Tuesday 11 December 2007

Η εισήγηση του David Ames Curtis για την εκδήλωση.

Έχουμε ανεβάσει εδώ την είσήγηση του David Ames Curtis από την εκδήλωσή μας στο Παιδαγωγικό της Αθήνας, το Δεκέμβριο του 2007, για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Καστοριάδη.

3 comments:

Anonymous said...

Σχετικά με τη συζήτηση περί αυτονομίας που έλαβε χώρα στις 7/12/2007, στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στην συζήτηση της παρασκευής έθεσα δύο ερωτήματα σχετικά με την αυτονομία, τα οποία δεν απαντήθηκαν καθώς έπρεπε. Απεναντίας έγιναν αντιληπτά μέσα από ένα πρίσμα προηγούμενων κριτικών που ίσως είχαν δεχτεί οι ομιλητές και διαστρεβλώθηκαν.

Το πρώτο ερώτημα σχετίζεται με ην αυθαιρεσία διά της οποίας κάθε κοινωνικό σύστημα αυτονομιμοποιείται. Έτσι ο καπιταλισμός διαθέτει μια αυθαίρετη βάση παραδοχών, και αν επικαλείται τον ορθολογισμό, αυτό δεν τον νομιμοποιεί περισσότερο ή λιγότερο από όσο η ελέω θεού εξουσία νομιμοποιούσε τη φεουδαρχία, ή ο ανιμισμός μία φυλετική κοινωνία. Με άλλα λόγια, σε κάθε σύστημα υπάρχει ένα πρωτογενές σύνολο άρρητων παραδοχών, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδεολογικό παράδειγμα, ή φαντασιακό, ή κληρονομημένη γνώση ή σύστημα αναπαραστάσεων, οπωσδήποτε. Δευτερογενώς οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα, τα ήθη στηρίζονται πάνω σε αυτό το παράδειγμα.

Ένας πρόχειρος ορισμός της αυτονομίας θα έλεγε ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν για τους νόμους τους χωρίς κάποια εξωτερική έδρα αναφοράς, όπως η θρησκεία ή η επιστήμη. Αυτό με βάση τη προηγούμενη διάκριση λειτουργεί σε δευτερογενές επίπεδο. Το δικό μας ερώτημα, το οποίο ουσιαστικά απαντήθηκε σε πιο ύστερη απάντηση σε άλλον συμμετέχοντα, είναι ο βαθμός στον οποίο τα μέλη μιας αυτόνομης κοινωνίας έχουν επίγνωση και επεμβαίνουν σε αυτό το άρρητο ιδεολογικό παράδειγμα και – κάτι που δεν τέθηκε στη συζήτηση – μέσω ποιών διαδικασιών θα γίνεται αυτή η συνειδητοποίηση και επέμβαση. Το ερώτημα κακώς έγινε αντιληπτό σαν κριτική αφενός, αφετέρου σαν ένα απλό αυτοαναφορικό παράδοξο από αυτά που μπορούν να προσαφθούν σε οποιαδήποτε κυριολεκτικά θεωρία.

Δηλαδή αυτό που κατάλαβαν οι ομιλητές είναι ότι η αυτονομία επικρίνεται διότι το δικό της σύνολο παραδοχών θα είναι κι αυτό ένα αυθαίρετο ιδεολόγημα, εξωτερικό και άρα ετερόνομο. Έτσι μου απαντήθηκε ότι αυτή είναι η κριτική του Χάμπερμας και άλλων, η οποία είναι αστική και βλέπει τα πράγματα σε καθαρά θεωρητικό πλαίσιο. Η απάντηση αυτή βέβαια δεν μπορεί να αντισταθεί σθεναρά ούτε στην κριτική στην οποία απευθύνεται και το παράδοξο πρέπει να επιλυθεί με ένα σωστό ορισμό των λογικών τάξεων που περιλαμβάνει ο συλλογισμός, αν θέλουμε πραγματικά να απαντήσουμε στην αντιδραστική κριτική. Σχετικά με το καθαρά θεωρητικό πλαίσιο νομίζω ότι είναι γελοίο να τεκμηριώνουμε τη δράση μας σε υψηλό επίπεδο φιλοσοφικής ανάλυσης, αλλά η επισήμανση ενός παραδόξου να μας αφήνει αδιάφορους.

Ωστόσο οι ομιλητές απάντησαν πιο μετά σε συνάδελφο ότι η αυτονομία ουσιαστικά αφορά στο πρωτογενές επίπεδο που ονομάσαμε πριν ως ιδεολογικό παράδειγμα, στη σημειολογική του ανάλυση, κατανόηση και αλλαγή. Άρα η πραγματική αυτονομία αφορά όχι μόνο τους νόμους αλλά και το πνεύμα των νόμων και τις αρχές που τους διέπουν. Αυτή η απάντηση είναι ικανοποιητική, σαν πρόταγμα τουλάχιστον. Απλώς θέλω να κάνω την παρατήρηση ότι ένας συντονιστής/ ομιλητής θα πρέπει να είναι δύο φορές καλός ακροατής.

Η αυτόνομη λοιόν κοινωνία καθορίζει της αρχές της. Αυτή η διαπίσωση σχετίζεται με το δεύτερο ερώτημα που έθεσα, αναφορικά με το πώς επιδρά μια μειονοτική ομάδα σε αυτήν την λειτουργία. Η αρχική θέση των ομιλητών ήταν ότι μία ομάδα η οποία θα θέλει να δρέψει τις δάφνες της πρωτοπορίας καθιστά στο λοιπό κοινωνικό σύνολο ετερόνομο, άρα μία αυτόνομη πρωτοπορία δεν μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία στην αυτονόμησή της. Εγώ αντιπρότεινα ότι μία μειονοτική ομάδα δεν είναι απαραίτητο να έχει χαρακτηριστικά ή βλέψεις πρωτοπορίας, αλλά μπορεί να ασκεί επιρροή (με την κοινωνιοψυχολογική έννοια του όρου, μεταβολή δηλαδή απόψεων/στάσεων/ακόμα και αντιλήψεων) μη ακολουθώντας τον κοινωνικό κανόνα, τις προαναφερθείσες δηλαδή άρρητες παραδοχές, αλλά έναν εναλλακτικό κανόνα, εισάγοντας με αυτόν τον τρόπο σύγκρουση στο κοινωνικό πεδίο, άρα και συνειδητοποίηση της πολλαπλότητας των απόψεων.

Η σύγκρουση αυτή στο ιδεολογικό πεδίο είναι που προκαλεί τη συνειδητοποίηση της αυθαιρεσίας ενός παραδείγματος. Το μοντέλο αυτό ερμηνείας, το οποίο ανήκει στην ευρωπαϊκή κοινωνική ψυχολογία, θεωρώ ότι παρέχει ένα μη κατευθυντικό τρόπο συνειδητοποίησης του «φαντασιακού», τον οποίο από αυτά που άκουσα τουλάχιστον οι ομιλητές δεν μπορούν να παράσχουν τουλάχιστον μέσω της ψυχανάλυσης ή της επιστημολογίας, εφ’ όσον αυτοί οι εξειδικευμένοι κλάδοι εξ ορισμού καθιστούν το κοινωνικό υποκείμενο ετερόνομο. Απεναντίας, μπορούμε να θεωρήσουμε την κοινωνιογνωστική σύγκρουση ως φυσική διαδικασία ιδεολογικής ενόρασης και εξέλιξης, άρα και κοινωνικής αλλαγής. Μπορούμε μάλιστα να προβλέψουμε ότι αυτός θα είναι ο τρόπος αυτορρύθμισης του φαντασιακού και της αυτόνομης κοινωνίας.
Ωστόσο ενώ ο γράφων ρητά διαχώρισε αυτήν την έννοια της μειονότητας από την λενινιστική ιδέα της πρωτοπορίας, οι ομιλητές αρκέστηκαν το να μου εξηγήσουν τις αδυναμίες της λενινιστικής σύλληψης, ότι δηλαδή θεωρώντας ότι η ιδεολογία της επαναστατικής ομάδας εκλαμβάνεται ως πιο ορθολογιστική, άρα πιο σωστή, καθιστά το πληθυσμό ετερόνομο. Εμείς όμως εκλαμβάνουμε τις ιδεολογικές διαφορές μειονότητας- πληθυσμού ως απλά διάφορες, και όχι ιεραρχικά διαβαθμισμένες, ελλείψει φυσικά κριτηρίου.

Η πραγματική αδυναμία των μειονοτικών ομάδων είναι η άρρητη συμφωνία μεταξύ των μελών τους, φαινόμενο το οποίο ονομάζεται από τους κοινωνικούς ερευνητές κοινωνιο-γνωστική παράλυση. Έτσι, το γεγονός ότι κάποιος εισχωρεί σε μία ομάδα και αμέσως ασπάζεται ένα σύνολο πεποιθήσεων και αρχών, οι οποίες είναι αδιαμφισβήτητες για λόγους ομαδικής συνοχής, πολλές φορές αδρανοποιούν το συγκρουσιακό δυναμικό μιας μειονοτικής θέσης και έτσι δεν εισάγονται πραγματικά σύγκρουση στο κοινωνικό πεδίο. Μπορούμε να πούμε ότι οι ομάδες που εν αμφισβητούν την ιδεολογία τους είναι ετερόνομες, άρα εφαρμόζεται αυτό που είπε ο ομιλητής, ότι ο τρόπος λειτουργίας μιας ομάδας διασφαλίζει το ρόλο της στην κοινωνική αυτονόμηση.

Παραδείγματος χάριν στο θέμα του ρατσισμού η εισαγόμενη σύγκρουση είναι μικρή, διότι ο ρατσισμός είναι σε έκδηλο τουλάχιστον επίπεδο κατακριτέος, για αυτό και όλοι οι ρατσιστές ξεκινούν τις φράσεις του αρνούμενοι αυτοί την ιδιότητα. Η ίδια μάλιστα δυναμική εξωθεί κάποιους ακροδεξιούς να δηλώνουν περήφανα ρατσιστές, εφ όσον έτσι διαφοροποιούνται υποτίθεται από τον κοινωνικό κανόνα. Δεν θα αναπτύξω περισσότερο αυτό το θέμα, καθώς οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν σε σχετικά κείμενα.

Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι αν το κείμενο ακούγεται επικριτικό αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της πικρίας που μου άφησε ο τρόπος που απαντήθηκαν τα ερωτήματα. Κατά τα άλλα πιστεύω πως οι παρατηρήσεις αυτές ουσιαστικά καλλιεργούν βαθύτερα το πρόταγμα για αυτονομία, και δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτό, το αξιοποιούν περισσότερο παρά το κατακρίνουν.

Γιαλλούσης Νίκος

Anonymous said...

Να πω καταρχήν δύο διαδικαστικά.

1) Ενώ έχεις απόλυτο δίκιο ότι ο συντονιστής/διερνηνέας πρέπει να είναι δύο φορές πιο προσεκτικός, αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο, ειδικά όταν υπάρχει το άγχος να μη γίνει κάποιο λάθος στην απόδοση, όχι τόσο αυτών που έλεγε ο Ντέηβιντ –γιατί σχετικό λάθος διορθώνεται κι απ’ το κοινό- όσο αυτών που έλεγαν μέλη του κοινού στον Ντέηβιντ. Αν πρόσεξες, εγώ ανέλαβα τη διερμηνεία για λόγους έκτακτους. Δεν το έχω ξανακάνει ποτέ μου και σε διαβεβαιώ ότι δεν ήταν και ό,τι πιο εύκολο.

2) Νομίζω ότι έχεις βάλει σε λάθος βάση τη συζήτηση. Μιλάς σαν να σας μαζέψαμε προχθές στο Παιδαγωγικό για να απαντήσουμε σε όλα τα προβλήματα του επαναστατικού κινήματος. Να πω εδώ ότι όχι μόνο κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει (αφού κι εμείς ουδόλως έχουμε λύσει όλα τα ζητήματα –πόσο μάλλον ζητήματα επαναστατικής πράξης, που δε λύνονται απλώς διά της «θεωρίας»), αλλά ότι εμείς είχαμε στο νου μας το αντίθετο (επιφυλάσσομαι μόνο και μόνο, επειδή δεν ξέρω κατά πόσον κάτι τέτοιο κατέστη σαφές και στη συζήτηση, ασχέτως του τι είχαμε στο μυαλό μας): να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους που θα έχουν ιδέες να προτείνουν, μπας και βρούμε κάποια άκρη σε ζητήματα που μας απασχολούν ακατάπαυστα κι εμάς εδώ και 3 χρόνια. Να πω τέλος, αφού σου ζητήσω να με συγχωρήσεις για την, όπως απεδείχθη, παραμόρφωση του ερωτήματός σου (ελπίζω το «νείκος» να είναι απλή παραδρομή ή χιούμορ!!), ότι μοιραία, πολλές φορές, απόψεις που δείχνουν να μοιάζουν, ενεργοποιούν παρεμφερή αντανακλαστικά. Τι εννοώ: σε πέρασα για χαμπερμασιανά σκεφτόμενο, επειδή ανάλογες θεωρίες έχει διατυπώσει κι ο Μπούκτσιν ο οποίος, αν μη τι άλλο, δεν είναι κανένας εκλογικευτής της φιλελεύθερης ολιγαρχίας και του καπιταλισμού σαν τον Χάμπερμας. Και ως γνωστόν, οι ιδέες του Μπούκτσιν είναι πολύ διαδεδομένες. Επίσης χαμπερμασιανού τύπου κριτικές κυριάρχησαν στο συνέδριο περί Καστοριάδη στο Κέντρο Ερευνών, οπότε θεώρησα ότι κι εσύ συμμερίζεσαι ανάλογες θέσεις.

Επί του θέματος τώρα. Αν, μιλώντας περί μειοψηφικών ομάδων, δε το εννοείς με τη λενινιστική έννοια, σε όλες τις πιθανές της μορφές, τότε είμαστε σύμφωνοι. Υπό την έννοια τουλάχιστον πως κι εμείς αυτό κάνουμε: είμαστε μια μειοψηφική ομάδα που προσπαθεί διά των ιδεών και του παραδείγματος να προωθήσει τις αξίες μιας αυτόνομης κοινωνίας. Φυσικά το ιδεώδες θα ήταν να μην είμαστε μια μειοψηφική ομάδα αλλά να υπάρχουν κι άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες κι οι άνθρωποι να ασχολούνται. Αυτό όμως δεν είναι στο χέρι μας, οπότε, σε ό,τι μας αφορά, περιοριζόμαστε στο ρόλο μιας μειοψηφικής ομάδας. Το τεράστιο ζήτημα βέβαια, που ακόμη παραμένει, είναι πώς δρα μια τέτοιου είδους ομάδα υπό τις παρούσες συνθήκες. Χωρίς να υποννοώ ότι αυτό είναι το συμπέρασμά σου –αν κάνω λάθος, με διορθώνεις-, νομίζω ότι δίνεις, ερμηνευτικά και κοινωνιολογικά, έναν υπερβολικό ρόλο στις δυνατότητες μιας επαναστατικής ομάδας, τουλάχιστον του δικού μας τύπου: το αν θα προκύψουν κάποιες κοινωνικές συγκρούσεις δεν εξαρτάται, άμεσα τουλάχιστον, από τη δράση μιας μεμονωμένης ομάδας παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις δηλαδή όπου υπάρχει γενικός κοινωνικός αναβρασμός και μια ομάδα ρίχνει ένα καθαρό και πετυχημένο σύνθημα. Κατά τα άλλα, ειδικά στις σύγχρονες συνθήκες μαζικής απάθειας και αδιαφορίας, το πράγματα είναι πολύ πιο μπερδεμένα.

Και κάτι ακόμα: σε ρώτησα αν σε λένε Νίκο, στην εκδήλωση, επειδή πρέπει να είμαστε γείτονες και να σε ήξερα, φατσικώς τουλάχιστον, όταν ήμουν πιο μικρός. Σε αναζήτησα μετά, αλλά δε σε πέτυχα. Στα Βριλήσσια δε μένεις; Ή τουλάχιστον δεν έμενες κάποτε; Αν θες, στείλε μέηλ να βρεθούμε να συζητήσουμε και διά ζώσης.

Anonymous said...

Ναί, έμενα στα Βριλήσσια, θα σου στείλω κάποια στιγμή. Όσο για το Νείκος είναι... nick name!

Λοιπόν με χαροποιεί που λύθηκε αυτή η παρερμηνεία και επίσης καταλαβαίνω ότι ο ρόλος του συντονιστή είναι πολύ απαιτητικός. Σύνηθες και ανθρώπινο άλλωστε το φαινόμενο με το που μπαίνει ένα ζήτημα υπο συζήτηση οι αρχικές θέσεις των ομιλητών να ανταποκρίνονται σε προηγούμενες εμπειρίες τους, με έντονη φόρτιση, και να "εννοείται" λανθασμένα βέβαια ότι ο συνομιλητής μας τοποθετείται στο αντίθετο άκρο των απόψεων. Άρα και από την πλευρά του ακροατηρίου θα έπρεπε να επιμείνω στο διαχωρισμό της θέσης μου από παρεμφερείς κριτικές και απόψεις, αλλά δυστυχώς δεν είμαι και τόσο ενήμερος στο πεδίο και την όλη δημόσια συζήτηση.

Για την ώρα να επιμείνω λίγο στην έννοια της σύγκρουσης, την οποία στο παραπάνω σχόλιο χρησιμοποιήσα με την έννοια που έχει στην κοινωνική ψυχολογία ως ιδεολογικό φαινόμενο και όχι ως υλικό γεγονός (πολεμική μεταξύ κοινωνικών ομάδων).

Μιλάμε δηλαδή για ΄συγκρουση ιδεών και αξιών ανάμεσα στην κυρίαρχη νόρμα και μια μειονοτική νόρμα. Για την ακρίβεια, σημείο μηδέν για την ευρωπαϊκή οπτική στη μελέτη της κοινωνικής επιρροής είναι ο ορισμός της μειονοτητας όχι ως αριθμητικό μέγεθος, αλλά ώς κοινωνικό. Επι χουντας πχ θα λέγαμε ότι η πλειοψηφία των 60% των πολιτών στους οποίους το καθεστώς είχε επιβληθεί με τη βία αποτελούσαν μειονότητα - λόγω της ιδεολογικής σύγκρουσης με την εξουσία - και πλειονότητα το 40% των ανθρώπων του καθεστώτος πλειόνοτητα. Αν και ίσως είναι παράδοξος ένας τέτοιος ορισμός, ουσιαστικά έχει προκύψει από υπαρκτές ανάγκες της θεωρητικής ανάλυσης. Μιλαμε λοιπόν για κοινωνιο-γνωστική σύγκρουση.

Το δυναμικό επιρροής της κοινωνιογνωστικής σύγκρουσης είναι γενικά εντυπωσιακό, όπως φαίνεται από την επιστημονική εμπειρία 30 και πλέον ετών. Έχει φανεί ότι επιδρά ακόμα και στους τομείς της οπτικής αντίληψης, της ανάπτυξης της νοημοσύνης και την δημιουργικότητα, προκαλώντας μια γνωστική δραστηριότητα στο υποκείμενο που θεωρεί κάτι πραγματικό, αλλά ξαφνικά ανακαλύπτει ότι υπάρχουν κομμάτια του κοινωνικού σώματος που δεν το συμμερίζονται - πχ η αξία της εργασίας, ή η έννοια του έθνους - και τότε εξαναγκάζεται να δεί οψεις του αντικειμένου που το παράδειγμά του δεν το άφηνε να δεί και να συνειδητοποιήσει την αυθαιρεσία των κοινωνικών παραδοχών.

Αυτή η διαδικασία συμβαίνει, στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο σχεδόν "φυσικά", εννοώ δηλαδή δεν προϋποθέτει κάποια ανάλυση εκ μέρους της μειονοτικής ομάδας του κυρίαρχου παραδείγματος, αλλά απλώς μία διαφορετική τοποθέτηση, αξία, γνώμη, ή οργανωτική λειτουργία, οι οποίες εφόσον γίνονται ορατές από το κοινωνικό συνολο, συναγωνίζονται πλέον στο στίβο της ιστορίας τις -τώρα- κυρίαρχες, και έτσι υπάρχει και εξέλιξη των ιδεών.

Νομίζω πως αυτές οι αναλύσεις είναι μεγάλης χρησιμότητας για τις ακτιβιστικές ομάδες και θα ήθελα να ακούσω την αποψή σας για το πως μπορούν να συνδεθούν με το πρόταγμα της αυτονομίας.

Κάποιες παραπομπές:

(Τα 2 παρακάτω βιβλία επαρκούν εαν δεν θέλετε να εξειδικευτείτε στην Κοιν. Επιρροή, επίσης αν βρείτε το εξαντλημένο "Εγχειριδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας" του Παπαστάμου ακόμα καλύτερα)

Παπαστάμου Σ. 1989 (επιμέλεια). Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική ψυχολογία: Η Κοινωνική Επιρροή. Αθήνα: Οδυσσέας

Perez J. A. & Mugny G. (1993) Η Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης: Διαδικασίες Κοινωνικής Επιρροής Αθήνα: Οδυσσέας

επίδραση της συγκρουσης στην αντίληψη των χρωμάτων:
Moscovici S. & Personaz B. 1980 ‘Studies in Social Influence V : Minority influence and conversion behaviour in a perceptual task’ Journal of Experimental Social Psychology, 16, 270 – 282

Θεωρητικό άρθρο περί ιδεολογικής μεταστροφής ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, υπάρχει στο Παπαστάμου 1989 βλ. παραπάνω
Moscovici S. 1980, “Toward a theory of conversion behavior”, in L. Berkowitz (Ed) Advances in Experimental Social Psychology (Vol 13), New York, Academic Press

η σύγκρουση παράγει αποκλίνουσα σκέψη (δημιουργικότητα δηλ.):
Nemeth C. J. 1987 “Au-dela de la conversion: formes de pensee et prise de decision”, Cahiers de Psychologie Cognitive, 1 (2): 199-221
Orlando: Academic Press


η σύγκρουση επιταχύνει τη γνωστική ανάπτυξη
Doise W. & Mugny G. 1981, Η Κοινωνική Ανάπτυξη της Νοημοσύνης, Πατάκης

κλασσικό κείμενο με πιο κοινωνιολογικές προεκτάσεις
Παπαστάμου & Μιούνυ, 1990 Μειονότητες κι εξουσία, Ελληνικά Γράμματα