησε την εθνική αφήγηση της «Νέας Τουρκίας» (ακόμη και τον «θρύλο» των Γκρίζων Λύκων επινόησε στην δεκαετία του 1920, καθώς ήθελε να προβάλει το μοντέλο του «προαιώνιου Τούρκου» που «βαδίζει για να συναντήσει το μέλλον του»…).

Μα το να μιλάς για τα εγκλήματα του τουρκικού εθνικισμού στην Ελλάδα είναι εύκολο: είναι εύκολο να σκεφτόμαστε τα εγκλήματα εκείνων που τα εθνικά σχολεία, στρεβλώνοντας κάθε έννοια παιδαγωγικής, μας έμαθαν ως «προαιώνιους εχθρούς» μας. Το δύσκολο είναι να σκεφτούμε το πόσα εγκλήματα και πόσες εθνοκαθάρσεις έκανε η δική μας χώρα –το «ελληνικό εθνικό κράτος»– στους τελευταίους δύο αιώνες, αρχής γενομένης από την εθνοκάθαρση της Πελοποννήσου που επιτεύχθηκε με την σφαγή της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821… Αξίζει να σκεφτούμε τι πήγαν να κάνουν οι διάφοροι πρίγκιπες «Καψοκαλύβες» στην ενδόχωρα της Μικρασίας τα χρόνια 1919-1922. Μην κρύβουμε τις λέξεις μας: πήγαν να κάνουν εθνοκάθαρση…Αξίζει να σκεφτούμε τι απέγιναν οι Τσάμηδες, τι έγινε στην Παραμυθιά εκείνον τον Ιούλιο του 1944, ποιοι εν τέλει είναι οι Μακεδόνες και ποια η γλώσσα τους, πώς αφανίστηκε ολάκερο το οθωμανικό στοιχείο της Μακεδονίας στη συνθήκη της Λωζάνης. Όσοι μένουμε στη Θεσσαλονίκη άραγε ξέρουμε τι απέγιναν τα τζαμιά της πόλης μας; – ξέρουμε τι ήταν ο Μεβλεβή-Τεκές; Ξέρουμε ποια πληθυσμιακή σύνθεση είχαν τα Γιαννιτσά ή η Λάρισα πριν από 100 χρόνια; Στ’ αλήθεια γνωρίζουμε τι σημαίνουν οι λέξεις μπουκοβίνα ή ντρέμκα ή ζέλμπα ή από πού βγαίνει το υβριστικό επίθετο νεζνάμης; Πόσο σοβαρά έχουμε αναλογιστεί το έγκλημά μας για ογδόντα χρόνια απέναντι στους τουρκικούς πληθυσμούς της Θράκης; – γνωρίζει κανένας μας τι σημαίνει η λέξη μπάρα; Όσο για την πολυάριθμη εβραϊκή κοινότητα της Ελλάδας ας μην κρύβουμε τις δικές μας ευθύνες πίσω από την ναζιστική θηριωδία. Το Κάμπελ το έκαψαν Έλληνες, τα σπίτια και το κοιμητήρι των Εβραίων τα διαγούμιξαν Έλληνες, το Εβραϊκό Νοσοκομείο Χιρς διατηρεί μέχρι σήμερα την ναζιστική μετονομασία του (Ιπποκράτειο), την ταλμουδική επιγραφή στην είσοδο του την χάλασε η αξίνα το 1949 – τρία χρόνια μετά την δίκη της Νυρεμβέργης…

Τα εθνικά κράτη έχουν ως κύρια παιδαγωγική γραμμή μια μεγάλη «εθνική» αφήγηση του τρόμου: σε αυτήν τα κόκαλα των δικών μας είναι «ιερά» και το αίμα των εχθρών «ακάθαρτο» (κι ας μην πάει ο νου σας μόνο στον δικό μας «Εθνικό Ύμνο»: οι ίδιοι απαίσιοι στίχοι υπάρχουν και στην «Μασαλιώτιδα»). Σε αυτήν την μεγάλη αφήγηση του τρόμου βασιλεύει το πηχτό καθαρό παράλογο: για σκεφτείτε πόσο αφελής ή πόσο ανιστόρητος ή (ενδεχομένως) πόσο ψεύτης είναι ένας άνθρωπος όταν μιλάει για ελληνοχριστιανικό πολιτισμό: πρόκειται για μια κλασική αντίφαση εν ταυτώ, σαν να λέμε ξύλινο σίδερο… Κι όμως αυτή την παιδαριώδη κατασκευή την διδάσκουμε στα σχολεία μας – με το ίδιο μένος που οι Αναγεννημένοι Χριστιανοί των Η.Π.Α. στρέφονται ενάντια στην δαρβινική θεωρία. Οι ήρωες των σχολείων μας είναι χασάπηδες: ο Θεοδόσιος, ένας από τους μεγαλύτερους μακελάρηδες της ανθρώπινης ιστορίας, ο Βουλγαροκτόνος που έβγαλε τα μάτια από 14.000 αιχμαλώτους, ο Κολοκοτρώνης που έφτιαξε το πτωματόστρωτο των 32.000 σφαγμένων αμάχων της Τριπολιτσάς… Και πάντοτε τα «τέρατα» του δικού μας εθνικισμού δικαιολογούνται με τα «μεγαλύτερα τέρατα» της απέναντι πλευράς…

Νομίζω πως η θέση μου είναι πια σαφής: τα εθνικά κράτη, μια θεμελιακή πολιτική φαντασίωση του ρομαντισμού επινοήθηκαν για να είναι (και είναι) μηχανές φόνου, τρόμου και ρατσισμού. Για κοντά διακόσια χρόνια η ύπαρξη των εθνικών κρατών αιματοκυλίζει τον κόσμο: η σπορά τους είναι παγκόσμιοι πόλεμοι, γενοκτονίες, συνεχείς εθνοκαθάρσεις – μια παγκόσμια βασιλεία του τρόμου και του μίσους (και κατά συνέπεια βασιλεία του τυφλού και απαίσιου ρατσισμού)… Για κοντά 200 χρόνια η ανθρωπότητα ζεύτηκε στον κυρίαρχο τρόμο των εθνικών κρατών – και, αλίμονο, οι κολασμένοι της γης, ξεγελασμένοι και πουλημένοι από τους εξουσιαστές επαναστάτες, αποδέχονται τούτο τον τρόμο, συχνά κουρνιάζουνε μέσα του…

Κάποιος καλοπροαίρετος θα μπορούσε να αντιγυρίσει κάποιος σε όλα αυτά: τι αντιπροτείνεις; Δεν είμαι πολιτικός φιλόσοφος, ως εκ τούτου μάλλον θα είμαι φριχτά κοινότοπος: σκέφτομαι πως θα μπορούσε κανείς να αντιπροτείνει τη δημοκρατία… Δηλαδή, ένα πολίτευμα που μόνο ακρωτηριασμένο μπορεί να υπάρξει μέσα στα εθνικά κράτη ή στα θρησκευτικά κράτη. Σας αντιπροτείνω , λοιπόν, την παλιά λαχτάρα μιας κοινωνίας όπου δεν θα υπάρχουν εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι οι πρωταρχικές αξίες, όπου κανένας δεν θα βιώνει το εγώ του μέσα από την προϋπόθεση της εξόντωσης ενός άλλου, όπου θα μπορούμε ελεύθερα να καταφάσκουμε σε κάθε φαντασίωση ή εξίσου ελεύθερα να την αρνούμαστε… Σας αντιπροτείνω την κοινωνία την οποία υπαινίσσονται όσοι αρνούνται τους θεσμούς του τρόμου, όσοι ξεπερνούν τα σύνορα που μας έμαθαν ή μας πετάλωσαν… Οι αντιρρησίες συνείδησης, οι εθελοντές δάσκαλοι των μαχαλάδων, οι εθελοντές γιατροί του Τρίτου Κόσμου, αυτοί είναι οι ήρωές μου… Καθώς και όλοι εκείνοι που με την ίδια τους την πορεία στη ζωή και το έργο τους αρνήθηκαν κάθε ετεροκαθορισμό: στ’ αλήθεια, για να μείνω μόνο στον 20 αιώνα, σε ποιο «έθνος» ανήκαν ο Φραντς Κάφκα, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, ο Γουόλτερ Μπέντζιαμιν, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Αντουάν Σεν Εξιπερί, ο Πρίμο Λέβι, ο Τζον Λένον. Σε ποιο «έθνος» ανήκε ο Άρης Αλεξάνδρου, θαμμένος εδώ και εικοσιεννιά χρόνια σ’ ένα παρισινό κοιμητήρι, τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος;

Ήθελα να τελειώσω μ’ ένα γνωστό ποίημα. Μα κάποτε κάποιος μου είπε πως δεν είναι σωστό να βάζεις στίχους μεγάλων ποιητών ως δεκανίκι στις μικρές σου ακρότητες. Είχε δίκιο. Έτσι τελειώνω τις ακρότητές μου με ένα δικό μου δεκανίκι: κάτι σαν στιχούργημα που έγραψα σε καιρούς που άκουγα πως οι σφαγμένοι άμαχοι ορθώς σφάζονται, γιατί ποτίζουν, λέει, με το αίμα τους κάποιο δέντρο και πως οι συμπολίτες μας δεν μπορούν να διδαχτούν στο σχολείο τους την μακεδονική μητρική τους γλώσσα – διότι η γλώσσα αυτή είναι «ανύπαρκτη». Παρόλο που το στιχούργημα αυτό ανήκει σ’ ένα ανέκδοτο βιβλίο μου, σχεδόν την τελευταία στιγμή, λογαριάζοντας πως ίσως καλύπτει ένα εσωτερικό κενό μου, το έβαλα και στις Σημείωσεις για το τρεμάμενο σώμα (σελίδες 263-265).

Είναι το «Πτωματόστρωτο» (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD053.htm)


***

Το πτωματόστρωτο
ή
αυτό δεν είναι ποίημα



Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής


Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές... Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων.

Ιωάννης Φιλήμων
Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως



Εμπρός, λοιπόν,
χιουμίστε στης άθλιας Τριπολιτσάς το μέγα κάστρο
και σφάξτε τα παιδιά και τις γυναίκες και τους γέροντες,
γυμνώστε τις κοπέλες και κάψτε τες,
περιγελάστε τες που ουρλιάζουνε μέσα στις φλόγες,
λιώστε τα κεφάλια των μωρών στους τοίχους,
γεμίστε τους δρόμους με κουφάρια κι ανθρώπινα μέλη
ώστε να σχηματιστεί εκείνο
το πτωματόστρωτον.

Και όταν τελειώσετε με τους ζωντανούς,
πάτε στο κοιμητήρι και ξεθάψτε τα πτώματα,
κι όπως είναι σαπισμένα, μισοφαγωμένα από τη γης,
κομματιάστε τα και αυτά, αξίζει τον κόπο.

Έτσι ν’ αφανίσετε την Τριπολιτσά·
την τρίτη μέρα ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης
θα μπει μέσα στην πόλη ένδοξος νικητής –
το άλογο του θα πατάει πάνω σε πτώματα.
Και μετά από δεκαοχτώ μήνες ένας Σπυρίδων Τρικούπης
θα πει σε έναν Διονύσιο Σολωμό
«κύριε, η Ελλάδα αναμένει τον Δάντη της»...

Χιουμίστε, λοιπόν, και θα γίνετε ήρωες,
απελευθερωτές, φάροι του γένους.
Οι εθνικοί ποιητές θα πούνε τους σφαγμένους «μιαρούς σκύλους»,
θα πούνε πως το αίμα τους ποτίζει «το αθώο χορτάρι»·
ναι, το χορτάρι θα είναι α θ ώ ο και τα λιωμένα μωρά σ κ ύ λ ο ι –
όπως το ακούτε.

Κι έτσι θα περάσουν τα χρόνια·
στα σχολεία οι έφηβοι θα τραγουδούν εθνικούς ύμνους,
Πρόεδροι Δημοκρατίας θα μιλούν για το παράδειγμά σας,
δάσκαλοι θα διδάσκουν, παπάδες θα χοροστατούν,
γυναίκες θα φορούν τα καλά τους και θα χειροκροτούνε τα αγήματα,
μπαμπάδες θα ανεβάζουνε τα παιδιά τους στους ώμους,
δακρυσμένοι συνταξιούχοι θα λένε «ζήτω η πατρίδα».

Για τους σφαγμένους δεν θα μιλά κανένας,
κανένας για τις κομματιασμένες γυναίκες,
κανένας για τα ολόσχιστα κρανία και τα ολοσκορπιστα μυαλά,
κανένας για τα λαχταριστά σωθικά – κανένας.
Και οι σοφοί θα ονομάζουν την σφαγή δ ι κ α ι ο σ ύ ν η
ή, έστω, ι σ τ ο ρ ι κ ή α ν α γ κ η –
εξάλλου κάποιοι άλλοι θα έχουν σφάξει περισσότερους από εμάς,
έτσι δεν γίνεται πάντοτε;

Γι αυτό χιουμίστε και μην σκοτίζεστε για τους κατοπινούς –
όλοι θα σας δοξάσουν κι όλοι θα κάνουν μούγγα·
τι ’ναι στ’ αλήθεια σόλοικο, παράταιρο πολύ
να μιλάς για σφαγμένους και για πτώματα,
να μιλάς για κομματιάσμένα κορμιά
για χέρια πόδια κεφαλές και τα λοιπά
ενώ πατάς και περπατάς
στο πτωματόστρωτο.


***


Αυτό ήταν το στιχούργημά μου για εκείνο το παλιό πτωματόστρωτο. Και, δυστυχώς, θαρρώ πως σ ένα τέτοιο πτωματόστρωτο π ε ρ π α τ ά μ ε α κ ό μ η, φίλες και φίλοι.



(Η εκδήλωση με θέμα Εθνικά κράτη: μια φαντασίωση του ρομαντισμού ή μηχανές φόνου, τρόμου και ρατσισμού» διοργανώθηκε στις 18-5-2007 από την σειρά «Αντιρρήσεις» των Εκδόσεων Τυπωθήτω στα πλαίσια της 4ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Συμμετείχαν οι συγγραφείς των Αντιρρήσεων Γιώργος Τσιάκαλος (Απέναντι από τα εργαστήρια του ρατσισμού), Παναγιώτης Δημητράς (Αναζητώντας τα χαμένα δικαιώματα στην Ελλάδα), Θανάσης Τριαρίδης (Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα) ενώ με γραπτή του τοποθέτηση συμμετείχε ο Νίκος Δήμου (Ασκήσεις ελευθερίας). Τον συντονισμό της συζήτησης είχε ο δημοσιογράφος Γιάννης Κοτσιφός.)