Ένα από τα βασικά καθήκοντα του επαναστατικού προτάγματος είναι ο στοχασμός πάνω στις έννοιες και στις ιδέες που εκάστοτε υποστηρίζουμε ή χρησιμοποιούμε στις αναλύσεις μας. Δίχως έναν στοχασμό αυτού του είδους είναι αδύνατη η αποφυγή συγχύσεων και παρεξηγήσεων οι οποίες πάντοτε καταλήγουν στο σταμάτημα της σκέψης και στη μετατροπή της θεωρίας σε ιερό δόγμα που κανείς δε διανοείται να αμφισβητήσει.
Εν προκειμένω χρειάζεται να σκεφτούμε απ’ την αρχή το πρόβλημα του ρατσισμού, καθώς η επικράτηση μιας σειράς κλισέ γύρω από το ζήτημα έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπισή του. Ρατσισμός δεν είναι μόνο ο φυλετικός ρατσισμός ή ο σεξισμός, αλλά κάθε μορφή συμπεριφοράς που κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες βάσει αντικειμενικών ή δήθεν αντικειμενικών κριτηρίων, ζητώντας την εξόντωση –φυσική ή φαντασιακή- μιας ή περισσοτέρων απ’ αυτές. Το ιδιάζον στοιχείο του ρατσισμού, το οποίο τον διαφοροποιεί απ’ τον απλό εθνικισμό/πατριωτισμό και τη θρησκευτική πίστη, είναι ότι δεν επιθυμεί την ενσωμάτωση του αντιπάλου –μέσω του προσηλυτισμού- αλλά την εξαφάνισή του. Κατά συνέπεια ρατσιστές δεν είναι, υπό αυτή την έννοια, μόνο οι ναζιστές, οι αντισημίτες ή η Χρυσή Αυγή και η Κουκ Κλουξ Κλαν, αλλά και οι χούλιγκανς που επιθυμούν τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων τους, τα μέλη των διάφορων lifestyle μικροομάδων που μισούν μέχρι εξαφάνισης τους συναδέλφους τους άλλων μικροομάδων[1], όπως επίσης φυσικά και οι οπαδοί παραδοσιακών ιδεολογιών όπως ο μαρξισμός κι ο αναρχισμός στο βαθμό που δεν επιθυμούν τη μεταστροφή των «αστών», των «φασιστών» ή των «μπάτσων», αλλά τη –φυσική- εξόντωσή τους[2].
Η μελέτη τέτοιου είδους, μη προφανών μορφών ρατσισμού οι οποίες είναι ακατανόητες για τα παραδοσιακά αναρχομαρξιστικά σχήματα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ρίζες του ρατσισμού -και του εγγενούς σε αυτόν μίσους- μόνο ψυχαναλυτικά μπορούν να εντοπιστούν. Ο ρατσισμός, ως μίσος προς τον Άλλον που δεν στοχεύει στην αφομοίωσή του αλλά στην εξόντωσή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μετάθεση προς έναν εξωτερικό στόχο, του μίσους που το ίδιο το άτομο νιώθει για τον εαυτό του. Βέβαια το ίδιο ισχύει και για το μίσος της ψυχής απέναντι στον κόσμο γενικώς, καθώς όπως λέει ο Freud αυτό είναι πιο πρωταρχικό για την ψυχή απ’ ότι η αγάπη· είναι όμως το μίσος ενάντια στον εαυτό που εξηγεί την ιδιαιτερότητα της ρατσιστικής συμπεριφοράς, την ανάγκη δηλαδή εξεύρεσης ενός σταθερού αντικειμένου μίσους, στην προσπάθεια εξόντωσης του οποίου αφιερωνόμαστε. Η βαθιά ασυνείδητη ψυχή του ατόμου παραμένει πάντοτε ξένη προς το συνειδητό υποκείμενο[3], ακοινώνητη και εξεγείρεται ασταμάτητα ενάντια στην κατεργασία που έχει υποστεί από την κοινωνία, μέσω του εκκοινωνισμού και της μετουσίωσης, ούτως ώστε να καταστεί κοινωνικό άτομο. Ο τρόπος έκφρασης αυτής της εξέγερσης είναι το διαρκές και άσβεστο μίσος του ατόμου προς τον εαυτό του, το οποίο ενεργεί ασυνειδήτως. Φροϋδικά –και πολύ σχηματικά- θα λέγαμε ότι το Αυτό (ασυνείδητο) μισεί το Εγώ (συνειδητό). Το πρώτο αναλαμβάνει ρόλο σαδιστικό, ενώ το δεύτερο ρόλο μαζοχιστικό. Ένας τρόπος να εκτονώσει το υποκείμενο αυτή τη σύγκρουση είναι να μεταθέσει την ψυχική ένταση προς τα έξω, μισώντας πια όχι τον εαυτό του, αλλά κάποιον άλλον, ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Τα διάφορα δήθεν αντικειμενικά και αναμφισβήτητα κριτήρια βάσει των οποίων ο ρατσιστής επιλέγει τα αντικείμενα του μίσους του είναι απαραίτητα για να δικαιολογούν και να εκλογικεύουν αυτή την κατάσταση. Είναι η ανάγκη εκτόνωσης αυτής της ψυχικής σύγκρουσης που εξηγεί γιατί δεν αρκεί να αναφερθούμε απλά στο μίσος της ψυχής απέναντι στον κόσμο γενικώς για να ερμηνεύσουμε τον ρατσισμό, αλλά αντίθετα χρειάζεται να εστιάσουμε στο «ειδικότερο» μίσος ενάντια στο Εγώ.
Το ίδιο συμβαίνει και στο κοινωνικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των εκάστοτε κοινωνιών με τους γείτονές τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το πρόβλημα έγκειται στη στάση μας απέναντι στον Άλλον. Ο ρατσισμός είναι η πιο ακραία έκφραση της ανικανότητας –φυσικά επιλεγμένης, λόγω της ευκολίας της- του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας να αποδεχθεί τον εκάστοτε Άλλο ως διαφορετικό και ταυτόχρονα ως ίσο. Υπό το ανθρωπολογικό καθεστώς που ο Καστοριάδης αποκαλεί ετερονομία το υποκείμενο είναι διανοητικά εγκλεισμένο και μπορεί να αντιληφθεί τον Άλλον μόνο ως εχθρό ή ως τέρας. Στην περίπτωση της ετερονομίας η διαφορετικότητα θεωρείται στοιχείο τερατώδες, καθώς η απολύτως κλειστή και ακλόνητη παράσταση που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους τούς απαγορεύει –ψυχικά- να σκεφτούν ότι μπορούν να υπάρχουν και άλλοι τρόποι κοινωνικής ζωής, διαφορετικοί απ’ τους δικούς τους. Όπως και οι ψυχωσικοί, ο ετερόνομος άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξη καθορισμών διαφορετικών απ’ τους δικούς του. Επειδή βέβαια η ετερονομία δεν είναι ποτέ τόσο κλειστή όσο η ψύχωση –στην οποία δεν υπάρχει καν διάκριση υποκειμένου-κόσμου, καθώς το υποκείμενο είναι ο κόσμος-, το Άλλο καταφέρνει και γίνεται αντιληπτό και ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστεί: είτε διά της φυσικής του εξόντωσης, είτε διά της απομόνωσής του, είτε διά της επένδυσής του κατά τρόπο που το καθιστά «μη υπαρκτό»[4].
Φιλοσοφικά η εγκλείουσα τάση που γεννά τον ρατσισμό εκλογικεύεται μέσω μιας οντολογίας της καθοριστικότητας. Μέσω δηλαδή μιας οντολογίας που θεωρεί τον άνθρωπο -όπως και όλα τα υπόλοιπα όντα- ως καθορισμένο άπαξ και διά παντός, από παράγοντες εξωανθρώπινους. Μια τέτοια οντολογία, η οποία πάντοτε ταυτίζει τη δήθεν αντικειμενικά υπάρχουσα ουσία του ανθρώπου με την ιδέα που η ίδια έχει γι’ αυτόν, είναι μορφή διανοητικού εγκλεισμού και ως τέτοια πρέπει να πολεμηθεί. Από τη στιγμή που μας απαγορεύει να σκεφτούμε τη δημιουργία, τη θεμελιώδη δηλαδή ικανότητα της πραγματικότητας να γεννά νέες μορφές και καινούργια είδη σε όλα τα πεδία, μας απαγορεύει να σκεφτούμε το Άλλο. Διότι το εκάστοτε Άλλο υπάρχει ακριβώς επειδή η ιστορία –και το Είναι γενικώς- είναι δυνάμεις δημιουργικές που μπορούν να φέρνουν στο φως πράγματα τα οποία εμείς ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Η παραδοχή της δημιουργικής φύσης της ιστορίας και του Είναι εν γένει είναι μια απόφαση ουσιωδώς πολιτική, καθώς θεμελιώνεται στην πρωταρχική μας υπαρξιακή επιλογή να είμαστε ανοιχτοί απέναντι στους άλλους, προσπαθώντας να υπερβαίνουμε τον διανοητικό εγκλεισμό προς τον οποίο μας σπρώχνει η ανάγκη μας για βεβαιότητες. Γι’ αυτό μια τέτοια παραδοχή είναι συμφυής με την καθαρά πολιτική στράτευση στον αγώνα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας αυτόνομης, ελεύθερης και δημοκρατικής, στην οποία οι άνθρωποι θα προσπαθούν -και σ’ ένα σημαντικό βαθμό θα το καταφέρνουν- να μη μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά να τον αναγνωρίζουν ως άνοιγμα στο διαφορετικό και το καινούργιο, ως άνοιγμα σε αυτό που οι ίδιοι δε μπόρεσαν να σκεφτούν και να φανταστούν. Αυτή είναι η σημασία του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.
_____________________________________
[1] Αντιγράφουμε απ’ το γράμμα ενός 15χρονου αναγνώστη του περιοδικού Schooligans (τευχ. 9, 5/2007): «Γι’ αυτό σκάσε και μην ξαναδιαβάσεις αυτό το περιοδικό […] απλά βούλωσε το στόμα σου και φάε το ακριβό adidas καπέλο σου, ρούφα την άκρη των all-star σου, βάλε τα λεφτά σου στον κώλο σου και βάλε στο κεφάλι σου πως αυτό το περιοδικό δεν είναι για τα μούτρα σου, κωλοτρεντόνι! Μην απαντήσεις γιατί δε σε παίρνει… Δεν ανήκεις εδώ. Ανήκεις στην Κηφισιά».
[2] Βλ. το γράμμα του Τζερζίνσκυ, αρχηγού της Τσεκά, της πρώτης μυστικής αστυνομίας των μπολσεβίκων, που παρατίθεται στη Μαύρη βίβλο του κομμουνισμού (Αθήνα, Εστία, 2001, σ.105), όπου γίνεται λόγος για τη φυσική εξαφάνιση μερικών κοινωνικών τάξεων. Στο βαθμό που εμπνέονταν απ’ την αρχή της συλλογικής ευθύνης, ανάλογη είναι και η λογική των εκτελέσεων ιερέων που έκαναν οι αναρχικοί στην Ισπανία, πράγμα που φυσικά ισχύει για την θανατική καταδίκη γενικώς –να τα ακούνε αυτά οι διάφοροι γελοίοι δήθεν «φιλελεύθεροι» που υποστηρίζουν τον «εκδημοκρατισμό» του πλανήτη από την αμερικανική κυβέρνηση της οποίας ο αρχηγός είναι μεγάλος οπαδός της ένεσης και της ηλεκτρικής καρέκλας.
[4] Όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο ποίημα «Προκρούστης», «Ο Προκρούστης ήταν μεγάλος εραστής του ανθρώπινου σώματος. Δε μπορούσε να υποφέρει σώματα που δεν ταίριαζαν στο πρότυπο που είχε πλάσει με το νου του». Είναι εξάλλου γνωστό ότι τα μέλη βαθιά θρησκευόμενων οικογενειών πολύ συχνά κόβουν κάθε επαφή με μέλη τους που παντρεύτηκαν ανθρώπους άλλου θρησκεύματος. Ανάλογο παράδειγμα είναι η τάση των κοινωνιών να αποκαλούν «τρελούς» όσους αμφισβητούν την παράδοση και τις καθαγιασμένες αξίες ή η συνήθεια των μαρξιστών να αποκαλούν «προβοκάτορες» και «φερέφωνα της αστικής τάξης» όποιους διαφωνούν με τον μαρξισμό: σε αμφότερες τις περιπτώσεις το εκάστοτε Άλλο –ο διαφορετικής σωματικής διάπλασης, ο αλλόθρησκος, ο αμφισβητίας ή ο διαφωνών- δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, αλλά εντάσσονται σε ένα αμυντικό σχήμα που -σαν το κρεβάτι του Προκρούστη- εξουδετερώνει τη διαφορετικότητά τους.
6 comments:
Διαβάζοντας το κείμενο σας μου γεννήθκαν ορισμένα ερωτήματα. Δεν ξέρω κατα ποσο αυτή η διακριση την οποία εισάγει ο Καστοριάδης, για να δώσει έμφαση στα γραφόμενα του κατα τη δική μου εντύπωση και στην οποία αναφέρεστε,αποτελεί ένα σχήμα που μπορεί να σταθεί σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα η ενσωμάτωση των διαφόρων εθνοτικών μειωνωτήτων που κατοικόυσαν ανα την ελληνική επικράτια και οι οποίες απόλεσαν την ταυτότητα τους ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, νομίζω πως συνιστά ρατσιστική αντιμετώπιση, έστω και αν -ή και ακριβώς για το λόγο αυτό- επιδίωξη στην προκείμένη περίπτωση ήταν η αφομίωση και ο προσυλητισμός τους. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί -χωρίς καμία διάθεση εξισωσης- και για αυτό που συντελείται σήμερα στην Αυστρία για παράδειγμα -δίχως να είναι αυτή η μόνη ευρωπαική χώρα οπου συμβαίνει κάτι τέτοιο- όπου οι μετανάστες και οι πρόσφυγες υποχρεούνται να παρακολουθούν μαθήματα γλώσσας και ιστορίας, για να δώσουν στη συνέχεια εξετάσεις, βάσει των αποτελέσμάτων των οποίων κρίνεται η χωρήγηση άδειάς παραμονής ή πολιτικού ασυλου. Νομίζω πως και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ρατσιστική αντιμετώπιση, μιας και ο "άλλος" πρέπει να γίνει κάτι άλλο απο αυτό που είναι, ώστε να καταστει αποδεκτός. Αντίστροφα δεν είμαι βέβαιος κατα ποσο ένας αντικαθεστωτικός στην ΕΣΣΔ, φερ'ειπείν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ρατσιστής εαν επεδίωκε την εξάληψη της γραφειοκρατίας ως κυρίαρχης τάξης, αμφιβάλοντας δικαιολογημένα για την πιθανότητα μεταστροφής της. Δεν ξέρω αν ακουσιως παρερμεινεύω τα γραφόμενα σας, αν υπάρχει κάτι που δεν πολυκατάλαβα. Σε κάθε περίπτωση θα με ενδιέφετε η άποψη σας.
Στέφανος απο Κέρκυρα
Καταρχήν ένα σχόλιο πάνω στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση: τρεις μέρες καθόμασταν σα μαλάκες στο Αντιρατσιστικό με τα κείμενά μας –και ειδικά αυτό που το γράψαμε μ’ αυτή την ευκαιρία- στο τραπεζάκι κι ο μόνος που έκανε σχόλιο είσαι εσύ, Στέφανε, που ούτως ή άλλως έχουμε επαφή. Φοβερή κατάσταση...
=)
Εν πάση περιπτώσει, περνώ στο καθεαυτό ζήτημα. Ως προς το πρώτο σου ερώτημα, θα έλεγα ότι οι προσηλυτιστικές και ενσωματωτικές λογικές δεν είναι ρατσιστικές. Γενικώς νομίζω ότι το σχήμα του Καστοριάδη είναι σωστό. Αυτό που ίσως δημιουργεί πρόβλημα -και τις δικές σου αμφιβολίες, αν σε αντελήφθην σωστά-, είναι ότι τόσο στον ρατσισμό όσο και στις προσηλυτιστικού χαρακτήρα ιδεολογίες υπάρχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ετερονομίας με πρώτο και καλύτερο την αδυναμία αποδοχής του Άλλου. Απλώς νομίζω ότι διαφέρει το «εύρος» αυτής της αδυναμίας, πράγμα εξάλλου που οδηγεί και σε διαφορετικά αποτελέσματα στο πρακτικό επίπεδο: ο ρατσιστής δεν αντέχει στην ιδέα του Άλλου τόσο πολύ, ώστε να το θεωρεί αμετάβλητο. Ο εθνικιστής από την άλλη –ή ο θρησκευόμενος, ο πατριώτης κλπ- προσπαθεί να εξουδετερώσει τον Άλλο διά της ενσωμάτωσης. Νομίζω ότι μεταξύ των δύο περιπτώσεων υπάρχει διαφορά στο «επίπεδο» του διανοητικού εγκλεισμού. Ας πούμε ότι ο εθνικιστής έχει κάποια ψήγματα ανθρωπιάς, σε αντίθεση με τον ρατσιστή του οποίου το πουλί είναι τόσο μικρό που δεν του επιτρέπει να ανεχτεί την ύπαρξη του αντικειμένου του μίσους του. Αυτά τα ψήγματα ανθρωπιάς είναι που επιτρέπουν στον εθνικιστή να αντιληφθεί τον Άλλον τουλάχιστον ως άνθρωπο που μπορεί να μεταστραφεί. Ο ρατσιστής του αρνείται ακόμη και το θεμελιώδες δικαίωμα του να είναι άνθρωπος. Όπως κάτι αφρικανικές φυλές που, αν νικήσουν στη μάχη, πάνε και δολοφονούν επιμελώς όλους τους αιχμαλώτους και τους επιζήσαντες του αντιπάλου. Εκεί ο εγκλεισμός είναι τόσο μεγάλος που δεν υπάρχει κανένα είδος στοιχειώδους –στοιχειωδέστατης- ανθρωπιάς, συμπόνιας, υπαρξιακής αλληλεγγύης –δεν ξέρω πως αλλιώς να το θέσω.
Ως προς το παράδειγμα με τη Σοβιετική Ένωση. Όταν λες "εξάλειψη", εννοείς φυσική εξόντωση; Γιατί αλλιώς φυσικά συμφωνώ. Δεν έχω αυταπάτες: φυσικά και ο Στάλιν ή ο Λένιν είναι «μη μεταστρέψιμοι». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να τους σκοτώσουμε. Γιατί εμείς δεν τους θεωρούμε κατώτερους ή οτιδήποτε τέτοιο. Εκτός κι αν το θέτεις με όρους μίσους, πράγμα με το οποίο διαφωνώ καθέτως. Το μίσος κι η βία είναι εξορισμού εκτός πολιτικής. Αν εννοείς απλώς την ανατροπή του καθεστώτος τους, δε βλέπω που διαφωνούμε (γι' αυτό έκανα τις υποθέσεις περί μίσους και φυσικής εξόντωσης).
Νίκος (ΑήΒ)
Να πω και κάτι ακόμη, πιο φιλοσοφικό, αλλά με πολύ μεγάλη σημασία. Γενικώς δε νομίζω ότι ο Καστοριάδης έγραφε ποτέ κάτι με σκοπό να τραβήξει την προσοχή ή οτιδήποτε τέτοιο. Εν προκειμένω μάλιστα, η διάκριση που εισηγείται σχετικά με το ζήτημα του ρατσισμού, όχι μόνο δεν είναι ευκαιριακή και τυχαία, αλλά πηγάζει από τις βασικές ψυχαναλυτικές του ιδέες και από την μεγάλη διόρθωση που επιφέρει στον Freud ως προς το ζήτημα του «πρωταρχικού ναρκισσισμού» και της μετουσίωσης. Το ζήτημα είναι λεπτό, γιατί κι ο μαλάκας (με τη φιλική έννοια, μη το δει κανένας τρίτος και με παρεξηγήσει) ο Καστοριάδης, σε πολλά ζητήματα, επιφέρει σημαντικές αλλαγές χωρίς να το δηλώνει ρητά. Κι έτσι πρέπει εμείς να μυρίσουμε τα νύχια μας. Στην παρούσα περίπτωση όλα ξεκινούν από την εμβάθυνση που επιφέρει στη φροϋδική θεωρία σε ό,τι αφορά στα δύο παραπάνω σημεία. Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για ένα και ενιαίο ζήτημα του οποίου οι δύο άκρες είναι από τη μια η πρωταρχική κατάσταση, όπως περιγράφεται στο «Άτομο και το πράγμα» κι απ’ την άλλη η θεωρία του της μετουσίωσης. Ο Freud έχει «μαύρη τρύπα» σχετικά με το ζήτημα της μετουσίωσης –το επαναλαμβάνει πολύ συχνά ο Καστοριάδης, δικιά του είναι η έκφραση- κι αυτό έχει να κάνει, εν μέρει, με το ότι δεν φτάνει στο αναγκαίο βάθος σε ό,τι αφορά στο θέμα του λεγόμενου «πρωταρχικού ναρκισσισμού». Για τον Καστοριάδη δεν πρόκειται απλώς για έναν πρωταρχικό ναρκισσισμό, αλλά για την πρωταρχική κατάσταση απόλυτου σολιψισμού και αυτισμού. Μόνο αυτή η εμβάθυνση των αυτιστικών ιδιοτήτων του «πρωταρχικού ναρκισσισμού» -σε συνδυασμό φυσικά με όλη τη θεωρία περί της κοινωνικής θέσμισης και κατασκευής του ατόμου, η οποία λείπει από τον Freud- μπορεί να φέρει στο φως το βαθύ μίσος του πρωταρχικού ασυνειδήτου προς το κοινωνικώς κατεργασμένο κομμάτι της ψυχής και κυρίως προς το Εγώ (που βρίσκεται στη μέση).
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι υπάρχει μια ριζική καινοτομία, διότι η παραδοσιακή επαναστατική θεωρία που βλέπει τα πράγματα ψυχαναλυτικώς (σουρεαλισμός, φροϋδομαρξισμός, Εμπειρίκος κλπ) στέκεται μόνο στον μαζοχισμό του Εγώ που έχει να κάνει με τη σχέση του με το Υπερεγώ. Κι έτσι στόχος της απελευθέρωσης θεωρείται η άρση της κυριαρχικότητας του Υπερεγώ. Ο Καστοριάδης όμως φέρνει στο φως τη βαθύτερη και μάλλον πρωταρχικότερη σύγκρουση του Αυτό με το Εγώ, υπό τη μορφή του μίσους του πρώτου προς το δεύτερο. Γι’ αυτό επιμένει τόσο πολύ και στα περί θνητότητας. Δεν είμαι βέβαια και απολύτως σίγουρος για όλα αυτά, καθώς δεν είμαι και κανένας μεγάλος γνώστης της ψυχανάλυσης. Ελπίζω ότι στο συλλογικό βιβλίο περί Καστοριάδη που πρέπει να βγαίνει αυτές τις μέρες από το Ύψιλον, το κείμενο του Στεφανάτου που περιέχεται θα είναι κάπως διαφωτιστικό. Γενικώς δεν υπάρχει κανένας που να κάνει σοβαρή δουλειά σχετική με τη σκέψη του Καστοριάδη. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η θεωρία του Καστοριάδη περί ρατσισμού είναι συνέπεια όλων αυτών των αλλαγών –ή τουλάχιστον της σκέψης του γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα- και γι’ αυτό νομίζω πως δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε βεβιασμένα. Αυτό που τίθεται πάντοτε –και εν προκειμένω- είναι το πρόβλημα της ενότητας της σκέψης του Καστοριάδη: αν την ερμηνεύουμε απλώς με όρους πολιτικής φιλοσοφίας, δεν είναι δυνατόν να την κατανοήσουμε (σε όλο της το εύρος και το βάθος).
Νίκος
Απαντώ κάπως καθυστερημένα -και δυστυχως κάπως βιαστικα- μίας και δεν έχω ίντερνετ. Στο παράδειγμα με την ΕΣΣΔ δεν υπονοώ πως το ζητούμενο είναι η φυσική εξόντωση της γραφειοκρατίας. Επίσης συμφωνώ οτι ο τρόπος με τον οποίο ο Καστορίάδης εμβαθύνει στα ζητηματα με τα οποία καταπιάνεται, εξετάζοντας τα απο σκοπία φιλοσοφική, ψυχαναλιτική, κοινωνιολογική, ανθρωπολογική, είναι το στοιχείο εκείνο που καθιστά το έργο του ιδιαίτερα συμαντικό και καινοτόμο. Επομένως θεωρώ την προσέγγιση που κάνει στο ζήτημα του ρατσισμού, ξεφευγοντας απο την πεπατημένη και επικρίνοντας την παρωχημένη μαρξίζουσα αντίληψη που αντιμετωπίζει το ρατσισμό ως απόρροια του καπιταλισμού, εύστοχη και οξυδερκή. Επί της ουσίας δεν νομίζω πως έχω κάποια κεντρική διαφωνία με τα όσα γράφετε στο κείμενο σας, απλα δημιουργείται μια συγχιση απο το γεγονός ότι, η έννοια την οπόια επεξεργάζεστε έχει ,όπως ξέρετε, πιο διευρυμένη σημασία στην καθημερινή της χρήση. Και βέβαια εκτός αυτού η διάκριση ανάμεσα στην απόπειρα μεταστροφρής το άλλου και την επιδίωξη της φυσικής του εξόντωσης ενίοτε δεν είναι και όσο απλή υπόθεση. Ένα παράδειγμα κάπως τραβηγμένο ίσως, αλλά νομίζω χαρακτηριστικό: Στη Ισπανία πολές περιοχές έχουν να επιδείξουν στο πεδίο της γαστρονομίας σπεσιαλιτέ με κύριο συστατικό το χοιρινό. Αυτο συμβαίνει γιατι κατα την περίοδο της παντοδυναμίας της ιεράς εξέτασης η εβραίοι διώκονταν και τους δινόταν η δυνατότητα να επιλέξουν αν θέλουν να καούν στην πυρά η να βαπτιστούν Χριστιανοί. Όταν επέλεγαν το δεύτερο όμως, πολύ συχνά κατέλειγαν να καίγονται ως αιρετικοι τη φορά αυτή, καθώς κρινοταν οτι ο τρόπος ζωής τους δεν συμβάδιζε με τις επιταγές της νέας τους θρησκέιας παρότι ετρωγαν χοιρινό για να πείσουν τον περίγυρο για την ειλικρινή μεταστρφή τους. Με άλλα λόγια αυτό που θελω να πω είναι, πως δεν μπορούμε να πούμε στην προκειμένη περίπτωση με βεαιότητα εαν ο πραγματικός στόχος της καθολικής εκκλησίας ήταν ο προσυλητισμός ή εαν αυτός απλα αποτέλεσε την πρόφαση για την υποκινούμενη απο το ασβεστο αντισημιτικό μίσος εξολόθρευση του εβραικού πληθισμού.
Στέφανος
Κι εγώ άργησα ν' απαντήσω, γιατί, επειδή ουσιαστικά συμφωνούμε, θεώρησα ότι δε χρειάζεται. Μια διευκρίνιση μόνο. Το παράδειγμά σου (το τελευταίο, περί των Εβραίων της Ισπανίας), όπως και άλλες πολλές ανάλογες περιπτώσεις, θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως μορφές συγκεκαλυμμένου ρατσισμού, δεδομένου ότι υπάρχει το στοιχείο της υποκρισίας. Κάτι ανάλογο με αυτούς που λένε να πετάξουμε έξω τους μετανάστες, ενώ ξέρουν ότι στις χώρες τους ψωμολυσσάνε. Αυτοί οι τύποι επισήμως θα δηλώνουν απλοί εθνικιστές, όπως ο Le Pen που λέει "αγάπώ και σέβομαι όλους τους λαούς, αρκεί ο καθένας να είναι στη χώρα του". Το θέμα είναι πάντοτε να βλέπουμε πότε γίνεται το "πέρασμα" απ' τον εθνικισμό στις καθεαυτό ρατσιστικές συμπεριφορές.
Νίκος
μπράβο πιαδιά! εξαιρετικό κείμενο!
Post a Comment