Sunday 21 January 2007

Για το πανεπιστήμιο

[Ιούνιος του 2006 Το τελευταίο κομμάτι του ("Για έναν εκδημοκρατισμό του παν/μίου") μοιράστηκε σε 600 αντίτυπα σε φοιτητική διαδήλωση]

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ύπαρξής του το Πανεπιστήμιο ως θεσμός βρίσκεται σε μεγάλη κρίση με την έννοια ότι δεν είναι ξεκάθαρος πλέον ο ρόλος που επιτελεί και το νόημα της ύπαρξής του. Το κύρος του Πανεπιστημίου ως θεσμού –τουλάχιστον όπως το ξέραμε έως σήμερα- μπορούμε με ευκολία να πούμε ότι έχει χαθεί. Αυτό βέβαια δεν έρχεται μόνο του αλλά είναι μάλλον προϊόν της γενικότερης πολιτισμικής κρίσης, της συνολικής αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού ο οποίος γέννησε το πανεπιστήμιο. Τις τελευταίες δεκαετίες η μόνη «πρόταση» που δείχνει να υπάρχει αλλά και η μόνη κατεύθυνση προ την οποία γίνονται μεταρρυθμίσεις, είναι αυτή της πλήρους υποταγής του Πανεπιστημίου στην οικονομία, της πλήρους υποταγής του στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Πρέπει εδώ να τονίσουμε πως η αριστερά στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της δεν κάνει αυτού του είδους την κριτική στις μεταρρυθμίσεις και την υπάρχουσα κατάσταση αλλά αντιθέτως μιλώντας για ενιαία εργασιακά δικαιώματα, καταρτισμένους επιστήμονες, «πτυχία ανεργίας» και λοιπά, δείχνει να μην ξεφεύγει καθόλου από αυτήν την λογική.

Η άποψη της ομάδας είναι πως το Πανεπιστήμιο παρότι θεσμός ολιγαρχικός (βλέπε παρακάτω), πρέπει να διαφυλαχθεί, καθότι ως ένα βαθμό προάγει την γνώση, την ανταλλαγή απόψεων και γενικότερα την δημιουργικότητα σε όλα τα πεδία της σκέψης (φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες κλπ.)
[1]. Μάλιστα θεωρούμε ότι οι όποιες μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να είναι προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των παραπάνω χαρακτηριστικών και της αποσύνδεσης του Πανεπιστημίου από τις ανάγκες της οικονομίας. Αντιθέτως τα μέτρα, που προτείνονται, στοχεύουν στην περαιτέρω υποταγή του πανεπιστημίου στην οικονομία και δεν εισάγουν κάτι το καινούργιο αλλά έρχονται απλά να επικυρώσουν μία κατάσταση που ήδη υπάρχει. Είναι ήδη γνωστό που πάνε τα περισσότερα χρήματα, που προσανατολίζεται η έρευνα, ποιος είναι ο ρόλος των πρακτικών και τεχνικών σχολών και πόσο εγκαταλελειμμένες είναι οι θεωρητικές σχολές και οι σχολές που παρέχουν «ανθρωπιστικές σπουδές». Σημασία για εμάς δεν έχει τόσο το να κάνουμε κριτική στα μέτρα αυτά καθαυτά αλλά στην γενικότερη λογική, αυτήν που ελάχιστες φωνές εγείρονται για να αμφισβητήσουν.


Η χυδαιότητα της Αριστεράς
Παραγωγικότητα, μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αυτό είναι το κυριότερο ταξικό σας καθήκον
Μ. Τορέζ
(Γ.Γ. του Κ.Κ.Γαλλίας, απευθυνόμενος στους μεταλλωρύχους του Βουαζιέ το 1945)

Απέναντι σ’αυτή την κατάσταση η κριτική που διατυπώθηκε και διατυπώνεται αναφορικά με το Πανεπιστήμιο από τους αριστερούς σχεδόν όλων των αποχρώσεων βρίσκεται εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε κριτική του καπιταλισμού από τη μαρξιστική πλευρά δεν είναι ουσιαστική κριτική, αλλά κριτική σε επιμέρους σημεία. Το κοινό φαντασιακό του μαρξισμού και του καπιταλισμού, που ξεκινά από τη δυτική Ευρώπη την περίοδο του Διαφωτισμού, στοχεύει στην επιβολή της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και κεντρικά του σημεία αποτελούν η απεριορίστη πρόοδος και ανάπτυξη. Το όραμα του καπιταλισμού και του μαρξισμού για το ανθρώπινο όν είναι κοινό. Προσπαθούν να καθυποτάξουν όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στην κυριαρχία του οικονομικού στοιχείου. Όλοι οι οικονομολόγοι, μαρξιστές και καπιταλιστές έχουν υποκληθεί στην μαρξιστική θεωρία της βάσης και του εποικοδομήματος. Η θεωρία αυτή θέλει να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως ένα συνολιστικό-ταυτιστικό αυτόματο που κινείται αποκλειστικά από τα οικονομικά του κίνητρα. Ο διακαής πόθος του καπιταλισμού, η κατασκευή του φαντάσματος του homo economicus βρίσκει την πραγμάτωσή του στην μαρξιστική θεωρία. Ας μην ξεχνάμε ότι η βασική οντολογία του μαρξισμού, η οντολογία των τάξεων, υποστηρίζει ότι η ουσία των ανθρώπων, το τί είναι στην ουσία του ο κάθε άνθρωπος, καθορίζεται από τη θέση που έχει στη διαδικασία παραγωγής, δηλαδή τη θέση του στην οικονομική διαδικασία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μαρξισμός δε θέλησε να αρθρώσει κριτική απέναντι στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής καθαυτή, αλλά ως επί το πλείστον στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι δε θέλησε να ασκήσει κριτική στις δομές που υποβαστάζουν την καπιταλιστική παραγωγή εν γένει και κυρίως δε θέλησε να αγγίξει τη διάκριση διευθυντών-εκτελεστών που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό/μαρξιστικό φαντασιακό ως κεντρική σημασία του απ’ άκρη σ’ άκρη[2].

Θέλουμε να πιστεύουμε όμως – και μιά ματιά στην ανθρώπινη ιστορία μας επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος είναι , μπορεί να είναι, κάτι πολύ παραπάνω από ένα «ζώο του μόχθου»[3], ένα όν που αφιερώνεται ολοκληρωτικά στις ζωικές του ανάγκες[4]. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα που τεκμηριώνουν την επιθυμία των ανθρώπων να είναι κάτι παραπάνω από αυτό που προορίζει γι’αυτούς ο μαρξισμός/καπιταλισμός. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί οι διαδικασίες του μόχθου δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους, ένα σημάδι ότι κάτι υπήρξε[5]· κυρίως συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι είναι de facto όντα δημιουργικά σε όλα τα πεδία (στην πολιτική, στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στην τέχνη, αλλά και ποικιλοτρόπως στο πεδίο της καθημερινής ζωής). Η δημιουργικότητά τους αυτή εκφράστηκε στο παρελθόν στην σφαίρα της πολιτικής και έγινε επαναστατικό πρόταγμα που ήθελε να αντικαταστήσει την υπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας με μία άλλη, η οποία αποτελούσε φαντασιακή δημιουργία των ανθρώπων που ανήκαν στα επαναστατικά κινήματα[6].

Σε αυτή τη δημιουργικότητα αναγνώρισε ο Στάλιν το μεγαλύτερο εχθρό του. Γιατί αυτή η δημιουργικότητα λέει, μπορεί να πει, ότι η κοινωνία που ζούμε μπορεί να μη μας αρέσει και ότι μπορεί να υπάρξει και μία άλλη, διαφορετική κοινωνία, τέτοια που εμείς επιθυμούμε. Αυτή τη δημιουργικότητα, τη δυνατότητα της δημιουργίας εν γένει, πολέμησε ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός, με τις δολοφονιές εκατομμυρίων ανθρώπων και τους εγκλεισμούς στα γκουλάγκ. Το γεγονός ότι ο μαρξισμός υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι καθορισμένος από την τάξη στην οποία ανήκει, είναι καταδικασμένος να είναι κάτι και ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι και αυτή καθορισμένη και δε μπορούμε με βάση την ελεύθερη βούλησή μας και τη δημιουργικότητά μας να αλλάξουμε την πορεία της, αποτελούν δύο αναπόσπαστα μέρη της μαρξιστικής ιδεολογίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ολοκληρωτικά. Γιατί καταργούν κάθε έννοια ανθρώπινης ελευθερίας και γιατί δίνουν πάτημα στα σταλινικά εγκλήματα
[7].

Αυτή την οντολογία της ανθρώπινης φύσης υποστηρίζουν και οι αριστεροί μηρυκάζοντας ανενδοίαστα ότι θέλουν εργασιακά δικαιώματα και ότι θέλουν «δουλειές και όχι βόμβες». Αυτά τα επιτυχή κατασκευάσματα του καπιταλισμού/μαρξισμού εκπροσωπούν την πλήρη απαξίωση του ανθρώπινου είδους αντιπροσωπεύοντας διά της ύπαρξής τους την απαίτηση να γίνουμε όλοι κάποια εργαζόμενα ρομπότ που κινούνται με το καύσιμο των «αναγκών» τους. Αυτό είναι που πολεμάμε από τη μεριά μας λέγοντας ότι πολεμάμε τον καπιταλισμό. Αυτή την ανθρώπινη απαξίωση. Αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα του καπιταλισμού: ο περιορισμός των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην κενότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Και αυτό το καπιταλιστικό πρόταγμα, το οποίο ασπάζονται οι δυτικές κοινωνίες στο σύνολό τους, εκπροσωπούν οι αριστεριστές προτάσσοντας ταυτόχρονα την αποσύνδεση του Πανεπιστημίου από την αγορά. Αν δεν μπορούν να συλλογιστούν την αντίφαση στα λεγόμενά τους, αντίφαση αναγνωρίσιμη από ένα μαθητή δημοτικού, πρέπει να τους αποδώσουμε το ακαταλόγιστο. Εκτός αν η αγορά είναι κακή επειδή σχετίζεται με τον καπιταλισμό και το φιλελευθερισμό, ενώ θα ήταν καλή αν το Κόμμα κατείχε τα μέσα παραγωγής. Μάλλον πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον καπιταλισμό και στο μαρξισμό, που στον κοινό τους αγώνα κατάφεραν να δημιουργήσουν τον ανθρωπολογικό τύπο του αριστερού φοιτητοπατέρα.

Η απάθεια των φοιτητών
Αν όμως τα ΕΑΑΚ καπέλωσαν τελικά τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, αυτό έγινε, διότι μπόρεσαν να τις καπελώσουν. Το ότι μπόρεσαν να τις καπελώσουν σημαίνει, ότι τους επετράπη να τις καπελώσουν. Δεδομένου, ότι δεν επιβλήθηκαν με τη βία στους φοιτητές, αυτή η διαπίστωση σημαίνει, πως οι ίδιοι οι φοιτητές παραιτήθηκαν από τη (αυτό)διεύθυνση των κινητοποιήσεών τους και παραχώρησαν σιωπηρά ολόκληρη την εξουσία στις αριστεριστικές οργανώσεις. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει περίτρανα την απάθεια, που κυριαρχεί στις μέρες μας. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση, πως, ενώ τόσο στις συνελεύσεις και στις καταλήψεις, όσο και στις διαδηλώσεις, συμμετείχε τόσος κόσμος, καθ’ όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων δεν εμφανίστηκε ούτε μία καινούργια πολιτική ιδέα. Αντιθέτως κυριάρχησε η ξύλινη γλώσσα, η κοινοτοπία και η μετριότητα. Αυτό φυσικά συνέβη, διότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις δεν είχαν την παραμικρή –έστω και την πιο δυσδιάκριτη- σχέση με την πολιτική. Ήταν απλώς άλλος ένας κύκλος lifestyle εκδηλώσεων, μερικές από τις πολλές, που διοργανώνει καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γεμίσει το κενό νοήματος, που τον περιζώνει. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, πως οι καταληψίες φοιτητές πέρναγαν τον καιρό τους διοργανώνοντας parties και συναυλίες και βλέποντας το Μουντιάλ στην τηλεόραση; Ή μήπως έχει κανείς την άποψη, πως τα parties και το ποδόσφαιρο είναι θεσμοί πολιτικοί;

Πρέπει κάποτε ν’ αφήσουμε τις αυταπάτες μας και να δούμε τα πράγματα, όπως είναι στην πραγματικότητα. Το γεγονός, πως κάποια κοινωνική ομάδα κατεβαίνει στο δρόμο και κάνει καταλήψεις ή απεργίες, δε σημαίνει πια σε καμία περίπτωση, πως αυτομάτως η εν λόγω ομάδα έχει κάποια σχέση με την πολιτική. Τα συντεχνιακά συμφέροντα και το lifestyle έχουν εισχωρήσει πλέον παντού. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αστεία η συνήθεια μερικών, όχι μόνο να συγκρίνουν, αλλά και να παρομοιάζουν, τις πρόσφατες κινητοποιήσεις με τον γαλλικό Μάιο του ’68: τότε είχαμε επανάσταση, είχαμε δηλαδή την κοινωνία να κατεβαίνει στον δρόμο, να δημιουργεί τα δικά της όργανα εξουσίας και να ζητά να θεσμισθεί με έναν αυτόνομο και δημοκρατικό τρόπο
[8][1]· τώρα έχουμε κάποιους νέους, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν τι άλλο να κάνουν στη βαρετή ζωή τους, νόμισαν πως οι καταλήψεις και οι πορείες είναι ένας καλός τρόπος να περάσουν τον καιρό τους. Έτερον εκάτερον.

Αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι όμως, που επέτρεψε στις ντουντούκες και στην ξύλινη γλώσσα –και σκέψη- του αριστερισμού να βγουν στο προσκήνιο και να αναλάβουν την καθοδήγηση. Ανέκαθεν, ιστορικά, οι παράγοντες και οι καθοδηγητές βγαίνουν στη δημόσια σφαίρα και παίρνουν την εξουσία στις περιόδους, κατά τις οποίες οι μάζες έχουν αποχωρήσει από το προσκήνιο. Σε συνθήκες πραγματικής πολιτικής ενεργοποίησης της κοινωνίας, σε συνθήκες δηλαδή δημιουργικής έκρηξης και ποιητικού οίστρου
[9][2] της θεσμίζουσας δραστηριότητας της ανθρωπότητας, οι παράγοντες, οι καθοδηγητές και οι φωτισμένοι ηγέτες όλων των αποχρώσεων (χριστιανοί, φιλελεύθεροι, αριστεροί και αναρχοπατέρες) καταλήγουν στους περίφημους «σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας». Κι αυτό φυσικά όχι επειδή διώκονται ή επειδή εκτελούνται, αλλά πολύ απλά επειδή μπροστά στη δημιουργική ορμή και στον οργασμό των μαζών, μπροστά στο πάθος μιας κοινωνίας, που παίρνει την τύχη της στα χέρια της, αντιλαμβάνονται, ότι δεν έχουν θέση και ότι το κλίμα δεν τους σηκώνει. Δυστυχώς τίποτα τέτοιο δεν συνέβη τους τελευταίους μήνες.

Σχετικά με το άσυλο
Το πανεπιστημιακό άσυλο θεσμίστηκε, για να προστατεύσει και να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία και γενικότερα την ελευθερία διακίνησης των ιδεών. Στις μέρες μας δεν γεννιούνται νέες ιδέες, καθώς οι άνθρωποι δεν ασχολούνται πια ούτε με την πολιτική, ούτε με τη σκέψη γενικότερα. Ως εκ τούτου είναι επόμενο, ότι ο θεσμός του ασύλου διάγει φάση αποσύνθεσης. Κανένας δε νιώθει την ανάγκη να τον υπερασπιστεί, αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται για αυτό, που αυτός οφείλει να προστατεύει. Έτσι, πολύ πριν τεθεί από το κράτος ζήτημα περιορισμού του (με το πρόσφατο νομοσχέδιο), το άσυλο έχει περιπέσει σε ένα καθεστώς διαρκούς καταπάτησης: από τη μια πλευρά οι αναρχικοί, οι οποίοι το εκμεταλλεύονται, όταν κάνουν επεισόδια, προκειμένου να μην τους πιάνουν τα ΜΑΤ και από την άλλη το αμετανόητα σταλινικό και αιματοβαμμένο ΚΚΕ, του οποίου οι δυνάμεις κρούσης (ή αλλιώς ΚΝΑΤ) καταλαμβάνουν –κυριολεκτικά- τον χώρο του Πολυτεχνείου, κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των τριήμερων εκδηλώσεων για την 17η Νοεμβρίου. Μαζί με αυτά πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και τις κομματικές νεολαίες –ειδικά αυτές των δύο μεγάλων κομμάτων-, οι οποίες κάθε χρόνο, κατά την περίοδο των φοιτητικών εκλογών, διοργανώνουν εκδηλώσεις, οι οποίες παρακωλύουν την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μαθημάτων.

Προτού λοιπόν σπεύσουν οι φοιτητές να παραπονεθούν για τον «κυβερνητικό αυταρχισμό» (ξύλινη γλώσσα), θα ήταν καλύτερο να φροντίσουν πρώτα τα του οίκου τους, ούτως ώστε να μην δίνουν δικαιώματα, ούτε στην –εκάστοτε- κυβέρνηση, αλλά ούτε και στους διάφορους τηλεοπτικούς εισαγγελείς (τα τραγκοειδή), να πιέζουν για τον περιορισμό του ασύλου. Διότι το γνωστό επιχείρημα «καλό το άσυλο, αλλά τι γίνεται, όταν τα σπάνε οι αναρχικοί;»
[10][3], δε θα είχε κανένα έρεισμα και καμία δόση αλήθειας, αν οι ίδιοι οι φοιτητές αναλάμβαναν την περιφρούρηση των ιδρυμάτων τους. Αυτό μπορεί πολύ εύκολα να γίνει –και με δημοκρατικό μάλιστα τρόπο- μέσω της σύστασης πολιτοφυλακών, από φοιτητές και καθηγητές, οι οποίες θα αναλάμβαναν τη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων. Η σύσταση τέτοιων πολιτοφυλακών είναι ο μόνος δημοκρατικός και πολιτικός τρόπος ρύθμισης του ζητήματος του ασύλου: η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα προστατεύει τον εαυτό της.

Δεν είναι προφανώς περίεργο, το γεγονός πως κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να υιοθετήσει μια τέτοια λύση. Η απάθεια, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, καθιστά αδύνατη κάθε πολιτική λύση. Καθόσον όμως οι ίδιοι οι φοιτητές αδιαφορούν για την προστασία των ίδιων τους των θεσμών –εν προκειμένω του ασύλου-, αυτό θα παραμένει έρμαιο στα χέρια του κράτους και των τραμπούκων ή, με άλλη διατύπωση, στα χέρια των ΜΑΤ
[11] και των ΚΝΑΤ.


Για έναν εκδημοκρατισμό του πανεπιστημίου
Το πανεπιστήμιο δημιουργείται στις πόλεις του Μεσαίωνα, κατά τον 13ο αιώνα. Είναι η συντεχνία αυτών, που επιθυμούν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες (universitas magistrorum et studiorum). Το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός, ο οποίος γεννήθηκε με σκοπό να προαγάγει τη σκέψη και τη γνώση και όχι με σκοπό να προετοιμάζει τους μελλοντικούς υπαλλήλους και εργαζόμενους. Ευθύς εξαρχής υπήρξε ένας θεσμός αποκομμένος από πρακτικά και λειτουργικά καθήκοντα. Η ενασχόληση με τη σκέψη και τη γνώση γινόταν χάριν του έρωτα γι’ αυτές κι όχι χάριν της εξυπηρέτησης κάποιων εξωτερικών προς αυτές σκοπών.

Όπως είπαμε εξαρχής, θεωρούμε, ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ολιγαρχικός, ο οποίος δε θα έπρεπε να υπάρχει σε μια δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία. Εξηγούμαστε: το πανεπιστήμιο είναι θεσμός ολιγαρχικός, λόγω του ιεραρχικού τρόπου, με τον οποίο είναι οργανωμένο. Διότι κατά τα άλλα, από τη στιγμή που είναι ένας θεσμός, που δημιουργήθηκε, με σκοπό την προαγωγή της γνώσης και της σκέψης, το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός ουσιωδώς και βαθιά δημοκρατικός. Το πρόβλημα είναι, πως αυτός ο σκοπός επιδιώχθηκε με μέσα και μορφές οργάνωσης, που προωθούν την αυθεντία, τη λατρεία της παράδοσης και το διαχωρισμό σε επαΐοντες-μη επαΐοντες και σε διευθύνοντες-εκτελεστές. Κάνοντας έναν πλασματικό διαχωρισμό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό, με το οποίο διαφωνούμε, δεν είναι το «περιεχόμενο» του πανεπιστημίου, αλλά η «μορφή» του. Επειδή όμως μορφή και περιεχόμενο στην πραγματικότητα δεν είναι διαχωρίσιμα, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι ο ολιγαρχικός τρόπος οργάνωσης του πανεπιστημίου, όχι μόνο επηρεάζει τελικά προς αρνητική κατεύθυνση τις αρχικές του επιδιώξεις, αλλά και εκφράζει τον μέχρις ενός βαθμού συντηρητικό και περιοριστικό τρόπο, με τον οποίο έγιναν αντιληπτές αυτές οι επιδιώξεις. Αυτή η διαπίστωση μας κάνει να πούμε, ότι μόνο η αντικατάσταση του παρόντος, ολιγαρχικού τρόπου οργάνωσης του πανεπιστημίου από ένα δημοκρατικό θεσμικό σύστημα θα επιτρέψει την πλήρη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του πνεύματος, που γέννησε το πανεπιστήμιο, δηλαδή του έρωτα για τη σκέψη και τη γνώση. Αυτή η αντικατάσταση όμως, δεν είναι απλώς προϊόν μιας μεταρρύθμισης, όσο ριζική κι αν είναι αυτή. Αντίθετα προϋποθέτει και συνεπάγεται –ή μαλλον, είναι μέρος ενός συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού (βλ. παρακάτω).

Στο βαθμό λοιπόν που παραμένουμε υπό συνθήκες καπιταλισμού και φιλελεύθερης ολιγαρχίας, στο βαθμό δηλαδή, που το πανεπιστήμιο συνεχίζει να υπάρχει, ως έχει, ως θεσμός αφιερωμένος στις πνευματικές δραστηριότητες (φιλοσοφία, επιστήμες, καλές τέχνες κλπ), πιστεύουμε, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η επιστροφή στο πρωταρχικό πνεύμα, που ζωογόνησε την δημιουργία του ως θεσμού. Το πανεπιστήμιο πρέπει να κόψει κάθε σχέση με την οικονομία και να διατρανώσει την ανεξαρτησία του από κάθε παράγοντα, που δεν είναι σχετικός με τη σκέψη και τη γνώση, με την πνευματική δημιουργία γενικότερα.

Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί η πλήρης και ολοκληρωτική αποσύνδεση των πανεπιστημιακών πτυχίων από την αγορά εργασίας. Τα πτυχία δεν πρέπει να έχουν κανένα αντίκρισμα, όσον αφορά στην επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Όποιος επιλέγει να πάει στο πανεπιστήμιο, το επιλέγει, διότι έχει αποφασίσει να αφιερωθεί στην πνευματική δημιουργία. Αν ενδιαφέρεται απλώς να βρει μια δουλειά, τότε δεν έχει κανένα λόγο να έρθει στο πανεπιστήμιο. Για τον λόγο αυτό το κράτος οφείλει να διαχωρίσει ρητά τις πανεπιστημιακές σχολές, που είναι καθαρά «θεωρητικές» και που ασχολούνται με την έρευνα και τη γνώση (Φιλοσοφία, Φυσικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Πολιτική Οικονομία, Καλές Τέχνες κλπ) από τις σχολές, που προετοιμάζουν τους φοιτητές για μια εφαρμοσμένη ειδικότητα (Πολυτεχνείο, λογιστικές και χρηματοοικονομικές σχολές, ΤΕΙ). Οι σχολές της πρώτης κατηγορίας θα συνιστούν το πανεπιστήμιο, ενώ οι σχολές της δεύτερης κατηγορίας θα περάσουν στην κατηγορία των «επαγγελματικών ή τεχνικών σχολών». Όπως στον Μεσαίωνα, όπου κάθε επάγγελμα είχε τη δική του συντεχνία. Είναι φυσικά αυτονόητο, ότι το κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί τις σχολές και των δύο τύπων, ούτως ώστε να παρέχει στον καθένα την ευκαιρία να ακολουθήσει τον δρόμο, που επιθυμεί, δίχως να εξαναγκάζεται από την οικονομική του κατάσταση.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιωχθεί ένας εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου, ούτως ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι ολιγαρχικές δομές του. Πρέπει να καταργηθεί κάθε ιεραρχική σχέση, τόσο στο θεσμικό, όσο και στο πνευματικό επίπεδο. Τα πόστα των πρυτάνεων και των κοσμητόρων θα αντικατασταθούν από κληρωτά και ανά πάσα στιγμή ανακλητά αξιώματα, τα οποία θα βρίσκονται υπό τον διαρκή έλεγχο της γενικής συνέλευσης της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητών και καθηγητών). Η γενική συνέλευση, η οποία θα λειτουργεί δημοκρατικά, θα είναι το όργανο, που θα λαμβάνει όλες τις αποφάσεις. Η εξουσία δε θα βρίσκεται στα χέρια των καθηγητών και των κομματικών γραφειοκρατιών των φοιτητών, αλλά στη γενική συνέλευση, η οποία θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για κάθε ζήτημα: από τα πρακτικά και διαδικαστικά, μέχρι τα ζητήματα ουσίας.

Πρέπει όμως να καταργηθούν και οι σχέσεις αυθεντίας μεταξύ καθηγητών και φοιτητών. Το πανεπιστήμιο οφείλει να είναι ένας χώρος ανοιχτής συζήτησης και διαλόγου, ένας χώρος, που θα προάγει τη σκέψη και την πρωτοτυπία και όχι ένα μαυσωλείο υποταγμένο στη λατρεία της παράδοσης και στην καθηγητική αυθεντία. Το ιεραρχικό και διδακτικό πνεύμα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πνεύμα ισότητας και συνεργατικότητας. Οι εξετάσεις πρέπει να αντικατασταθούν από ελεύθερα επιλεγόμενες, ως προς το θέμα και τον προσανατολισμό τους εργασίες, οι οποίες θα ωθούν τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία του φοιτητή.

Αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική περίπτωση. Πρέπει να χτυπηθούν τα καθηγητικά lobbies, που απορρίπτουν άξιους και ριζοσπαστικά σκεπτόμενους καθηγητές για προσωπικούς και μικροκομματικούς λόγους και τα οποία επιβάλλουν την ιδεολογική κυριαρχία τους -στην Ελλάδα οι επικρατούσες τάσεις είναι δύο: η ελληνορθόδοξη εθνικιστική και η εγελομαρξιστική. Πρέπει επίσης να χτυπηθούν οι δεινόσαυροι καθηγητές, οι οποίοι, παρά τη συνταξιοδότησή τους, συνεχίζουν να ελέγχουν –πνευματικά- το πανεπιστήμιο, μέσω των αρτηριοσκληρωτικών συγγραμμάτων και των διαδόχων τους. Πρέπει να ξεκαθαρίσει το πανεπιστήμιο από τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων, από το αλισβερίσι μεταξύ καθηγητών και φοιτητικών παρατάξεων (η ΔΑΠ πρωταγωνιστεί σε αυτά τα όργια), από τους επαγγελματίες γλείφτες και τους παρατρεχάμενους των μεγαλοκαθηγητών και των lobbies τους.

Ειδικά για την ελληνική περίπτωση πάλι, πρέπει να απαιτήσουμε, όχι απλώς την αύξηση, αλλά τον πολλαπλασιασμό των δαπανών για την παιδεία, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια πάσχουν, όχι μόνο από έλλειψη πρωτοτυπίας, αλλά και από έλλειψη υποδομών (βιβλιοθήκες, οργάνωση κλπ). Πρέπει να καταργηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και όλα τα σχετικά κονδύλια να πάνε προς την παιδεία. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η πρόταση έχει τεράστια σημασία, καθώς χτυπά τους εθνικιστές και τους στρατοκράτες, τόσο τους δικούς μας, όσο και τους Τούρκους, οι οποίοι ξοδεύουν κάθε χρόνο τεράστια ποσά στους πολεμικούς εξοπλισμούς, κάτι που φυσικά γίνεται με την ανοχή, τόσο της ελληνικής, όσο και της τουρκικής κοινωνίας. Όπως και να ‘χει το πράγμα πάντως, τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι τραγκοειδείς εθνικόφρονες, είναι γελοίοι, όταν λένε, πως το κράτος δεν έχει λεφτά για την παιδεία: οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες του τρέχοντος έτους φτάνουν τα 22 δις. Ευρώ (βλ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16/7/2006). Σκεφτείτε πόσα λεφτά μαζεύονται αυτομάτως, αν καταργηθούν όλοι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί
[12][4].

Δεν είναι τυχαίο φυσικά, που κανένας από τους αρχηγούς του ΚΚΕ ή των αριστεριστικών φοιτητικών ομάδων δεν ζήτησαν την κατάργηση των πολεμικών δαπανών: τόσο οι μεν –με προεξάρχουσα την ακροδεξιά Λ. Κανέλλη-, όσο και οι δε είναι χυδαίοι εθνικιστές και ποτέ δε θα συναινούσαν στην κατάργηση, όχι μόνο των πολεμικών δαπανών, αλλά και του ίδιου του στρατού συνολικά. Διότι πάνω από τον διεθνισμό βάζουν τη «διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας». Υπό αυτήν την έννοια είναι προς τιμήν του Συνασπισμού, που έθιξε το ζήτημα των πολεμικών δαπανών, παρά τα εθνικιστικά στοιχεία, που έχουν προσχωρήσει στις τάξεις του (βλ. τον ποδοσφαιρικό ανταποκριτή Γ. Χελάκη).

Είναι αυτονόητο, πως, ακόμη κι αν οι παραπάνω προτάσεις αναφέρονται στο πανεπιστήμιο, στον ανώτατο δηλαδή εκπαιδευτικό θεσμό μιας ολιγαρχικής κοινωνίας, όπως η σημερινή, προϋποθέτουν τελικά και συνεπάγονται μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο σκέφτονται οι σύγχρονοι άνθρωποι. Η αποδέσμευση του πανεπιστημίου από την οικονομία και η καταξίωση της σκέψης και της γνώσης ως δραστηριοτήτων, που επιλέγονται χάριν του εαυτού τους και μόνο, είναι ιδέες αδιανόητες για τον σύγχρονο άνθρωπο. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εδώ και κάποιες δεκαετίες λησμονήσει το γεγονός, πως είναι ον δημιουργικό και πως –ως εκ τούτου- οι απεριόριστες και ακαθόριστες δυνατότητές του δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να περιοριστούν στην ενασχόληση με τα ζητήματα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η κρίση του δυτικού πνεύματος, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή του κειμένου, συνίσταται ακριβώς στην απώθηση και στη συγκάλυψη της βαθιά δημιουργικής φύσης του ανθρώπου. Αυτή η συγκάλυψη όμως έχει επιτρέψει την ολοκληρωτική κυριαρχία μιας εκχυδαϊσμένης μορφής του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού, η οποία προστάζει, ότι ο άνθρωπος είναι ένα εργαζόμενο ζώο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα πρακτικής –με την ευρεία έννοια- φύσεως.

Η αναγέννηση και ο εκδημοκρατισμός του πανεπιστημίου δεν μπορεί παρά να αποτελεί πτυχή μιας συνολικής δημιουργικής αναγέννησης του δυτικού ανθρώπου. Μια τέτοια αναγέννηση όμως, εδώ που έχουμε φτάσει, είναι αδιανόητη δίχως μια ανάλογου μεγέθους πολιτική ενεργοποίηση των κοινωνιών. Αν στην ιστορία τα μεγάλα πολιτικά κινήματα υπήρξαν πάντοτε κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου δημιουργικού ρεύματος (καλλιτεχνικού, επιστημονικού, φιλοσοφικού κλπ), τότε η πρωτόγνωρη στειρότητα και απάθεια, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο διά της ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της εγκαθίδρυσης μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό φυσικά σημαίνει, ότι το σύγχρονο φαντασιακό της εργασιομανίας, του καταναλωτισμού –υλικών αγαθών και διασκεδάσεων- και των πάσης φύσεως lifestyles, οφείλει να αντικατασταθεί από ένα φαντασιακό, που θα αναγνωρίζει και θα υπερασπίζεται τη δημιουργική και συνάμα θνητή φύση του ανθρώπου. Πράγμα, που με τη σειρά του σημαίνει, πως οι θεσμοί και η ιδεολογία της ολιγαρχίας πρέπει να καταστραφούν. Μια αυτόνομη και δημιουργική κοινωνία είναι μια κοινωνία, η οποία κυβερνά η ίδια τον εαυτό της, μια κοινωνία συνεπώς δίχως κράτος, δίχως κόμματα και αντιπροσώπευση, δίχως ιεραρχία και γραφειοκρατίες· μια κοινωνία, που αναγνωρίζει την ισότητα όλων και η οποία παραδέχεται μόνο την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων διακυβέρνησης. Μόνο μέσα σε μια τέτοια κοινωνία είναι δυνατή η απελευθέρωση της δημιουργικότητας των ανθρώπων, ουσιώδες κομμάτι της οποίας είναι και η επανανοηματοδότηση του θεσμού της εργασίας, μακριά από το δηλητήριο του καπιταλιστικού/μαρξιστικού φαντασιακού.


__________________________________

[1] “Ας αναρωτηθούμε τι είναι στην πραγματικότητα η φοιτητική ελευθερία. Τα πανεπιστήμια δίνουν την δυνατότητα στους νέους για αρκετά χρόνια να βρίσκονται έξω από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τις υποχρεώσεις, να είναι δηλαδή αληθινά ελεύθεροι. Αν οι φοιτητές καταστρέψουν τα πανεπιστήμια, τότε καμιά ελευθερία αυτού του είδους δεν θα υπάρχει πλέον· και κατά συνέπεια ούτε εξεγέρσεις εναντίον της κοινωνίας θα υπάρχουν.” Hanna Arendt, Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση, εκδ. Έρασμος, σελ.17.

[2] Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα. Για τον Λένιν η καπιταλιστική τεχνολογία αποτελεί «θαυμάσιο υπόδειγμα τεχνικής προόδου κατά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» (Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986, τ. 28. σελ. 134).

[3] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στη Hannah Arendt.

[4] Ορίζοντας της ανάγκες αυτές ως ζωικές, δεν επιθυμούμε να υπονοήσουμε κανένα χωρισμό σώματος-ψυχής από αυτούς που είναι συνήθεις στη θεολογία, αλλά και στη φιλοσοφία. Αναφερόμαστε απλά στην καθαρά εργαλειακή-μη δημιουργική διάσταση του ανθρώπου. «Η κυριότερη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι η φαντασία. Γι’αυτό η σεξουαλικότητά μας δε μπορεί να είναι πραγματικά φυσική , δηλαδή τυφλή», θα γράψει ο Albert Camus (Σημειωματάρια, εκδ. Εξάντας, σ. 207).

[5] Μπορούμε να αναρωτηθούμε τί θα ήταν η ανθρώπινη ιστορία αν ο άνθρωπος ήξερε μόνο να παράγει και να καταναλώνει. Προφανώς δε θα υπήρχε κανένα πολιτιστικό δημιούργημα, δε θα υπήρχε ανθρώπινη ιστορία.

[6] Ασφαλώς καμία δημιουργικότητα δε μπορεί να διαφανεί όταν το Κόμμα, το ιερατείο κλπ μας λένε τι πρέπει να πιστεύουμε ή να επιθυμούμε και τι όχι. Το εργατικό κίνημα υπήρξε ένα μέρος της ανθρώπινης ιστορίας που έφερε στο φως αυτή την αναβλύζουσα δημιουργικότητα του ανθρώπινου φαντασιακού. Ώσπου εμφανίστηκε η μαρξιστική ορθοδοξία και το Κόμμα για να την καταπνίξουν, συχνά όχι αναίμακτα.

[7] Οι άνθρωποι γίνονται αναλώσιμοι στο όνομα υπερβατικών οντοτήτων όπως η Τάξη, το Κόμμα και η Ιστορία.

[8][ Το γεγονός, πως η επανάσταση του Μαΐου τελικά απέτυχε, δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω. Αυτό, που μετράει, είναι το πνεύμα και οι ιδέες, που εξέφρασε. Θα έπρεπε να θεωρείται προφανές, πως αυτό το πνεύμα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα σημερινά αιτήματα. Παραθέτουμε ενδεικτικά τα λεγόμενα του Maurice Brinton, ενός από τους επαναστάστες, που συμμετείχαν στα γεγονότα του Μαΐου:
«Οι “προοδευτικοί” πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι κομμουνιστές και ένας αριθμός φοιτητών εντοπίζουν την κύρια αιτία της φοιτητικής “κρίσης” στην οπισθοδρομικότητα του πανεπιστημίου σε σχέση με τις τρέχουσες ανάγκες της κοινωνίας, στην ποσοτική ανεπάρκεια των προβλεπομένων μαθημάτων, στις ημι-φεουδαρχικές συμπεριφορές κάποιων καθηγητών και στη γενική ανεπάρκεια εργασιακών ευκαιριών. Βλέπουν το πανεπιστήμιο ως απροσάρμοστο στον σύγχρονο κόσμο. Το γιατρικό γι’ αυτούς είναι η προσαρμογή: μια εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, που θα ξαράχνιαζε το πανεπιστήμιο, θα εξασφάλιζε περισσότερους καθηγητές, καλύτερα αμφιθέατρα, έναν μεγαλύτερο προϋπολογισμό για την παιδεία, ίσως μια περισσότερο φιλελεύθερη συμπεριφορά στην πανεπιστημιούπολη και σαν επιστέγασμα όλων αυτών, μια σίγουρη δουλειά. Οι επαναστάτες […] βλέπουν αυτή τη φροντίδα για την προσαρμογή του πανεπιστημίου στη σύγχρονη κοινωνία ως ένα είδος υπεκφυγής, αφού αυτοί απορρίπτουν αυτή την ίδια τη σύγχρονη κοινωνία» (Μ. Μπρίντον-Γ. Καρύτσας, Γαλλικός Μάης ’68: η ελευθεριακή ρωγμή, εκδ. Άρδην,1995, σ. 13).

[9] Οι αστυνόμοι οργαί, για τις οποίες μιλούσε ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη (στ. 355-356).

[10] Σημειώνουμε παρενθετικά, ότι ενώ όλους τους πειράζουν οι αναρχικοί, το ΚΚΕ δε φαίνεται να ενοχλεί κανέναν: σαφές δείγμα της αριστερής ιδεολογικής δικτατορίας, που επικρατεί στην Ελλάδα.

[11] Ειδικότερα τους τελευταίους μήνες η αστυνομική αυθαιρεσία οργιάζει. Από την εποχή του Βουλγαράκη έχει σημειωθεί σωρεία απροκάλυπτων παραβιάσεων των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων: απαγωγές και βασανισμοί πακιστανών μεταναστών, τηλεφωνικές υποκλοπές, ξυλοδαρμοί διαδηλωτών, χρήση απαγορευμένων μέσων βίας (χημικά, σιδηρογροθιές, χτυπήματα με τη λαβή των γκλομπ κλπ). Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται από τον άξιο διάδοχο Β. Πολύδωρα, ο οποίος, όχι μόνο συγκαλύπτει μεθοδευμένα συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά ενθαρρύνει την αυθαιρεσία με κάθε τρόπο (βλ. τις γελοιότητες περί «πραιτόρων» κλπ).

[12] Το ποσό ανεβαίνει ακόμα περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και τα έσοδα, που χάνει το κράτος κάθε χρόνο, λόγω της μη φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας: για την τελευταία διετία αυτά τα έσοδα ανήλθαν στα 850 εκατομμύρια Ευρώ. Υπενθυμίζουμε επί τη ευκαιρία, ότι έχουμε δημοσίως ζητήσει, ως ομάδα, την άμεση κατάργηση της εκκλησιαστικής ατέλειας και την συνακόλουθη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας (στο άρθρο μας "Για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας", που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, 28/3/2006, σ. 5).

Σχετικά με την πολιτική και τη δημοκρατία

[Μοιράστηκε στην πορεία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ της Αθήνας, το Μάιο του 2006]

Στις σημερινές φιλελεύθερες ολιγαρχίες
[1] της Δύσης η έννοια της πολιτικής καθώς και κάθε σχετική με αυτήν έννοια (όπως αυτή της δημοκρατίας, της εξουσίας, της κυριαρχίας, του νόμου, του θεσμού) έχει χάσει το αρχικό της νόημα. Αυτό προκαλεί σύγχυση ως προς το περιεχόμενό τους, όχι μόνο στους πολιτικά απαθείς αλλά και σε αυτούς που υποστηρίζουν πως ασχολούνται με την πολιτική. Από την πλευρά μας, αντιλαμβανόμαστε την πολιτική πρώτα και κύρια ως τη συνειδητή ενασχόληση των ανθρώπων (και άρα, ως εκ τούτου των πολιτών) με τα κοινά. Άλλωστε ιστορικά η έννοια της πολιτικής –όπως και του πολίτη- πλάστηκε για να σημάνει την ενασχόληση με τα πράγματα της πόλεως (δηλαδή της ανθρώπινης κοινότητας). Υπό αυτό τον ορισμό της πολιτικής και με δεδομένη την επιθυμία για ελευθερία, ανοίγεται ένας δρόμος για τη διευθέτηση των δημοσίων υποθέσεων, αυτός της δημοκρατίας. Λέγοντας δημοκρατία εννοούμε το πολίτευμα το οποίο θεμελιώνεται στην πολιτική και οικονομική ισότητα και του οποίου οι θεσμοί αποτελούν προϊόν της ρητής και συνειδητής δημιουργικής δραστηριότητας ολόκληρης της κοινωνίας. Μόνο σε ένα τέτοιο καθεστώς είναι δυνατή η πολιτική ελευθερία, δηλαδή η ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτών στο διάλογο και στη θέσμιση της κοινωνίας.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν εκτός από την Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα και κάποιες αυτόνομες πόλεις του Μεσαίωνα, τα σοβιέτ του 1905 και του 1917, η Ισπανική Επανάσταση του 1936, η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 κ.α. Στα παραδείγματα αυτά διαφαίνεται η ενεργοποίηση και η συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας ή μεγάλου μέρους της στην αμφισβήτηση των υπαρχόντων θεσμών και στη δημιουργία νέων. Από τα παραπάνω αντλούμε όχι θεωρητικές κατασκευές που πρέπει να εφαρμόσουμε, αλλά σπέρματα που κινούν την σκέψη μας και αποδείξεις για τη δυνατότητα μιας δημοκρατικής θέσμισης της κοινωνίας.

Όπως παρατηρούμε ιδιαιτέρως στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, που είναι μάλλον το πληρέστερο και μακροβιώτερο παράδειγμα, η επιλογή από τους πολίτες ενός δημοκρατικού καθεστώτος διακυβέρνησης επισύρει αλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων. Παρατηρούμε έτσι, ότι οι άνθρωποι τοποθετούνται διαφορετικά απέναντι στους άλλους[2] και απελευθερώνουν τη δημιουργικότητά τους σε πολλούς τομείς (στην πολιτική, την τέχνη, τη φιλοσοφία κ.α.). Στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία ο ανθρωπολογικός τύπος του πολιτικού ανθρώπου, του ανθρώπου που θέτει το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας, διαμέσου της συνεχούς και αυτοπρόσωπης ενασχόλησής του με την πολιτική. Η δημοκρατία, λοιπόν, δεν είναι απλά το ζήτημα της λήψης αποφάσεων για τις δημόσιες υποθέσεις, αλλά το ζήτημα της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας, ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία επενδύει φαντασιακά τον εαυτό της, ο τρόπος που τα μέλη της επενδύουν τον εαυτό τους, τους άλλους και τα πράγματα[3] και το πως τοποθετείται πάνω στα κεντρικά ερωτήματα (τι είναι αυτή η κοινωνία, που βαδίζει, ποιά σχέση της με το παρελθόν κ.τ.λ.). Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις κοινωνικο-ιστορικές θεσμίσεις, υπάρχει ένα φαντασιακό υπόβαθρο από το οποίο απορρέουν απαντήσεις για θεμελιώδη ερωτήματα των ατόμων και της κοινωνίας όπως αυτά που προαναφέραμε.

Αντίθετα με τα παραπάνω, η σημερινή κοινωνία έχει αφιερωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στους σκοπούς της παραγωγής και της κατανάλωσης, στα ζητήματα της ιδιωτικής σφαίρας εν γένει, έχοντας απεμπολήσει κάθε ενασχόληση με τα κοινά. Αυτή η κατάσταση της πολιτικής απάθειας και της ιδιώτευσης έχει συρρικνώσει αφάνταστα την δημόσια σφαίρα καταστρέφοντας ταυτόχρονα την ιδιωτική. Η διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων,των υποθέσεων που αφορούν όλους τους πολίτες, έχει ανατεθεί στους «πολιτικούς», τους ειδήμονες της «πολιτικής» και στις κομματικές γραφειοκρατίες. Αντίθετα με την δημοκρατική παράδοση και πρακτική, όπου όλοι οι πολίτες κρίνονται ικανοί να συζητούν και να αποφασίζουν για τα ζητήματα της ζωής τους, στις φιλελεύθερες ολιγαρχίες ο ρόλος του πολίτη έχει αλλοτριωθεί σε μέγιστο βαθμό και έχει φτάσει να σημαίνει αυτόν που κάθε τέσσερα χρόνια, εν είδει εθίμου, εκχωρεί την πολιτική του ελευθερία σε κάποιον αντιπρόσωπο που γνωρίζει το καλό του και καθορίζει την μοίρα του.

Στην πολιτική, με την έννοια που της αποδώσαμε στην αρχή, αυτό που τοποθετείται ως κεντρικό είναι το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας και δευτερευόντως το ζήτημα της επίλυσης των προβλημάτων με όρους ευκολίας και αποτελεσματικότητας. Στην παλιά φιλοσοφική αντίθεση της ελευθερίας με την αναγκαιότητα, η δημοκρατία τοποθετείται υπέρ της ελευθερίας, όχι όμως αγνοώντας την αναγκαιότητα, αλλά υποτάσσοντάς την στους όρους της ελευθερίας[4]. Στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία, όπου τα οικονομιστικά κριτήρια (η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους, με όσο το δυνατό λιγότερο κόστος) καθορίζουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, μεταξύ αυτών και την πολιτική, το αίτημα της ελευθερίας θεωρείται αδιανόητο.

Η πολιτική αδιαφορία και η ιδιώτευση που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία, δεν αποτελούν συνέπεια κάποιας νομοτελειακής εξέλιξης, αλλά επιλογή[5] των ανθρώπων. Και όπως ακριβώς επιλέγουν σήμερα τη συγκεκριμένη κατάσταση, μπορούν αύριο να επιλέξουν τη δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας που ζουν. Μια τέτοια επιλογή άλλωστε, έκαναν οι άνθρωποι στα ιστορικά παραδείγματα που αναφέραμε. Από μόνο του το γεγονός ότι μια τέτοια επιλογή είναι δυνατή και έχει μάλιστα ιστορικό προηγούμενο, καταρρίπτει τα επιχειρήματα και τις δικαιολογίες εναντίον της.

________________________________________
[1] Μιλάμε για «ολιγαρχίες», μιάς και αυτό που λανθασμένα αποκαλείται «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι ένα πολίτευμα, στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όχι του δήμου , αλλά στα χέρια των ολίγων (300, 500 κ.λ.π.). Όσο για το χαρακτηρισμό «φιλελεύθερες», αυτός δικαιολογείται από το γεγονός ότι θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες (της έκφρασης, του συνέρχεσθαι κ.α.) είναι νομικά –τουλάχιστον- κατοχυρωμένα.

[2] Αυτό άλλωστε είναι το νόημα της έννοιας της πολιτικής φιλίας που έχει επισημάνει ο Αριστοτέλης· ένα είδος φιλίας που δεν προυποθέτει ιδιωτικότητα και οικειότητα, αλλά προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του σεβασμού, όπως έχει επισημάνει η H. Arendt.

[3] Λέγοντας «επένδυση» αναφερόμαστε στη λειτουργία της φαντασίας διά της οποίας κάτι αποκτά νόημα και γίνεται αυτό που είναι για μια συγκεκριμένη κοινωνία, π.χ. ο κεραυνός δεν είναι απλά ένας κεραυνός, αλλά η οργή του Θεού.

[4] Όπως γράφει ο P.Valéry: «o άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος παρά στο μέτρο που το χρήσιμο δεν κατευθύνει όλες πράξεις και δεν εξουσιάζει ολόκληρο το πεπρωμένο του». Αυτό δε σημαίνει ότι μιά δημοκρατική κοινωνία περιφρονεί τα πρακτικά ζητήματα· αντιθέτως σημαίνει ότι τα αντιμετωπίζει με δημοκρατικό τρόπο.

[5] Κάνουμε λόγο για επιλογή διότι, επειδή ο άνθρωπος και η κοινωνία είναι όντα δημιουργικά, μπορούν όποτε το επιθυμήσουν να κάνουν να υπάρξει μια επιλογή που ποτέ πριν δεν υπήρξε. Με αυτό θέλουμε να πούμε ότι οι άνθρωποι δεν είναι χαζοί, ώστε να χρειάζονται την οποιαδήποτε καθοδήγηση ή αποτροπή προς ή από κάποια επιλογή. Ρητά ή άρρητα οι κοινωνίες πάντοτε αποφασίζουν τον τρόπο, βάσει του οποίου οργανώνονται-θεσμίζονται. Όλες οι προσπάθειες δικαιολόγησης της πολιτικής απάθειας με επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι δεν ξέρουν», «τους κάνουν πλύση εγκεφάλου» κ.α. δεν είναι παρά αυταπάτες και μύθοι που καλλιεργούνται, για να δικαιώνουν την απάθεια και την ολιγαρχία. Αλλωστε οι παραπάνω αυταπάτες καταρρίπτονται από το γεγονός ότι ακόμα και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, των οποίων η αμφισβήτηση είναι ομολογουμένως αρκετά πιο δύσκολη, οι άνθρωποι κινήθηκαν προς μια διαφορετική κατεύθυνση.
-----------------------------------------------------
Παραθέτουμε το κείμενο και σε γαλλική μετάφραση:
Sur la Politique et la Démocratie
[tract distribué pendant la demonstration organisée par le Forum Européen Social d’ Athenes (mai 2006)]

Dans les oligarchies[1] libérales de l’ Occident contemporaine, la notion de la politique aussi que tous les concepts relatifs (comme ceux de la démocratie, du pouvoir, de la souveraineté, du lois, de l’ institution, etc) ont perdu leur sens initial. Cela cause de la confusion, concernant leur contenu, non seulement entre ceux qui sont politiquement passifs, mais aussi entre ceux qui déclarent qu’ ils s’ occupent de la politique. De notre côté, nous percevons principalement la politique comme la préoccupation des hommes (et des citoyens, en conséquence) avec les affaires publiques. En outre, le concept de la politique aussi que celui du citoyen [politis en Grec ancien], sont formés pour signifier la préoccupation avec les affaires du polis (c’ est à dire, de la communauté humaine). En suivant cette définition de la politique et considérant notre désir de la liberté, on voit qu’ il s’ ouvre une perspective pour aménager les affaires publiques d’ une manière démocratique. En parlant de la démocratie nous nous référons à un régime qui est fondé sur l’ égalité politique et économique et dont les institutions sont le résultat de l’ activité créatrice, lucide et consciente de la société entière. Seulement dans un tel régime est possible la liberté politique, c’ est à dire la participation égale de tous les citoyens au dialogue et à l’ institution de la société.

On peut observer que, sauf la Démocratie Athénienne du 5ème siècle, quelques villes médiévales autonomes, les soviets de 1905 et de 1917, la Révolution Espagnole de 1936, la Révolution Hongroise de 1956, etc. sont avancées vers une telle direction démocratique. Ce qu’ on peut constater dans ces exemples, c’ est la mobilisation et la participation, sinon de la société pris dans sa totalité, du moins d’ une grande majorité, à la contestation des institutions existantes et à la création des institutions nouvelles. Ces exemples ne nous fournissent pas des constructions spéculatives, lesquelles il ne faudrait que d’ appliquer, mais des germes qui mettent en marche notre pensée et des démonstrations de la possibilité d’ une institution sociale démocratique.

Particulièrement dans le cas de la Démocratie Athénienne, qui est probablement l’ exemple de la plus grande longévité et de la plus haute plénitude, on peut constater que le choix des citoyens de se gouverner d’ une manière démocratique porte des changements à leur vie entière. On voit que les hommes comportent autrement vers leurs concitoyens[2] et qu’ ils libèrent leur créativité dans beaucoup de domaines (comme ceux de la politique, de l’ art, de la philosophie, etc.). Dans la société athénienne du 5ème siècle émergea pour la première fois dans l’ histoire le type anthropologique de l’ homme politique, c’ est à dire de l’ homme qui pose la question de la liberté politique par son préoccupation continuelle et personnelle avec la politique. Donc, la démocratie n’ est pas simplement le procès de prendre des décisions par rapport aux affaires publiques; la démocratie concerne l’ institution sociale dans sa totalité, car elle concerne la manière de laquelle la société investit elle-même imaginairement, la manière de laquelle ses membres investissent eux-mêmes, les autres et les choses[3], aussi que la manière de laquelle elle répond aux questions fondamentales (comme par exemple: Qu’ est-ce que cette société? Où va-t-elle? Quelle est sa relation avec la tradition? etc.). Moins ou plus, dans toutes les institutions sociales-historiques il y a un fondement imaginaire qui fournit des réponses aux questions fondamentales, comme les précédentes.

Par contraste, la société contemporaine se consacre presque totalement aux buts de la production et de la consommation aussi qu’ aux questions de la sphère privée en général, et elle a ainsi abandonné toute préoccupation avec les affaires publiques. Cette situation d’ apathie politique et de privatisation a inimaginablement rétréci la sphère publique, en détruisant en même temps la sphère privée. La gestion des affaires publiques, c’ est à dire des affaires qui concernent tous les citoyens, est assignée aux politiciens professionnels, qui sont les “spécialistes” de la “politique”, et aux bureaucraties des partis “politiques”. En contraste avec la tradition et la pratique démocratiques, selon lesquelles tous les citoyens sont considérés comme capables de discuter et de décider des questions de leur vie, dans les oligarchies libérales le rôle du citoyen est tant aliéné qu’ il a fini par signifier la personne qui toutes les quatre années, selon sa coutume, cède sa liberté politique à un représentant qui connaît son intérêt et détermine son destin.

Si on comprend la politique comme auparavant, ce qui en est fondamental ce n’ est pas la question de résoudre des problèmes sur le plan de la facilité et de l’ efficacité; ce qui est fondamental c’ est la question de la liberté politique. Dans la vieille antithèse philosophique entre liberté et nécessité, la démocratie choisit la liberté non en ignorant la nécessité, mais en la soumettant aux conditions de la liberté[4]. Au contraire, dans notre société consommatrice où les critères économistes (la poursuite du plus grand profit possible, avec le moyen coût) déterminent l’ entière activité humaine, la politique y comprise, la demande de la liberté est considérée comme inconcevable.

L’ indifférence envers la politique et la privatisation des citoyens caractérisent la société contemporaine. Elles ne dérivent pas d’ une évolution déterministe, mais elles sont le résultat du choix[5] que les hommes ont fait. Mais exactement comme les hommes choisissent aujourd’ hui l’ indifférence et la privatisation, ils peuvent choisir demain une institution démocratique pour leur société; les hommes font un tel choix dans les exemples historiques que nous avons mentionnés. Le fait simple qu’ un tel choix est réalisable dans des périodes précédentes de notre histoire réfute tous les arguments et toutes les subterfuges contre elle.

_____________________________
[1] Nous utilisons le terme “oligarchie”, car ce qu’ on appelle erronement “démocratie représentative” n’ est qu’ un régime, dans lequel le pouvoir est à la disposition pas du demos [du peuple], mais des oligoi [d’ une minorité]. La qualification “libérales” est justifiée par le fait que dans ce régime des droits et des libertés fondamentales sont préservés –du moins législativement.

[2] C’ est ici ou l’ amitie politique [philia], de laquelle a parlé Aristote, peut apparaître. La philia grecque est une amitié qui ne suppose pas d’ intimité ou de familiarité, mais qui approche la notion du respect, comme l’ a remarqué Hannah Arendt.

[3] Par le mot “investissement” nous nous référons à la fonction de l’ imagination, par laquelle quelque chose prend du sens et devient ce qui est pour chaque société spécifique, comme par exemple la foudre, qui n’ est pas simplement une foudre, mais la fureur du Dieu.

[4] Comme le dit P. Valéry, “l’ homme n’ est pas homme que dans la mesure où l’ utile ne dirige pas toutes les actions et ne commande pas tout son destin”. Cela ne signifie pas qu’ une société démocratique méprise les problèmes pratiques, mais qu’ une telle société les résoude d’ une manière démocratique.

[5] Nous parlons de choix, parce que nous croyons que l’ homme et la société sont des êtres créateurs, c’ est à dire des êtres qui peuvent faire exister un choix qui n’ a jamais existé auparavant. Les hommes ne sont pas des bêtes et n’ ont besoin d’ aucune conduite et d’ aucune dissuasion afin qu’ ils fassent leurs chois; tout le temps, explicitement ou implicitement, les sociétés choisissent leur institution. Tous les essais d’ expliquer l’ apathie politique en utilisant des arguments comme “les hommes ne savent pas”, “il y a de lavage de cerveau”, etc. ne sont que d’ illusions et des mythes cultivés pour justifier l’ apathie et l’ oligarchie. En outre, le fait que même dans des régimes totalitaires, où la contestation politique est beaucoup plus difficile, il y avait de telle contestation que ces illusions ont été démolies.

Για το διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας

[Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 24/03/06]

Θεωρούμε μείζον ζήτημα της νεοελληνικής κοινωνίας το ρόλο που διαδραματίζει η εκκλησία στο δημόσιο βίο· με αφορμή μάλιστα τη συζήτηση που προκάλεσαν τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα και τις νύξεις περί διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους που διατυπώθηκαν, θα θέλαμε να τονίσουμε την σημασία και την επιτακτικότητα της εκκοσμίκευσης όχι μόνο του κράτους, αλλά και της δημόσιας ζωής γενικότερα. Σε αντίθεση με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, παρατηρούμε πως στην Ελλάδα η παρουσία της εκκλησίας στο δημόσιο γίγνεσθαι είναι κυρίαρχη. Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα της ιστορικής ιδιομορφίας της χώρας σε σύγκριση με την δυτική Ευρώπη: Στον ελληνικό χώρο, αντίθετα με τις διαφωτιστικές ιδέες που αναπτύχθηκαν στην Δύση, ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, επικράτησε το βυζαντινό θεοκρατικό φαντασιακό. Πράγμα που σημαίνει ότι η εκκλησία στον ελλαδικό χώρο παρέμεινε βασικός θεσμός της δημόσιας ζωής και διοίκησης, αντί να περιοριστεί αυστηρά στην ιδιωτική σφαίρα -δηλαδή να γίνει η θρησκεία ζήτημα προσωπικής επιλογής, όπως έγινε στην Δύση με αποκορύφωμα τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της κατάστασης είναι η κυριαρχία της εκκλησίας σε μια σειρά θεμάτων δημόσιας σφαίρας: αναγκαστική – υποχρεωτική προσευχή και η μονομερώς προσανατολισμένη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, η ανάρτηση εικόνων στα δημόσια κτήρια (πανεπιστήμια, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες κλπ.), θρησκευτική ορκωμοσία (κοινοβούλιο, δικαστήρια κ.λ.π), ακόμα και οι σκοταδιστικού χαρακτήρα επεμβάσεις με σκοπό την απαγόρευση πολιτισμικών εκδηλώσεων που δεν τυγχάνουν έγκριση των σύγχρονων ιεροεξεταστών (βλ. τις επιθέσεις λογοκρισίας, που εξαπέλυσε η Εκκλησία κατά του έργου του Τιερρύ ντε Κορντιέ στην έκθεση Outlook, όπως επίσης και κατά του αυστριακού κομίστα ή κατά συναυλιών «αντιχριστιανικών» συγκροτημάτων).

Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά της συγκαλυμμένης θεοκρατίας που επικρατεί. Χάρις σε αυτήν την κατάσταση η εκκλησία μπορεί και παρεμβαίνει σε ζητήματα ουσιωδώς πολιτικά, με αποτέλεσμα να διαχωρίζει τους, κατά το –«φωτισμένο» από την Αγία Τριάδα [σύμφωνα με την πρωμετοπίδα του κειμένου: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»]- Σύνταγμα «ίσους» πολίτες, σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ζήτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων, οι οποίοι, ενώ θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα πολιτικού γάμου –και ό,τι φυσικά αυτό συνεπάγεται από νομική άποψη (π.χ. επίδομα γάμου), όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες του κράτους, εμποδίζονται από την εκκλησία, για λόγους καθαρά θρησκευτικούς-δογματικούς. Η άρνηση του δικαιώματος πολιτικού γάμου σε άτομα του ίδιου φύλου συνιστά κατάφορη παραβίαση, όχι μόνο του ελληνικού Συντάγματος (άρθρα 4, 5 και 13), αλλά και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρα 1, 2, 6, και 7), καθώς καταργεί τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και ισονομίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο προκαθήμενος της ελληνικής εκκλησίας έχει ρητά μιλήσει εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο αναστάσιμο κήρυγμα κήρυγμά του τού 2005: «Δεν το ανέχονται οι δυνάμεις του σκότους [το ότι η Ελλάδα είναι κατά 98% Ορθόδοξη] και θέλουν να το αποκεφαλίσουν, να ισοπεδόσουν τα πάντα διά της παγκοσμιοποίησης, αυτής της νέας θεότητας που έχει εμφανιστεί μαζί με την άλλη θεότητα που λέγεται Ανθρώπινα Δικαιώματα και χάριν αυτής της θεότητας θα πρέπει να περιστείλουμε τα δικά μας δικαιώματα». Απόψεις μισαλλόδοξες, ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σωβινιστικές/εθνικιστικές και αντισημιτικές αναδύονται σε κάθε εκκλησιαστικό κήρυγμα.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά συμπτώματα της απουσίας σαφούς και ξεκάθαρου διαχωρισμού της θρησκείας από την πολιτεία, που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική πραγματικότητα. Κάθε φιλελεύθερη όμως κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει παρά εγκαθιδρύοντας έναν ρητό και αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, πράγμα, που περιλαμβάνει εξ’ ορισμού την απομάκρυνση της εκκλησίας από το δημόσιο χώρο, καθώς, τόσο τα θρησκευτικά ζητήματα και δόγματα, όσο και οι θεσμικές τους προεκτάσεις είναι θέματα καθαρά ιδιωτικής φύσεως. Όπως το κράτος δε δικαιούται να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των πολιτών –πχ να καθορίζει το αν θα πιστεύουν ή όχι ή τι θα πιστεύουν, έτσι κι η εκκλησία δεν έχει κανένα δικαίωμα να εκφέρει απόψεις για δημόσια ζητήματα. Αν και ως ομάδα δημοκρατική είμαστε κατά των σύγχρονων φιλελεύθερων ολιγαρχιών, θεωρούμε τον άμεσο διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας βασική συνθήκη για τη διαφύλαξη του πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος μας δίνει τη δυνατότητα ενασχόλησης με την πολιτική, με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος –ενός πολιτεύματος δηλαδή, στο οποίο η πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια όλων των πολιτών και όχι των ολίγων, μέσω της αυτοπρόσωπης και διαρκούς συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Ένας τέτοιος διαχωρισμός, πρακτικά σημαίνει τη λήψη κάποιων μέτρων όπως: φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κατάργηση του κρατικού μισθού στους κληρικούς (αν μη τι άλλο, η εκκλησία έχει τους πόρους να συντηρηθεί από μόνη της!), αφαίρεση όλων των θρησκευτικών συμβόλων από τους δημόσιους χώρους, κατάργηση της υποχρεωτικής προσευχής στα σχολεία, όπως και της προσυλητιστικού τύπου διδασκαλίας των θρησκευτικών και πάνω από όλα αναθεώρηση του συντάγματος, με σκοπό την εξάλειψη όλων των άρθρων, που παρέχουν έμμεση στήριξη στην νομιμοποίηση των παρεμβάσεων της εκκλησίας στο δημόσιο βίο.

PRAVDA-για τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό

[Σχετικά συντομευμένη του μορφή τοιχοκολλήθηκε σαν αφίσα]

Στην υποκρισία και στο ψέμα των καπιταλιστών αντιτάσουμε την αλήθεια σκέτη και ολόκληρη

Β.Ι.Λένιν


Με αφορμή το αποκαλούμενο «αντικομμουνιστικό» μνημόνιο:

Ο κόκκινος ολοκληρωτισμός που γνώρισαν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη (και εξακολουθούν να υφίστανται βλ. Κίνα, Κούβα, Β. Κορέα) αποτελεί μια τερατώδη περίοδο μαζικών εγκλημάτων και τρομοκρατίας στην ιστορία της ανθρωπότητας («λιμοί», γενοκτονίες, εκτοπίσεις, στρατιωτικές εισβολές, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκκαθαρίσεις πολιτικών αντιπάλων –αναρχικών, τροτσκιστών, σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων κ.α.- και ενδοκομματικών διαφωνούντων): Ε.Σ.Σ.Δ. 20.000.000 νεκροί, Κίνα 65.000.000 νεκροί, Βιετνάμ 1.000.000 νεκροί, Β. Κορέα 2.000.000 νεκροί, Καμπότζη 2.000.000 νεκροί, Αν. Ευρώπη 1.000.000 νεκροί, Λατ. Αμερική 150.000 νεκροί, Αφρική 1.700.000 νεκροί, Αφγανιστάν 1.500.000 νεκροί, διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και Κομμουνιστικά Κόμματα που δεν κατείχαν την εξουσία περί τα 10.000.000 νεκροί.

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που εγκαθιδρύονται από το πραξικόπημα του Μπολσεβικικού Κόμματος του Λένιν και του Τρότσκι τον Οκτώβρη του 1917 βρίσκουν έρεισμα σε κάποια ολοκληρωτικά σπέρματα (δικτατορία του προλεταριάτου, οντολογία των τάξεων, ιστορικός ντετερμινισμός) και ολιγαρχικά στοιχεία (εγκαθίδρυση της ορθοδοξίας των «ειδικών», επαναστατική πρωτοπορία, ιστορικός μεσσιανισμός) της φιλοσοφίας του Μαρξ. Τα στοιχεία αυτά έιχαν διαφανεί ήδη από την τακτική του Μαρξ και του Ένγκελς στην Α’ Διεθνή (προσπάθεια επιβολής ορθοδοξίας και αποκλεισμού των διαφωνούντων –μπακουνικών, προυντονικών κ.α.).

Βασικό χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι η βάρβαρη καταπάτηση των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών: ελευθερία της σωματικής αυτοδιάθεσης (habeas corpus), του συνέρχεσθαι, δικαίωμα στο συνδικαλισμό και στην απεργία και το βασικότερο όλων, ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Ως ομάδα δημοκρατική, θεωρούμε τα παραπάνω δικαιώματα απολύτως απαραβίαστα και απαραίτητες συνθήκες για την πολιτική και την ελευθερία. Για το λόγο αυτό είμαστε ταυτόχρονα πολέμιοι τόσο των ολοκληρωτικών καθεστώτων (θεοκρατικών, κομμουνιστικών, ναζιστικών) όσο και κάθε προσπάθειας περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, στο όνομα δήθεν της καταδίκης του ολοκληρωτισμού (αναφερόμαστε στις διαδόσεις περί απαγόρευσης των κομμουνιστικών ιδεών και κομμάτων).

Το Κ.Κ.Ε. δεν αποτελεί εξαίρεση ως προς τα παραπάνω· αντιθέτως είναι από τα πιο σκληρά και αμετανόητα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως καθώς όχι μόνο δεν έχει αποκηρύξει τα εγκλήματα αλλά φαίνεται και να τα δικαιώνει, ως «απαραίτητα». Αυτό φαίνεται άλλωστε και από το ότι ιστορικά το Κ.Κ.Ε. δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει τις πρακτικές του σοβιετικού και κουβανέζικου κ.α. καθεστώτος και μάλιστα τις υιοθέτησε εμπράκτως. Η περίοδος 1940-49 είναι η αποκορύφωση της αιματοβαμμένης ιστορίας του: η Ο.Π.Λ.Α., επίσημος κατασταλτικός και δολοφονικός μηχανισμός του Κ.Κ.Ε., συστάθηκε για την εκκαθάριση-εξόντωση των εσωκομματικών και λοιπών αριστερών διαφωνούντων (τροτσικιστών, αρχειομαρξιστών, αναρχικών, ρεφορμιστών). «Είναι αφάνταστη η λύσσα με την οποία κυνήγησαν οι σταλινικοί τους διεθνιστές [...] Ξεπέρασαν ό,τι από προηγούμενα γνωρίζουμε σε αγριότητα, κτηνωδία και σαδισμό, ξεπέρασαν και τα πιο βρώμικα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και τις μαζικές σφαγές των μαύρων από την Κουκ Κλουξ Κλαν. Αγωνιστές γνωστούς, αφοσιωμένους με όλη τους την ψυχή στο απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων, δοκιμασμένων από χρόνια φυλακή, εξορία και βασανιστήρια, τους έσφαζαν, τους έκοβαν το λαιμό ή τους κάναν λιώμα το κεφάλι με ρόπαλα [...] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φονιάδες ήξεραν ποιους σκότωναν. Ήξεραν ότι σκότωναν επαναστάτες και γιατί ήταν επαναστάτες τους σκότωναν» (Α.Στίνας, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, σσ. 85-87).

Από την άλλη πλευρά, είναι αστείο η Ε.Ε. να κόπτεται σήμερα για τα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα, τη στιγμή που τα καταπατά ή συγκαλύπτει την καταπάτησή τους καθημερινά η ίδια τόσο στο εσωτερικό της -μέσω της παραβίασης της ιδιωτικότητας (παρακολουθήσεις τηλεφώνων, διώξεις Πακιστανών κ.α.), των βασανιστηρίων κρατουμένων κ.λ.π., όσο και στο εξωτερικό –μέσω της ενεργού συμμετοχής στους πολέμους και στις θηριωδίες στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Γιουγκοσλαβία κ.α. Παρ’όλα αυτά, στο εσωτερικό της Ε.Ε. τουλάχιστον, η ελευθερία της έκφρασης και της σκέψης είναι σεβαστές σε μεγάλο βαθμό (παρά τις πρόσφατες αξιώσεις του χριστιανικού και ισλαμιστικού φονταμενταλισμού και των υποστηρικτών τους), εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

«ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΦΑΡΑ» Albert Camus

Σχετικά με τις ταραχές στη Γαλλία: μύθοι και πραγματικότητα

[Προκήρυξη που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2005 και μοιράστηκε στο Πολυτεχνείο κατά το τριήμερο των επετειακών εκδηλώσεων]

Η τωρινή κατάσταση στη Γαλλία έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος, όχι μόνο πολιτικών χώρων, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα σε μια απόδοση πολιτικού χαρακτήρα στις ταραχές που εκδηλώνονται εδώ και δύο εβδομάδες στα προάστια του Παρισιού και των υπόλοιπων επαρχιακών πόλεων της Γαλλίας: βλέπει κανείς, όχι μόνο τις τοποθετήσεις πολιτικών ομάδων της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου, αλλά και τις αναλύσεις γενικότερα, δημοσιογράφων, επαγγελματιών πολιτικών κλπ, να συμφωνούν στο ότι η στάση των «εξεγερμένων» εκφράζει μια υπόρρητη αν όχι επαναστατική (αναρχικοί και αριστεροί) τουλάχιστον γενικότερα πολιτική (Μ.Μ.Ε, πολιτικοί κλπ) άποψη. Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν αυτή η ερμηνεία αληθεύει, χρειάζεται να σταθούμε σε μερικά βασικά χαρακτηριστικά των εν λόγω γεγονότων. Κατ’αρχάς στο ξέσπασμα τυφλής βίας (γενικευμένοι εμπρησμοί, επιθέσεις σε πολίτες, βανδαλισμοί δημόσιων- κοινωνικών αγαθών, όπως σχολεία, παιδικοί σταθμοί, βιβλιοθήκες, λεωφορεία κλπ): το ότι η βία αυτή, η οποία έχει αναχθεί σε αυτοσκοπό, δεν κατευθύνεται ενάντια σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό ή οικονομικό θεσμό –ούτε και ενάντια στο σύστημα συνολικά, αλλά ενάντια στην κοινωνία την ίδια (βλ. π.χ. τους βανδαλισμούς δημόσιας-κοινωνικής περιουσίας)- δείχνει τον ξεκάθαρα απολίτικο χαρακτήρα των γεγονότων. Αυτό άλλωστε είναι και το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των ταραχών: όχι μόνο δεν θέτουν συνειδητά και ρητά υπό αμφισβήτηση τη σύγχρονη κοινωνική θέσμιση, αλλά δεν έχουν καν εκφράσει το οποιοδήποτε μεμονωμένο πολιτικό ή οικονομικό αίτημα. Οι ταραξίες, κρυμμένοι στο σκοτάδι της νύχτας, δεν έχουν επιδιώξει με κανέναν τρόπο ούτε καν να πουν στην κοινωνία «ποιοι είναι» και γιατί κάνουν αυτά που κάνουν. Λαμβάνοντας υπόψιν τα χαρακτηριστικά αυτά των γεγονότων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κάποιον υποτιθέμενο πολιτικό τους χαρακτήρα. Και υπό την έννοια αυτή η σύγκριση τους και μόνο με τις μεγάλες επαναστατικές στιγμές του γαλλικού παρελθόντος (Γαλλική Επανάσταση, Κομμούνα του Παρισιού, Μάης του ’68) είναι όχι απλά εντελώς άστοχη, αλλά και αποτελεί ύβριν σε βάρος της δημοκρατικής επαναστατικής παράδοσης της Δύσης. Κι αυτό διότι, με βάση αυτή την παράδοση επανάσταση/πολιτική δε σημαίνει φωτιές, οδοφράγματα, σφαγές και καταστροφές, αλλά αντιθέτως σημαίνει συνειδητή και διαρκής αυτοθέσμιση της κοινωνίας· δημιουργία δηλαδή αυτόνομων και δημοκρατικών οργάνων εξουσίας (συμβούλια, σοβιέτ κλπ), με σκοπό την αυτοκυβέρνηση της κοινωνίας. Βάσει αυτής της οπτικής όμως ο Μάης του ’68 –καθώς με αυτόν παρομοιάστηκαν τις περισσότερες φορές οι ταραχές- δεν θα πρέπει να συνδέεται τόσο με την περίφημη Νύχτα των οδοφραγμάτων, όσο με τις δημοκρατικές συνελεύσεις στη Σορβόννη και γενικότερα με τη διείσδυση της πολιτικής σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, μέσω των οποίων εκφράστηκε η συνολική αμφισβήτηση της σύγχρονής του κοινωνίας και η επιθυμία δημιουργίας μιας νέας.

To γεγονός όμως ότι τόσο εξόφθαλμα μη-πολιτικά γεγονότα εκλαμβάνονται ως πολιτικά είναι ενδεικτικό των ιδεολογικών σχημάτων βάσει των οποίων συνήθως ερμηνεύονται παρόμοια κοινωνικά φαινόμενα: εννοούμε την υπόρρητη μεταφυσική της εξέγερσης που αποτελεί βασικό στοιχείο, τόσο της μαρξιστικής, όσο και της αναρχικής θεώρησης των πραγμάτων. Η μεταφυσική αυτή συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται κάθε κοινωνική αναταραχή –αδιαφορώντας για το περιεχόμενο και τους διακηρυγμένους στόχους της- ως δυνάμει επαναστατική. Υπό το σκεπτικό αυτό όμως, το βάρος πέφτει όχι στην ανάγκη δημιουργίας νέων θεσμών, αλλά στη χρήση βίας, ως μέσου ανατροπής της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης: όπως λέει κι ο Μαρξ άλλωστε, «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σχεδόν αυτόματα σε μια φετιχοποίηση της βίας, πράγμα το οποίο εξορισμού μας βγάζει εκτός της πολιτικής σφαίρας. Και όχι απλά μας βγάζει από την πολιτική σφαίρα –η οποία είναι ο χώρος του ατέρμονου διαλόγου και της δημοκρατικής συζήτησης σχετικά με το ζήτημα του νόμου (των θεσμών) και της εξουσίας,- αλλά ακόμα περισσότερο είναι έκφραση τάσεων κυριαρχίας, ως προσπάθεια επιβολής του δίκαιου του ισχυρότερου: η επιβολή ενός καθεστώτος χαοτικής βίας, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα διαφορετικής άποψης, οδηγεί στην απόλυτη κυριαρχία και σε καμία περίπτωση στην ισότητα και στην ελευθερία.

Εν προκειμένω, στη Γαλλία, οι κυριαρχικές αυτές τάσεις διαφαίνονται, όχι μόνο από το ότι οι ταραξίες δεν έχουν προσπαθήσει να αιτιολογήσουν τη στάση τους, αλλά και από το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι μέλη συμμοριών, οι οποίες, με τη χρήση βίας, επιβεβαιώνουν κι επιβάλλουν την κυριαρχία τους στα προάστια και στις συνοικίες. Εκτός των άλλων, οι πράξεις των ταραξιών δίνουν και την καλύτερη αφορμή στο κράτος και στους συντηρητικούς (Σαρκοζί, Λεπέν κλπ) να αυξήσουν τα μέτρα καταστολής, πράγμα που φαίνεται να επιδοκιμάζει και η ίδια η κοινωνία. Από την πλευρά μας, ως πολιτική ομάδα, δεν ενδιαφερόμαστε να πάρουμε θέση απέναντι στα γεγονότα, λαμβάνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης: για εμάς είναι καταδικαστέες και οι δύο, καθώς καταφεύγουν στη βία και στην κυριαρχία, προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους (οι μεν με τις ταραχές, οι δε με την αστυνομία και την καταστολή) και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των πιθανών προβλημάτων. Αυτό που αντιθέτως όμως μας ενδιαφέρει, είναι η προσπάθεια κατανόησης και διαύγασης των αιτίων που οδηγούν στην παρούσα κατάσταση, ούτως ώστε να εξάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, υπό το επαναστατικό/πολιτικό πρίσμα.

Αν δούμε λοιπόν τα πράγματα υπό μια ψυχαναλυτική οπτική, βλέπουμε πως μια κοινωνία, ως προϊόν του εκκοινωνισμού των ατόμων (δηλαδή των ατομικών ψυχών), συνίσταται στον περιορισμό των πρωταρχικά ηδονιστικών τάσεων παντοδυναμίας υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται, μέσω της προσφοράς σε αυτά κάποιου νοήματος. Μέσω της προσφοράς νοήματος στην ψυχή, η κοινωνία της επιβάλλει τις αρχές της, περιορίζοντας έτσι την ηδονιστική παντοδυναμία της: έχουμε δηλαδή την επιβολή της αρχής της πραγματικότητας επί της αρχής της ηδονής. Αυτό ακριβώς είναι ο εκκοινωνισμός. Για να είναι όμως επιτυχημένη αυτή η κοινωνικοποίηση, πρέπει να προσφέρεται στην ψυχή ένα νόημα συνεκτικό και μεστό σημασιών, ούτως ώστε να ικανοποιήσει την πρωταρχική επιθυμία της ψυχής για ηδονή. Το νόημα που προσφέρει η κοινωνία στην ψυχή, ως προϊόν της φαντασιακής της δημιουργίας και το οποίο εκφράζεται από τους νόμους και τους θεσμούς της πρέπει απαραιτήτως να δίνει κάποιες στέρεες απαντήσεις σε θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα: Τι είμαστε; Ποιος ο λόγος ύπαρξής μας; Τί είναι ο θάνατος; Όταν η βασική αυτή προϋπόθεση δεν πληρείται, η θέσμιση της κοινωνίας υπονομεύεται, καθώς τα άτομα, μην αντλώντας από αυτήν καμιά ψυχική ασφάλεια και ικανοποίηση, στρέφονται στην πρωταρχική ψυχική τους κατάσταση, αναζητώντας πλέον ικανοποίηση, όχι στο νόημα, αλλά στην ηδονή. Έτσι, έννοιες όπως αυτές του καθήκοντος ή του νόμου, οι οποίες ακριβώς συνίστανται στον περιορισμό της αρχής της ηδονής, παύουν να τηρούνται και να γίνονται σεβαστές. Οδηγούμαστε όμως με αυτόν τον τρόπο σε μια κατάσταση ανομίας, όπου ο καθένας –στο μέτρο του δυνατού- κάνει ό,τι θέλει, μη λαμβάνοντας υπόψη του κανέναν περιορισμό.

Μια τέτοια κατάσταση ανομίας βλέπουμε να εκφράζεται μέσω των ταραχών στη Γαλλία: μια κοινωνική μερίδα, η οποία, όπως προείπαμε, δεν έχει καθόλου ενδιαφερθεί να γνωστοποιήσει στην υπόλοιπη κοινωνία τους σκοπούς και τις θέσεις της, καταφεύγει στη βία, προσπαθώντας να επιβάλει με το «έτσι θέλω» στην κοινωνία τις επιθυμίες της. Η κατάσταση αυτή εκφράζει την κρίση εκκοινωνισμού που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, των οποίων η θέσμιση φαίνεται να μη μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη νοηματικής πλήρωσης των μελών τους: από τη στιγμή που η κοινωνία δεν μπορεί να απαντήσει με πειστικό τρόπο στα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα των μελών της, αυτά αυτοδικαιοδοτούνται να αναζητήσουν από μόνα τους ένα λόγο ύπαρξης, καταφεύγοντας με τον τρόπο αυτό σε συμπεριφορές ανάλογες με αυτή των γάλλων ταραχοποιών. Συνεπώς, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στη Γαλλία είναι η απεγνωσμένη κατάσταση μιας κοινωνίας που δεν ξέρει τι κάνει και πού βαδίζει: υπό αυτή την έννοια γίνεται απόλυτα κατανοητή και η στάση του μεγαλύτερου κομματιού της κοινής γνώμης, όχι τόσο της γαλλικής, αλλά κυρίως αυτής των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η οποία, υπό την κάλυψη της «κατανόησης» φαίνεται να επικροτεί ξεκάθαρα τη στάση των ταραξιών. Να ξεκαθαρίσουμε βέβαια, στο σημείο αυτό, πως όταν κάνουμε λόγο για την κρίση εκκοινωνισμού και νοήματος που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, δεν υπονοούμε σε καμιά περίπτωση πως αυτές είναι δείγματα ωρίμανσης κάποιων υποτιθέμενων «επαναστατικών συνθηκών».

Και κάτι τελευταίο: πολλοί έχουν αναφερθεί στις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των γαλλικών προαστίων –ιδιαιτέρως στο Παρίσι- προκειμένου να δικαιολογήσουν τη στάση των ταραξιών, ως αντίδραση στις συνθήκες αυτές. Η εκτίμηση αυτή όμως, παρ’ ότι μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αληθεύει –κανείς άλλωστε δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του κοινωνικού αποκλεισμού και του ρατσισμού- είναι επιφανειακή ως προς την ερμηνεία της ιδιαιτερότητας του φαινομένου (της ακραίας βίας, της ηθελημένης ανωνυμίας των πρωταγωνιστών κλπ). Κι αυτό διότι παραβλέπει το θεμελιώδες γεγονός πως, παρόλο που πολλές μειονότητες γνώρισαν στο παρελθόν συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, πολύ χειρότερες μάλιστα από αυτές των παρισινών γκέτο –χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μαύροι στην Αμερική- όχι μόνο δεν παρεκτράπηκαν σε ανάλογη καταστροφική μανία, αλλά ανέλαβαν δράση με σκοπό τη βελτίωση της θέσης τους και την εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων. Τίποτα από αυτά όμως δε φαίνεται να επιθυμούν οι Γάλλοι ταραξίες: αυτό που φαίνεται αντίθετα να επιθυμούν είναι η ικανοποίηση της εκδίκησης έναντι της κοινωνίας και του κράτους που τους καταπιέζουν.

Saturday 20 January 2007

Τα θύματα του ολοκληρωτισμού ξαναδολοφονούνται

[Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 28/05/05]


Αφορμή για την παρέμβασή μας αυτή στάθηκε το κείμενο του Θ. Τσιριγώτη -εκπροσώπου του Μ-Λ ΚΚΕ- με τίτλο «60 χρόνια από τη μεγάλη νίκη» (Ελευθεροτυπία 16/5/2005), στο οποίο ο συντάκτης, μεταξύ άλλων, καταγγέλλει ως «προκλητικά» και κατευθυνόμενα από έναν «ολόκληρο τρομακτικό σε δύναμη μηχανισμό» με τα «ιστορικά παπαγαλάκια του» και ως προιόντα «ανοιχτού και χυδαίου αντικομμουνισμού», όχι μόνο τα ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου τα οποία ζητούν την εξίσωση του Στάλιν με τον Χίτλερ, ως «δικτάτορες ενωμένους ενάντια στις δημοκρατικές προσδοκίες των λαών της Ευρώπης», αλλά και την προτροπή της Ευρωπαικής Ένωσης προς την Ρωσία για την απότιση φόρου τιμής στα θύματα όχι μονό του ναζισμού, αλλά και του μπολσεβικισμού. Ο συντάκτης του κειμένου αυτού, εξαίροντας την νίκη των σοβιετικών επί του Χίτλερ στον Β’ Π.Π. –αποσιωπώντας φυσικά το γεγονός της σύναψης συμμαχίας μεταξύ Στάλιν και Χίτλερ τον Αύγουστο του 1939, όπως επίσης και την στάση της τότε σταλινικής αριστεράς, η οποία, μην ξέροντας τί να πει, ανακάλυπτε «σοσιαλιστικά στοιχεία στο ναζισμό που τώρα με τη συμμαχία του με την ΕΣΣΔ και τη φιλική επαφή του με τους ρώσους, αυτά θα συνειδητοποιούνταν και θα αναπτύσσονταν» (Α. Στίνας, Αναμνήσεις- 60 χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης, σελ. 246) - προσπαθεί ολοφάνερα να αθωώσει τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό από όλα τα φρικιαστικά εγκλήματα της αιματοβαμμένης ιστορίας του. Τα οποία εγκλήματα βέβαια δεν περιορίζονται μόνο στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν παγκοσμίως, από όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα –από τη Ρωσία και την Κίνα ως την Καμπότζη και την Κούβα- από την εποχή του Λένιν και του Τρότσκι μέχρι τις μέρες μας (βλ. τον «κομμαντάτε» δικτάτορα Κάστρο), αλλά επεκτείνωνται και στην καταστροφή ενός μεγάλου μέρους της ανθρώπινης πολιτισμικής δημιουργίας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στα πλάισια της παραπάνω του προσπάθειας, φανερά υπονοείται πως όποιος καταγγέλει τα εγκλήματα του κομμουνισμού είναι κατευθυνόμενος από τις σκοτεινές δυνάμεις του καπιταλισμού και των Αμερικανών, λέγοντας με φανερή ειρωνία πως ο όρος ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι «προσφιλής στην αστική και αντικομμουνιστική πολιτική»: όποιος δηλαδή δεν είναι με τον Στάλιν και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι με τον καπιταλισμό, τους «αστούς» και τους «Αμερικάνους»: άνθρωποι δηλαδή όπως η Χάννα Άρεντ, ο Όργουελ, ο Σολζενίτσιν, ο Κώστας Παπαιωάννου, αλλά και ο Στίνας και ο Καστοριάδης πληρώνονταν από την CIA και τον Κίσινγκερ για να λένε αυτά που έλεγαν...

Αυτός ο ιδεολογικός εκβιασμός όμως, αν και αποτελεί συνήθη λενινιστική πρακτική, στην ελληνική περίπτωση φτάνει στα άκρα: οποιαδήποτε εκδήλωση δεν τυγχάνει της έγκρισης των οπαδών του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού «απαγορεύεται» με συνοπτικές διαδικασίες και διαλύεται δια της βίας. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τακτικής αποτελεί η εισβολή ομάδας μελών του ΚΚΕ με επικεφαλής τον βουλευτή Τ.Τσιόγκα σε εκδήλωση στη Λάρισα με θέμα τον αντιαμερικανισμό. Το συμβάν αυτό έρχεται να προστεθεί στη μακρά αντιδημοκρατική παράδοση της οποίας γνωστότερο παράδειγμα αποτελεί η εισβολή και διάλυση της παρουσίασης του βιβλίου Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού πριν λίγα χρόνια στη Θεσ/κη. Είναι καιρός όμως να τελειώνουμε με το δογματισμό, ούτως ώστε να ανοίξει επιτέλους ένα πεδίο διαλόγου, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής, μακρυά τόσο από τις κομμουνιστικές δικτατορίες, όσο και από τις ανακηρυγμένες σε «δημοκρατίες» φιλελεύθερες ολιγαρχίες -οι οποίες ωστόσο επιτρέπουν την ελευθερία του λόγου εν αντιθέσει με τα κομμουνιστικά καθεστώτα...

Το Ισλάμ και η Δύση

[Προκήρυξη που κυκλοφόρησε την Άνοιξη του 2006. Μια πιο γενική μορφή της -δίχως την προσθήκη για το Ιράν- είχε μοιραστεί σε αντιπολεμικό συλαλλητήριο του Μαρτίου του 2005]

Ο πόλεμος στο Ιράκ οδήγησε σημαντικό κομμάτι του αντιπολεμικού κινήματος στη συλλήβδην καταδίκη του δυτικού πολιτισμού. Με αυτή του τη στάση όμως, το κομμάτι αυτό του αντιπολεμικού κινήματος ουσιαστικά αρνείται να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως προιόν-συνέχεια της δημοκρατικής παράδοσης της Δύσης.

Η ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού συνίσταται στο ότι διέπεται από δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους κοινωνικές φαντασιακές σημασίες: τη δημοκρατική, ως εκδήλωση της οποίας μπορούμε για παράδειγμα να εκλάβουμε τη δημιουργία της πολιτικής (τα κινήματα δηλαδή για την κοινωνική χειραφέτηση, την ισότητα, την αυτοκυβέρνηση κλπ) και την ετερόνομη, ως έκφραση της οποίας μπορούμε να αναφέρουμε την κάθε είδους κυριαρχία (ολιγαρχία, θεοκρατία, ολοκληρωτισμοί κλπ)― πιο πρόσφατη εκδήλωσή της τελευταίας αποτελεί άλλωστε ο πόλεμος στο Ιράκ. Συνεπώς, η συλλήβδην καταδική της Δύσης, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω περιλαμβάνει όχι μόνο το ετερόνομο, αλλά και το δημοκρατικό στοιχείο, στοιχείο θεμελιώδες για κάθε κίνημα πολιτικής αμφισβήτησης. Όποιος όμως απορρίπτει το στοιχείο αυτό τίθεται αυτομάτως και οικειοθελώς εκτός επαναστατικής παράδοσης, διακόπτοντας κάθε σχέση με την πολιτική.


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ» ΙΣΛΑΜ

Μεγάλα κομμάτια της Δύσης που αντιτίθενται στον καπιταλισμό συσπειρώνονται γύρω από τα φονταμενταλιστικά ισλαμιστικά κινήματα, καθώς μετά και την επίσημη χρεωκοπία των κομμουνιστικών καθεστώτων και ιδεολογιών, η διάψευση της θεωρίας για την ύπαρξη ενός «επαναστατικού υποκειμένου» δημιουργεί την τάση «επινόησης» νέων τέτοιων υποκειμένων, ένα απ΄τα οποία είναι και οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές. Στην πραγματικότητα όμως, οι ισλαμιστές όχι μονο δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα με τον καπιταλισμό, αλλά μάλιστα χρησιμοποιούν την καπιταλιστική τεχνολογία ή τη γνώση και αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας. Αυτό που πολεμούν στο δυτικό κόσμο είναι όχι βέβαια ο καπιταλισμός, αλλά αξίες όπως αυτές της εκκοσμίκευσης, της ισότητας, της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης, της απελευθέρωσης της γυναίκας, της σεξουαλικής ελευθερίας κλπ: ό,τι με λίγα λόγια συνιστά αυτό που παραπάνω χαρακτηρίσαμε ως δημοκρατικό στοιχείο. Η θεώρηση των ισλαμιστών φονταμεταλιστών ως επαναστατικών υποκειμένων οφείλεται στη σύγχιση του ετερόνομου και του δημοκρατικού στοιχείου της Δύσης: βάσει αυτής της σύγχισης, όποιος αντιτίθεται στο δυτικό πολιτισμό σημαίνει ότι αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Και μιλάμε για σύγχιση, διότι τα κινήματα αμφισβήτησης του καπιταλισμού -και όχι μόνο- είναι γεννήματα αποκλειστικά της Δύσης, καθώς η ιδέα της αμφισβήτησης κάθε παγιωμένης αντίληψης είναι θεμελιακό χαρακτηριστικό του δυτικού φαντασιακού και της κοινωνίας, σε όλες τους τις εκφάνσεις. Εν κατακλείδι, η υπεράσπιση των φονταμενταλιστικών κινημάτων σημαίνει την υποστήριξη των θεοκρατικών καθεστώτων και του σκοταδισμού (κάτι που φαίνεται και μέσα από τις πρακτικές της λεγόμενης ιρακινής αντίστασης, η οποία δολοφονεί αδιακρίτως στο όνομα του Αλλάχ- κάτι που αυτομάτως την εξισώνει με τα αμερικανικά στρατεύματα που πλήττουν νοσοκομεία και λαϊκές αγορές), όπως επίσης και η κριτική του δυτικού πολιτισμού αποτελεί εκ των πραγμάτων τοποθέτηση στην ιστορική του παράδοση, δεδομένου πως αυτός –ακριβώς λόγω του δημοκρατικού του στοιχείου- είναι ο μονος που επιτρέπει την αυτοαμφισβήτηση.


Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε αφορμή για να έρθουν ρητά σε αντιπαράθεση οι βαθιά διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις του Ισλάμ και της Δύσης: απ’τη μία μεριά θεοκρατικές κοινωνίες, προσκολλημένες στο θρησκευτικό φαντασιακό και στη παράδοση και απ’την άλλη κοινωνίες όπου το θρησκευτικό στοιχείο έχει περιοριστεί αυστηρά στην ιδιωτική σφαίρα. Συνεπώς το χρέος της Δύσης, ως πολιτικής κοινωνίας είναι αφενός η συνεχής προσπάθεια διάδοσης των δημοκρατικών ιδεών και αξιών μέσω ενός δημοκρατικού κινήματος και αφετέρου η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός πεδίου διαλόγου με τις κοινωνίες της Ανατολής με σκοπό την δίαρρηξη της κλειστότητάς τους. Αντ’αυτού όμως, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες -και εδώ ακριβώς έγκειται η ιστορική τους ευθύνη- έχουν παραδοθεί στην απάθεια, την ατομικιστική ηδονοθηρία και τον καταναλωτισμό και καθόλου δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν ένα τέτοιο κίνημα, αφού έχουν παραχωρήσει στις πολιτικές και οικονομικές ολιγαρχίες την διαχείριση της δημόσιας σφαίρας τους. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η επικράτηση του ετερόνομου-κυριαρχικού στοιχείου της Δύσης εις βάρος του δημοκρατικού, γεγονός που επιτρέπει την διεξαγωγή πολέμων σαν αυτόν στο Ιράκ. Διότι φυσικά κανένας που υποστηρίζει το δημοκρατικό κίνημα δεν μπορεί ποτέ να είναι υπέρ αυτού πολέμου, για τον απλούστατο λόγο πως η δημοκρατία δεν επιβάλλεται –αντίθετα με αυτά που συνήθως ακούγονται. Πόσο μάλλον δια της στρατιωτικής βίας. Κι αυτό, διότι λέγοντας δημοκρατία δεν εννοούμε τις σημερινές φιλελεύθερες ολιγαρχίες της Δύσης, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο θεμελιώνεται στην πολιτική και οικονομική ισότητα και του οποίου οι θεσμοί αποτελούν προϊόν της ρητής και συνειδητής δημιουργικής δραστηριότητας ολόκληρης της κοινωνίας, μέσω της συνεχούς ενασχόλησής της με τα κοινά.



ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ [προσθήκη Μαΐου 2006]



Είναι αλήθεια ότι, σε περίπτωση που το Ιράν καταφέρει να κατασκευάσει πράγματι ένα πυρηνικό οπλοστάσιο, θα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από άλλες χώρες, που διαθέτουν ανάλογο οπλοστάσιο, όπως πχ η Γαλλία και απλώς πιο επικίνδυνο από τις ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με τα καθεστώτα της Δύσης, τα οποία, αν και ολιγαρχικά, είναι σε ουσιαστικό βαθμό φιλελεύθερα, το Ιράν κυβερνάται από μια βαθιά συντηρητική και φανατική θεοκρατία, η οποία τον τελευταίο καιρό υιοθετεί όλο και πιο ακραίες και προκλητικές στάσεις: οι δηλώσεις του προέδρου Αχμαντινεζάντ περί της «εξάλειψης του Ισραήλ από το χάρτη» και περί της δήθεν ανυπαρξίας του Ολοκαυτώματος είναι απροκάλυπτα ρατσιστικές και αποκαλύπτουν τις διαθέσεις της ιρανικής θεοκρατίας και των διεθνών συνοδοιπόρων της, όπως είναι στη χώρα μας οι κ.κ. Παπαρήγα, Καρατζαφέρης και Αλαβάνος, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να ταχθούν, εμμέσως πλην σαφώς, με το μέρος της. Και καλά οι δύο πρώτοι, οι οποίοι είναι γνωστοί εκφραστές του εθνικιστικού και λαϊκιστικού ολοκληρωτισμού· ο κος Αλαβάνος όμως, ο οποίος ηγείται ενός φιλελεύθερου κόμματος, τι δουλειά έχει να κάνει χειραψίες με τον ιρανό πρέσβη, ο οποίος είναι επίσημος εκπρόσωπος ενός θεοκρατικού και ολοκληρωτικού καθεστώτος;

Ακριβώς επειδή τα καθεστώτα της Δύσης είναι φιλελεύθερα, η ενασχόληση με τη δημοκρατική πολιτική είναι δυνατή μέσα στους κόλπους τους, πράγμα που σημαίνει, πως στην περίπτωση χρήσης των πυρηνικών όπλων, είναι δυνατό να εγερθούν σημαντικές αντιδράσεις. Στο Ιράν αντιθέτως, η απόλυτη κυριαρχία του ισλαμιστικού ιερατείου αποκλείει κάθε δυνατή αντιπολίτευση, πράγμα που σημαίνει, πως πιθανή απόφαση, από πλευράς του για χρήση πυρηνικών όπλων, δε θα συναντούσε καμιά αντίσταση. Παρ’ όλα αυτά όμως, το γεγονός πως, από τη μια πλευρά, το Ιράν είναι πιο επικίνδυνο από τα δυτικά κράτη και πως, από την άλλη, η κατασκευή και πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων, από πλευράς του, δεν είναι ουδόλως απλά ένα «εσωτερικό» του ζήτημα, δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση άλλης χώρας στο έδαφός του. Αν ζητούμενο είναι η διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης, ακόμα και υπό συνθήκες ολιγαρχίας και καπιταλισμού, αυτό, που οφείλει το δημοκρατικό κίνημα να απαιτήσει, είναι ο παγκόσμιος αφοπλισμός, τουλάχιστον –και σε ένα πρώτο επίπεδο- όσον αφορά στα πυρηνικά, χημικά και λοιπά όπλα μαζικής καταστροφής: όπως σωστά δεν πρέπει να έχει και να χρησιμοποιεί πυρηνικά κλπ όπλα το Ιράν, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο πρέπει και όλες οι υπόλοιπες χώρες, που διαθέτουν ανάλογα όπλα, να αφοπλιστούν εδώ και τώρα. Οποιαδήποτε στάση ζητά την εξαίρεση είτε της μιας πλευράς (Ιράν: αριστεροί, αναρχικοί, λαϊκιστική δεξιά) είτε της άλλης (ΗΠΑ και Ευρώπη: φιλελεύθεροι ολιγαρχικοί, αντιισλαμιστές), συναινεί εκ των πραγμάτων σε οποιαδήποτε πιθανή μαζική σφαγή.

Όπως είναι φυσικό, οι κυρίαρχες ολιγαρχίες του πλανήτη –τόσο οι φιλελεύθερες, όσο και οι δικτατορικές και οι θεοκρατικές- δε θα συναινέσουν ποτέ από μόνες τους σε μια προοπτική αφοπλισμού. Μόνο ένα δημοκρατικό κίνημα, που θα αγωνιστεί –μεταξύ πολλών άλλων- και για την εξάλειψη των όπλων μαζικής –και όχι μόνο- καταστροφής θα εξαναγκάσει τα κράτη να αφοπλιστούν. Αν ακολουθήσουμε αυτό το σκεπτικό, το οποίο είναι ουσιωδώς πολιτικό και δημοκρατικό, οφείλουμε να πούμε, πως και στην παρούσα κατάσταση η μόνη πραγματική και ειλικρινής λύση –λύση η οποία είναι και η μόνη, που μπορεί, αν όχι να τερματίσει, τουλάχιστον να περιορίσει σημαντικά, τη διεξαγωγή πολέμων- είναι η ανατροπή των σύγχρονων ολιγαρχιών και η εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, σαν αυτό, που περιγράψαμε παραπάνω. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μόνο διά της πολιτικής ενεργοποίησης της μέγιστης πλειοψηφίας των δυτικών κοινωνιών, οι οποίες, ακριβώς επειδή είναι κληρονόμοι του αυτόνομου και δημοκρατικού φαντασιακού, για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως, μπορούν –αν το αποφασίσουν- να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να προσπαθήσουν, στη συνέχεια, να μεταλαμπαδεύσουν –διά του παραδείγματός τους- το επαναστατικό και δημοκρατικό φαντασιακό στις ετερόνομες και φονταμενταλιστικές κοινωνίες της Ανατολής. Δυστυχώς όμως, όπως το έχουμε ήδη πει, το δημοκρατικό και αυτόνομο κίνημα έχει πεθάνει, καθώς οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να αδιαφορούν για την πολιτική και να θεωρούν πιο σημαντική την ατομική τους καλοπέραση και την ηδονή. Από την πλευρά μας όμως, λαμβάνοντας υπόψην αυτή τη θεμελιακή παράμετρο και μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας σφαγής, δε μπορούμε παρά να προπαγανδίσουμε την ανάγκη εξεύρεσης μιας διπλωματικής λύσης, η οποία θα αποτρέψει κάθε στρατιωτική επέμβαση και κάθε πολεμική σύρραξη.

Κι αυτό διότι, σε αντίθεση με τη χυδαιότητα του σύγχρονου απαθούς ανθρώπου, ο οποίος αποτιμώντας τα πάντα βάσει κριτηρίων οικονομιστικών και λειτουργιστικών, απεύχεται το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης, μόνο και μόνο για να μην ακριβύνει το πετρέλαιο και η βενζίνη, εμείς ως πολιτικοί άνθρωποι, που εργαζόμαστε για τη δημιουργία μιας κοινωνίας ελεύθερης, δημιουργικής και δημοκρατικής, διαπνεώμαστε από ανθρωπιστικές αξίες και ιδεώδη, τα οποία δε μας επιτρέπουν να παραμένουμε απαθείς, τη στιγμή, που γνωρίζουμε, ότι απειλούνται ανθρώπινες ζωές και παραβιάζονται, από τις κυβερνώσες ολιγαρχίες, θεμελιώδη δικαιώματα.


ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΣΟ ΤΩΝ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΩΝ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ