Sunday, 21 January 2007

Σχετικά με τις ταραχές στη Γαλλία: μύθοι και πραγματικότητα

[Προκήρυξη που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2005 και μοιράστηκε στο Πολυτεχνείο κατά το τριήμερο των επετειακών εκδηλώσεων]

Η τωρινή κατάσταση στη Γαλλία έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος, όχι μόνο πολιτικών χώρων, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα σε μια απόδοση πολιτικού χαρακτήρα στις ταραχές που εκδηλώνονται εδώ και δύο εβδομάδες στα προάστια του Παρισιού και των υπόλοιπων επαρχιακών πόλεων της Γαλλίας: βλέπει κανείς, όχι μόνο τις τοποθετήσεις πολιτικών ομάδων της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου, αλλά και τις αναλύσεις γενικότερα, δημοσιογράφων, επαγγελματιών πολιτικών κλπ, να συμφωνούν στο ότι η στάση των «εξεγερμένων» εκφράζει μια υπόρρητη αν όχι επαναστατική (αναρχικοί και αριστεροί) τουλάχιστον γενικότερα πολιτική (Μ.Μ.Ε, πολιτικοί κλπ) άποψη. Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν αυτή η ερμηνεία αληθεύει, χρειάζεται να σταθούμε σε μερικά βασικά χαρακτηριστικά των εν λόγω γεγονότων. Κατ’αρχάς στο ξέσπασμα τυφλής βίας (γενικευμένοι εμπρησμοί, επιθέσεις σε πολίτες, βανδαλισμοί δημόσιων- κοινωνικών αγαθών, όπως σχολεία, παιδικοί σταθμοί, βιβλιοθήκες, λεωφορεία κλπ): το ότι η βία αυτή, η οποία έχει αναχθεί σε αυτοσκοπό, δεν κατευθύνεται ενάντια σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό ή οικονομικό θεσμό –ούτε και ενάντια στο σύστημα συνολικά, αλλά ενάντια στην κοινωνία την ίδια (βλ. π.χ. τους βανδαλισμούς δημόσιας-κοινωνικής περιουσίας)- δείχνει τον ξεκάθαρα απολίτικο χαρακτήρα των γεγονότων. Αυτό άλλωστε είναι και το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των ταραχών: όχι μόνο δεν θέτουν συνειδητά και ρητά υπό αμφισβήτηση τη σύγχρονη κοινωνική θέσμιση, αλλά δεν έχουν καν εκφράσει το οποιοδήποτε μεμονωμένο πολιτικό ή οικονομικό αίτημα. Οι ταραξίες, κρυμμένοι στο σκοτάδι της νύχτας, δεν έχουν επιδιώξει με κανέναν τρόπο ούτε καν να πουν στην κοινωνία «ποιοι είναι» και γιατί κάνουν αυτά που κάνουν. Λαμβάνοντας υπόψιν τα χαρακτηριστικά αυτά των γεγονότων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κάποιον υποτιθέμενο πολιτικό τους χαρακτήρα. Και υπό την έννοια αυτή η σύγκριση τους και μόνο με τις μεγάλες επαναστατικές στιγμές του γαλλικού παρελθόντος (Γαλλική Επανάσταση, Κομμούνα του Παρισιού, Μάης του ’68) είναι όχι απλά εντελώς άστοχη, αλλά και αποτελεί ύβριν σε βάρος της δημοκρατικής επαναστατικής παράδοσης της Δύσης. Κι αυτό διότι, με βάση αυτή την παράδοση επανάσταση/πολιτική δε σημαίνει φωτιές, οδοφράγματα, σφαγές και καταστροφές, αλλά αντιθέτως σημαίνει συνειδητή και διαρκής αυτοθέσμιση της κοινωνίας· δημιουργία δηλαδή αυτόνομων και δημοκρατικών οργάνων εξουσίας (συμβούλια, σοβιέτ κλπ), με σκοπό την αυτοκυβέρνηση της κοινωνίας. Βάσει αυτής της οπτικής όμως ο Μάης του ’68 –καθώς με αυτόν παρομοιάστηκαν τις περισσότερες φορές οι ταραχές- δεν θα πρέπει να συνδέεται τόσο με την περίφημη Νύχτα των οδοφραγμάτων, όσο με τις δημοκρατικές συνελεύσεις στη Σορβόννη και γενικότερα με τη διείσδυση της πολιτικής σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, μέσω των οποίων εκφράστηκε η συνολική αμφισβήτηση της σύγχρονής του κοινωνίας και η επιθυμία δημιουργίας μιας νέας.

To γεγονός όμως ότι τόσο εξόφθαλμα μη-πολιτικά γεγονότα εκλαμβάνονται ως πολιτικά είναι ενδεικτικό των ιδεολογικών σχημάτων βάσει των οποίων συνήθως ερμηνεύονται παρόμοια κοινωνικά φαινόμενα: εννοούμε την υπόρρητη μεταφυσική της εξέγερσης που αποτελεί βασικό στοιχείο, τόσο της μαρξιστικής, όσο και της αναρχικής θεώρησης των πραγμάτων. Η μεταφυσική αυτή συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται κάθε κοινωνική αναταραχή –αδιαφορώντας για το περιεχόμενο και τους διακηρυγμένους στόχους της- ως δυνάμει επαναστατική. Υπό το σκεπτικό αυτό όμως, το βάρος πέφτει όχι στην ανάγκη δημιουργίας νέων θεσμών, αλλά στη χρήση βίας, ως μέσου ανατροπής της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης: όπως λέει κι ο Μαρξ άλλωστε, «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σχεδόν αυτόματα σε μια φετιχοποίηση της βίας, πράγμα το οποίο εξορισμού μας βγάζει εκτός της πολιτικής σφαίρας. Και όχι απλά μας βγάζει από την πολιτική σφαίρα –η οποία είναι ο χώρος του ατέρμονου διαλόγου και της δημοκρατικής συζήτησης σχετικά με το ζήτημα του νόμου (των θεσμών) και της εξουσίας,- αλλά ακόμα περισσότερο είναι έκφραση τάσεων κυριαρχίας, ως προσπάθεια επιβολής του δίκαιου του ισχυρότερου: η επιβολή ενός καθεστώτος χαοτικής βίας, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα διαφορετικής άποψης, οδηγεί στην απόλυτη κυριαρχία και σε καμία περίπτωση στην ισότητα και στην ελευθερία.

Εν προκειμένω, στη Γαλλία, οι κυριαρχικές αυτές τάσεις διαφαίνονται, όχι μόνο από το ότι οι ταραξίες δεν έχουν προσπαθήσει να αιτιολογήσουν τη στάση τους, αλλά και από το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι μέλη συμμοριών, οι οποίες, με τη χρήση βίας, επιβεβαιώνουν κι επιβάλλουν την κυριαρχία τους στα προάστια και στις συνοικίες. Εκτός των άλλων, οι πράξεις των ταραξιών δίνουν και την καλύτερη αφορμή στο κράτος και στους συντηρητικούς (Σαρκοζί, Λεπέν κλπ) να αυξήσουν τα μέτρα καταστολής, πράγμα που φαίνεται να επιδοκιμάζει και η ίδια η κοινωνία. Από την πλευρά μας, ως πολιτική ομάδα, δεν ενδιαφερόμαστε να πάρουμε θέση απέναντι στα γεγονότα, λαμβάνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης: για εμάς είναι καταδικαστέες και οι δύο, καθώς καταφεύγουν στη βία και στην κυριαρχία, προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους (οι μεν με τις ταραχές, οι δε με την αστυνομία και την καταστολή) και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των πιθανών προβλημάτων. Αυτό που αντιθέτως όμως μας ενδιαφέρει, είναι η προσπάθεια κατανόησης και διαύγασης των αιτίων που οδηγούν στην παρούσα κατάσταση, ούτως ώστε να εξάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, υπό το επαναστατικό/πολιτικό πρίσμα.

Αν δούμε λοιπόν τα πράγματα υπό μια ψυχαναλυτική οπτική, βλέπουμε πως μια κοινωνία, ως προϊόν του εκκοινωνισμού των ατόμων (δηλαδή των ατομικών ψυχών), συνίσταται στον περιορισμό των πρωταρχικά ηδονιστικών τάσεων παντοδυναμίας υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται, μέσω της προσφοράς σε αυτά κάποιου νοήματος. Μέσω της προσφοράς νοήματος στην ψυχή, η κοινωνία της επιβάλλει τις αρχές της, περιορίζοντας έτσι την ηδονιστική παντοδυναμία της: έχουμε δηλαδή την επιβολή της αρχής της πραγματικότητας επί της αρχής της ηδονής. Αυτό ακριβώς είναι ο εκκοινωνισμός. Για να είναι όμως επιτυχημένη αυτή η κοινωνικοποίηση, πρέπει να προσφέρεται στην ψυχή ένα νόημα συνεκτικό και μεστό σημασιών, ούτως ώστε να ικανοποιήσει την πρωταρχική επιθυμία της ψυχής για ηδονή. Το νόημα που προσφέρει η κοινωνία στην ψυχή, ως προϊόν της φαντασιακής της δημιουργίας και το οποίο εκφράζεται από τους νόμους και τους θεσμούς της πρέπει απαραιτήτως να δίνει κάποιες στέρεες απαντήσεις σε θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα: Τι είμαστε; Ποιος ο λόγος ύπαρξής μας; Τί είναι ο θάνατος; Όταν η βασική αυτή προϋπόθεση δεν πληρείται, η θέσμιση της κοινωνίας υπονομεύεται, καθώς τα άτομα, μην αντλώντας από αυτήν καμιά ψυχική ασφάλεια και ικανοποίηση, στρέφονται στην πρωταρχική ψυχική τους κατάσταση, αναζητώντας πλέον ικανοποίηση, όχι στο νόημα, αλλά στην ηδονή. Έτσι, έννοιες όπως αυτές του καθήκοντος ή του νόμου, οι οποίες ακριβώς συνίστανται στον περιορισμό της αρχής της ηδονής, παύουν να τηρούνται και να γίνονται σεβαστές. Οδηγούμαστε όμως με αυτόν τον τρόπο σε μια κατάσταση ανομίας, όπου ο καθένας –στο μέτρο του δυνατού- κάνει ό,τι θέλει, μη λαμβάνοντας υπόψη του κανέναν περιορισμό.

Μια τέτοια κατάσταση ανομίας βλέπουμε να εκφράζεται μέσω των ταραχών στη Γαλλία: μια κοινωνική μερίδα, η οποία, όπως προείπαμε, δεν έχει καθόλου ενδιαφερθεί να γνωστοποιήσει στην υπόλοιπη κοινωνία τους σκοπούς και τις θέσεις της, καταφεύγει στη βία, προσπαθώντας να επιβάλει με το «έτσι θέλω» στην κοινωνία τις επιθυμίες της. Η κατάσταση αυτή εκφράζει την κρίση εκκοινωνισμού που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, των οποίων η θέσμιση φαίνεται να μη μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη νοηματικής πλήρωσης των μελών τους: από τη στιγμή που η κοινωνία δεν μπορεί να απαντήσει με πειστικό τρόπο στα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα των μελών της, αυτά αυτοδικαιοδοτούνται να αναζητήσουν από μόνα τους ένα λόγο ύπαρξης, καταφεύγοντας με τον τρόπο αυτό σε συμπεριφορές ανάλογες με αυτή των γάλλων ταραχοποιών. Συνεπώς, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στη Γαλλία είναι η απεγνωσμένη κατάσταση μιας κοινωνίας που δεν ξέρει τι κάνει και πού βαδίζει: υπό αυτή την έννοια γίνεται απόλυτα κατανοητή και η στάση του μεγαλύτερου κομματιού της κοινής γνώμης, όχι τόσο της γαλλικής, αλλά κυρίως αυτής των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η οποία, υπό την κάλυψη της «κατανόησης» φαίνεται να επικροτεί ξεκάθαρα τη στάση των ταραξιών. Να ξεκαθαρίσουμε βέβαια, στο σημείο αυτό, πως όταν κάνουμε λόγο για την κρίση εκκοινωνισμού και νοήματος που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, δεν υπονοούμε σε καμιά περίπτωση πως αυτές είναι δείγματα ωρίμανσης κάποιων υποτιθέμενων «επαναστατικών συνθηκών».

Και κάτι τελευταίο: πολλοί έχουν αναφερθεί στις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των γαλλικών προαστίων –ιδιαιτέρως στο Παρίσι- προκειμένου να δικαιολογήσουν τη στάση των ταραξιών, ως αντίδραση στις συνθήκες αυτές. Η εκτίμηση αυτή όμως, παρ’ ότι μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αληθεύει –κανείς άλλωστε δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του κοινωνικού αποκλεισμού και του ρατσισμού- είναι επιφανειακή ως προς την ερμηνεία της ιδιαιτερότητας του φαινομένου (της ακραίας βίας, της ηθελημένης ανωνυμίας των πρωταγωνιστών κλπ). Κι αυτό διότι παραβλέπει το θεμελιώδες γεγονός πως, παρόλο που πολλές μειονότητες γνώρισαν στο παρελθόν συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, πολύ χειρότερες μάλιστα από αυτές των παρισινών γκέτο –χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μαύροι στην Αμερική- όχι μόνο δεν παρεκτράπηκαν σε ανάλογη καταστροφική μανία, αλλά ανέλαβαν δράση με σκοπό τη βελτίωση της θέσης τους και την εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων. Τίποτα από αυτά όμως δε φαίνεται να επιθυμούν οι Γάλλοι ταραξίες: αυτό που φαίνεται αντίθετα να επιθυμούν είναι η ικανοποίηση της εκδίκησης έναντι της κοινωνίας και του κράτους που τους καταπιέζουν.

No comments: