Thursday 31 May 2007

Η δημιουργικότητα στην εποχή του κενού

[Μοιράστηκε σε 500 αντίτυπα στο jazz φέστιβαλ της Αθήνας, 01/06/2007]


Η jazz είναι μια κοινωνικοϊστορική δημιουργία που ανήκει στην ιστορική περίοδο της Νεωτερικότητας (σχηματικά: 1750-1950). Η Νεωτερικότητα, με τη σειρά της, έρχεται ως συνέχεια της αφύπνισης των δυτικών ανθρώπων από τα σκοτάδια του πρώιμου Μεσαίωνα, αφύπνιση η οποία εκφράζεται καθαρά κατά τον 12ο και 13ο αιώνα μέσω της (επανα)δημιουργίας των ελεύθερων πόλεων και της φιλοσοφίας, όπως επίσης και μέσω της απελευθέρωσης της τέχνης από τη μουμιοποίηση στην οποία την είχε καταδικάσει η θεοκρατία: γοτθική γλυπτική, επανάσταση του Giotto στη ζωγραφική, αριστουργήματα της γοτθικής ναοδομίας στην αρχιτεκτονική, ανάπτυξη της πολυφωνίας στη μουσική. Σε ό,τι αφορά στον Δυτικό πολιτισμό, το ξεπέρασμα των σκοτεινών αιώνων σηματοδοτεί την επιστροφή στην ακμαία δημιουργικότητα της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας (8ος – 4ος αιώνας πΧ). Ουσία της δυτικής παράδοσης είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να θέτει τους θεσμούς και τις ιδέες του υπό αμφισβήτηση, σπάζοντας τα ταμπού και τα διανοητικά του δεσμά σε όλα τα πεδία: πολιτικό, φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό, σεξουαλικό κλπ. Αυτή η επιθυμία της ελευθερίας είναι, την ίδια στιγμή, επιθυμία δημιουργίας, καθώς η κατάρρευση των τοτέμ και των ταμπού απελευθερώνει τις ποιητικές δυνάμεις της ανθρώπινης φαντασίας –τόσο στην ψυχική της διάσταση, ως ριζική φαντασία, όσο και στην κοινωνική διάσταση, ως συλλογικό φαντασιακό- και οδηγεί τους ανθρώπους στην εξερεύνηση νέων μορφών και τρόπων ύπαρξης. Εξάλλου, μια κοινωνία η οποία προσπαθεί να είναι ελεύθερη και αυτόνομη, γνωρίζει από την πρώτη στιγμή ότι ο κόσμος δεν έχει κανένα νόημα από μόνος του –γιατί αν είχε, θα έπρεπε να του το είχε δώσει ο Θεός, ο οποίος όμως, ως γνωστόν, δεν υπάρχει-, πράγμα που της αφήνει ανοιχτό το πεδίο, για να δημιουργήσει η ίδια το δικό της νόημα. Ο Δυτικός πολιτισμός[1] είναι πολιτισμός απελευθερωτικός, σε όλα τα πεδία, διότι διέρρηξε την ετερονομία και τον διανοητικό εγκλεισμό υπό τον οποίο ήρθε στον κόσμο ο άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά, η πορεία προς την αυτονομία δεν «ολοκληρώθηκε» ποτέ.

Λέμε ποτέ και όχι ακόμη, διότι εδώ και μερικές δεκαετίες, ο δυτικός πολιτισμός έχει καταρρεύσει. Αυτό που είναι γνωστό ως «μεταμοντερνισμός» είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου του δυτικού πολιτισμού, με ό,τι φυσικά αυτός συνεπαγόταν: την επιθυμία των ανθρώπων να είναι ελεύθεροι και δημιουργικοί σε όλα τα πεδία της ατομικής και κοινωνικής τους ζωής[2]. Η κοινωνία των τελευταίων 40 ετών χαρακτηρίζεται από μια στειρότητα και μια χαύνωση άνευ προηγουμένου. Κυριαρχείται από μια απάθεια συνολική, η οποία εκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας και όχι μόνο στην πολιτική. Αυτό συμβαίνει, διότι οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον νόημα στη ζωή τους, καθώς, εδώ και κάποιες δεκαετίες, όλες οι αξίες –καλές ή κακές, δεν έχει σημασία εν προκειμένω- έχουν καταρρεύσει, με αποτέλεσμα η κοινωνία έχει αντικατασταθεί από ένα πλήθος lifestyle υποκουλτουρών. Οι άνθρωποι της εποχής μας βιώνουν ένα πρωτοφανές κενό νοήματος, καθώς η κοινωνία δεν τους προσφέρει τίποτε που να μπορεί να τους ενεργοποιήσει δημιουργικά. Η περίφημη «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό», για την οποία μιλούσε ο Freud, έχει οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο στην παράλυση. Δεν υπάρχει καμία όρεξη για ζωή, οι άνθρωποι ζουν σαν να είναι διαρκώς υπό την επήρεια κάποιας ψυχοτρόπου ουσίας. Ό,τι κάνουν, το κάνουν, για να ξεχνούν το κενό που τους βασανίζει: είτε εγκαταλείπονται στους φρενήρεις –και απάνθρωπους- ρυθμούς του σύγχρονου τρόπου διασκέδασης, είτε κάνουν shopping therapy, είτε είναι μεθυσμένοι, συνεχώς προσπαθούν να διατηρούνται σε ένα καθεστώς χαύνωσης και νιρβάνα, ούτως ώστε να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τα υπαρξιακά ζητήματα που μας θέτει η ζωή.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, είναι προφανές ότι η δημιουργικότητα, σε όλα τα πεδία: από την τέχνη και τη φιλοσοφία, μέχρι τον έρωτα, το χιούμορ και την καθημερινή μας συμπεριφορά, έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Αν εξαιρέσουμε διάφορες μεμονωμένες περιπτώσεις και κινήματα, τα οποία ουσιαστικά, αντί να έχουν πλέον ρόλο πρωτοπορίας, είναι μάλλον ιστορικά κατάλοιπα περασμένων εποχών –όπως είναι για παράδειγμα η jazz-, μια μορφή «τελευταίων νησιών αντίστασης μέσα σε έναν κόσμο όπου η πλευρά της χυδαιότητας ανεβαίνει κάθε μέρα»[3], το «επίσημο» στίγμα της σύγχρονης κοινωνίας, το καινούργιο που φέρνει στον κόσμο, είναι το ΚΕΝΟ, το σκέτο τίποτα. Γι’ αυτό και κοινωνιολόγοι σαν τον Lipovetsky αποκαλούν τον μεταμοντερνισμό εποχή του κενού. Το περίφημο κομμάτι του Cage 4'33'' και το αποστειρωμένο βλέμμα του Andy Warhol ή των ηρώων του Haneke αποκρυσταλλώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη σύγχρονη κατάσταση. Από τη στιγμή που τα ιστορικά κινήματα του μοντερνισμού κατέρρευσαν, τίποτε καινούργιο δεν έχει δημιουργηθεί, για να τα αντικαταστήσει. Τη σκυτάλη υποτίθεται πως την έχει πάρει το underground, πράγμα που -από ιστορικής απόψεως τουλάχιστον- είναι σωστό. Πέραν όμως της παρατήρησης ότι το underground, από τη φύση του, ως η τέχνη μιας κοινωνίας υποκουλτούρων και μικροομάδων, δεν μπορεί να δώσει –και δεν έδωσε- έργα αντάξια των αριστουργημάτων του παρελθόντος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ακόμα και σε αυτό το επίπεδο τα πράγματα έχουν αρχίσει, εδώ και κάποια χρόνια, να χωλαίνουν.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της μουσικής. Μετά από τη δημιουργία του rock και των κύριων μετεξελίξεών του (punk, metal, hardcore κλπ) και αφού αυτές οι μετεξελίξεις μετεξελίχθηκαν κι αυτές με τη σειρά τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι υποκατηγορίες τους να δημιουργούνται πλέον μέσω της αντιμετάθεσης των συνθετικών των ονομάτων τους, έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ένα απίστευτο πλήθος συγκροτημάτων ή μεμονωμένων καλλιτεχνών, εκ των οποίων όμως σχεδόν κανείς δεν προσπαθεί να πει κάτι καινούργιο. Ακόμη και το noise, το οποίο μπορεί εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί ως κάτι αρκετά ριζοσπαστικό, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια εφαρμογή των ιδεών των φουτουριστών της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα[4]. Τώρα τελευταία μάλιστα, δείχνει να έχει σταματήσει κι η παραγωγή καινούργιων υποειδών. Γι’ αυτό έχει γίνει στροφή στην ανοιχτή αντιγραφή του παρελθόντος και στο έθνικ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εμπορικότερο ίσως είδος «σοβαρής» μουσικής στις μέρες μας είναι το λεγόμενο post rock, το οποίο –όπως λέει και το όνομά του και όπως το φανερώνει επίσης το look των συγκροτημάτων που το παίζουν- είναι μια σκέτη αντιγραφή των Beatles και των υπόλοιπων συγκροτημάτων εκείνης της εποχής[5]. Την ίδια στιγμή, το άνοιγμα στο έθνικ γίνεται με τρόπο καθαρά τουριστικό, δίχως καμιά αξίωση δημιουργικότητας. Η αντίθεση με τον μοντερνισμό, ο οποίος ανοίχθηκε στη δημιουργία των μη δυτικών πολιτισμών[6], προκειμένου να αντλήσει έμπνευση και νέες φόρμες, είναι απόλυτη. Το έθνικ εξάλλου είναι πιο «βολικό» για τον σύγχρονο άνθρωπο, σε σχέση, ας πούμε με την κλασική μουσική, καθώς δεν απαιτεί μεγάλη δέσμευση και είναι συμβατό με το γενικότερο κλίμα πάρτυ και διασκέδασης που επικρατεί στις μέρες μας[7].
Διότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής είναι η μετατροπή της ελαφρότητας και της μη σοβαρότητας σε βασικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ό,τι κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος το κάνει με τρόπο ψόφιο, δίχως να το πολυπιστεύει, απλώς για να περνά ευχάριστα την ώρα του. Το lifestyle καραδοκεί και έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τα πάντα: οι στρατιές των διάφορων ψευτοσινεφίλ που εμφανίζονται κατά στίφη την περίοδο των διάφορων κινηματογραφικών φεστιβάλ αρκούν, για να το αποδείξουν. Η μεγάλη τέχνη όμως δε βγαίνει μέσα από τη μετριότητα και τη βαρεμάρα. Είναι, αντίθετα, μια διαρκής πάλη ενάντια στο κοινότοπο, το μέτριο και το χυδαίο.

Εδώ όπου έχουμε φτάσει πλέον, η αναθέρμανση της καλλιτεχνικής –και γενικώς «πολιτιστικής»- δημιουργίας είναι αναγκαστικά και εγγενώς συνδεδεμένη με την επανεμφάνιση του δημοκρατικού επαναστατικού προτάγματος στην πολιτική. Η έξοδος από τη σημερινή χαυνωση απαιτεί ένα δημιουργικό ταρακούνημα άνευ προηγουμένου. Αυτό το ταρακούνημα όμως, εκ της φύσεώς του, δε μπορεί να περιοριστεί σε ένα μόνο επίπεδο της κοινωνικής δημιουργίας. Αναγκαστικά θα είναι –αν ποτέ συμβεί- «ολικό». Μια κοινωνία που βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο στον τηλεοπτικό και καταναλωτικό αυνανισμό δε μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ελεύθερη, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν μπορεί να είναι δημιουργική μια κοινωνία που εκτρέφει όντα όπως –χρησιμοποιούμε εγχώρια παραδείγματα- Κωστάκης Καραμανλής, Γ. Πρετεντέρης, Μανώλης Καψής, Γ. Αυτιάς, Άννα Παναγιωταρέα, Ντόρα Μπακογιάννη, Γ. Αρναούτογλου, Βίκυ Φλέσσα κλπ.

Επειδή όμως ότι την ιστορία την κάνουμε εμείς οι άνθρωποι και όχι τα αόρατα κέντρα που ονειρεύονται μερικοί παρανοϊκοί, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ανοιχτή στο καινούργιο, το απρόβλεπτο και το πρωτότυπο, δεν είναι ποτέ αργά για να φωνάξουμε, ακολουθώντας τον Τζίμη Πανούση, έστω και στο παρά πέντε : ΖΗΤΩ ΤΟ VIVERE PERICOLOSAMENTE!


__________________________________
[1] Δηλ. ο πολιτισμός που εμφανίζεται στη δυτ. Ευρώπη από το τέλος των σκοτεινών χρόνων και ο οποίος αφομοιώνει δημιουργικά την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Αναφερώμαστε φυσικά στα δημοκρατικά και απελευθερωτικά στοιχεία αυτού του πολιτισμού, τα οποία εξάλλου είναι αυτά που τον διακρίνουν από τους υπόλοιπους πολιτισμούς: βλ. το κείμενό μας «Το Ισλάμ και η Δύση» (στο παρόν blog).

[2] Όταν μιλάμε περί δημιουργικότητας δεν την εννοούμε «ποσοτικά». Δεν εννοούμε δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν καλλιτέχνες οι φιλόσοφοι. Αντίθετα, αυτό στο οποίο στοχεύει η αυτονομία, είναι ένας τύπος ανθρώπου και μια κοινωνία ανοιχτοί στην αποδοχή του καινούργιου, σε όλες του τις μορφές.

[3] Κ. Καστοριάδης, Fenêtre sur le Chaos, Παρίσι, Seuil, σ. 138.

[4] Συγκεκριμένα του Luigi Russolo. Εξάλλου ο δημιουργός του noise, ο ιάπων Masami Akita –γνωστότερος ως Merzbow-, δηλώνει ρητά ότι σημείο αναφοράς του είναι οι φουτουριστές και οι ντανταϊστές. Γι’ αυτό και το ψευδώνυμό του το έχει πάρει απ’ τον Kurt Schwitters.

[5] Μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική νοσταλγία των ‘60’s η οποία εκφράζεται επίσης μέσω της σύγχρονης μόδας –η οποία αντιγράφει το φοιτητικό look εκείνης της εποχής: βλ. την ταινία του Bertolucci Οι ονειροπόλοι- και μέσω συγγραφέων-υμνωδών του παρελθόντος όπως ο Γ.-Ι. Μπαμπασάκης.


[6] Μερικά παραδείγματα: o Bartók στην παραδοσιακή ουγγρική μουσική, ο Picasso στην αφρικανική γλυπτική, οι σουρεαλιστές στη γλυπτική πολλών «πρωτόγονων» λαών, ο Pollock στη ζωγραφική των ινδιάνων του Μεξικού, ο Henry Moore στη μεσοαμερικανική γλυπτική κλπ.


[7] Ο γάλλος συγγραφέας Φιλίπ Μιρέ αποκαλεί τον σύγχρονο πολιτισμό υπερεορταστικό. Οι άνθρωποι ζουν σ’ ένα διαρκές πάρτυ, σ’ έναν «εορταστικό κρετινισμό». Ο σύγχρονος τύπος ανθρώπου είναι ο homo festivus: βλ. τη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 16/7/1999, σ.16.

Saturday 12 May 2007

Σχετικά με τη στράτευση στα 18

Με αφορμή τη διατύπωση της πρόθεσης του Υπουργείου Άμυνας να επιβάλει την υποχρεωτική στράτευση όλων των νέων στα 18 και να καταργήσει τις αναβολές για λόγους σπουδών, έχουμε να καταθέσουμε τα εξής:

Καταρχάς, η διατύπωση αυτής της πρόθεσης φανερώνει την πρόθεση της κυβέρνησης να τοποθετήσει τον στρατό υψηλότερα από την παιδεία κατά την ιεράρχηση των θεσμών και των αξιών της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό επιβεβαιώνει και η στάση της απέναντι στις πρόσφατες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ασφαλώς η ιεράρχηση αυτή έγινε με βασικό στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος της μαζικής ανυποταξίας που –μεταξύ άλλων- έχει συμβάλει στην αποδυνάμωση, από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού, του ελληνικού στρατού. Οφείλουμε όμως να αναρωτηθούμε αν επιθυμούμε μια κοινωνία όπου ο στρατός θα είναι ένας εκ των βασικότερων θεσμών της ή αν επιθυμούμε μια κοινωνία διαφορετική. Οδηγούμαστε έτσι αναπόφευκτα στο ερώτημα για τις φαντασιακές σημασίες της κοινωνίας που ενσαρκώνονται δια του θεσμού του στρατού.

Είναι αναμφισβήτητο ότι πρέπει να αναφερθούμε πρώτα απ’ όλα στον εθνικισμό. Ο στρατός είναι ο θεσμός-στυλοβάτης του εθνικισμού. Η στρατιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα γίνεται ως γνωστόν υπό τη μουσική υπόκρουση εμβατηρίων και ασμάτων που υπόσχονται την ανάκτηση της Πόλης (δηλαδή της Ισταμπούλ): «Στην Αγιά Σοφιά θα πάω μια βραδιά/ στην τουρική σημαία να βάλω μια φωτιά/ μετά θα κατεβώ, στην Άγκυρα θα μπω/ θα πνίξω μές στο αίμα τον τουρκικό λαό»
[1]. Από τα παραπάνω γίνεται προφανής η αυτονόητη σύνδεση του στρατού με τον εθνικισμό. Πως μπορεί, λοιπόν, κάποιος που δε θέλει να σκωτώσει τους γείτονές του, αλλά να συνυπάρξει μαζί τους, να συμβιβαστεί μ’ αυτόν τον οχετό; Και ας μην ακούσουμε πάλι ότι άλλο εθνικισμός άλλο πατριωτισμός[2].

Ο μιλιταρισμός εν γένει προβάλλει ως μοναδικό τρόπο επίλυσης των ανθρώπινων διαφορών τη βία και το αίμα. Μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να εγκαθιδρύσει μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι θα συνυπάρχουν και θα μοιράζονται μια κοινή μοίρα. Η διαφορά –στη γλώσσα, στη θρησκεία κλπ- γεννά de facto το μίσος και τη βία. Είναι αδύνατη μια κοινωνία όπου οι διαφορές θα λύνονται με το διάλογο και με βάση την αμοιβαία εκφρασμένη επιθυμία των ανθρώπων να συνυπάρχουν. Κατά τούτο, είναι αδύνατη μια κατάσταση ειρήνης μέσα στην κοινωνία και είναι επιβεβλημένη μια κατάσταση πολέμου όλων εναντίον όλων. Μια δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία, μια κοινωνία όπου οι ίδιοι οι άνθρωποι –και όχι οι «αντιπρόσωποί τους»- θα αποφασίζουν για τις υποθέσεις της ζωής τους, θεωρείται ουτοπική, επειδή το μιλιταριστικό φαντασιακό αδυνατεί το ίδιο να αντοληφθεί τον διπλανό του ως διαφορετικό και συνάμα ίσο και τον αντιλαμβάνεται μόνο ως ίδιο ή ως εχθρό.

Επιπλέον, μέσα στον στρατό λαμβάνουν χώρα μια σειρά από καταπατήσεις των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων. Όπως είναι γνωστό, απαγορεύεται ο συνδικαλισμός, απαγορεύεται η ανάνγωση εφημερίδων –προσφάτως επετράπη σε ορισμένους μόνο χώρους-, οι άνθρωποι στιβάζονται σε απαράδεκτες συνθήκες, αποκόπτονται από τον κόσμο, κάθε έννοια ιδιωτικού χώρου και ατομικότητας καταργείται και ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε ζώο. Οι εξευτελισμοί και τα καψόνια βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, έστω και αν τελευταία βαφτίζονται αλλιώς. Ο στρατός είναι θεσμός ολοκληρωτικός. Γι’ αυτό και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα στηρήχθηκαν πάνω του. Για την ακρίβεια, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αποτέλεσαν την επέκταση του στρατιωτικού/μιλιταριστικού φαντασιακού σε όλη την κοινωνία. Οι ολοκληρωτικές κοινωνίες είναι κοινωνίες μιλιταριστικές, κοινωνίες στρατιωτικοποιημένες. Μόνο στο στρατό –και στις ολοκλήρωτικές κοινωνίες- ισχύει το αυστηρό μοντέλο της ιεραρχίας που απαγορεύει σε κάποιον να πει στον «ανώτερό» του ότι η διαταγή που του δίνει είναι ηλίθια. Γιατί είναι φυσικά ηλίθιο να ασχολείται κάποιος με το πόσο γυαλισμένς είναι οι μπότες του διπλανού του ή πόσο καλά έστρωσε το κρεβάτι του.


Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί πρέπει να υπάρχει ο στρατός. Και αφού αναρωτηθούμε, πρέπει να απαντήσουμε: οι στρατοί δεν πρέπει να υπάρχουν, πρέπει να καταργηθούν. Η κατάργηση του θεσμού της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού, του αίματος και της συντριβής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι ένα βήμα για την κατάργηση του ίδιου του πολέμου και της ανούσιας σπατάλης της ανθρώπινης ζωής στο όνομα των πατρίδων και των θρησκειών. Το 1930, το Ενωμένο Συμβούλιο Ειρήνης καλούσε τα έθνη του κόσμου να καταργήσουν τον μιλιταρισμό και την υποχρεωτική στράτευση και να εκπαιδεύσουν τους νέους ανθρώπους στην ειρήνη και την ανθρωπιά. Την έκκληση αυτή υπέγραφαν μεταξύ άλλων ο John Dewey, o Albert Einstein, ο Thomas Mann, o Bertrand Russell, ο Stefan Zweig κι ο Sigmund Freud. Είναι σίγουρο ότι αυτά τα σπουδαία πνεύματα ήταν αρκετά αφελή ώστε να πιστέψουν ότι το ανθρώπινο ον έχει τη στοιχειώδη λογική για να αναγνωρίσει την καταστροφικότητα του πολέμου και την απανθρωπιά του μιλιταρισμού. Εμείς πρέπει να είμαστε περισσότερο αφελείς και ουτοπιστές για να προσυπογράφουμε 80 χρόνια μετά την έκκλησή τους. Οι εμπειρίες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, του Ολοκαυτώματος και του Ψυχρού Πολέμου είναι ικανές να κάνουν την έκκληση αυτή πιο πειστική; Sero sapient Phryges (αργά μαθαίνουν οι Φρύγες). Ή μήπως δεν μαθαίνουν καθόλου;



Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ, ΤΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ



[1] Επειδή ο ελληνικός στρατός είναι αρκετά εκσυγχρονισμένος ώστε τέτοιες εκδηλώσεις να «απαγορεύονται», οι ανώτεροι αξιωματικοί φροντίζουν να βάζουν κάποιον έφεδρο να «ανεβάζει το ηθικό του στρατεύματος». Το παραπάνω δεν ακούγεται σε κανένα στρατόπεδο εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων, αλλά κατά την εκπαίδευση νεοσυλλέκτων του πεζικού στη Σπάρτη.


[2] Βλ. σχετικά το κείμενό μας «Το Έθνος, η Ιστορία και η Αλήθεια» στο παρόν blog.



Wednesday 9 May 2007

Κάτω ο πουριτανισμός

Ο βαθμός ελευθερίας και πολιτισμού μιας κοινωνίας κρίνεται από τη θέλησή της να αποδεχτεί την πορνογραφία

Σάλμαν Ρούσντι


Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε, την προηγούμενη Πέμπτη (26/4), την κατάσχεση των ταινιών "ασέμνου περιεχομένου" που εσχάτως έχουν αρχίσει να δίνουν ως δώρο όλο και περισσότερες εφημερίδες. Ως δημοκρατικοί άνθρωποι καταγγέλλουμε τέτοιου είδους κατασταλτικές και λογοκριτικές μεθόδους, όχι μόνο επειδή είμαστε εναντίον της λογοκρισίας σε κάθε περίπτωση, αλλά και επειδή δεν αποδεχόμαστε τις σκοταδιστικές και συντηρητικές αξίες που εκφράζει η απόφαση αυτή του Εισαγγελέα.


Για εμάς η σεξουαλική απελευθέρωση συνιστά κομμάτι της γενικής κοινωνικής απελευθέρωσης για την επίτευξη της οποίας εργαζόμαστε. Χωρίς φυσικά να πιστεύουμε ότι οι ταινίες πορνό -οι λεγόμενες τσόντες, με τις οποίες όλοι έχουμε λίγο πολύ μεγαλώσει- συνιστούν επίλυση του σεξουαλικού και ερωτικού προβλήματος από σκοπιά αυτόνομη, δεν μπορούμε να μην καταγγείλουμε τον συντηρητισμό αυτών που τις πολεμούν. Οι τσόντες μπορεί να μην συνιστούν μορφή σεξουαλικής απελευθέρωσης, καθώς όχι μόνο διατηρούν, αλλά και οδηγούν στα άκρα τον διαχωρισμό του αισθησιακού μέρος του έρωτα από το συναισθηματικό συμπλήρωμά του (υπάρχουν βέβαια κι εξαιρέσεις), μια τέτοια παρατήρηση όμως έχει νόημα μόνο για όσους αγωνίζονται για το σπάσιμο των ερωτικών και σεξουαλικών ταμπού και όχι για τους πουριτανούς: από άλλη σκοπιά κάνουμε εμείς κριτική στην πορνογραφία και από άλλη κάνουν αυτοί· μεταξύ τους υπάρχει ερεβώδες και αβυσσαλέο χάσμα. Όσες διαφωνίες κι αν έχουμε εμείς με την πορνογραφία -διαφωνίες που είναι, όσον αφορά σε μερικές πτυχές του ζητήματος, αρκετά σημαντικές- πρέπει πάντοτε να την υπερασπιζόμαστε απέναντι στους παραδοσιακά συντηρητικούς ή ακόμα και απέναντι στις φεμινίστριες που την αντιμάχονται[1]. Διότι η πορνογραφία καταξιώνει την ελεύθερη ενασχόληση με το σεξουαλικό πεδίο, πράγμα πολύ σημαντικό, έστω κι αν γίνεται κατά τρόπο συγκαλυπτικό ή περιοριστικό.


Επίσης δεν καταλαβαίνουμε γιατί είναι χειρότερο να βλέπει ένα μικρό παιδί σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου απ' ότι σκηνές εν ψυχρώ δολοφονιών. Το λέμε αυτό, διότι είναι γνωστό ότι, πέραν των αμερικανικών -και όχι μόνο- ταινιών οι οποίες βρίθουν σκηνών σκωτωμών και βιαιοτήτων, τα παιδιά της εποχής μας παίζουν κατά κόρον ηλεκτρονικά παιχνίδια όπως το Doom ή το Carmageddon στα οποία, όσο πιο πολλούς -εν ψυχρώ- φόνους κάνεις, τόσο πιο πολλούς πόντους κερδίζεις[2]. Η απόφαση του Εισαγγελέα σημαίνει, κατά συνέπεια, ότι η σεξουαλικότητα είναι κάτι χειρότερο από τη βία και τις εν ψυχρώ και ελαφρά τη καρδία δολοφονίες αθώων ανθρώπων. Παρατήρηση που δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τις αξίες βάσει των οποίων κρίνει ο εν λόγω κύριος.

Το ζήτημα όμως δε θα μας ένοιαζε και τόσο, αν οι απόψεις του κου Εισαγγελέα δεν εξέφραζαν και το λεγόμενο λαϊκό αίσθημα, όπως δυστυχώς φάνηκε ότι συμβαίνει: οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες πολίτες δήλωσαν σύμφωνοι με την απόφαση απαγόρευσης της κυκλοφορίας του πορνογραφικού υλικού[3]. Γεγονός που δείνχει πόσο μεγάλες ανοησίες είναι όλα όσα λέγονται περί της δήθεν σεξουαλικά απελευθερομένης συμπεριφοράς των σύγχρονων ανθρώπων: ο πανσεξουαλισμός των ημερών μας δεν είναι δείγμα καμιάς ερωτικής απελευθέρωσης· είναι, αντίθετα, μια μαζική επικράτηση αυτού που ο Wilhelm Reich αποκαλούσε νευρωτική πολυγαμία. Πρόκειται για την αδυναμία του υποκειμένου να αγαπήσει, λόγω προσκόλλησης σε παιδικές φοβίες ή σεξουαλικές φάσεις παλαιότερων ηλικιών, η οποία εκφράζεται μέσω μιας υπερενεργητικότητας στο αυστηρά αποκομμένο από κάθε συναίσθημα αγάπης και τρυφερότητας σεξουαλικό πεδίο. Γι’ αυτό και στις μέρες μας, όπου το κενό νοήματος θερίζει, οι άνθρωποι αποδέχονται τόσο εύκολα την επιστροφή ενός παραδοσιακού τύπου πουριτανισμού. Δυστυχώς όμως κανείς δε βγαίνει να μιλήσει γι’ αυτή την κατάσταση, η οποία όλο και επιδεινώνεται, καθιστώντας πολλά σημαντικά ζητήματα μη συζητήσιμα, λόγω των ταμπού[4].

Ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, για τη δημιουργία δηλαδή μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας, είναι μεταξύ τόσων άλλων και αγώνας υπέρ της ερωτικής απελευθέρωσης, καθώς είναι αγώνας για το σπάσιμο των ταμπού όλων των ειδών –άρα και των σεξουαλικών. Δεδομένης μάλιστα της σημασίας που έχει η σεξουαλικότητα για το ανθρώπινο ον, ένα πολιτικό πρόταγμα που θέλει να λέγεται απελευθερωτικό δε μπορεί επουδενί να αφήνει ανέγγιχτο το ερωτικό πρόβλημα. Αυτή η φράση μπορεί να ακούγεται αυτονόητη μετά τα όσα έγιναν κατά τη δεκαετία του ’60. Δεν είναι καθόλου όμως, καθώς η εποχή μας είναι εποχή μεγάλου ερωτικού συντηρητισμού, τόσο λόγω του νευρωτικώς πολυγαμικού προτύπου που προωθεί, όσο και λόγω των παραδοσιακών ταμπού που έχουν αρχίσει να επανεγκεθιδρύονται, ως καλώς δοκιμασμένες αξίες του παρελθόντος τις οποίες οι άνθρωποι ανασύρουν από τους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας μπας και καταφέρουν έτσι να καλύψουν το κενό νοήματος που τους κατατρώει.


ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ.

ΟΤΑΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΔΙΝΟΥΝ ΔΩΡΟ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΣΕΜΝΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ.

ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΧΥΔΑΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΜΕ ΩΣ ΑΣΕΜΝΗ ΤΗΝ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ;

ΑΝΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΛΟ ΘΑ ΗΤΑΝ Ο κος ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΝΑ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΩΣΗΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΥΤΕΛΙΖΟΥΝ, ΟΠΩΣ ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.

[1] Αναφερόμαστε σε φεμινίστριες όπως η A. Dworkin η οποία έχει πρωτοστατήσει στην ψήφιση νόμων -σε πολιτείες των ΗΠΑ- οι οποίοι επιβάλλουν απαγορεύσεις στην απρόσκοπτη κυκλοφορία πορνογραφικού υλικού. Οι φεμινίστριες που είναι κατά της πορνογραφίας ταυτίζουν την πορνογραφία με μερικές μόνον εκφάνσεις της, όπως οι ταινίες σαδομαζοχιστικού και ακραία φαλλοκρατικού χαρακτήρα. Όποια κι αν είναι τα επιχειρήματά τους –τα οποία πολλές φορές είναι σωστά- δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση –αν είμαστε δημοκρατικοί- να δεχτούμε ως λύση τη λογοκρισία. Τη λογοκρισία τη δέχονται όσοι –όπως οι αναρχοφαμινίστριες- θεωρούν ότι τα φαλλοκρατικά και πατριαρχικά πρότυπα δε συνιστούν έκφραση της ίδιας της κοινωνίας, αλλά είναι, αντιθέτως, άνωθεν επιβεβλημένα από σκοτεινά κέντρα –πιθανώς από μια παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία βασικό φερέφωνο της οποίας είναι ο Freud, γνωστός ισραηλίτης μισογύνης. Περιττό να πούμε ότι όλη αυτή η φιλολογία που προσπαθεί να περιστείλει το μεγαλείο του Freud σε μερικές πατριαρχικές προκαταλήψεις που εκφράζονται σε ορισμένες πτυχές του έργου του συνιστά αυτό που λέγεται αντίσταση στην ψυχανάλυση. Για την περίπτωση μάλιστα φεμινιστριών σαν την Dworkin πρέπει να μιλήσουμε και για φθόνο του πέους.


[2] Είναι γνωστό επίσης ότι μια από τις αγαπημένες αποκριάτικες στολές των μικρών αγοριών είναι αυτή του «κομμάντο», η οποία αποτελείται από ρούχα παραλλαγής, μπερέ, βαμμένο πρόσωπο σε χρώμα παραλλαγής –προαιρετικά- κι ένα πλαστικό αυτόματο όπλο στο χέρι. Έτσι αναπαράγεται το μιλιταριστικό δηλητήριο κι όχι μέσω της προπαγάνδας ή της «πλήσης εγκεφάλου» από το «Κράτος», όπως θέλουν να πιστεύουν οι συνωμοσιολόγοι.


[3] Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης του μέσου μεταμοντέρνου ανθρώπου απέναντι στην πορνογραφία είναι η περίπτωση της νεαρής Γκαέλ, ηρωίδας της ταινίας του A. Resnais Προσωπικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους (Cœurs), η οποία αποπαίρνει άσχημα τον συγκάτοικό της, επειδή τον πιάνει «στα πράσα» να παρακολουθεί μια πορνό βινετεοκασέτα.


[4] Πράγμα που κατέστη εμφανές από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μια σειρά ζητημάτων της επικαιρότητας με χαρακτηριστικά σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως ο βιασμός στην Αμάρινθο, ο «Ροζ Ταξίαρχος» και η υπόθεση του μακαρίτη του Βαρθολομαίου.

Η στάση της αυτονομίας απέναντι στο φιλελευθερισμό

Κατά γενική διαπίστωση, τα κείμενα της ομάδας δεν πρέπει να τα διαβάζει και κανείς μέσα στην κοινωνία, παρά τον αριθμό των αντιτύπων που έχουμε κατά καιρούς μοιράσει. Οι άνθρωποι δεν είναι πια ούτε καν «παθητικοί καταναλωτές ιδεών», όπως έγραφε ο Καστοριάδης, πριν από 40 χρόνια, όταν δικαιολογούσε τη διάλυση του Socialisme ou Barbarie : δεν τις καταναλώνουν πια τις ιδέες, απλώς τις αγνοούν. Οι μόνοι που κοιτάνε τα κείμενά μας είναι κάποιοι ελάχιστοι, γνωστοί μας ως επί το πλείστον. Η τελευταία προκήρυξη που κυκλοφορήσαμε («Κάτω η δικτατορία της απάθειας») προκάλεσε μερικά σχόλια από την πλευρά αυτών των ανθρώπων και γι’ αυτό θεωρούμε καλό να τοποθετηθούμε επί μιας σειράς σημαντικών κατ’ ημάς ζητημάτων, τα οποία ετέθησαν από τα λεγόμενά τους.

Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι το σχετικό με τη στάση που οφείλει να κρατά το πρόταγμα της αυτονομίας απέναντι στους νόμους της εκάστοτε ολιγαρχικής και ετερόνομης κοινωνίας μέσα στην οποία δραστηριοποιείται
[1]. Το εν λόγω ζήτημα είναι ύψιστης σημασίας, διότι η απάντηση που του δίνει κανείς είναι αυτή που καθορίζει σε έναν σημαντικό βαθμό τη μορφή της πάλης του επαναστατικού προτάγματος. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα –απ’ όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον- κάποια πολιτική ομάδα που να προσπάθησε να ακολουθήσει πιστά τις ιδέες του Καστοριάδη[2], ρητή απάντηση στο πρόβλημα του νόμου δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα. Το λέμε αυτό, επειδή –κρίνοντας φυσικά, σε μεγάλο μέρος, και εξ ιδίων- οι τοποθετήσεις του Καστοριάδη επί του ζητήματος είναι πάντοτε ευκαιριακές και καθόλου αναλυτικές, κάτι που εύκολα οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Βέβαια για τον Καστοριάδη το πρόβλημα ήταν λυμένο και μάλλον γι’ αυτό δεν κάθισε ποτέ να το συζητήσει αυτό καθεαυτό[3]
. Μια στάση αυτού του είδους μπορεί να είναι αρκετή για έναν φιλόσοφο, σε καμία περίπτωση όμως για μια πολιτική ομάδα. Ας πούμε λοιπόν δυο λόγια.

Το στοιχείο που περιπλέκει τα πράγματα είναι η θεμελιώδης ιδέα που υποστηρίζουν όσοι ακολουθούν τον Καστοριάδη, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία, πάντοτε, είτε ρητά –στην αυτονομία- είτε υπόρρητα –στην ετερονομία-, κάνει η ίδια τον εαυτό της. Πρόκειται για την ιδέα της αυτοθέσμισης. Αν βλέπουμε τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, οφείλουμε γενικώς να αναγνωρίζουμε ότι το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα διατηρείται κάθε φορά, όχι επειδή το κράτος -ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διαχωρισμένης εξουσίας- ασκεί βίαιη καταστολή ή πλύση εγκεφάλου στους ανθρώπους, αλλά αντιθέτως επειδή αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν νόημα στους θεσμούς και στις σημασίες του εν λόγω καθεστώτος. Η θέση μας αυτή μας διαφοροποιεί τόσο από τον μαρξισμό, όσο και από τον αναρχισμό, καθώς οι εν λόγω θεωρίες αρνούνται στους ανθρώπους τη δυνατότητα[4] κριτικής σκέψης και ελεύθερης βούλησης –πράγμα φυσικά που κάνουν και οι μεταμοντερνιστικές θεωρίες τύπου Foucault. Αυτή η ουσιώδης διαφορά στο επίπεδο της αντίληψης υφίσταται, όπως είναι φυσικό, και στο επίπεδο της καθεαυτό πολιτικής πράξης. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, επειδή πιστεύουν ότι γνωρίζουν την αλήθεια για την κοινωνία και την ιστορία -την οποία αλήθεια αγνοεί η μέγιστη πλειονότητα της κοινωνίας, λόγω της πλύσης εγκεφάλου που της κάνουν το «Κράτος» ή οι «κεφαλαιοκράτες»-, αυτοδικαιοδοτούνται να προβαίνουν σε βίαιες και έκνομες πράξεις κατά του εκάστοτε υπάρχοντος καθεστώτος, με σκοπό την ανατροπή του. Εξάλλου, επειδή είναι θεωρίες ολιγαρχικές, πιστεύουν ότι η ανατροπή του καθεστώτος θα γίνει υπό την καθοδήγηση –ή απλώς μέσω της δράσης- κάποιων δυναμικών μειοψηφειών, όπως ήταν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, οι οποίες θα δράσουν ως μοχλός, παρασύροντας εν συνεχεία και την πεπλανημένη κοινωνία. Με άλλα λόγια, αφού μόνοι τους θα την κάνουν τη δουλειά –η κοινωνική αλλαγή νοείται γι’ αυτούς ως πραξικόπημα-, τίποτε δε τους εμποδίζει να δρουν, με σκοπό να προκαλέσουν οι ίδιοι τις περίφημες «επαναστατικές συνθήκες». Για τις παραδοσιακές ιδεολογίες οι νόμοι της προς ανατροπήν κοινωνίας παραβιάζονται αβίαστα, καθώς δε θεωρούνται δημιούργημα –τουλάχιστον ως προς τον βασικό τους προσανατολισμό και τις αξίες που τους εμπνέουν- της ίδιας της κοινωνίας, αλλά του κράτους και των «Κυριάρχων».

Για εμάς αντιθέτως, επειδή οι νόμοι της εκάστοτε κοινωνίας είναι δημιούργημα του συνόλου των μελών της, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή. Ακριβώς επειδή δεν είναι ένα προσχηματικό κατασκεύασμα των κυριάρχων, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της κοινωνίας, όπως μας λένε οι συνωμοσιολογικές αναλύσεις των παραδοσιακών ιδεολογιών, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μορφές έκφρασης της βούλησης της κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι, αν έχουμε καπιταλισμό, είναι επειδή η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων θέλει τον καπιταλισμό ή –τουλάχιστον- δεν ενοχλείται από αυτόν, είναι δηλαδή βολεμένη και δεν επιθυμεί κάτι άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η παραβίαση των νόμων από την πλευρά μας, βάσει του σκεπτικού ότι διαφωνούμε με τον τρόπο θέσμισης της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Για εμάς η αντίσταση και η κριτική στον καπιταλισμό –και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερονομίας ή ολιγαρχίας- δεν ταυτίζεται με την παραβίαση των νόμων και των θεσμών του, ούτε συνεπάγεται αυτομάτως αυτήν την παραβατικότητα. Άλλωστε για εμάς, δεδομένου ότι η κοινωνική μεταβολή –η λεγόμενη επανάσταση- είναι κάτι που γίνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, η πολιτική νοείται ως κριτική του φαντασιακού της υπάρχουσας κοινωνίας, όχι ως «υλική» (πχ ένοπλη) δράση εναντίων των θεσμών και των νόμων της. Η αναγνώριση, εν ολίγοις, του αυτοθεσμιζόμενου χαρακτήρα της κοινωνίας μας κάνει να μην παραβαίνουμε τους νόμους της, διότι, όντας δημοκρατικοί, αναγνωρίζουμε μια άτυπη μορφή εφαρμογής της αρχής της πλειοψηφίας: η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας «θέλει» την υπάρχουσα θέσμιση, άρα, αν εμείς, που είμαστε μια ισχνή μειοψηφία, παραβαίνουμε τους νόμους της, ενεργούμε ολιγαρχικά.

Το θέμα όμως είναι ότι μια ορθώς εννοούμενη δημοκρατική και αυτόνομη πολιτική δεν μπορεί επουδενί να αρκεστεί σε αυτές τις διαπιστώσεις. Το λάθος μερικών από τους επικριτές μας είναι ακριβώς ότι δεν το βλέπουν αυτό, θεωρώντας πως κι ο ίδιος ο Καστοριάδης σταματάει εδώ. Η αυτόνομη και δημοκρατική πολιτική δεν μπορεί ποτέ να αρκεστεί σε κάτι τέτοιο, για τον απλούστατο λόγο ότι πολλοί από τους νόμους της ετερόνομης κοινωνίας –μιλάμε πάντοτε για φιλελεύθερα καθεστώτα, στα οποία ισχύει το κράτος δικαίου- είναι αντίθετοι με τα ιδανικά και τις αρχές της, ακόμα κι αν δε θίγουν με άμεσο τρόπο τους ίδιους τους υποστηρικτές της. Σε κάποιες περιπτώσεις η παράβαση κάποιων νόμων είναι επιβεβλημένη, όχι τόσο για λόγους πολιτικής επιβίωσης –καθώς είπαμε ότι μιλάμε για φιλελεύθερα καθεστώτα-, όσο για λόγους αντίδρασης και προπαγάνδισης διά του παραδείγματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις τί κάνει η δημοκρατική επαναστατική ομάδα; Κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια, αρκούμενη στην επιχειρηματολογία της προηγούμενης παραγράφου; Φυσικά και όχι. Τότε, όμως, θα πουν οι παρερμηνεύοντες «από τα δεξιά» τον Καστοριάδη, η ομάδα παύει να είναι δημοκρατική και πάει με τον αναρχισμό. Αυτό το επιχείρημα δείχνει σωστό εκ πρώτης όψεως και γι’ αυτό χρειάζεται μια αναλυτική του αναίρεση.

Αυτό το επιχείρημα θα έστεκε, μόνο αν παραβλέπαμε κάποιες θεμελιώδεις πραγματικότητες τις οποίες ο Καστοριάδης ποτέ δεν ξεχνούσε. Καταρχήν ότι οι φιλελεύθερες κοινωνίες[5] είναι όχι μόνο ολιγαρχικές αλλά και ετερόνομες –όχι εξολοκλήρου, αλλά σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους αρχηγούς των γραφειοκρατικών λόμπυς που διοικούν την ολιγαρχία, όχι από την κοινωνία. Επίσης, οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται εξ ορισμού με τρόπο «αδιαφανή», στους διαδρόμους και στα πηγαδάκια. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και στο στενά πολιτικό –τουτέστιν στο συνταγματικό ή νομικό- επίπεδο, η εγκυρότητα της φιλελεύθερης ολιγαρχίας είναι αμφισβητούμενη. Πρόκειται για τη λεγόμενη «μεταφυσική της αντιπροσώπευσης»[6]: κάθε τέσσερα χρόνια, βάσει ενός μυστηρίου ανάλογου της Θείας Ευχαριστίας, η λαϊκή βούληση μετουσιώνεται και μέσω της κάλπης –η οποία στο εσωτερικό της έχει ένα πλήθος από υπερευαίσθητα μηχανήματα, ακόμα κι αν φαίνεται διαφανής με μια πρώτη ματιά-, μεταγγίζεται στους εγκεφάλους των αρχηγών του κόμματος που νίκησε στις εκλογές. Ταυτόχρονα, ακόμα και στο ευτελές επίπεδο όπου η κοινωνία μπορεί να πάρει άμεσα κάποιες «αποφάσεις» -μιλάμε για το επίπεδο της ψήφισης κόμματος και βουλευτών-, αυτές οι κουτσοαποφάσεις λαμβάνονται, όχι μόνο μέσα στην πλήρη άγνοια (αφού τα κόμματα λένε εξορισμού ψέματα προεκλογικώς), αλλά και βάσει κριτηρίων ως επί το πλείστον ανορθολογικών και αντιπολιτικών (διορισμοί, ρουσφέτια, οικογενειακή συνήθεια κλπ). Έτσι και στο ουσιαστικότερα πολιτικό επίπεδο η φιλελεύθερη κοινωνία δε μπορεί να θεωρείται πολιτικώς υπεύθυνη –πράγμα εξάλλου που φαίνεται και απ’ το ποιους εκλέγει, για να την κυβερνούν. Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον πολύ μικρό αριθμό από τον οποίον τελικά εκλέγονται οι εκάστοτε κυβερνώντες, δεδομένης αφενός της πολύ μεγάλης αποχής και αφετέρου του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής που εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Αυτές οι διαπιστώσεις μας λύνουν τα χέρια και επιτρέπουν στη δημοκρατική πολιτική δράση να αποφεύγει τις αγκυλώσεις και τις παρεξηγήσεις. Το θέμα λοιπόν που τίθεται είναι αυτό του τρόπου διεξαγωγής της παράβασης των νόμων, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο φιλελευθερισμός: πρόκειται για το περίφημο δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή, ως πτυχή του γενικότερου δικαίου της αντίστασης (jus resistentiae). Η πολιτική ανυπακοή είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την ποινική παραβατικότητα για τρεις βασικούς λόγους: πρώτον, επειδή έχει πολιτικό χαρακτήρα και γίνεται με σκοπό την προπαγάνδα διά του παραδείγματος, δεύτερον, επειδή έχει πολιτικά και όχι ιδιωφελή κίνητρα, αφού ζητά την αλλαγή του εκάστοτε επίμαχου νόμου και όχι την εξαίρεση από αυτόν και τρίτον, επειδή γίνεται επώνυμα, πρόθυμη να αναλάβει τις νομικές συνέπειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιρρησίες συνείδησης ή οι ολικοί αρνητές στράτευσης, οι οποίοι κάθονται και υφίστανται τις συνέπειες των πράξεών τους, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να πάρουν το λεγόμενο «τρελόχαρτο»
[7]. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για πλήθος άλλων ζητημάτων. Ταυτόχρονα, η πολιτική ανυπακοή, όπως τουλάχιστον την εννοούμε εμείς, διαφέρει ουσιωδώς και από την ποινική παραβατικότητα που απλώς παίρνει πολιτικό προκάλυμμα. Κι αυτό όχι μόνο επειδή δεν γίνεται ανώνυμα, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά και γιατί θέτει, κατόπιν πολιτικού στοχασμού, συγκεκριμένα κριτήρια που ορίζουν πότε ένας νόμος είναι παραβιάσιμος και πότε όχι: η επιχειρηματολογία που αναπτύξαμε παραπάνω, κάνοντας κριτική στον τρόπο χειρισμού του θέματος από πλευράς παραδοσιακών ιδεολογιών, δεν γίνεται, με σκοπό την –μαζοχιστική τελικά- υποταγή σε οποιονδήποτε νόμο, είτε είναι δίκαιος είτε όχι, αλλά αντιθέτως με σκοπό τον καθορισμό ρητών, σαφών και συγκεκριμένων κριτηρίων βάσει των οποίων η πολιτική ανυπακοή διατηρεί τον πολιτικό της χαρακτήρα και δεν εκφυλίζεται σε παραβατικότητα.

Ο Καστοριάδης λέει σε μια συνέντευξή του: «Εγώ ο Καστοριάδης, δε θεωρώ τον εαυτό μου ηθικά και πολιτικά υποχρεωμένο να τηρώ κανέναν νόμο του υπάρχοντος Γαλλικού κράτους, κανέναν». Και όταν η συνομιλήτριά του τον αποκαλεί «αναρχικό», αυτός απορρίπτει τον χαρακτηρισμό, λέγοντας ότι δεν θεωρεί δημοκρατικό τον τρόπο ψήφισης των νόμων και πως γι’ αυτόν τον λόγο υπακούει μόνο στους νόμους των οποίων εγκρίνει το περιεχόμενο (φέρνει το παράδειγμα της απαγόρευσης του φόνου)
[8]. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η επαναστατική ομάδα οφείλει να έχει δύο ειδών κριτήρια αξιολόγησης του εκάστοτε νόμου: ένα «μορφικό» και ένα «περιεχομενικό»· το πρώτο αναφέρεται στον τρόπο ψήφισης του νόμου, ενώ το δεύτερο στο φαντασιακό του περιεχόμενο. Είναι προφανές ότι στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο μορφή και περιεχόμενο δεν είναι απολύτως διαχωρίσιμα. Παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που είναι, η διάκρισή τους δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπεται. Πρακτικά αυτό σημαίνει το εξής: ως δημοκρατική ομάδα, από μορφικής απόψεως απορρίπτουμε όλους ανεξαιρέτως τους νόμους της σύγχρονης κοινωνίας, διότι έχουν ψηφισθεί, αν όχι ετερόνομα, τουλάχιστον ολιγαρχικά· από περιεχομενικής απόψεως όμως εγκρίνουμε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό τους, επειδή συμφωνούμε με τις αρχές και τις αξίες που ενσαρκώνουν. Κρίνοντας λοιπόν βάσει και των δύο κριτηρίων, επιλέγουμε νηφάλια και με απολύτως πολιτικά κριτήρια, πού ενδείκνυται και πού όχι η πολιτική ανυπακοή. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε πιο σαφείς, θα έπρεπε να πούμε ότι για την αυτονομία μετρά περισσότερο –ποτέ όμως αποκλειστικά- το περιεχομενικό κριτήριο. Ακραίο παράδειγμα ο νόμος μιας δημοκρατικής κοινωνίας που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ή –παράδειγμα υποθετικό όχι όμως και τόσο ακραίο- η διά δημοψηφίσματος απόφαση να εκδιωχθούν οι μετανάστες από την επικράτεια ενός κράτους[9]. Με βάση αυτό το σχήμα η δημοκρατική πολιτική μπορεί να συνεχίσει να επιβιώνει. Το λέμε αυτό, διότι εδώ και κάποια χρόνια, μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την κατάρρευση των παραδοσιακών ιδεολογιών, η παγκόσμια πολιτική «σκέψη» -μεταμοντερνιστική και παραδοσιακά φιλελεύθερη[10]- δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να επαναλαμβάνει τον γνωστό –και χυδαίο –εκβιασμό : όποιος δεν είναι με τη φιλελεύθερη ολιγαρχία, είναι με τα γκουλάγκ· όποιος δεν είναι με τον κοινοβουλευτισμό, είναι φασίστας κλπ. Ο (πολιτικός) φιλελευθερισμός νόμισε πως ξεμπέρδεψε, μια για πάντα, με τους αντιπάλους του, βλέποντας τα ολοκληρωτικά καθεστώτα να καταρρέουν. Με αυτό δεν αποδεικνύει παρά την αδυναμία του να κατανοήσει το πρόταγμα της αυτονομίας και την πραγματική δημοκρατία –πράγματα γνωστά σε παλαιότερους φιλελεύθερους. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν τον εκβιασμό τους –ο οποίος τους προστατεύει ενάντια στον φασισμό-, χρησιμοποιώντας το κατεξοχήν φασιστικό επιχείρημα: σταματήστε να αμφισβητείτε τον κοινοβουλευτισμό, γιατί θα έρθει ο φασισμός· υπάρχει κοινωνική αναταραχή, ο Le Pen κι ο Καρατζαφέρης ανεβαίνουν, οι αναρχικοί πετάνε μολότοφ, άρα κάποιος πρέπει να βάλει την κοινωνία στο γύψο[11]. Προφανώς, είναι ένα εκατομμύριο φορές προτιμότερο –δεν τίθεται καν ζήτημα- να φορέσουμε τον γύψο της φιλελεύθερης ολιγαρχίας –ο οποίος είναι μάλλον απλή γάζα και όχι γύψος-, παρά αυτόν της δικτατορίας ή του ολοκληρωτισμού. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπορούμε να μην καταγγείλουμε όλη αυτή την κατάσταση.

Να πούμε επίσης, κλείνοντας, ότι, ακριβώς επειδή κανείς μέχρι τώρα –απ’ όσο ξέρουμε- δεν έχει κάτσει να σκεφτεί με προσοχή το ζήτημα που συζητήσαμε σε αυτό το κείμενο, το αυτόνομο και δημοκρατικό πρόταγμα ως πολιτική τάση, αλλά και το πολιτικό μέρος της φιλοσοφίας του Καστοριάδη επίσης, ως πολιτική θεωρία, παρερμηνεύονται διαρκώς, προς δύο κατευθύνσεις: μια «αριστερή», η οποία ερμηνεύει τον Καστοριάδη από σκοπιά αναρχική και μια «δεξιά», η οποία τον ερμηνεύει από σκοπιά φιλελεύθερη. Η πρώτη τάση βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην κριτική του στη φιλελεύθερη ολιγαρχία, ενώ η δεύτερη κρατάει μόνο την κριτική του στα σοβιετικά καθεστώτα και στις παραδοσιακές επαναστατικές ιδεολογίες. Απέναντι στον νόμο η πρώτη τάση κρίνει αποκλειστικά και μόνο βάσει του περιεχομενικού κριτηρίου, ενώ η δεύτερη αποκλειστικά βάσει του μορφικού. Η αυτονομία πρέπει να πολεμήσει και τις δύο αυτές τάσεις, γνωρίζοντας ότι η ισορροπία που πρέπει να διατηρήσει είναι ιδιαιτέρως επισφαλής. Από τη στιγμή που η ριζοσπαστικότητά της την καθιστά αδιανόητη για τον περισσότερο κόσμο, η τοποθέτησή της πρέπει να χαρακτηρίζεται, με παραδοσιακούς όρους, ως το κέντρο, ανάμεσα στον αναρχομαρξισμό, από τη μια πλευρά, και στη φιλελεύθερη ολιγαρχία από την άλλη.








[1] Η ομάδα έχει τοποθετηθεί αναλυτικά επί του ζητήματος σε επιστολή της προς την ομάδα terminal 119 για την κοινωνική και ατομική αυτονομία το καλοκαίρι του 2006. Εδώ συνοψίζουμε και αναπτύσσουμε περαιτέρω όσα είχαμε πει σ’ εκείνη την ευκαιρία.

[2] Στο κείμενο πρόσφατης εισήγησής του στη Βιέννη ο David Curtis αναφέρθηκε στις ομάδες που προσπαθούν ανά τον κόσμο να διαδώσουν τις ιδέες της αυτονομίας. Μετά και τη διάλυση της βραχύβιας παρισινής ομάδας «Le faire pensant» πρέπει να είμαστε –δυστυχώς- η μόνη από τις εν λόγω ομάδες που έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Βλ. D. Curtis, “Unities and Tensions in the Work of Cornelius Castoriadis. With Some Considerations on the Question of Organization”, σ. 15.

[3] Είναι πιθανό ότι αναλύσεις αυτού του τύπου θα υπάρχουν στο σεμινάριο των ετών 1985-86 με τίτλο (Αρχαίο) Ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό και σε εκείνο το έργο που έλεγε ότι έγραφε –την δεκαετία του 1980- «για την πολιτική» (Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα, Ύψιλον, 1995, σ. 151, υπ. 4).

[4] Τονίζουμε ότι μιλάμε μόνο για δυνατότητα. Ο άνθρωπος είναι μεν εκ των πραγμάτων ον δημιουργικό, καθώς «έχει» ψυχή και ριζική φαντασία, αλλά είναι μόνο δυνάμει ον αυτοστοχαστικό και ουσιαστικά ελεύθερο. Μπορεί μεν ανά πάσα στιγμή, χάρις στη ριζική του φαντασία –και στο συλλογικό επίπεδο χάρις στο ριζικό φαντασιακό της κοινωνίας- να απελευθερωθεί από τον διανοητικό του εγκλεισμό, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το κάνει, όπως τουλάχιστον μας το δείχνει η ιστορία. Δεδομένου ότι η κοινωνία πάντοτε αυτοθεσμίζεται, είτε το ξέρει είτε όχι, είναι αυτονόητο ότι είναι «ελεύθερη» και ότι διαθέτει «βούληση» η οποία της επιτρέπει να «κάνει» «επιλογές» και να «παίρνει» «αποφάσεις»· όλες αυτές οι λέξεις όμως παίρνουν την πραγματική τους σημασία μόνο στην περίπτωση μιας αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας δηλαδή η οποία αυτοθεσμίζεται ρητά και συνειδητά. Υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων θα πρέπει να διαβάζεται η τελευταία παράγραφος του κειμένου μας «Σχετικά με την πολιτική και τη δημοκρατία», όπου και γίνεται λόγος περί «επιλογής».

[5] Αυτές των οποίων το πολίτευμα λέγεται «republic» στις λατινογενείς γλώσσες, προερχόμενο απ’ το ρωμαϊκό res publica. Οι Έλληνες ολιγαρχικοί αποκαλούν το ελληνικό πολίτευμα «Ελληνική δημοκρατία», παρ’ ότι στα αγγλικά μεταφράζεται ως Greek Republic. Αν εξαιρέσουμε μερικές τάσεις που συνειδητά αποκαλούν την republic «democracy», οι περισσότεροι εδώ στην Ελλάδα μπερδεύονται λόγω της μη ύπαρξης ελληνικής λέξης αντίστοιχης του republic.

[6] Βλ. την προκήρυξή μας Κάτω η δικτατορία της απάθειας, όπως επίσης και τα εξής κείμενα του Καστοριάδη: «Η πολιτική σήμερα» από τον Θρυμματισμένο κόσμο και «Quelle démocratie?» από το Figures du pensable.

[7] Δεν είναι τυχαίο ότι τα μιλιταριστικά γουρούνια δεν δείχνουν καμία εκτίμηση γι’ αυτή τη θαρραλέα στάση. Όσο εκδικαζόταν ακόμη η υπόθεση του Γ. Μοναστηριώτη, ο οποίος αποχώρησε από το στράτευμα για λόγους συνείδησης, δύο μέλη της ομάδας μας που είχαμε πάει να παρακολουθήσουμε μία από τις δίκες του, παρακολουθήσαμε –περιμένοντας τη σειρά του Μοναστηριώτη- την εκδίκαση της υπόθεσης ενός άλλου λιποτάκτη, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το στράτευμα για λόγους ιδιοτελείς. Αφού έγλειψε τους δικαστές, χρησιμοποιώντας χονδροειδώς ψευδείς δικαιολογίες, απαλλάχθηκε απ’ τις κατηγορίες, επιβαρυνόμενος μόνο με τα δικαστικά έξοδα. Αντίθετα, ο Γ. Μοναστηριώτης καταδικάστηκε σε ποινή 2 χρόνων με αναστολή.

[8] Μέρος του συγκεκριμένου αποσπάσματος παραθέτει ο Ν. Ηλιόπουλος στο βιβλίο του Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική σκέψη. Κριτική παρουσίαση του πολιτικού στοχασμού του Κορνήλιου Καστοριάδη, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005, σ. 21, υπ. 14.

[9] Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το ναζιστικό κόμμα πήρε την εξουσία με απολύτως νόμιμα μέσα, κερδίζοντας στις εκλογές, κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει και στην Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των ναζί, αν το ΚΚΕ κατέβαινε στις εκλογές και δεν πήγαινε στα βουνά.

[10] Ο παραδοσιακά ρεπουμπλικάνος R. Wolin επανειλημμένως εγκωμιάζει τους λεγόμενους «νέους φιλοσόφους», B. Henri-Lévy και A. Glucksmann, ξεχνώντας ίσως το ότι οι εν λόγω κύριοι είναι εχθροί του Διαφωτισμού γενικώς και συκοφάντες του Rousseau ειδικώς: R. Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό, από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό, μτφρ. Μ. Φιλιππακοπούλου, Αθήνα, Πόλις, 2007, σ. 14, 54 κλπ. Ο κος Glucksmann ειδικά απεδείχθη και ένθερμος οπαδός του Sarkozy. Το προεκλογικό πρόγραμμα του Sarkozy, που έθετε στο κέντρο του την ασφάλεια και όχι την ελευθερία, είναι βαθιά αντιδημοκρατικό και αντιφιλελεύθερο, εντελώς αντίθετο προς τις ιδέες του Rousseau και της Γαλλικής Επανάστασης. Γι’ αυτό και προεκλογικώς κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα σατυρικό κολλάζ με τον Sarkozy σε σώμα Robocop, ως λεζάντα στο οποίο ήταν γραμμένη η εξής παράφραση των τριών θεμελιωδών αξιών της Γαλλικής Επανάστασης: «ελευθερία, ισότητα, ασφάλεια».

[11] Όπως έλεγε ο Hitler, σ’ έναν λόγο του 1932: «Το Έθνος μας είναι σε αναβρασμό. Οι φοιτητές επαναστατούν και διαπράττουν βιαιότητες. Οι κομμουνιστές επιζητούν να καταστρέψουν τη χώρα μας. Χρειαζόμαστε Νόμο και Τάξη… Ναι, χωρίς Νόμο και Τάξη το έθνος μας δεν μπορεί να επιζήσει». Τα ίδια υποστηρίζει στη Γαλλία το γκλυκσμανικοσαρκοζικό μπλοκ στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως.