Friday 6 July 2007

Διευκρινιστική προσθήκη για το κείμενό μας "Σχετικά με τις ταραχές στη Γαλλία..."

Με αφορμή την επανακυκλοφορία αυτού μας του κειμένου (http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2007/01/blog-post_21.html) -θα

μοιραστεί στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ (6-7-8/07/2007)- προβαίνουμε σε μερικές διευκρινίσεις απαραίτητες για τη διασάφηση κάποιων ζητημάτων που είτε είναι παρεξηγήσιμα είτε πράγματι παρεξηγήθηκαν, όπως μας έδειξαν τα σχόλια κι οι αντιδράσεις των αναγνωστών.


Ζήτημα πρώτο. Ο όλος προσανατολισμός του κειμένου ενδέχεται να αποπνέει μια χροιά αναισθησίας και επιτηδευμένης αποστασιοποίησης από τα γεγονότα. Δίκαια θα μπορούσε κανείς να πει ότι, έστω για «αισθητικούς» λόγους, είναι λάθος να βάζουμε στο ίδιο καζάνι τον Sarkozy –μετά και την πλάκα που μας έκανε και βγήκε και πρόεδρος- με τα παιδιά των προαστίων. Αυτό είναι σωστό και εκφράζει μια καλώς εννοούμενη εχθρότητα που οφείλει να έχει κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος απέναντι στους πομπώδεις φανφαρόνους των σύγχρονων φιλελεύθερων ολιγαρχιών όπως επίσης και απέναντι στους αστυνομικούς, ειδικά αυτούς των σωμάτων ασφαλείας[1]. Το θέμα όμως είναι ότι, πέραν του γεγονότος ότι αυτή η σωστά προσανατολισμένη ενστικτώδης στάση δεν πρέπει να μας κυριαρχεί απολύτως –καθώς έτσι πάμε στον αναρχισμό-, το κείμενο περί των γεγονότων της Γαλλίας το γράψαμε, έχοντας κάτι άλλο στο νου μας: βασική μας έγνοια εκείνη την περίοδο ήταν η προφύλαξη της πολιτικής ως έννοιας και ως δραστηριότητας από ερμηνείες που τη συνέχεαν είτε με τη βία είτε με το lifestyle. Τόσο αυτό μας το κείμενο, όσο και άλλα, όπως το «Για ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο» στο οποίο κάνουμε σφοδρή κριτική στις lifestyle τάσεις των φοιτητικών καταλήψεων εκείνης της εποχής, είναι γραμμένα με αυτό το πνεύμα: αυτό που προέχει είναι να πούμε ότι τα έκτροπα των προαστίων, ακόμη κι αν μπορεί να χαίρουν της συμπάθειάς μας[2] –ως αντίδραση στη βλακεία και τη γελοιότητα του Sarkozy, αλλά και στη χυδαιότητα της όλης κατάστασης- δεν είναι πολιτική, αλλά βία. Όταν όλοι και όχι μόνο οι αναρχικοί έβγαιναν και έλεγαν ότι γίνεται «επανάσταση» ή ο «νέος Μάης του ‘68», θεωρήσαμε ότι έπρεπε να προφυλάξουμε τη δημοκρατική επαναστατική παράδοση, έστω κι αν αναγκαζόμασταν να γίνουμε κάπως «κακοί».


Ταυτόχρονα, την εποχή εκείνη η ομάδα είχε μέλη που τελικά αποχώρησαν λόγω διαφωνιών, τα οποία –εξαιτίας φυσικά και της δικιάς μας ροπής προς την ίδια κατεύθυνση- προσανατόλιζαν το φαντασιακό της προς μια αναρχοφοβική κατεύθυνση. Έτσι, δεδομένου και του προπεριγραφθέντος άγχους μας, παρασυρθήκαμε και αφιερώσαμε πολύ μεγαλύτερο μέρος στην κριτική των πρωταγωνιστών των επεισοδίων, παρά στην καταδίκη της γαλλικής κυβέρνησης και αστυνομίας. Εδώ και κάποιον καιρό τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, πράγμα που το καθιστούμε ακόμη πιο απτό μέσω αυτής μας της αυτοκριτικής.


Ζήτημα δεύτερο, που είναι και το σημαντικότερο. Μερικοί άνθρωποι που διάβασαν το κείμενο παρανόησαν τα λεγόμενά μας περί ηδονής –στο δεύτερο μέρος του-, νομίζοντας ότι τα λέγαμε από σκοπιά ηθικιστική και ιησουΐτικη. Επειδή αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, εξηγούμαστε. Στο κομμάτι αυτό του κειμένου αναφερόμαστε σε έναν από τους δύο βασικούς δυϊσμούς της πρώτης περιόδου του έργου του Freud. Όταν μιλάμε για την αρχή της ηδονής την εννοούμε όπως αυτή οφείλει να γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια της αντίθεσής της προς την αρχή της πραγματικότητας, η οποία –σύμφωνα με τον Καστοριάδη- καθορίζεται από την εκάστοτε κοινωνική θέσμιση.


Οι θέσεις μας όμως παρεξηγήθηκαν, όπως ήταν επόμενο, επειδή είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές με βάση τις κατηγορίες της παραδοσιακής σκέψης. Σύμφωνα με αυτές, ο Νόμος γίνεται πάντοτε αντιληπτός ως ετερόνομος. Έτσι δημιουργείται το ψευδές δίλημμα μεταξύ μιας απόλυτης –και ως εκ τούτου θεολογικής- ελευθερίας και μιας απόλυτης αναγκαιότητας, μεταξύ του πάντοτε «καλού» Πόθου και του πάντοτε «κακού» Νόμου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το απελευθερωτικό πρόταγμα γίνεται αντιληπτό ως κατάργηση του Νόμου γενικώς. Επειδή ακριβώς δε γίνεται διάκριση μεταξύ αυτόνομου και ετερόνομου Νόμου, η ελευθερία νοείται τελικά ως ανομία. Τόσο οι αναρχικοί όσο κι ο Willhelm Reich ταυτίζουν την εξουσία με την κυριαρχία και την ιεραρχία και την ετερονομία με τον Νόμο γενικώς. Κι έτσι καταλήγουν να υποστηρίζουν την ασυνάρτητη ιδέα μιας κοινωνίας δίχως νόμους. Αυτό το κάνουν, επειδή θεωρούν είτε ότι ο άνθρωπος είναι καλός εκ φύσεως, είτε επειδή πιστεύουν ότι η δολοφονική και γενικώς αντικοινωνική και «διεστραμμένη» πλευρά των ανθρώπινων ορμών και επιθυμιών είναι συνέπεια της απώθησης και της καταπίεσης της σεξουαλικότητας απ’ την πλευρά της κοινωνίας. Υποτίθεται λοιπόν ότι, αν καταργηθεί ο Νόμος –ο οποίος θεωρείται πάντοτε ως ετερόνομος-, θα βγει στην επιφάνεια η καλή φύση του ανθρώπου και τα πάντα θα ρυθμιστούν αυτόματα. Από την πλευρά μας απορρίπτουμε αυτές τις ιδέες ως μεσσιανικές και θεολογικές. Για εμάς το ζήτημα δεν είναι η κατάργηση των νόμων, αλλά η δημιουργία νόμων αυτόνομων και δημοκρατικών.


Σε ό,τι αφορά στην ηδονή, αυτό σημαίνει ότι απορρίπτουμε ως ετερόνομη τόσο τη στάση που, εν ονόματι της απελευθέρωσης του Πόθου, υποτάσσει το συνειδητό (Εγώ) στις ασυνείδητες επιθυμίες μας (Αυτό), όσο και τη στάση που, στο όνομα της προστασίας του Νόμου, υποτάσσει το ασυνείδητό στις επιταγές του Υπερεγώ –οι οποίες, ως γνωστόν, δρουν και αυτές ασυνειδήτως. Αυτές είναι οι δύο επιλογές της παραδοσιακής σκέψης, οι οποίες δεν είναι παρά οι δυο πλευρές του ίδιου πράγματος. Το πρόταγμα της αυτονομίας, αντίθετα, στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας διαφορετικού τύπου σχέσης ανάμεσα στις τρεις αρχές του ψυχικού μηχανισμού: στοχεύει σε μια απελευθέρωση της επιθυμίας η οποία όμως θα είναι πάντοτε υποκείμενη στη συνειδητή και απολύτως διαυγή αυτοστοχαστική μας δραστηριότητα. Πράγμα που σημαίνει ότι ναι μεν η απώθηση και τα ταμπού αίρονται, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι η απελευθερωμένη επιθυμία οφείλει να καθυποτάξει το Εγώ μας. Αυτόνομος, εν ολίγοις, δεν είμαι όταν με κάνουν ό,τι θέλουν οι επιθυμίες μου, αλλά όταν μπορώ και τις παραδέχομαι, προκειμένου να στοχαστώ πάνω σε αυτές και να αποφασίσω ποιες θα ικανοποιήσω και ποιες όχι.


Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι η αυτονομία αγωνίζεται για την καταπολέμηση των τάσεων αυτοτιμωρίας και του ασυνείδητου αισθήματος ενοχής που ενσταλάζει στο άτομο η ετερόνομη ηθική, υποστηρίζοντας της χαρά της ζωής και την ηδονική ικανοποίηση πέρα από ταμπού και ετερόνομες απαγορεύσεις. Την ίδια στιγμή όμως η αυτονομία μάχεται για τη δημιουργία μιας ηθικής που βασίζεται σε ό,τι ο Καστοριάδης αποκαλεί ήθος θνητότητας : στην επίγνωση δηλαδή ότι ο πρωταρχικός μας πόθος είναι εξορισμού ανικανοποίητος και πως, ως εκ τούτου, είναι αναγκαία μια σειρά παραχωρήσεων από την πλευρά της ψυχής, προκειμένου αυτή να εξέλθει απ’ τον πρωταρχικό, υπερναρκισσιστικό της εγκλεισμό και να καταστεί καταρχήν κοινωνικό άτομο και στη συνέχεια σκεπτόμενη υποκειμενικότητα. Ελεύθεροι είμαστε, μόνο αν έχουμε διαρκή επίγνωση της θνητότητάς μας. Επίγνωση δηλαδή του θεμελιώδους γεγονότος πως η ύπαρξή μας μάς θέτει κάθε φορά κάποια όρια που δεν μπορούμε να υπερβούμε.


Αν τώρα πάρουμε την αρχή της ηδονής, όπως αυτή οφείλει να γίνεται κατανοητή εντός των πλαισίων της δεύτερης περιόδου της σκέψης του Freud –μετά απ’ το Πέραν της αρχής της ηδονής-, σε αντίθεση δηλαδή προς την αρχή της νιρβάνα, τότε πρέπει φυσικά να την υποστηρίξουμε. Σύμφωνα με τον Freud, η αρχή της ηδονής είναι ο τρόπος βάσει του οποίου ενεργούν οι ενορμήσεις της ζωής, δηλαδή η libido, σε αντίθεση με την αρχή της νιρβάνα η οποία ορίζει τον τρόπο δράσης των ενορμήσεων θανάτου. Αν προσεγγίσουμε καστοριαδικώς τον ορμικό δυϊσμό μεταξύ Έρωτα και Θανάτου, θα πρέπει να πούμε ότι η επικράτηση των ορμών ζωής δεν μας λέει τίποτε από μόνη της, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τον Reich, τον Εμπειρίκο ή ακόμα και τον Bergson. Αυτό που, απεναντίας, επιδιώκει η αυτονομία είναι να θέσει την ενεργητικότητα και το σφρίγος των ενορμήσεων ζωής στην υπηρεσία της αυτοανακλαστικής δραστηριότητας του υποκειμένου[3]. Υπό αυτή την έννοια η αρχή της ηδονής θα πρέπει να υποστηριχτεί, όχι όμως επειδή κατά ένα μαγικό τρόπο θα λύσει όλα μας τα προβλήματα, αλλά επειδή, αντιθέτως, μπορεί να παράσχει το ποσοστό ψυχικής ενέργειας που είναι απαραίτητο για την εμφάνιση της βούλησης και της αυτοανακλαστικής σκέψης, όπως τις ορίζει ο Καστοριάδης. Η παθητική αλλά και αυτοκαταστροφική τάση των ενορμήσεων θανάτου συνιστά τάση αντίρροπη προς την επιδίωξη της ψυχικής ελευθερίας, επειδή καθηλώνει το υποκείμενο στο τέλμα και τις εσωτερικές συγκρούσεις και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οφείλει να πολεμηθεί. Ο «θεμελιώδης μαζοχισμός της ψυχής»[4] που προκαλείται από τη σύγκρουση του υπερναρκισσιστικού (=σολιψιστικού και αυτιστικού) πυρήνα του βαθύτερου ασυνειδήτου με τις επιταγές του κοινωνικώς κατεργασμένου κομματιού της ψυχής (Εγώ και Υπερεγώ), εντείνεται και ενδυναμώνεται όσο περισσότερο κυριαρχούν οι ορμές του θανάτου ως μίσος απέναντι στο Εγώ. Αυτή άλλωστε είναι μια από τις θεμελιώδεις μορφές της ετερονομίας, στην οποία δεν έχει σταθεί όσο θα έπρεπε η παραδοσιακή επαναστατική σκέψη: η κυριαρχία του Αυτό επί του Εγώ.


Ειδικά σε ό,τι αφορά στις μέρες μας μάλιστα, πρέπει να παρατηρήσουμε μια πρωτόγνωρη επικράτηση της αρχής της νιρβάνα. Η κοινωνία βρίσκεται σε τέλμα, σαν οι ορμές του θανάτου να έχουν πραγματοποιήσει τον στόχο τους, ο οποίος συνίσταται στην εξουδετέρωση κάθε ερεθίσματος και στην επίτευξη μιας κατάστασης απόλυτης σταθερότητας. Η δημιουργικότητα της ριζικής φαντασίας έχει νικηθεί κατά κράτος από τις ορμές θανάτου. Αυτό συμβαίνει, διότι το κενό νοήματος που ταλανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο εντείνει τη λεγομένη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί σε μια ενδυνάμωση των εχθρικών προς την κοινωνία και τον κόσμο τάσεων της ψυχής: οι υπερναρκισσιστικές τάσεις του βαθύτερου ασυνειδήτου παίρνουν το πάνω χέρι και δεν ανέχονται κανέναν εξωτερικό φραγμό, αφού αδυνατούν να βρουν το απαραίτητο νόημα που θα τις κάνει να παραιτηθούν από την παραστασιακή τους παντοδυναμία[5].


Το ενδιαφέρον λοιπόν της σύγχρονης κατάστασης έγκειται στο εξής –φαινομενικά μόνο- παράδοξο: ενώ σε ό,τι αφορά στην αντίθεσή της προς την αρχή της πραγματικότητας η αρχή της ηδονής νικά κατά κράτος –αφού τίποτε πλέον δεν εμποδίζει την πραγματοποίηση της παντοδυναμίας του Πόθου-, σε ό,τι αφορά στη σχέση της προς την αρχή της νιρβάνα, ηττάται ξεκάθαρα: οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι διαρκώς υπό ένα καθεστώς χαύνωσης, δίχως να έχουν επιθυμίες και πόθους, βυθισμένοι μέσα στην ανία[6] και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Η ριζική τους φαντασία έχει παραλύσει και μάλλον αυτό είχε κατά νου ο Καστοριάδης, όταν έλεγε ότι η σύγχρονη κοινωνία καταστρέφει –μεταξύ άλλων- και «την ικανότητα του ατόμου να επιθυμεί». Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν σκεφτούμε ότι η επιθυμία χρειάζεται τα κοινωνικώς θεσμισμένα σχήματα προκειμένου να αρθρωθεί και να καταστεί κίνητρο για δημιουργική δράση. Στην σύγχρονη κατάσταση ταιριάζει απόλυτα η φράση του William Blake (από τους Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης): «Εκείνοι που την επιθυμία συγκρατούν, το κάνουν επειδή η δικά τους είναι αρκετά αδύναμη ώστε να συγκρατιέται».

_____________________________________
[1] Αξίζει να διαβάσουμε τι γράφει για το θέμα ο Γ. Ταμτάκος στο κείμενό του «Από 8 χρονών απεχθάνομαι την αστυνομία…» (στο Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Θεσ/νίκη, Κύκλοι Αντιεξουσίας, 2003, σ. 210). Υπενθυμίζουμε επίσης τι γράφει σε ένα σημείο του Στον δρόμο ο Kerouac σχετικά με τους αστυνομικούς και τις «μπατσοψυχές» τους. Η αναφορά μας στις «μπατσοψυχές» δεν υπονοεί φυσικά την πίστη στην ύπαρξη κάποιας κοινής «μπατσοφύσης» όλων των αστυνομικών η οποία είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά, αντίθετα, χτυπάει την ψυχική τους επιλογή να γίνουν μπατσοψυχές.

[2] Όχι όμως και της υποστήριξής μας. Για τις θέσεις μας σχετικά με τη βία βλ. το κείμενό μας «Για τον πόλεμο στο Λίβανο και για τον πόλεμο γενικώς» στο παρόν μπλογκ.

[3] Βλ. επί τούτου όσα λέγονται περί του «μη δεσμευμένου κβάντου ψυχικής ενέργειας» στο κείμενο του Καστοριάδη «Η κατάσταση του υποκειμένου σήμερα», στον Θρυμματισμένο Κόσμο.

[4] Κ. Καστοριάδης, Figures du pensable, Παρίσι, Seuil, , σ. 236.

[5] Γι’ αυτό μερικοί ψυχαναλυτές έχουν μιλήσει ακόμα και για «αντικατάσταση του μύθου του Οιδίποδα από τον μύθο του Ναρκίσσου»: βλ. το άρθρο του Γ. Στεφανάτου «Ο άνθρωπος ζει στα όρια των δυνάμεών του», στην Ελευθεροτυπία,19/03/05.

[6] Με την υπαρξιακή έννοια που της δίνει ο Baudelaire, όταν –στο εισαγωγικό ποίημα των Ανθέων του κακού- την χαρακτηρίζει ως τον χειρότερο δαίμονα που «και μ’ ένα χασμουρητό τον κόσμο θα κατάπινε» -πρόκειται για τη «βαρβαρότητα που χασμουριέται» για την οποία μιλά κάπου αλλού ο Νάνος Βαλαωρίτης.

6 comments:

Ασμοδαίος said...

Υπάρχει κάποιο πρόβλημα μάλλον με το template γιατί σε κάθε επόμενη παράγραφο μεγαλώνει η γραμματοσειρά με αποτέλεσμα να μην είναι αναγνώσιμες οι τελευταίες παράγραφοι των τελευταίων post. Διορθώστε το, αν μπορείτε, γιατί είναι κρίμα.

imaginaire radical said...

Ευχαριστούμε για την ενημέρωση. Δυστυχώς σε εμάς δεν παρουσιάζει πρόβλημα κι έτσι δεν μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς τι συμβαίνει. Το μόνο ίσως πρόβλημα -το οποίο μόνο εγώ το έχω συναντήσει- είναι ότι πολλές φορές ολόκληρα κομμάτια των κειμένων δεν εμφανίζονται -φαίνεται μόνο το μπλε φόντο. Αν εννοείς ότι κι εσένα σου έτυχε κάτι ανάλογο, κάνε το εξής: μαύρισε το κείμενο -ή το κομμάτι που λείπει- (με συνεχόμενο πάτημα του ποντικιού) και θα δεις ότι θα εμφανιστούν τα χαμμένα χωρία -τουλάχιστον σ' εμένα πιάνει.

Νίκος (ΑήΒ)

Apo_F said...

Παιδιά που ανεβάσατε το πρώτο κείμενο για τις ταραχές; γιατί δεν το βλέπω πουθενα, εκτός αν έχει άλλο τίτλο.

Ο ασμοδαίος έχει δίκιο.Εγώ για να το διαβάσω, το έκανα copy στο word.Δοκιμάστε να το ξαναανεβάσετε με διόρθωση στη γραμματοσειρά, έστω και αν σε εσάς φαίνετε κανονικά.

Anonymous said...

Το παλιό κείμενο για τη Γαλλία εδώ:
http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2007/01/blog-post_21.html

Μόνο το τελευταίο κείμενο έχει το πρόβλημα;



Θ.(ΑήΒ)

Apo_F said...

Τα δυο τελευταία .

Anonymous said...

Αποκωδικοποίηση....: θρησκειών, μυθολογιών, ψυχής,σιωπής,.....
Σχηματοποίηση λόγου, κοσμογονία, θεογονία,....
URL : www.siopi.gr
Γεια.....