Friday, 14 March 2008

Τηλεόραση, ακροδεξιά και λαϊκισμός

Η άνοδος της ακροδεξιάς που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και η μετατροπή της σε σταθερό, αν και όχι επίφοβο, πολιτικό παράγοντα είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να μας απασχολήσει και να εκτιμηθεί. Ειδικά μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Η είσοδος του ΛΑ.Ο.Σ. στη βουλή θα πρέπει να μελετηθεί σε συνάρτηση με την εκλογική βάση του εν λόγω κόμματος προκειμένου να δούμε κατά πόσον εκφράζει ή όχι μια συνολικότερη στροφή της κοινωνίας προς συγκεκριμένου τύπου, ακροδεξιές και νεοσυντηρητικές θέσεις. Εν προκειμένω καταθέτουμε μερικές αρχικές παρατηρήσεις σχετικά με την ελληνική εκδοχή του φαινομένου, κυρίως σε ό,τι αφορά στη σχέση του με την τηλεόραση.

Η αναφορά στη σχέση της ακροδεξιάς με την τηλεόραση είναι καθοριστική για την εκτίμηση της ελληνικής εκδοχής της όλης κατάστασης. Στα πλαίσια της ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει κανείς να παρατηρήσει τον απολύτως κυρίαρχο ρόλο που παίζει η τηλεόραση. Κανείς δεν αμφισβητεί την παντοδυναμία που απολαμβάνουν τα ΜΜΕ γενικώς αλλά και η τηλεόραση ειδικότερα μέσα στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες. Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες δυτικές χώρες, η ελληνική περίπτωση εμφανίζει μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν να κάνουν με τη σχεδόν απόλυτη παντοδυναμία της τηλεόρασης. Στην Ελλάδα η τηλεόραση έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταλάβει τον δημόσιο χώρο της κοινωνίας, καθώς είναι αυτή που κάθε φορά καθορίζει την «ατζέντα» των θεμάτων με τα οποία οφείλουμε ν’ ασχολούμαστε: από τα ζητήματα της «πολιτικής» επικαιρότητας μέχρι τα τελευταία κοσμικά νέα (ειδικότητα του κ. Μαλέλη). Αυτό φυσικά συμβαίνει σχεδόν παντού στον κόσμο. Εν τούτοις εδώ στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις πολύ ευρύτερες απ’ αυτές που έχει σε άλλες χώρες, κυρίως στην Ευρώπη. Το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάγνωσης εφημερίδων –και φυσικά βιβλίων- που χαρακτηρίζουν το Νεοέλληνα δεν είναι καθόλου άσχετα με ό,τι συζητάμε εν προκειμένω. Προφανώς όλα αυτά έχουν να κάνουν με το γεγονός πως η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις καθεαυτό δυτικές χώρες, είναι μια χώρα δίχως κανενός είδους δημοκρατική πολιτική και πολιτιστική παράδοση. Έτσι, μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κατάφερε να αλωθεί κυριολεκτικά απ’ τα εισαγόμενα καταναλωτικά ήθη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πραγματική πολιτιστική αποκτήνωση των ατόμων, τη φοιβοποίηση και την ψινακοποίησή τους. Αν, με άλλα λόγια, η μπερλουσκονικής αισθητικής ιταλική τηλεόραση συνιστά μια αταίριαστη παρεκτροπή σε σύγκριση με την ιταλική κουλτούρα –ακόμα και υπό τη σημερινή, μεταμοντέρνα εκδοχή της-, η ελληνική κοινωνία οφείλει να ιδωθεί ως το ακριβές αντίστοιχο του ψινακισμού, του κουγισμού και της αισθητικής του ζεύγους Ευαγγελάτου. Αν στον υπόλοιπο κόσμο οι τηλεοπτικές περσόνες έχουν γίνει διασημότητες που αναγνωρίζονται απ’ όλο τον κόσμο, εδώ στην Ελλάδα οι μεγαλοδημοσιογράφοι κι οι παρουσιαστές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, προέκταση των μελών της οικογένειάς μας: μας κάνουν παρέα, όταν τρώμε, μας ενημερώνουν, μας διασκεδάζουν κ.λπ.

Όποιος, λοιπόν, παρακολουθεί τις εμφανίσεις των πολιτικών στη τηλεόραση, θα έχει παρατηρήσει τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισης των στελεχών του ακροδεξιού κόμματος[1]. Κάποιος παραδοσιακά σκεπτόμενος θα υποστήριζε ότι η υπερβολική προβολή του ΛΑ.Ο.Σ. από τα μέσα, αλλά ιδιαιτέρως από την τηλεόραση για να είμαστε ακριβείς, οφείλεται σε κάποια συνωμοσία. Χωρίς να αποκλείουμε το ενδεχόμενο ορισμένα μέσα να προβάλουν το εν λόγω κόμμα για μικροπολιτικούς λόγους εταιρικού ή άλλου συμφέροντος, θέλουμε να σταθούμε κάπου αλλού· να σταθούμε στο πιο ανησυχητικό σημείο του πράγματος.

Το σημείο αυτό είναι η αυξημένη τηλεθέαση που προσφέρουν στα κανάλια τα στελέχη του κ. Καρατζαφέρη. Η τηλεθέαση αυτή, όχι απαραίτητα μονοσήμαντα ερμηνεύσιμη, υποδεικνύει κατ’ αρχάς τη σιωπηρή –τουλάχιστον παθητική- αποδοχή των ακροδεξιών απόψεων από μερίδα του κοινού. Είναι σημαντικό και ενδεικτικό της κατάστασης το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να λέει ελεύθερα πια ρατσιστικές και ακραία συντηρητικές απόψεις, χωρίς να προκαλείται καμία αντίδραση. Αυτό που ο Καστοριάδης ονόμαζε «άνοδο της ασημαντότητας» είναι μία μόνο πτυχή της ολοένα και αυξανόμενης απάθειας. Ας μην ξεχνάμε ότι η τηλεόραση είναι ένα κατ’ εξοχήν παθητικό μέσο στο οποίο λόγω της ταχύτητας της εναλλαγής της εικόνας, η μοναδική δυνατότητα συμμετοχής -έστω νοητικής- του τηλεθεατή εξαντλείται στη ταύτισή του με έναν από τους παραθυρούχους , οι οποίοι έχουν φροντίσει με επιμέλεια να αναλάβουν ένα συγκεκριμένο και εύπεπτο ρόλο. Επιπλέον, ο βαθμός παθητικότητας του τηλεθεατή ειναι σε τεράστιο βαθμό αυξημένος συγκρινόμενος με την παθητικότητα που προκαλείται από άλλα μέσα, όπως το ραδιόφωνο. Η τηλεόραση απαιτεί και προκαλεί την πλήρη προσήλωση του θεατή, καθώς αντικαθιστά πλήρως την πραγματικότητα συνιστώντας το υποκατάστατό της, αφού προσφέρει το αντίστοιχο των βασικών αισθήσεων: της όρασης και της ακοής. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να ακούει μηχανικά ραδιόφωνο και να κάνει παράλληλα κάτι άλλο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι μπορεί να βλέπει τηλεόραση και να κάνει παράλληλα κάτι άλλο. Κατά κανόνα, η τηλεόραση συγκεντρώνει αποκλειστικά την προσοχή μας, προκαλεί την προσήλωσή μας και μας απορροφά στην πραγματικότητά της, επιφέροντας σε οριακές περιπτώσεις ή στη συνήθη καθημερινή στιγμή της πλήρους καθήλωσής μας την κατάργηση του πραγματικού ένεκα της εισβολής του τηλεοπτικού/εικονικού.

Η άνοδος της ακροδεξιάς στη Ελλάδα πρέπει να συσχετιστεί με το λαϊκισμό που αποτελεί την βασική έκφραση της τηλεοπτικής κουλτούρας και ο οποίος έχει καλλιεργηθεί από οθόνης την τελευταία 10ετία. Τα βασικά στοιχεία του λαϊκισμού αυτού είναι ο καταγγελτισμός («όλοι τα παίρνουνε») που συνδέεται με την παθητικότητα και την αναισθησία του κατοικοεδρεύοντος στον καναπέ τηλεθεατή, αλλά και με την ταύτισή του με τον παρουσιαστή-τιμωρό (Τριανταφυλλόπουλος, Χίος, Γιάννης Παπαγιάννης, Μάκης Κουρής κ.λπ.). Ο χώρος που αναλογεί στον τηλεθεατή στην τηλεοπτική πραγματικότητα είναι περιορισμένος. Και καθορίζεται από τη δυνατότητά του να ταυτιστεί με κάποιον άλλο. Ο όρος της ύπαρξης στο τηλεοπτικό σύμπαν είναι η ταύτιση. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει στο αντιπροσωπευτικό σύστημα: μπορείς να συμμετέχεις στη πολιτική δι’ αντιπροσώπου, μπορείς να βγεις σε τηλεοπτικό παράθυρο δι’ αντιπροσώπου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της τηλεοπτικής κουλτούρας είναι η υπεράσπιση ενός συντηρητισμού παλαιάς κοπής διανθισμένου με δήθεν φιλελεύθερα στοιχεία («έχω και γω φίλους ομοφυλόφιλους, αλλά...»). Η παράμετρος αυτή συνδέεται με το σεξουαλικό στοιχείο, πάντα ενυπάρχον και υπογείως –ως υπονοούμενο- κυριάρχο σε κάθε ευκαιρία. Το στοιχείο αυτό, και ιδιαιτέρως ο τρόπος που παρουσιάζεται, φαίνεται να αποτελεί μέσο υπεραναπλήρωσης της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας του τηλεθεατή ή ακόμα και απλή υποκρισία. Στις κλειδαρότρυπες δηλαδή βλέπουμε ό,τι θέλουμε να δούμε· είτε για να δικαιώσουμε την ηθική μας (παρατηρώντας την «αθλιότητα» των άλλων ή ανακαλύπτοντας ότι «όλοι ίδιοι είμαστε») είτε απλά για να ικανοποιηθούμε. Γενικά, αυτή είναι η λειτουργία του ηθικισμού εν γένει.

Το επιχείρημά μας για τη σύνδεση της ακροδεξιάς με τον τηλεοπτικό λαϊκισμό ενισχύει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του ΛΑ.Ο.Σ. προέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την τηλεόραση. Άλλοι είναι «διάσημοι» τηλεπλασιέ βιβλίων, άλλοι συμπαρουσιαστές και συμπαρουσιάστριες ελαφρών τηλεοπτικών εκπομπών, άλλοι θαμώνες των τηλεοπτικών παραθύρων με τις διάφορες ιδιότητές τους (πολύτεκνοι, στρατιωτικοί, φοροτεχνικοί, τραγουδίστριες, δημοσιογράφοι, παπάδες, τέκνα αντισημιτών πατέρων). Τέτοια σχέση με την τηλεόραση δεν έχει αναλογικά κανένα άλλο κόμμα πλην του συγκεκριμένου. Επιπλέον ο κ. Καρατζαφέρης είναι ιδιοκτήτης ενός καναλιού, αν δεν κάνουμε λάθος. Και οι συνεργάτες του εμφανίζονται κατά κόρον σε κανάλια μικρής εμβέλειας για να προωθήσουν τους εμπορικούς ή πολιτικούς σκοπούς τους. Ο κ. Καρατζαφέρης με τη νεο-ακροδεξιά ιδεολογία του έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ολόκληρο το φάσμα του λαϊκιστικού συντηρητισμού που επικαλείται από το Χίτλερ (ο κ. Πλεύρης) ως τον Τσε Γκεβάρα (ο παπά-Τσάκαλος). Προφανώς, στην ιδεολογία αυτή, της οποίας τη σχέση με τον παραδοσιακό εθνικοσοσιαλισμό μπορούμε να αναζητήσουμε, όλα χωράνε και όλα αφομοιώνονται. Αλλά υπάρχουν μερικές αρχές που παραμένουν αδιαπραγμάτευτες συμπυκνωμένες, όπως το εβαπορέ γάλα που «μεγαλώνει γερά παιδιά», στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι μεσημεριανές ελαφρές εκπομπές έχουν φιλοξενήσει αποκλειστικά αφιερώματα σε στελέχη του ακροδεξιού κόμματος, νομίζουμε και στον αρχηγό του, αλλά κανέναν άλλο πολιτικό σε αντίστοιχη θέση, αν εξαιρέσουμε τον αναλόγων πεποιθήσεων Νομάρχη κ. Ψωμιάδη[2]. Παρόμοια συμβαίνουν και σε μεταμεσονύκτιες ελαφρές εκπομπές, όπως αυτή του κ. Αναστασιάδη[3], η οποία εκπροσωπεί αντίστοιχες ιδέες στην πιο κυνική και μεταμοντέρνα μηδενιστική τους έκδοση (εξαιτίας της ανάμιξής τους με τον κωστοπουλισμό των ‘90s). Στην εκπομπή αυτή είχαμε τη χαρά να πληροφορηθούμε τις σχέσεις του κ. Άδωνι Γεωργιάδη με τη μνηστή του, οι οποίες και μας ενδιέφεραν πολύ. Η εκπομπή της κ. Δρούζα φιλοξενεί σε τακτική βάση ένα βουλευτή του ακροδεξιού κόμματος και βέβαια εξαιρετικά σπάνια (μάλλον ποτέ) το βουλευτή κάποιου άλλου κόμματος. Η αδυναμία της κ. Δρούζα είναι ο γνωστός ακροδεξιός πρώην τηλεπλασιέ, κ. Βελλόπουλος.

Ασφαλώς το Εθνικό Ραδιοτηλεπτικό Συμβούλιο δεν έχει καμία διάθεση να ασχοληθεί με την εξόφθαλμα άνιση κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου, καθώς είναι απασχολημένο με την επιβολή προστίμων για εικόνες που προκαλούν το αίσθημα όσων διακατέχονται από το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, όπως στην περίπτωση του φιλιού μεταξύ δύο ανδρών σε σχετικά πρόσφατο σήριαλ ή όπως στην περίπτωση του Μπομπ Σφουγγαράκη. Δηλαδή δεν απέχει και πολύ απ’ την πραγματικότητα η άποψη ότι το ΛΑΟΣ και το ΕΣΡ υπηρετούν τις ίδιες αξίες. Βεβαίως, ούτε η ΕΣΗΕΑ βρίσκει κάτι αντιδεοντολογικό στο γεγονός ότι η τηλεόραση έχει μετατραπεί σε γραφείο τύπου του ακροδεξιού κόμματος. Το ζήτημα όμως, όπως είπαμε, είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται και δε θα λύνονταν με μια απλή ισοκατανομή του τηλεοπτικού χρόνου. Το πρόβλημα δεν είναι το προϊόν, αλλά αυτός που το καταναλώνει.

Ας επιστρέψουμε για λίγο στο φαινόμενο του λαϊκισμού και στην ακροδεξιά του απόχρωση. Να πούμε εξαρχής ότι η λειτουργία του λαϊκισμού συνίσταται στο να δικαιώνει με κάθε κόστος το «λαό» που εν προκειμένω ταυτίζεται με το τηλεοπτικό κοινό. Πρέπει να μιλάμε, λοιπόν, στη περίπτωσή μας για «τηλεοπτικό λαϊκισμό», όχι γιατί στην εποχή μας υπάρχει και κάποιου άλλου είδους λαϊκισμός χάριν του οποίου πρέπει να κάνουμε μία διάκριση, αλλά επειδή η έννοια του «λαού» και η όποια σημασία της με την πολιτική έχει συνταυτιστεί με την έννοια του τηλεοπτικού κοινού· δηλαδή ο δημόσιος χώρος ή ο δημόσιος/ιδιωτικός χώρος (η αρχαιοελληνική αγορά)[4] είναι πλέον η τηλεόραση και ο πολίτης είναι ο τηλεθεατής ή όπως γράφει κάθε τόσο ο Ευγένιος Αρανίτσης, η τηλεόραση υποκαθιστά την κοινωνία. Ο νέου είδους δημόσιος χώρος, παρουσιάζει καινοφανή χαρακτηριστικά που καθορίζονται από τη μη διαδραστικότητα του μέσου (ο τηλεθεατής δε μπορεί να παρέμβει) και την πλήρη παθητικότητα που αυτό επιβάλλει. Ασφαλώς, η τηλεόραση θα μπορούσε να παραμένει ένα μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης χωρίς να υποκαθιστά το δημόσιο χώρο, αρκεί να επιφέρονταν βασικές αλλαγές που θα καταργούσαν ή τουλάχιστον θα αλλοίωναν την απόλυτα παθητικοποιητική της φύση[5]. Σε άλλες εποχές, πριν από τη δημιουργία της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο και ο τύπος παρέμεναν μέσα επικοινωνίας και πληροφόρησης, χωρίς να υποκαθιστούν την αγορά ή τη δημόσια σφαίρα. Αυτό δείχνει την ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης, στην οποία αναφερθήκαμε και προηγουμένως. Η τηλεόραση, ως φαντασιακή σημασία της σύγχρονης κοινωνίας γεννήθηκε από το σύμπαν σημασιών του ώριμου καπιταλισμού και συνεπώς αντιστοιχεί απόλυτα στο σύμπαν αυτό, καθώς και σε όλες τις παράλληλες με αυτήν σημασίες, όπως ο καταναλωτισμός. Τόσο η ίδια όσο κι ο τύπος σχέσεων και ανθρώπου που προωθεί συνιστούν βασική δομή της καταναλωτικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και σήμερα, σε εποχές δηλαδή κοινωνικής αποσύνθεσης και πλήρους σχεδόν αποπολιτικοποίησης, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει πλήρως. Θα μπορούσε βέβαια η τηλεόραση, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, να αποτελεί ένα μέσο που υπάρχει παράλληλα με την αγορά ή την κατεξοχήν δημόσια σφαίρα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει θεμελιώδεις αλλαγές τόσο στη φύση του ίδιου του μέσου όσο και στη φύση της συνολικής κοινωνικής θέσμισης που το γεννά και του δίνει αυτόν τον κεντρικό ρόλο.

Ο λαϊκισμός, όμως, σε κάθε του εκδοχή –και πολύ περισσότερο στην τηλεοπτική- ενδιαφέρεται να προωθήσει και να δικαιώσει την παθητικότητα και την ανευθυνότητα του «λαού» που είναι βασισμένη στη θεώρησή του σαν μάζα[6]. Κατ’ αρχάς, από τη σημασία του «λαού» αντιπροσωπεύεται ο μέσος άνθρωπος, ο μέσος Έλληνας και ο μέσος Γερμανός για να φέρουμε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο μέσος άνθρωπος –δεν τολμούμε να πούμε πολίτης- αντιπροσωπεύει τη μετριότητα εν προκειμένω και αντιπαρατίθεται σε ό,τι αντιβαίνει προς αυτήν. Όταν ο Χίμλερ λέει ότι «όταν ακούω διανοούμενος, μού ρχεται να βγάλω το όπλο μου», εκφράζει το αίσθημα του μέσου Γερμανού, όσο και ο Άδωνης Γεωργιάδης όταν μιλάει για «κουλτουριάρηδες» του Συνασπισμού ή της αριστεράς εν γένει. Οι ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ προέρχονται συνήθως από χαμηλού μορφωτικού επιπέδου στρώματα τα οποία εμφανίζουν συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι σε όποιον θεωρούν ανώτερο απ’ αυτούς. Για το λόγο αυτό, άλλωστε οι ηγέτες των λαϊκιστικών κινημάτων –όπως και οι δημοφιλείς τηλεδημοσιογράφοι – τιμωροί- εμφανίζονται ως προερχόμενοι από τα σπλάχνα της μάζας την οποία αντιπροσωπεύουν. Ο ήγετης εμφανίζεται έτσι ταυτόχρονα ανώτερος και ισότιμος με τη μάζα και με βάση αυτόν τον περίεργο συνδυασμό μπορεί το απλό μέλος της μάζας να ταυτιστεί μαζί του, αλλά και να τον υπακούσει άκριτα. Ο ηγέτης, πρόσωπο ταυτοχρόνως οικείο και απρόσιτο, ένας από μας αλλά και ένας υπεράνω ημών, μπορεί ταυτιστεί ψυχαναλυτικά με το πρότυπο του Πατέρα, όπως υποστηρίζει ο Φρόιντ στην Ψυχολογία των μαζών και την ανάλυση του Εγώ. Ο Καρατζαφέρης στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία ενός τέτοιου τύπου σχέσης όταν λανσάρει το προφίλ του «δουλεύω από δέκα χρονών» και «έχω κάνει όλα τα επαγγέλματα, ακόμα και το γαλατά».

Η μάζα, συγκροτείται στη βάση της μισαλλοδοξίας. Για να επιτευχθεί η συσπείρωσή της, είναι αναγκαίο να υπάρχουν ή να εφευρίσκονται εχθροί. Για την ελληνική ακροδεξία, οι εχθροί έχουν διάφορα πρόσωπα (Εβραίοι, αναρχικοί, Αμερικάνοι, Αλβανοί κ.λπ.), αλλά συνήθως στοχεύουν στην υπονόμευση του έθνους. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το παρανοϊκό παραλήρημα των ακροδεξιών λογοκριτών του βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού και οι θεωρίες τους περί «Νέας Τάξης», σχεδίων του διεθνούς σιωνισμού (κάτι μας θυμίζει αυτό), του Σόρος κ.λπ., των οποίων εμείς που υποστηρίξαμε το βιβλίο είμαστε, ως γνωστόν, πράκτορες. Α, στη καλύτερη περίπτωση, όπως ανέφερε, αν θυμόμαστε καλά, ο εκδίδων το ακροδεξιό περιοδικό Ρεσάλτο, είμαστε ηλίθιοι.

Θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι στην περίπτωση του ΛΑΟΣ δε θεωρούμε ότι έχουμε να κάνουμε με την άνοδο ενός φασιστικού κινήματος. Προς το παρόν δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να μας ωθεί προς μια τέτοια εκτίμηση. Αυτό που λείπει -και είναι κάτι το ουσιώδες- είναι η ενεργητικότητα που χαρακτήριζε το ναζιστικό και το φασιστικό κίνημα και το οποίο χαρακτηρίζει σύγχρονες νεοναζιστικές ομάδες όπως η Χρυσή Αυγή. Ασφαλώς μιλάμε εδώ για μία ενεργητικότητα μιλιταριστική και επουδενί για μία ενεργητικότητα διανοητική. Υπάρχει δηλαδή διάκριση εν προκειμένω μεταξύ του ακροδεξιού λαϊκισμού του ΛΑΟΣ και του νεοναζισμού που εκπροσωπείται από τη Χρυσή Αυγή, παρ’ όλο που υπάρχει μία περιοχή που φανερά ή αφανέρωτα συναντιούνται. Ας μην ξεχνάμε ότι βουλευτές του ΛΑΟΣ είναι ο υιός Πλεύρης και ο Βορίδης, γνωστοί και οι δύο για τις σχέσεις τους με το νεοναζισμό. Το ΛΑΟΣ, όμως, σε ανακοίνωσή του για τις συγκρούσεις μεταξύ μελών της Χρυσής Αυγής και μελών αντιφασιστικών ομάδων στο κέντρο της Αθήνας στις 2/2, φρόντισε να κρατήσει σχεδόν ίσες αποστάσεις και από τις δύο πλευρές, αποφεύγοντας «να κλείσει το μάτι»[7] όπως παραδοσιακά έκανε στους οπαδούς της νεοναζιστικής ομάδας. Αν θυμόμαστε καλά, μίλησε για «ακραίες» ομάδες καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Η τακτική αυτή είναι κατά τη γνώμη μας ενδεικτική ενός νέου target group στο οποίο στοχεύει ο Καρατζαφέρης. Σημειώνουμε επίσης ότι την ίδια περίπου τακτική ακολούθησε και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν τοποθετήθηκε επί των ιδεών που εξέφραζαν οι δύο συγκρουόμενες παρατάξεις, καταδικάζοντας, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος, το ναζισμό. Οι ανακοινώσεις και των δύο κομμάτων αλλά και η τακτική της ΝΔ και των δημοσιογραφών της τηλεόρασης ήταν προς την αναγνώριση του δικαιώματος του φιλήσυχου πολίτη να πηγαίνει για ψώνια. Από τη μεριά μας, το έχουμε γράψει και αλλού[8], δεν θεωρούμε το δικαίωμα του να πηγαίνει κάποιος για ψώνια ισότιμο με το δικαίωμα στην ελεύθερη συνάθροιση και διαμαρτυρία. Αν και, ειρήσθω εν παρόδω, δεν προσυπογράφουμε τη βία ως μέσο επίλυσης τέτοιων προβλημάτων και έχουμε επιφυλάξεις για τις προσπάθειες θέσης εκτός νόμου ακραίων ομάδων όπως η Χρυσή Αυγή[9]. Και αυτό για λόγους πολιτικού φιλελευθερισμού και ανεκτικότητας, αλλά και επειδή θεωρούμε ότι τέτοιες κινήσεις, όπως έχει δείξει η ιστορία ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν αυτές τις ομάδες[10]. Η κρίση μας περί μη ισοτιμίας των δύο δικαιωμάτων δεν έχει να κάνει μόνο με το καταναλωτικό και αποχαυνωτικό περιεχόμενο του «δικαιώματος» στα ψώνια αλλά γίνεται και στη βάση της διαπίστωσης ότι στη σύγχρονη εποχή η πολιτική εν γένει τείνει να περιθωριοιποιηθεί ολοκληρωτικά και να εξαλειφθεί ακόμα και από το λεξιλόγιο των ανθρώπων. Αν είναι λοιπόν στην εποχή αυτή να υπερασπιστούμε ένα δικαίωμα, θεωρούμε σημαντικότερο να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην διαδήλωση, που παρά το συχνά ετερόνομο και ξενωτικό του χαρακτήρα διατηρεί, ως προϊόν της ιστορικής παράδοσης του προτάγματος της αυτονομίας στις πολλαπλές εκδηλώσεις του, ζωντανή τη δυνατότητα της αντίστασης στην επελαύνουσα βαρβαρότητα της πολιτικής ή καλύτερα της γενικευμένης απάθειας. Κατά τη γνώμη μας, το διακύβευμα είναι ιστορικά μεγάλο, όσο κι αν ακούγεται μελοδραματική η έκφραση, για να το εγκαταλείψουμε για χάρη του δικαιώματος στα ψώνια.

Αλλά το τελευταίο αυτό δικαίωμα, δικαίωμα τόσο χυδαίο που μόνο σε μια εποχή σαν τη σημερινή θα μπορούσε να υποστηριχτεί, παρουσιάζεται ως αίτημα μιας νέας «τάξης» που εμφανίζεται στη «δημόσια» σφαίρα (των δημοσκοπήσεων) και που σχετίζεται αφενός με την άνοδο της ακροδεξιάς και αφετέρου με την ολοένα και εντεινόμενη συντηρητικοποίηση των κομμάτων, η οποία δεν ακολουθεί παρά τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας είναι η άνοδος του περίφημου «μεσαίου χώρου» στου οποίου τις ψήφους ελπίζουν τα τρία προαναφερθέντα –τουλάχιστον- κόμματα. Ο «μεσαίος χώρος» στον οποίο στοχεύουν οι μικροπολιτικές μανούβρες των κομμάτων κινείται πάνω κάτω από τις αξίες της τάξης και της ασφάλειας που αποτελούν τον πυρήνα της συντηρητικής ρητορείας στην οποία έχει επιδοθεί τελευταία όχι μόνο ο Σαρκοζί (ο οποίος πρόσφατα ζήτησε «να τελειώνουμε με το Μάη του ‘68»), αλλά ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η απαίτηση της ασφάλειας συναρτάται ασφαλώς με την απόλυτη και άνευ όρων προσχώρηση στο μικροαστικό φαντασιακό το οποίο επιτάσσει να κοιτάζει ο καθένας τη δουλειά του και το συμφέρον του. Η πολιτική απάθεια, ο αμοραλισμός και ένας πρωτοφανής φοβικός εγκλεισμός του ανθρώπου στη σφαίρα των ιδιωτικών του μικροσυμφερόντων είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτής της νέας συντηρητικής κοινωνίας. Στην κοινωνία αυτή, χάνονται ολοένα και περισσότερο οι δυνατότητες των ανθρώπων να διαρρηγνύουν έστω και σε ετερόνομα πλαίσια τον εγκλεισμό τους και να δημιουργούν μορφές συλλογικής ζωής, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Πρόκειται για μία «ιδιωτική κοινωνία», όσο κι αν ο όρος μοιάζει αντιφατικός, που καθορίζεται από τη μετεξέλιξη των χαρακτηριστικών της ζωής στις δυτικές μητροπόλεις (μοναξιά, αποξένωση, ιδιώτευση κ.τ.λ.), τα οποία περιέγραφαν ήδη από τη δεκαετία του ’50 ο Καστοριάδης και τόσοι άλλοι.

Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργηθεί μετά την υποχώρηση των επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων που άκμαζαν στη Δύση μέχρι και πριν από τριάντα χρόνια. Η ύπαρξη αυτών των κινημάτων μαζί με την ύπαρξη πρωτοποριακών κινημάτων στο χώρο της τέχνης ή της φιλοσοφίας, όπως επίσης και σε συνδυασμό με τη γενικότερη δημιουργικότητα της κοινωνίας σε όλους τους τομείς, προωθούσε ιδέες και αξίες ριζοσπαστικές, οι οποίες ωθούσαν τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού προς θέσεις φιλελεύθερες ή ακόμα και ριζοσπαστικές. Με την υποχώρησή τους όμως, αυτός ο περίφημος μεσαίος χώρος, ως εκ φύσεως, στρέφεται προς τις συντηρητικές συμπεριφορές που του είναι περισσότερο οικείες[11]. Με άλλα λόγια, παλιότερα υπήρχε ένα σημαντικό, έστω κι αν ήταν μειοψηφικό, στρώμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών το οποίο προωθούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αξίες και συμπεριφορές που ενσάρκωναν το πρόταγμα της αυτονομίας (οι φιλελεύθεροι αστοί στα τέλη του 18ου αιώνα, το εργατικό κίνημα στη συνέχεια, ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός και τα «νέα κοινωνικά κινήματα» των δεκαετιών του ’60 και του ’70 κατά τον επόμενο αιώνα κ.λπ.). Η ύπαρξη αυτού του στρώματος ωθούσε συνολικά την κοινωνία προς θέσεις περισσότερο προοδευτικές. Με την κατάρρευση όμως των επαναστατικών κινημάτων, ήρθε στο προσκήνιο η λεγόμενη generation X ή «γενιά των τριαντάρηδων»[12], βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο κυνισμός, η αποπολιτικοποίηση, η αδιαφορία για οτιδήποτε υπερβαίνει την ιδιωτική σφαίρα και το κενό νοήματος. Αυτή η γενιά πήρε τη θέση των παλαιότερων προοδευτικών στρωμάτων της κοινωνίας και είναι αυτή που ενσαρκώνει με τον πιο καθαρό τρόπο τα «ιδεώδη» του μεταμοντερνισμού: ο μεταμοντερνισμός, με άλλα λόγια, ως προϊόν της αποσύνθεσης και της εξάντλησης του μοντερνισμού. Είναι προφανές ότι το κενό και η αποσύνθεση που εκφράζει αυτή η γενιά επιτρέπει στην κοινωνία, μέσα στα πλαίσια της γενικευμένης απάθειας που επικρατεί, να στρέφεται προς παραδοσιακού τύπου προσπάθειες απάντησης στο υπαρξιακό κενό που γεννά η φαντασιακή κατάρρευση της κοινωνίας. Έτσι, ενώ απ’ τη μια μεριά βλέπουμε να κυριαρχεί ο κυνισμός και ο απόλυτος αμοραλισμός, από την άλλη βλέπουμε την επιστροφή παραδοσιακών και πουριτανικών αξιών, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων αποτελούν οι διάφορες χριστιανικές σέχτες που ανθούν στις ΗΠΑ.

Εδώ στην Ελλάδα το φαινόμενο παίρνει διαυγέστερη μορφή, καθώς οι δύο κοινωνιολογικές ομάδες που περιγράψαμε πιο πάνω ορίζουν τη βασική διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει τη σημερινή νεοελληνική κουλτούρα (χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου στρώματος που υπήρξε ιστορικά κοινωνός, υπό έναν παραμορφωτικό βέβαια τρόπο, των άνωθεν προωθούμενων δυτικού τύπου μορφών ζωής όπως επίσης κι ενός ακόμα, «ανάμεικτου» στρώματος): τη συνύπαρξη του παραδοσιακού νεοελληνικού στοιχείου, προσκολλημένου στο εθνικοθρησκευτικό φαντασιακό, με το μεταμοντέρνο στοιχείο που άρχισε να αναπτύσσεται, σιγά σιγά, κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το βασικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας, που τη διαφοροποιεί απ’ τις καθαυτό δυτικές ομολόγους της, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε επαναστατικής ή έστω και απλώς προοδευτικής πολιτικής και πολιτιστικής παράδοσης. Αυτή η έλλειψη έχει δύο συνέπειες. Καταρχάς στερεί την κοινωνία από οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να σταθεί ως εμπόδιο στην αποσύνθεση που έρχεται ως συνέπεια της επικράτησης του δυτικού καταναλωτικού μοντέλου. Κατά δεύτερον είναι αυτή που επιτρέπει έναν υψηλό βαθμό διακριτότητας μεταξύ του κομματιού της κοινωνίας που εμφορείται απ’ τις παραδοσιακές αξίες (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια) –έστω και στην εκφυλισμένη τους μορφή- και του κομματιού που εκφράζει τα μεταμοντέρνα ήθη (όπως περιγράφονται στα κείμενα στα οποία παραπέμπουμε στην 10η υποσημείωση): η σύγκριση μεταξύ σήριαλς σαν το Singles, το Coupling, τα Υπέροχα πλάσματα ή το Big Bang από τη μία μεριά (τα οποία εκφράζουν το μεταμοντέρνο στοιχείο) και το Ευτυχισμένοι μαζί από την άλλη (στο οποίο εκφράζεται το παραδοσιακό μοντέλο: οικογένεια, παιδιά, γάμος κ.λπ.) είναι ενδεικτική της κατάστασης. Η έλλειψη ενός προοδευτικού παρελθόντος δεν έχει επιτρέψει τη φιλελευθεροποίηση του μεγαλύτερου μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας. Απέναντι στην αβεβαιότητα που εκφράζεται από τους μεταμοντέρνους, ο παραδοσιακός νεοέλληνας στρέφεται προς αξίες του παρελθόντος. Είναι σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων που θα πρέπει να αναζητήσουμε το κοινό της ακροδεξιάς και τον σκληρό πυρήνα του εθνικισμού. Ο λαϊκιστικός καταγγελτισμός, μαιτρ του οποίου είναι ο Τράγκας κι ο Τριανταφυλλόπουλος, εκφράζεται με κάθε ευκαιρία σε περιόδους υλικής στενότητας όπως είναι η σημερινή (υψηλή ανεργία, ακρίβεια, κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας κ.λπ.): τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα ερμηνεύονται ως προϊόν της γενικευμένης «διαφθοράς», των «λαμογιών», «της απάτης του χρηματιστηρίου», της «οικογενειοκρατίας» κ.λπ (όπως παλιότερα τα χρεώναμε όλα στους Εβραίους).

Ως εκ τούτων, το κενό νοήματος των σύγχρονων κοινωνιών σε συνδυασμό με την συντριπτική ιδιώτευση και παθητικότητα των ανθρώπων αφήνει πρόσφορο έδαφος στην επανάκαμψη παραδοσιακών συντηρητικών απόψεων, έστω και υπό μορφή επιφανειακή. Η μοναδική λύση απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, στα δικά μας μάτια, δε μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική ενεργοποίηση των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας, της οποίας συστατικό στοιχείο αποτελεί ο σεβασμός της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας όλων. Ό,τι δηλαδή αντιμάχεται και αντιμάχοταν πάντοτε η ακροδεξία σε όλες τις αποχρώσεις της. Στα πλαίσια μάλιστα της Πάλλης μας για την προώθηση αυτού του στόχου, θα πρέπει να προπαγανδίζουμε την ανάγκη δημιουργίας νέων, ριζοσπαστικών αξιών που θα εκφράζουν την επιθυμία δημιουργίας μιας νέας κουλτούρας, η οποία θα αντικαταστήσει τη σημερινή αποσύνθεση και την μηδαμινότητα της ζωής των ανθρώπων.

Συναρτήσει, όμως, της υποχώρησης των ανθρωπιστικών και απελευθερωτικών αξιών της νεωτερικότητας, συναρτήσει δηλαδή της υποχώρησης των αξιών που εκφράστηκαν μέσα από το πρόταγμα της αυτονομίας στις διάφορες εκφάνσεις του, χάνονται κάθε μέρα και περισσότερο οι αντιστάσεις και τα αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι στις συντηρητικές ιδέες, με αποτέλεσμα οι ιδέες αυτές, ακόμα και στις πιο ακραίες μορφές τους, να αποτελούν ένα ισότιμο προϊόν στο ράφι των εκλογικών σούπερ μάρκετ. Η έλλειψη, ταυτόχρονα, ενός επαναστατικού κινήματος που θα προπαγάνδιζε νέες αξίες και μορφές κοινωνικής ζωής κάνει τα άτομα να στρέφονται προς παραδοσιακά, «δοκιμασμένα» πρότυπα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Έτσι, οι ακροδεξιές απόψεις του κόμματος του Καρατζαφέρη εμφανίζονται ως «υγιείς» απόψεις, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν εγγυώνται τη μικροαστική ασφάλεια την οποία επιθυμεί διακαώς ο τηλεθεατής υπό τον όρο της παθητικότητάς του. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος είναι πια φαίνεται αρκετά ανίσχυρη για να επιτρέψει στον τηλεπαρουσιαστή (ή στον τηλεθεατή) να αναρωτηθεί για την ηθική νομιμότητα της ισότιμης εμφάνισης του κ. Πλεύρη στα δελτία ειδήσεων. Το Ολοκαύτωμα μπορεί και να μην έγινε, ο Πλεύρης μπορεί και να μην το υποστηρίζει, η μνήμη του χρυσόψαρου διαρκεί τρία δευτερόλεπτα, τίποτα δεν έχει πια σημασία, ζούμε στην κοινωνία της ασημαντότητας. Ή «Καλημέρα νύχτα», όπως έλεγε αυτή μια –επίσης, αναμφίβολα- ξεχασμένη ταινία του Μάρκο Μπελόκιο.

_______________________________________________-
[1] Παρακολουθήσαμε εντατικά τηλεόραση για λίγες μέρες και σημειώσαμε: 1) εκπομπή MEGA Σαββατοκύριακο, παρουσιαστές Ι. Χασαπόπουλος και Μ. Αναγνωστάκης, 27/1: αποκλειστική παρουσία (χωρίς συμμετοχή άλλων πολιτικών) του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου 2) στην ίδια εκπομπή, 3/2: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού νομάρχη κ. Ψωμιάδη 3) εκπομπή Καλημέρα με τον Τέρενς, παρουσιαστής Τ. Κουίκ, 29/1: συμμετέχοντες οι κ.κ. Λιάσκος (βουλευτής ΝΔ) και Πλεύρης (βουλευτής ΛΑΟΣ) [σημείωση: με ποιά λογική καλούνται μόνο εκπρόσωποι της δεξιάς και της ακροδεξιάς; Ποιός ξέρει...] 4) στην ίδια εκπομπή, 30/1: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου 5) στην ίδια εκπομπή, 31/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Μαρκογιαννάκης (βουλευτής ΝΔ), Αηδόνης (βουλευτής ΠΑΣΟΚ) και Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) [σημείωση η παρουσία του κ. Βορίδη θα είχε κάποια (λέμε κάποια) λογική αν το ΛΑΟΣ ήταν 3ο κόμμα, δηλαδή αν οι ελπίδες του κ. Κουίκ είχαν ήδη εκπληρωθεί] 6) εκπομπή Alpha news (;), παρουσιαστής Γ. Αυτιάς, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Παπαθεμελής (ακροδεξιός πολιτευτής), Παναγιωτόπουλος (βουλευτής ΝΔ), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) και Γεννηματά (στέλεχος του ΠΑΣΟΚ) 7) στην ίδια εκπομπή, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Λοβέρδος και Δημαράς (βουλευτές του ΠΑΣΟΚ), Μακρή (βουλευτής ΝΔ), Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) 8) στην ίδια εκπομπή, επίσης 1/2: αποκλειστική και προσωπική συνέντευξη του κ. Καρατζαφέρη (αρχηγού του ΛΑΟΣ) 9) εκπομπή Καλημέρα Ελλάδα, παρουσιαστής Γ. Παπαδάκης, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Μανώλης (βουλευτής ΝΔ), Βελλόπουλος (βουλευτής ΛΑΟΣ) και διάφοροι δημοσιογράφοι 10) εκπομπή Μπορώ, παρουσιάστρια Α. Δρούζα, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Βίρλας (ακροδεξιός δημοσιογράφος), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) 11) εκπομπή Ούτε γάτα ούτε ζημιά, παρουσιάστρια Ε. Κατρίτση, 26/1: εκπομπή-αφιέρωμα στον κ. Καρατζαφέρη (αρχηγό του ΛΑΟΣ). Ασφαλώς τα στοιχεία αυτά είναι ελλειπτικά, καθώς δε μπορούσαμε να παρακολουθούμε όλη μέρα τηλεόραση. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι νομίζουμε ενδεικτικά της κατάστασης. Στο συγκεκριμένο διάστημα, πέσαμε πάνω μόνο σε μία εκπομπή όπου υπήρχε παρουσία εκπροσώπου της αριστεράς χωρίς να υπάρχει παρουσία εκπροσώπου της ακροδεξιάς (εκπομπή Πρώτη γραμμή, παρουσιαστές Β. Λυριτζής και Δ. Οικονόμου, 1/2), ενώ η επικαιρότητα των ημερών δεν ήταν σχετική με την ακροδεξιά (όπως π.χ. έγινε στη συνέχεια, με θέματα σαν το θάνατο του Χριστόδουλου, το μακεδονικό κ.λπ.).

[2] Γράφουμε «Νομάρχης», καθώς ο ίδιος αποκαλεί συχνά τον εαυτό του σε τηλεοπτικές του εμφανίσεις «Ο Νομάρχης» (σε τρίτο πρόσωπο), προφανώς αποδίδοντας a priori την αδιαμφισβήτητη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στο πρόσωπό του.

[3] «Να απελάσουν αμέσως από την Ελλάδα όλους τους ύποπτους και παρανόμως ευρισκόμενους ξένους [...] Κάντε κάτι ώστε η Ελλάδα των παιδιών μας να ανήκει όντως στους Έλληνες. Δεν χρειαζόμαστε και Αλβανούς (πόσο μάλλον... Τούρκους «Ευρωπαίους»!) Παπαχρόνηδες. Στείλτε τους «πακέτο» στα Τίρανα και σφραγίστε επιτέλους τα σύνορα», έγραφε όχι ο Μάκης Βορίδης αλλά ο Θέμος Αναστασιάδης στο Βήμα στις 19/2/04. Πλήρης σύμπνοια.

[4] Η τριπλή διάκριση του Καστοριάδη δημόσια, δημόσια/ιδιωτική και ιδιωτική σφαίρα έχει σήμερα τροποποιηθεί, λόγω της ιδιομορφίας του σύγχρονου καθεστώτος, της σημασία της τηλεόρασης για τη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας και της πολύμορφης παρέμβασής της στη λειτουργία των παραδοσιακών μορφών εξουσίας (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική).

[5] Πρβλ. Και τους παραπάνω προβληματισμούς μας για τον εγγενή χαρακτήρα του μέσου.

[6] «Η τηλεόραση επωμίζεται το καθήκον του βρεφοκόμου των μαζών», Ε. Αρανίτσης, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 27.1.08.

[7] Χρησιμοποιούμε τη φράση αυτή γιατί αποδίδει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο πολιτικοί της ποιότητας του Καρατζαφέρη συμπεριφέρονται. Υπενθυμίζουμε τη φράση «το πιάσατε το υπονοούμενο» που σημάδεψε μια μεγάλη περίοδο εμφάνισης του πρώην γαλατά στο Τηλεάστυ και την οποία έχει σατυρίσει επανηλημμένα ο Μητσικώστας. Ήταν η εποχή που ο Καρατζαφέρης μάζευε βασιλόφρονες οπαδούς για το κοπάδι του.

[8] Πρβλ. το κείμενό μας «Κάτω η δικατατορία της απάθειας» στο παρόν μπλογκ.

[9] Η από μέρους υποστήριξη της αντιδιαδήλωσης της 2/2 ήταν λανθασμένη στο βαθμό που η διαδήλωση αυτή είχε σκοπό να αποτρέψει και να απαγορεύσει την εκδήλωση της Χρυσής Αυγής. Η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να οργανωθεί μια αντιδιαδήλωση σε άλλο σημείο, όπου θα εκφράζονταν με δημοκρατικό τρόπο η αντίθεση στη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής.

[10] Ασφαλώς, το πράγμα γίνεται πολύ δυσκολότερο, όταν ξέρουμε ότι οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή σε μεγάλο βαθμό ασχολούνται με εγκληματικές ενέργειες, όπως οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Εκεί, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε αν η θέση εκτός νόμου τέτοιων οργανώσεων συνιστά πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης ή συνιστά απλά μέσο προφύλαξης της ζωής των θυμάτων τους. Δηλαδή η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική συμμορία ή πολιτική οργάνωση; Και που βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών των δύο; Γενικά μιλώντας, δεν είναι δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι μια απ’ τις βασικές δραστηριότητες της ΧΑ είναι οι επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες ή αντιρατσιστές ακτιβιστές. Το πρόβλημα, ωστόσο, ξεκινά, όταν πρέπει να σκεφτούμε αν θα υποστηρίξουμε ή όχι το αίτημα της απαγόρευσής της. Κι αυτό διότι η απαγόρευση πολιτικών ομάδων ή οργανώσεων δεν είναι κάτι απλό. Εύκολα μετά, αν απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή, μπορούν να απαγορευτούν κι οι αναρχικές ομάδες, πάνω στη βάση του ότι ρίχνουν μολότοφ και θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές και τις περιουσίες των πολιτών (κατά την ανάλυση της ΓΑΔΑ και του Πρετεντέρη).

[11] Πράγμα που εξηγεί φαινόμενα όπως η άνοδος του ναζισμού: ακόμα και μέσα σε μια κοινωνία σαν τη γερμανική των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, η οποία συγκλονιζόταν από τους κοινωνικούς αγώνες και τον καλλιτεχνικό και γενικότερο διανοητικό ριζοσπαστισμό (σπαρτακισμός, νταντά, ψυχανάλυση κ.λπ.), η μεγάλη μάζα του πληθυσμού προσχώρησε δίχως καμία δυσκολία στη ναζιστική ιδεολογία. Η ιδέα της Άρεντ σχετικά με την «κοινοτοπία του κακού» είχε συλλάβει τη νοοτροπία αυτού του κομματιού των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο, με την πρώτη ευκαιρία, στρέφεται προς το συντηρητισμό και τη μαζοποίηση. Όταν όμως μέσα στην κοινωνία υπάρχουν δυναμικά ριζοσπαστικά κινήματα, αυτό το μικροαστικό στρώμα είτε παρασύρεται προς θέσεις περισσότερο προοδευτικές είτε απλώς δεν εκδηλώνει το συντηρητισμό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εδώ στην Ελλάδα, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ή ο Μάης του ’68 στη Γαλλία. Αμφότερα έγιναν από κινήματα σαφώς μειοψηφικά.

[12] Βλ. το ομώνυμο άρθρο της Β. Τσιώρου στην Ελευθεροτυπία . Τα έργα του Ζιλ Λιποβετσκί αλλά και η ανάλυση του Κρίστοφερ Λας για την αμερικανική κοινωνία περιγράφουν αυτή την κατάσταση.

1 comment:

Anonymous said...

einai gegonos oti oi akrodeksioi vuleftes tus telefteus mhnes exun apopsh sthn tv gia opoiodhpote thema akoma kai ektos politikhs.akoma dld mia efkairia na akustun "theostaltes" fraseis h apeiles ekdiwkshs kapoias omadas anthrwpwn.kai epishs symfwnw apolyta oti kalliergeitai h idea oti to na eisai ratsisths(px)dn einai kako pragma.
kwstas