Sunday 21 January 2007

Για το πανεπιστήμιο

[Ιούνιος του 2006 Το τελευταίο κομμάτι του ("Για έναν εκδημοκρατισμό του παν/μίου") μοιράστηκε σε 600 αντίτυπα σε φοιτητική διαδήλωση]

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ύπαρξής του το Πανεπιστήμιο ως θεσμός βρίσκεται σε μεγάλη κρίση με την έννοια ότι δεν είναι ξεκάθαρος πλέον ο ρόλος που επιτελεί και το νόημα της ύπαρξής του. Το κύρος του Πανεπιστημίου ως θεσμού –τουλάχιστον όπως το ξέραμε έως σήμερα- μπορούμε με ευκολία να πούμε ότι έχει χαθεί. Αυτό βέβαια δεν έρχεται μόνο του αλλά είναι μάλλον προϊόν της γενικότερης πολιτισμικής κρίσης, της συνολικής αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού ο οποίος γέννησε το πανεπιστήμιο. Τις τελευταίες δεκαετίες η μόνη «πρόταση» που δείχνει να υπάρχει αλλά και η μόνη κατεύθυνση προ την οποία γίνονται μεταρρυθμίσεις, είναι αυτή της πλήρους υποταγής του Πανεπιστημίου στην οικονομία, της πλήρους υποταγής του στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Πρέπει εδώ να τονίσουμε πως η αριστερά στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της δεν κάνει αυτού του είδους την κριτική στις μεταρρυθμίσεις και την υπάρχουσα κατάσταση αλλά αντιθέτως μιλώντας για ενιαία εργασιακά δικαιώματα, καταρτισμένους επιστήμονες, «πτυχία ανεργίας» και λοιπά, δείχνει να μην ξεφεύγει καθόλου από αυτήν την λογική.

Η άποψη της ομάδας είναι πως το Πανεπιστήμιο παρότι θεσμός ολιγαρχικός (βλέπε παρακάτω), πρέπει να διαφυλαχθεί, καθότι ως ένα βαθμό προάγει την γνώση, την ανταλλαγή απόψεων και γενικότερα την δημιουργικότητα σε όλα τα πεδία της σκέψης (φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες κλπ.)
[1]. Μάλιστα θεωρούμε ότι οι όποιες μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να είναι προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των παραπάνω χαρακτηριστικών και της αποσύνδεσης του Πανεπιστημίου από τις ανάγκες της οικονομίας. Αντιθέτως τα μέτρα, που προτείνονται, στοχεύουν στην περαιτέρω υποταγή του πανεπιστημίου στην οικονομία και δεν εισάγουν κάτι το καινούργιο αλλά έρχονται απλά να επικυρώσουν μία κατάσταση που ήδη υπάρχει. Είναι ήδη γνωστό που πάνε τα περισσότερα χρήματα, που προσανατολίζεται η έρευνα, ποιος είναι ο ρόλος των πρακτικών και τεχνικών σχολών και πόσο εγκαταλελειμμένες είναι οι θεωρητικές σχολές και οι σχολές που παρέχουν «ανθρωπιστικές σπουδές». Σημασία για εμάς δεν έχει τόσο το να κάνουμε κριτική στα μέτρα αυτά καθαυτά αλλά στην γενικότερη λογική, αυτήν που ελάχιστες φωνές εγείρονται για να αμφισβητήσουν.


Η χυδαιότητα της Αριστεράς
Παραγωγικότητα, μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αυτό είναι το κυριότερο ταξικό σας καθήκον
Μ. Τορέζ
(Γ.Γ. του Κ.Κ.Γαλλίας, απευθυνόμενος στους μεταλλωρύχους του Βουαζιέ το 1945)

Απέναντι σ’αυτή την κατάσταση η κριτική που διατυπώθηκε και διατυπώνεται αναφορικά με το Πανεπιστήμιο από τους αριστερούς σχεδόν όλων των αποχρώσεων βρίσκεται εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε κριτική του καπιταλισμού από τη μαρξιστική πλευρά δεν είναι ουσιαστική κριτική, αλλά κριτική σε επιμέρους σημεία. Το κοινό φαντασιακό του μαρξισμού και του καπιταλισμού, που ξεκινά από τη δυτική Ευρώπη την περίοδο του Διαφωτισμού, στοχεύει στην επιβολή της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και κεντρικά του σημεία αποτελούν η απεριορίστη πρόοδος και ανάπτυξη. Το όραμα του καπιταλισμού και του μαρξισμού για το ανθρώπινο όν είναι κοινό. Προσπαθούν να καθυποτάξουν όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στην κυριαρχία του οικονομικού στοιχείου. Όλοι οι οικονομολόγοι, μαρξιστές και καπιταλιστές έχουν υποκληθεί στην μαρξιστική θεωρία της βάσης και του εποικοδομήματος. Η θεωρία αυτή θέλει να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως ένα συνολιστικό-ταυτιστικό αυτόματο που κινείται αποκλειστικά από τα οικονομικά του κίνητρα. Ο διακαής πόθος του καπιταλισμού, η κατασκευή του φαντάσματος του homo economicus βρίσκει την πραγμάτωσή του στην μαρξιστική θεωρία. Ας μην ξεχνάμε ότι η βασική οντολογία του μαρξισμού, η οντολογία των τάξεων, υποστηρίζει ότι η ουσία των ανθρώπων, το τί είναι στην ουσία του ο κάθε άνθρωπος, καθορίζεται από τη θέση που έχει στη διαδικασία παραγωγής, δηλαδή τη θέση του στην οικονομική διαδικασία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μαρξισμός δε θέλησε να αρθρώσει κριτική απέναντι στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής καθαυτή, αλλά ως επί το πλείστον στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι δε θέλησε να ασκήσει κριτική στις δομές που υποβαστάζουν την καπιταλιστική παραγωγή εν γένει και κυρίως δε θέλησε να αγγίξει τη διάκριση διευθυντών-εκτελεστών που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό/μαρξιστικό φαντασιακό ως κεντρική σημασία του απ’ άκρη σ’ άκρη[2].

Θέλουμε να πιστεύουμε όμως – και μιά ματιά στην ανθρώπινη ιστορία μας επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος είναι , μπορεί να είναι, κάτι πολύ παραπάνω από ένα «ζώο του μόχθου»[3], ένα όν που αφιερώνεται ολοκληρωτικά στις ζωικές του ανάγκες[4]. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα που τεκμηριώνουν την επιθυμία των ανθρώπων να είναι κάτι παραπάνω από αυτό που προορίζει γι’αυτούς ο μαρξισμός/καπιταλισμός. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί οι διαδικασίες του μόχθου δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους, ένα σημάδι ότι κάτι υπήρξε[5]· κυρίως συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι είναι de facto όντα δημιουργικά σε όλα τα πεδία (στην πολιτική, στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στην τέχνη, αλλά και ποικιλοτρόπως στο πεδίο της καθημερινής ζωής). Η δημιουργικότητά τους αυτή εκφράστηκε στο παρελθόν στην σφαίρα της πολιτικής και έγινε επαναστατικό πρόταγμα που ήθελε να αντικαταστήσει την υπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας με μία άλλη, η οποία αποτελούσε φαντασιακή δημιουργία των ανθρώπων που ανήκαν στα επαναστατικά κινήματα[6].

Σε αυτή τη δημιουργικότητα αναγνώρισε ο Στάλιν το μεγαλύτερο εχθρό του. Γιατί αυτή η δημιουργικότητα λέει, μπορεί να πει, ότι η κοινωνία που ζούμε μπορεί να μη μας αρέσει και ότι μπορεί να υπάρξει και μία άλλη, διαφορετική κοινωνία, τέτοια που εμείς επιθυμούμε. Αυτή τη δημιουργικότητα, τη δυνατότητα της δημιουργίας εν γένει, πολέμησε ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός, με τις δολοφονιές εκατομμυρίων ανθρώπων και τους εγκλεισμούς στα γκουλάγκ. Το γεγονός ότι ο μαρξισμός υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι καθορισμένος από την τάξη στην οποία ανήκει, είναι καταδικασμένος να είναι κάτι και ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι και αυτή καθορισμένη και δε μπορούμε με βάση την ελεύθερη βούλησή μας και τη δημιουργικότητά μας να αλλάξουμε την πορεία της, αποτελούν δύο αναπόσπαστα μέρη της μαρξιστικής ιδεολογίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ολοκληρωτικά. Γιατί καταργούν κάθε έννοια ανθρώπινης ελευθερίας και γιατί δίνουν πάτημα στα σταλινικά εγκλήματα
[7].

Αυτή την οντολογία της ανθρώπινης φύσης υποστηρίζουν και οι αριστεροί μηρυκάζοντας ανενδοίαστα ότι θέλουν εργασιακά δικαιώματα και ότι θέλουν «δουλειές και όχι βόμβες». Αυτά τα επιτυχή κατασκευάσματα του καπιταλισμού/μαρξισμού εκπροσωπούν την πλήρη απαξίωση του ανθρώπινου είδους αντιπροσωπεύοντας διά της ύπαρξής τους την απαίτηση να γίνουμε όλοι κάποια εργαζόμενα ρομπότ που κινούνται με το καύσιμο των «αναγκών» τους. Αυτό είναι που πολεμάμε από τη μεριά μας λέγοντας ότι πολεμάμε τον καπιταλισμό. Αυτή την ανθρώπινη απαξίωση. Αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα του καπιταλισμού: ο περιορισμός των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην κενότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Και αυτό το καπιταλιστικό πρόταγμα, το οποίο ασπάζονται οι δυτικές κοινωνίες στο σύνολό τους, εκπροσωπούν οι αριστεριστές προτάσσοντας ταυτόχρονα την αποσύνδεση του Πανεπιστημίου από την αγορά. Αν δεν μπορούν να συλλογιστούν την αντίφαση στα λεγόμενά τους, αντίφαση αναγνωρίσιμη από ένα μαθητή δημοτικού, πρέπει να τους αποδώσουμε το ακαταλόγιστο. Εκτός αν η αγορά είναι κακή επειδή σχετίζεται με τον καπιταλισμό και το φιλελευθερισμό, ενώ θα ήταν καλή αν το Κόμμα κατείχε τα μέσα παραγωγής. Μάλλον πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον καπιταλισμό και στο μαρξισμό, που στον κοινό τους αγώνα κατάφεραν να δημιουργήσουν τον ανθρωπολογικό τύπο του αριστερού φοιτητοπατέρα.

Η απάθεια των φοιτητών
Αν όμως τα ΕΑΑΚ καπέλωσαν τελικά τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, αυτό έγινε, διότι μπόρεσαν να τις καπελώσουν. Το ότι μπόρεσαν να τις καπελώσουν σημαίνει, ότι τους επετράπη να τις καπελώσουν. Δεδομένου, ότι δεν επιβλήθηκαν με τη βία στους φοιτητές, αυτή η διαπίστωση σημαίνει, πως οι ίδιοι οι φοιτητές παραιτήθηκαν από τη (αυτό)διεύθυνση των κινητοποιήσεών τους και παραχώρησαν σιωπηρά ολόκληρη την εξουσία στις αριστεριστικές οργανώσεις. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει περίτρανα την απάθεια, που κυριαρχεί στις μέρες μας. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση, πως, ενώ τόσο στις συνελεύσεις και στις καταλήψεις, όσο και στις διαδηλώσεις, συμμετείχε τόσος κόσμος, καθ’ όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων δεν εμφανίστηκε ούτε μία καινούργια πολιτική ιδέα. Αντιθέτως κυριάρχησε η ξύλινη γλώσσα, η κοινοτοπία και η μετριότητα. Αυτό φυσικά συνέβη, διότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις δεν είχαν την παραμικρή –έστω και την πιο δυσδιάκριτη- σχέση με την πολιτική. Ήταν απλώς άλλος ένας κύκλος lifestyle εκδηλώσεων, μερικές από τις πολλές, που διοργανώνει καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γεμίσει το κενό νοήματος, που τον περιζώνει. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, πως οι καταληψίες φοιτητές πέρναγαν τον καιρό τους διοργανώνοντας parties και συναυλίες και βλέποντας το Μουντιάλ στην τηλεόραση; Ή μήπως έχει κανείς την άποψη, πως τα parties και το ποδόσφαιρο είναι θεσμοί πολιτικοί;

Πρέπει κάποτε ν’ αφήσουμε τις αυταπάτες μας και να δούμε τα πράγματα, όπως είναι στην πραγματικότητα. Το γεγονός, πως κάποια κοινωνική ομάδα κατεβαίνει στο δρόμο και κάνει καταλήψεις ή απεργίες, δε σημαίνει πια σε καμία περίπτωση, πως αυτομάτως η εν λόγω ομάδα έχει κάποια σχέση με την πολιτική. Τα συντεχνιακά συμφέροντα και το lifestyle έχουν εισχωρήσει πλέον παντού. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αστεία η συνήθεια μερικών, όχι μόνο να συγκρίνουν, αλλά και να παρομοιάζουν, τις πρόσφατες κινητοποιήσεις με τον γαλλικό Μάιο του ’68: τότε είχαμε επανάσταση, είχαμε δηλαδή την κοινωνία να κατεβαίνει στον δρόμο, να δημιουργεί τα δικά της όργανα εξουσίας και να ζητά να θεσμισθεί με έναν αυτόνομο και δημοκρατικό τρόπο
[8][1]· τώρα έχουμε κάποιους νέους, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν τι άλλο να κάνουν στη βαρετή ζωή τους, νόμισαν πως οι καταλήψεις και οι πορείες είναι ένας καλός τρόπος να περάσουν τον καιρό τους. Έτερον εκάτερον.

Αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι όμως, που επέτρεψε στις ντουντούκες και στην ξύλινη γλώσσα –και σκέψη- του αριστερισμού να βγουν στο προσκήνιο και να αναλάβουν την καθοδήγηση. Ανέκαθεν, ιστορικά, οι παράγοντες και οι καθοδηγητές βγαίνουν στη δημόσια σφαίρα και παίρνουν την εξουσία στις περιόδους, κατά τις οποίες οι μάζες έχουν αποχωρήσει από το προσκήνιο. Σε συνθήκες πραγματικής πολιτικής ενεργοποίησης της κοινωνίας, σε συνθήκες δηλαδή δημιουργικής έκρηξης και ποιητικού οίστρου
[9][2] της θεσμίζουσας δραστηριότητας της ανθρωπότητας, οι παράγοντες, οι καθοδηγητές και οι φωτισμένοι ηγέτες όλων των αποχρώσεων (χριστιανοί, φιλελεύθεροι, αριστεροί και αναρχοπατέρες) καταλήγουν στους περίφημους «σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας». Κι αυτό φυσικά όχι επειδή διώκονται ή επειδή εκτελούνται, αλλά πολύ απλά επειδή μπροστά στη δημιουργική ορμή και στον οργασμό των μαζών, μπροστά στο πάθος μιας κοινωνίας, που παίρνει την τύχη της στα χέρια της, αντιλαμβάνονται, ότι δεν έχουν θέση και ότι το κλίμα δεν τους σηκώνει. Δυστυχώς τίποτα τέτοιο δεν συνέβη τους τελευταίους μήνες.

Σχετικά με το άσυλο
Το πανεπιστημιακό άσυλο θεσμίστηκε, για να προστατεύσει και να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία και γενικότερα την ελευθερία διακίνησης των ιδεών. Στις μέρες μας δεν γεννιούνται νέες ιδέες, καθώς οι άνθρωποι δεν ασχολούνται πια ούτε με την πολιτική, ούτε με τη σκέψη γενικότερα. Ως εκ τούτου είναι επόμενο, ότι ο θεσμός του ασύλου διάγει φάση αποσύνθεσης. Κανένας δε νιώθει την ανάγκη να τον υπερασπιστεί, αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται για αυτό, που αυτός οφείλει να προστατεύει. Έτσι, πολύ πριν τεθεί από το κράτος ζήτημα περιορισμού του (με το πρόσφατο νομοσχέδιο), το άσυλο έχει περιπέσει σε ένα καθεστώς διαρκούς καταπάτησης: από τη μια πλευρά οι αναρχικοί, οι οποίοι το εκμεταλλεύονται, όταν κάνουν επεισόδια, προκειμένου να μην τους πιάνουν τα ΜΑΤ και από την άλλη το αμετανόητα σταλινικό και αιματοβαμμένο ΚΚΕ, του οποίου οι δυνάμεις κρούσης (ή αλλιώς ΚΝΑΤ) καταλαμβάνουν –κυριολεκτικά- τον χώρο του Πολυτεχνείου, κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των τριήμερων εκδηλώσεων για την 17η Νοεμβρίου. Μαζί με αυτά πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και τις κομματικές νεολαίες –ειδικά αυτές των δύο μεγάλων κομμάτων-, οι οποίες κάθε χρόνο, κατά την περίοδο των φοιτητικών εκλογών, διοργανώνουν εκδηλώσεις, οι οποίες παρακωλύουν την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μαθημάτων.

Προτού λοιπόν σπεύσουν οι φοιτητές να παραπονεθούν για τον «κυβερνητικό αυταρχισμό» (ξύλινη γλώσσα), θα ήταν καλύτερο να φροντίσουν πρώτα τα του οίκου τους, ούτως ώστε να μην δίνουν δικαιώματα, ούτε στην –εκάστοτε- κυβέρνηση, αλλά ούτε και στους διάφορους τηλεοπτικούς εισαγγελείς (τα τραγκοειδή), να πιέζουν για τον περιορισμό του ασύλου. Διότι το γνωστό επιχείρημα «καλό το άσυλο, αλλά τι γίνεται, όταν τα σπάνε οι αναρχικοί;»
[10][3], δε θα είχε κανένα έρεισμα και καμία δόση αλήθειας, αν οι ίδιοι οι φοιτητές αναλάμβαναν την περιφρούρηση των ιδρυμάτων τους. Αυτό μπορεί πολύ εύκολα να γίνει –και με δημοκρατικό μάλιστα τρόπο- μέσω της σύστασης πολιτοφυλακών, από φοιτητές και καθηγητές, οι οποίες θα αναλάμβαναν τη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων. Η σύσταση τέτοιων πολιτοφυλακών είναι ο μόνος δημοκρατικός και πολιτικός τρόπος ρύθμισης του ζητήματος του ασύλου: η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα προστατεύει τον εαυτό της.

Δεν είναι προφανώς περίεργο, το γεγονός πως κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να υιοθετήσει μια τέτοια λύση. Η απάθεια, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, καθιστά αδύνατη κάθε πολιτική λύση. Καθόσον όμως οι ίδιοι οι φοιτητές αδιαφορούν για την προστασία των ίδιων τους των θεσμών –εν προκειμένω του ασύλου-, αυτό θα παραμένει έρμαιο στα χέρια του κράτους και των τραμπούκων ή, με άλλη διατύπωση, στα χέρια των ΜΑΤ
[11] και των ΚΝΑΤ.


Για έναν εκδημοκρατισμό του πανεπιστημίου
Το πανεπιστήμιο δημιουργείται στις πόλεις του Μεσαίωνα, κατά τον 13ο αιώνα. Είναι η συντεχνία αυτών, που επιθυμούν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες (universitas magistrorum et studiorum). Το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός, ο οποίος γεννήθηκε με σκοπό να προαγάγει τη σκέψη και τη γνώση και όχι με σκοπό να προετοιμάζει τους μελλοντικούς υπαλλήλους και εργαζόμενους. Ευθύς εξαρχής υπήρξε ένας θεσμός αποκομμένος από πρακτικά και λειτουργικά καθήκοντα. Η ενασχόληση με τη σκέψη και τη γνώση γινόταν χάριν του έρωτα γι’ αυτές κι όχι χάριν της εξυπηρέτησης κάποιων εξωτερικών προς αυτές σκοπών.

Όπως είπαμε εξαρχής, θεωρούμε, ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ολιγαρχικός, ο οποίος δε θα έπρεπε να υπάρχει σε μια δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία. Εξηγούμαστε: το πανεπιστήμιο είναι θεσμός ολιγαρχικός, λόγω του ιεραρχικού τρόπου, με τον οποίο είναι οργανωμένο. Διότι κατά τα άλλα, από τη στιγμή που είναι ένας θεσμός, που δημιουργήθηκε, με σκοπό την προαγωγή της γνώσης και της σκέψης, το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ουσιωδώς και βαθιά δημοκρατικός. Το πρόβλημα είναι, πως αυτός ο σκοπός επιδιώχθηκε με μέσα και μορφές οργάνωσης, που προωθούν την αυθεντία, τη λατρεία της παράδοσης και το διαχωρισμό σε επαΐοντες-μη επαΐοντες και σε διευθύνοντες-εκτελεστές. Κάνοντας έναν πλασματικό διαχωρισμό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό, με το οποίο διαφωνούμε, δεν είναι το «περιεχόμενο» του πανεπιστημίου, αλλά η «μορφή» του. Επειδή όμως μορφή και περιεχόμενο στην πραγματικότητα δεν είναι διαχωρίσιμα, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι ο ολιγαρχικός τρόπος οργάνωσης του πανεπιστημίου, όχι μόνο επηρεάζει τελικά προς αρνητική κατεύθυνση τις αρχικές του επιδιώξεις, αλλά και εκφράζει τον μέχρις ενός βαθμού συντηρητικό και περιοριστικό τρόπο, με τον οποίο έγιναν αντιληπτές αυτές οι επιδιώξεις. Αυτή η διαπίστωση μας κάνει να πούμε, ότι μόνο η αντικατάσταση του παρόντος, ολιγαρχικού τρόπου οργάνωσης του πανεπιστημίου από ένα δημοκρατικό θεσμικό σύστημα θα επιτρέψει την πλήρη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του πνεύματος, που γέννησε το πανεπιστήμιο, δηλαδή του έρωτα για τη σκέψη και τη γνώση. Αυτή η αντικατάσταση όμως, δεν είναι απλώς προϊόν μιας μεταρρύθμισης, όσο ριζική κι αν είναι αυτή. Αντίθετα προϋποθέτει και συνεπάγεται –ή μαλλον, είναι μέρος ενός συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού (βλ. παρακάτω).

Στο βαθμό λοιπόν που παραμένουμε υπό συνθήκες καπιταλισμού και φιλελεύθερης ολιγαρχίας, στο βαθμό δηλαδή, που το πανεπιστήμιο συνεχίζει να υπάρχει, ως έχει, ως θεσμός αφιερωμένος στις πνευματικές δραστηριότητες (φιλοσοφία, επιστήμες, καλές τέχνες κλπ), πιστεύουμε, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η επιστροφή στο πρωταρχικό πνεύμα, που ζωογόνησε την δημιουργία του ως θεσμού. Το πανεπιστήμιο πρέπει να κόψει κάθε σχέση με την οικονομία και να διατρανώσει την ανεξαρτησία του από κάθε παράγοντα, που δεν είναι σχετικός με τη σκέψη και τη γνώση, με την πνευματική δημιουργία γενικότερα.

Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί η πλήρης και ολοκληρωτική αποσύνδεση των πανεπιστημιακών πτυχίων από την αγορά εργασίας. Τα πτυχία δεν πρέπει να έχουν κανένα αντίκρισμα, όσον αφορά στην επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Όποιος επιλέγει να πάει στο πανεπιστήμιο, το επιλέγει, διότι έχει αποφασίσει να αφιερωθεί στην πνευματική δημιουργία. Αν ενδιαφέρεται απλώς να βρει μια δουλειά, τότε δεν έχει κανένα λόγο να έρθει στο πανεπιστήμιο. Για τον λόγο αυτό το κράτος οφείλει να διαχωρίσει ρητά τις πανεπιστημιακές σχολές, που είναι καθαρά «θεωρητικές» και που ασχολούνται με την έρευνα και τη γνώση (Φιλοσοφία, Φυσικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Πολιτική Οικονομία, Καλές Τέχνες κλπ) από τις σχολές, που προετοιμάζουν τους φοιτητές για μια εφαρμοσμένη ειδικότητα (Πολυτεχνείο, λογιστικές και χρηματοοικονομικές σχολές, ΤΕΙ). Οι σχολές της πρώτης κατηγορίας θα συνιστούν το πανεπιστήμιο, ενώ οι σχολές της δεύτερης κατηγορίας θα περάσουν στην κατηγορία των «επαγγελματικών ή τεχνικών σχολών». Όπως στον Μεσαίωνα, όπου κάθε επάγγελμα είχε τη δική του συντεχνία. Είναι φυσικά αυτονόητο, ότι το κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί τις σχολές και των δύο τύπων, ούτως ώστε να παρέχει στον καθένα την ευκαιρία να ακολουθήσει τον δρόμο, που επιθυμεί, δίχως να εξαναγκάζεται από την οικονομική του κατάσταση.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιωχθεί ένας εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου, ούτως ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι ολιγαρχικές δομές του. Πρέπει να καταργηθεί κάθε ιεραρχική σχέση, τόσο στο θεσμικό, όσο και στο πνευματικό επίπεδο. Τα πόστα των πρυτάνεων και των κοσμητόρων θα αντικατασταθούν από κληρωτά και ανά πάσα στιγμή ανακλητά αξιώματα, τα οποία θα βρίσκονται υπό τον διαρκή έλεγχο της γενικής συνέλευσης της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητών και καθηγητών). Η γενική συνέλευση, η οποία θα λειτουργεί δημοκρατικά, θα είναι το όργανο, που θα λαμβάνει όλες τις αποφάσεις. Η εξουσία δε θα βρίσκεται στα χέρια των καθηγητών και των κομματικών γραφειοκρατιών των φοιτητών, αλλά στη γενική συνέλευση, η οποία θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για κάθε ζήτημα: από τα πρακτικά και διαδικαστικά, μέχρι τα ζητήματα ουσίας.

Πρέπει όμως να καταργηθούν και οι σχέσεις αυθεντίας μεταξύ καθηγητών και φοιτητών. Το πανεπιστήμιο οφείλει να είναι ένας χώρος ανοιχτής συζήτησης και διαλόγου, ένας χώρος, που θα προάγει τη σκέψη και την πρωτοτυπία και όχι ένα μαυσωλείο υποταγμένο στη λατρεία της παράδοσης και στην καθηγητική αυθεντία. Το ιεραρχικό και διδακτικό πνεύμα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πνεύμα ισότητας και συνεργατικότητας. Οι εξετάσεις πρέπει να αντικατασταθούν από ελεύθερα επιλεγόμενες, ως προς το θέμα και τον προσανατολισμό τους εργασίες, οι οποίες θα ωθούν τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία του φοιτητή.

Αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική περίπτωση. Πρέπει να χτυπηθούν τα καθηγητικά lobbies, που απορρίπτουν άξιους και ριζοσπαστικά σκεπτόμενους καθηγητές για προσωπικούς και μικροκομματικούς λόγους και τα οποία επιβάλλουν την ιδεολογική κυριαρχία τους -στην Ελλάδα οι επικρατούσες τάσεις είναι δύο: η ελληνορθόδοξη εθνικιστική και η εγελομαρξιστική. Πρέπει επίσης να χτυπηθούν οι δεινόσαυροι καθηγητές, οι οποίοι, παρά τη συνταξιοδότησή τους, συνεχίζουν να ελέγχουν –πνευματικά- το πανεπιστήμιο, μέσω των αρτηριοσκληρωτικών συγγραμμάτων και των διαδόχων τους. Πρέπει να ξεκαθαρίσει το πανεπιστήμιο από τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων, από το αλισβερίσι μεταξύ καθηγητών και φοιτητικών παρατάξεων (η ΔΑΠ πρωταγωνιστεί σε αυτά τα όργια), από τους επαγγελματίες γλείφτες και τους παρατρεχάμενους των μεγαλοκαθηγητών και των lobbies τους.

Ειδικά για την ελληνική περίπτωση πάλι, πρέπει να απαιτήσουμε, όχι απλώς την αύξηση, αλλά τον πολλαπλασιασμό των δαπανών για την παιδεία, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια πάσχουν, όχι μόνο από έλλειψη πρωτοτυπίας, αλλά και από έλλειψη υποδομών (βιβλιοθήκες, οργάνωση κλπ). Πρέπει να καταργηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και όλα τα σχετικά κονδύλια να πάνε προς την παιδεία. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η πρόταση έχει τεράστια σημασία, καθώς χτυπά τους εθνικιστές και τους στρατοκράτες, τόσο τους δικούς μας, όσο και τους Τούρκους, οι οποίοι ξοδεύουν κάθε χρόνο τεράστια ποσά στους πολεμικούς εξοπλισμούς, κάτι που φυσικά γίνεται με την ανοχή, τόσο της ελληνικής, όσο και της τουρκικής κοινωνίας. Όπως και να ‘χει το πράγμα πάντως, τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι τραγκοειδείς εθνικόφρονες, είναι γελοίοι, όταν λένε, πως το κράτος δεν έχει λεφτά για την παιδεία: οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες του τρέχοντος έτους φτάνουν τα 22 δις. Ευρώ (βλ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16/7/2006). Σκεφτείτε πόσα λεφτά μαζεύονται αυτομάτως, αν καταργηθούν όλοι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί
[12][4].

Δεν είναι τυχαίο φυσικά, που κανένας από τους αρχηγούς του ΚΚΕ ή των αριστεριστικών φοιτητικών ομάδων δεν ζήτησαν την κατάργηση των πολεμικών δαπανών: τόσο οι μεν –με προεξάρχουσα την ακροδεξιά Λ. Κανέλλη-, όσο και οι δε είναι χυδαίοι εθνικιστές και ποτέ δε θα συναινούσαν στην κατάργηση, όχι μόνο των πολεμικών δαπανών, αλλά και του ίδιου του στρατού συνολικά. Διότι πάνω από τον διεθνισμό βάζουν τη «διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας». Υπό αυτήν την έννοια είναι προς τιμήν του Συνασπισμού, που έθιξε το ζήτημα των πολεμικών δαπανών, παρά τα εθνικιστικά στοιχεία, που έχουν προσχωρήσει στις τάξεις του (βλ. τον ποδοσφαιρικό ανταποκριτή Γ. Χελάκη).

Είναι αυτονόητο, πως, ακόμη κι αν οι παραπάνω προτάσεις αναφέρονται στο πανεπιστήμιο, στον ανώτατο δηλαδή εκπαιδευτικό θεσμό μιας ολιγαρχικής κοινωνίας, όπως η σημερινή, προϋποθέτουν τελικά και συνεπάγονται μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο σκέφτονται οι σύγχρονοι άνθρωποι. Η αποδέσμευση του πανεπιστημίου από την οικονομία και η καταξίωση της σκέψης και της γνώσης ως δραστηριοτήτων, που επιλέγονται χάριν του εαυτού τους και μόνο, είναι ιδέες αδιανόητες για τον σύγχρονο άνθρωπο. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εδώ και κάποιες δεκαετίες λησμονήσει το γεγονός, πως είναι ον δημιουργικό και πως –ως εκ τούτου- οι απεριόριστες και ακαθόριστες δυνατότητές του δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να περιοριστούν στην ενασχόληση με τα ζητήματα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η κρίση του δυτικού πνεύματος, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή του κειμένου, συνίσταται ακριβώς στην απώθηση και στη συγκάλυψη της βαθιά δημιουργικής φύσης του ανθρώπου. Αυτή η συγκάλυψη όμως έχει επιτρέψει την ολοκληρωτική κυριαρχία μιας εκχυδαϊσμένης μορφής του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού, η οποία προστάζει, ότι ο άνθρωπος είναι ένα εργαζόμενο ζώο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα πρακτικής –με την ευρεία έννοια- φύσεως.

Η αναγέννηση και ο εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου δεν μπορεί παρά να αποτελεί πτυχή μιας συνολικής δημιουργικής αναγέννησης του δυτικού ανθρώπου. Μια τέτοια αναγέννηση όμως, εδώ που έχουμε φτάσει, είναι αδιανόητη δίχως μια ανάλογου μεγέθους πολιτική ενεργοποίηση των κοινωνιών. Αν στην ιστορία τα μεγάλα πολιτικά κινήματα υπήρξαν πάντοτε κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου δημιουργικού ρεύματος (καλλιτεχνικού, επιστημονικού, φιλοσοφικού κλπ), τότε η πρωτόγνωρη στειρότητα και απάθεια, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο διά της ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της εγκαθίδρυσης μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό φυσικά σημαίνει, ότι το σύγχρονο φαντασιακό της εργασιομανίας, του καταναλωτισμού –υλικών αγαθών και διασκεδάσεων- και των πάσης φύσεως lifestyles, οφείλει να αντικατασταθεί από ένα φαντασιακό, που θα αναγνωρίζει και θα υπερασπίζεται τη δημιουργική και συνάμα θνητή φύση του ανθρώπου. Πράγμα, που με τη σειρά του σημαίνει, πως οι θεσμοί και η ιδεολογία της ολιγαρχίας πρέπει να καταστραφούν. Μια αυτόνομη και δημιουργική κοινωνία είναι μια κοινωνία, η οποία κυβερνά η ίδια τον εαυτό της, μια κοινωνία συνεπώς δίχως κράτος, δίχως κόμματα και αντιπροσώπευση, δίχως ιεραρχία και γραφειοκρατίες· μια κοινωνία, που αναγνωρίζει την ισότητα όλων και η οποία παραδέχεται μόνο την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων διακυβέρνησης. Μόνο μέσα σε μια τέτοια κοινωνία είναι δυνατή η απελευθέρωση της δημιουργικότητας των ανθρώπων, ουσιώδες κομμάτι της οποίας είναι και η επανανοηματοδότηση του θεσμού της εργασίας, μακριά από το δηλητήριο του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού.


__________________________________

[1] “Ας αναρωτηθούμε τι είναι στην πραγματικότητα η φοιτητική ελευθερία. Τα πανεπιστήμια δίνουν την δυνατότητα στους νέους για αρκετά χρόνια να βρίσκονται έξω από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τις υποχρεώσεις, να είναι δηλαδή αληθινά ελεύθεροι. Αν οι φοιτητές καταστρέψουν τα πανεπιστήμια, τότε καμιά ελευθερία αυτού του είδους δεν θα υπάρχει πλέον· και κατά συνέπεια ούτε εξεγέρσεις εναντίον της κοινωνίας θα υπάρχουν.” Hanna Arendt, Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση, εκδ. Έρασμος, σελ.17.

[2] Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα. Για τον Λένιν η καπιταλιστική τεχνολογία αποτελεί «θαυμάσιο υπόδειγμα τεχνικής προόδου κατά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» (Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986, τ. 28. σελ. 134).

[3] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στη Hannah Arendt.

[4] Ορίζοντας της ανάγκες αυτές ως ζωικές, δεν επιθυμούμε να υπονοήσουμε κανένα χωρισμό σώματος-ψυχής από αυτούς που είναι συνήθεις στη θεολογία, αλλά και στη φιλοσοφία. Αναφερόμαστε απλά στην καθαρά εργαλειακή-μη δημιουργική διάσταση του ανθρώπου. «Η κυριότερη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι η φαντασία. Γι’αυτό η σεξουαλικότητά μας δε μπορεί να είναι πραγματικά φυσική , δηλαδή τυφλή», θα γράψει ο Albert Camus (Σημειωματάρια, εκδ. Εξάντας, σ. 207).

[5] Μπορούμε να αναρωτηθούμε τί θα ήταν η ανθρώπινη ιστορία αν ο άνθρωπος ήξερε μόνο να παράγει και να καταναλώνει. Προφανώς δε θα υπήρχε κανένα πολιτιστικό δημιούργημα, δε θα υπήρχε ανθρώπινη ιστορία.

[6] Ασφαλώς καμία δημιουργικότητα δε μπορεί να διαφανεί όταν το Κόμμα, το ιερατείο κλπ μας λένε τι πρέπει να πιστεύουμε ή να επιθυμούμε και τι όχι. Το εργατικό κίνημα υπήρξε ένα μέρος της ανθρώπινης ιστορίας που έφερε στο φως αυτή την αναβλύζουσα δημιουργικότητα του ανθρώπινου φαντασιακού. Ώσπου εμφανίστηκε η μαρξιστική ορθοδοξία και το Κόμμα για να την καταπνίξουν, συχνά όχι αναίμακτα.

[7] Οι άνθρωποι γίνονται αναλώσιμοι στο όνομα υπερβατικών οντοτήτων όπως η Τάξη, το Κόμμα και η Ιστορία.

[8][ Το γεγονός, πως η επανάσταση του Μαΐου τελικά απέτυχε, δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω. Αυτό, που μετράει, είναι το πνεύμα και οι ιδέες, που εξέφρασε. Θα έπρεπε να θεωρείται προφανές, πως αυτό το πνεύμα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα σημερινά αιτήματα. Παραθέτουμε ενδεικτικά τα λεγόμενα του Maurice Brinton, ενός από τους επαναστάστες, που συμμετείχαν στα γεγονότα του Μαΐου:
«Οι “προοδευτικοί” πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι κομμουνιστές και ένας αριθμός φοιτητών εντοπίζουν την κύρια αιτία της φοιτητικής “κρίσης” στην οπισθοδρομικότητα του πανεπιστημίου σε σχέση με τις τρέχουσες ανάγκες της κοινωνίας, στην ποσοτική ανεπάρκεια των προβλεπομένων μαθημάτων, στις ημι-φεουδαρχικές συμπεριφορές κάποιων καθηγητών και στη γενική ανεπάρκεια εργασιακών ευκαιριών. Βλέπουν το πανεπιστήμιο ως απροσάρμοστο στον σύγχρονο κόσμο. Το γιατρικό γι’ αυτούς είναι η προσαρμογή: μια εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, που θα ξαράχνιαζε το πανεπιστήμιο, θα εξασφάλιζε περισσότερους καθηγητές, καλύτερα αμφιθέατρα, έναν μεγαλύτερο προϋπολογισμό για την παιδεία, ίσως μια περισσότερο φιλελεύθερη συμπεριφορά στην πανεπιστημιούπολη και σαν επιστέγασμα όλων αυτών, μια σίγουρη δουλειά. Οι επαναστάτες […] βλέπουν αυτή τη φροντίδα για την προσαρμογή του πανεπιστημίου στη σύγχρονη κοινωνία ως ένα είδος υπεκφυγής, αφού αυτοί απορρίπτουν αυτή την ίδια τη σύγχρονη κοινωνία» (Μ. Μπρίντον-Γ. Καρύτσας, Γαλλικός Μάης ’68: η ελευθεριακή ρωγμή, εκδ. Άρδην,1995, σ. 13).

[9] Οι αστυνόμοι οργαί, για τις οποίες μιλούσε ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη (στ. 355-356).

[10] Σημειώνουμε παρενθετικά, ότι ενώ όλους τους πειράζουν οι αναρχικοί, το ΚΚΕ δε φαίνεται να ενοχλεί κανέναν: σαφές δείγμα της αριστερής ιδεολογικής δικτατορίας, που επικρατεί στην Ελλάδα.

[11] Ειδικότερα τους τελευταίους μήνες η αστυνομική αυθαιρεσία οργιάζει. Από την εποχή του Βουλγαράκη έχει σημειωθεί σωρεία απροκάλυπτων παραβιάσεων των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων: απαγωγές και βασανισμοί πακιστανών μεταναστών, τηλεφωνικές υποκλοπές, ξυλοδαρμοί διαδηλωτών, χρήση απαγορευμένων μέσων βίας (χημικά, σιδηρογροθιές, χτυπήματα με τη λαβή των γκλομπ κλπ). Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται από τον άξιο διάδοχο Β. Πολύδωρα, ο οποίος, όχι μόνο συγκαλύπτει μεθοδευμένα συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά ενθαρρύνει την αυθαιρεσία με κάθε τρόπο (βλ. τις γελοιότητες περί «πραιτόρων» κλπ).

[12] Το ποσό ανεβαίνει ακόμα περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και τα έσοδα, που χάνει το κράτος κάθε χρόνο, λόγω της μη φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας: για την τελευταία διετία αυτά τα έσοδα ανήλθαν στα 850 εκατομμύρια Ευρώ. Υπενθυμίζουμε επί τη ευκαιρία, ότι έχουμε δημοσίως ζητήσει, ως ομάδα, την άμεση κατάργηση της εκκλησιαστικής ατέλειας και την συνακόλουθη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας (στο άρθρο μας "Για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας", που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, 28/3/2006, σ. 5).

No comments: