Monday, 29 October 2007
Συζήτηση για την αυτονομία και τη δημοκρατία
Monday, 15 October 2007
Αλληλεγγύη στην Οικολογική Παρέμβαση
Sunday, 14 October 2007
Φόρος τιμής στους επαναστάτες της Οαχάκα
(ένας κάτοικος της Οαχάκα προς τους αστυνομικούς)
Το Μάη του 2006 οι δάσκαλοι της μεξικάνικης πολιτείας της Οαχάκα απεργούν ζητώντας αυξήσεις στους μισθούς τους, δωρεάν φαγητό και παπούτσια για όλους τους μαθητές τους κ.α. Στην αδιάλλακτη στάση του κυβερνήτη Ουλίσες Ρουίς απαντούν με πολυήμερη καθιστική διαμαρτυρία και κατάληψη του κέντρου της πρωτεύουσας της Οαχάκα. Εκεί εγκαθίστανται και δημιουργούν το δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό. Από το σταθμό αυτό καλούν λίγες μέρες μετά, όταν οι δυνάμεις της αστυνομίας τους επιτίθενται, το λαό της Οαχάκα να τους συμπαρασταθεί. Τη στιγμή εκείνη, χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους της Οαχάκα και το κίνημα των δασκάλων γίνεται κάτι παραπάνω απ’ ό,τι οι πρωτεργάτες του μπορούσαν αρχικά να φανταστούν. Οι πολίτες της Οαχάκα συγκροτούν τη Λαϊκή Συνέλευση του Λαού της Οαχάκα (APPO) και προσπαθούν να συγκροτηθούν σε δημοκρατική βάση. Η απάντηση του κυβερνήτη είναι η τρομοκρατία. Ξεκινούν έτσι συστηματικές απόπειρες εκφοβισμού του λαού της Οαχάκα που περιλαμβάνουν δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια κρατουμένων κ.α. Τις νύχτες, ομάδες παρακρατικών επιδράμουν και επιτίθενται σε μέλη της ΑΡΡΟ. Οι πολίτες της Οαχάκα απαντούν στήνοντας οδοφράγματα που ελέγχουν την κίνηση στους δρόμους της πόλης. Παράλληλα, έχουν καταλάβει ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς της πολιτείας τους οποίους διαχειρίζονται οι ίδιοι και από τους οποίους μεταδίδουν -μεταξύ άλλων- μαθήματα για τους μαθητές του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Η ευρεία βάση της ΑΡΡΟ αποτελείται από δασκάλους, φοιτητές, εργάτες, νοικοκυρές κ.α. Τον Οκτώβρη του 2006, πριν από ένα χρόνο δηλαδή, η κυβέρνηση στέλνει στην Οαχάκα τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση των κατοίκων. Τελικά, μετά από μεγάλους αγώνες και με ένα συνολικό απολογισμό που περιλαμβάνει δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες πολίτες τραυματίες, το κίνημα ηττάται.
Στην ουσία βέβαια, το κίνημα δεν ηττάται ποτέ. Γιατί διατηρεί στις μνήμες των ανθρώπων, στις μνήμες των κατοίκων της Οαχάκα και στις μνήμες τις δικές μας, που είμαστε τόσο μακριά, αλλά αισθανόμαστε τόσο κοντά, την επιθυμία μιάς ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Μιάς κοινωνίας όπου θα υπάρχει δικαιοσύνη και μιάς κοινωνίας που θα αυτοκυβερνάται. Όπως δήλωσε ο Αλφρέδο Ρεχίνο, ένα μέλος της ΑΡΡΟ, ο σκοπός της εξέγερσης ήταν να δημιουργήσει «ένα άλλο είδος δημοκρατίας», όπου ο λαός δε θα είναι αποκλεισμένος από τις αποφάσεις, αλλά θα συμμετέχει ενεργά. Η ίδια ΑΡΡΟ ήταν μία προσπάθεια προς την κατεύθυνση της αυτοκυβέρνησης της κοινωνίας. Δυστυχώς, λόγω της δολοφονικής επίθεσης του μεξικανικού κράτους, η ΑΡΡΟ δεν μπόρεσε ν’ ανθίσει. Για μας, η κληρονομιά της Οαχάκα είναι η κληρονομιά του προτάγματος της αυτονομίας. Είναι ένας κρίκος της παράδοξης αλυσίδας των ανθρώπων που σε διάφορους τόπους και σε διάφορους χρόνους, άρθρωσαν με τα ίδια σχεδόν λόγια, αλλά σε διαφορετική γλώσσα, την επιθυμία να ζούνε σε μιά κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης. Οι πολίτες της Οαχάκα, πολλοί από τους οποίους φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν και καταδιώχθηκαν κατά τη διάρκεια και από το τέλος της εξέγερσης ως σήμερα, είναι άνθρωποι απλοί. Το Κανάλι 9 κατελήφθη από τις νοικοκυρές της Οαχάκα και αυτές ήταν που το διαχειρίστηκαν στο επόμενο διάστημα. Το κίνημα αυτό, λόγω του αντι-ιεραρχικού χαρακτήρα του, μας υπενθύμισε την αστείρευτη εκείνη δύναμη που συγκροτείται από την αυτόνομη δραστηριότητα των ανθρώπων στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο.
Ο λαός της Οαχάκα θέλησε να κάνει μιά «ειρηνική, δημοκρατική και ανθρωπιστική επανάσταση», όπως δήλωσε ο Φλάβιο Σόσα, ένα μέλος της ΑΡΡΟ. Είναι από τις λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία που οι στόχοι μιάς επανάστασης διατυπώνονται τόσο ξεκάθαρα. Είναι σημαντικό να δείξουμε ότι η επανάσταση της Οαχάκα υπήρξε αποτελεσματική και ελπιδοφόρα, χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον ειρηνικά μέσα. Σε μιά συμβολική κίνηση, η ιθαγενική κοινότητα των Μίχε κατέλαβε τον αστυνομικό σταθμό του χωριού και έκαψε τις στολές και τον εξοπλισμό των αστυνομικών. Η βία των διαδηλωτών είχε, όπου εμφανίστηκε, καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, ενώ είναι βέβαιο ότι δε θα είχε εμφανιστεί καθόλου αν η αστυνομία δεν τους είχε επιτεθεί. Στην Οαχάκα παρακολουθήσαμε ως ένα σημείο την εκδίπλωση αυτού που η Χάνα Άρεντ ονομάζει «δύναμη», το ανεξήγητο εκείνο στοιχείο που απορρέει από τη συγκέντρωση ενός πλήθους, του λαού, και είναι ικανό να παραλύσει κάθε προσπάθεια βίαιης επιβολής. Το στοιχείο αυτό ήταν που κράτησε ζωντανό το κίνημα και το έκανε να απωθήσει σε πολλές περιπτώσεις τις πάνοπλες αστυνομικές δυνάμεις. Το τέλος του κινήματος επήλθε, ίσως εξίσου συμβολικά, όταν μερικές ομάδες νέων πλειοδότησαν στη βία με την αστυνομία καταστρέφοντας χωρίς λόγο και παρά την απόφαση της ΑΡΡΟ κτήρια και αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης. Ήταν η υποχώρηση της δύναμης που άφησε ελεύθερο το χώρο στη βία –αυτή τη φορά του κινήματος- να εμφανιστεί.
Η ίδια υποχώρηση της δύναμης έδωσε τη δυνατότητα στα πιο αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας της Οαχάκα, να αρχίσουν να ζητούν να αποκατασταθεί «η τάξη και η ασφάλεια», εννοώντας με τα λόγια αυτά να καταληφθεί η πόλη από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας που κατέφθασαν από την πρωτεύουσα του Μεξικού. Οι άνθρωποι αυτοί παρατηρούσαν ότι η κατάληψη της πόλης από τους διαδηλωτές είχε πλήξει τα οικονομικά τους συμφέροντα, κάτι που δε θα συνέβαινε με την κατάληψη της πόλης από την αστυνομία˙ και βέβαια δεν είχαν τολμήσει να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους στη δημοκρατική συνέλευση της πόλης, τη στιγμή που –απ’ όσο γνωρίζουμε- τίποτα δεν τους εμπόδιζε να το κάνουν
Οι κοινότητες των ιθαγενών που συμμετείχαν στην ΑΡΡΟ σε μιά παραδοσιακή τελετή τους, ουσιαστικά σε ένα μνημόσυνο του κινήματος, κάλεσαν όλους τους πολίτες της Οαχάκα να φυλάξουν ένα μικρό σπόρο που θα τους υπενθύμιζε τι έζησαν και τι έκαναν για πέντε μήνες στους δρόμους της Οαχάκα. Με ή χωρίς το σπόρο αυτό μπορούμε να θυμόμαστε τη σπορά της Οαχάκα, που δεν είναι παρά μέρος μιάς σποράς πολύ παλιότερης, αλλά μιάς σποράς που δεν έχει βλαστήσει ακόμα.
Η κληρονομιά της Οαχάκα έχει ίσως ακόμα μεγαλύτερη σημασία για όσους ζούμε στο καθεστώς της συντριπτικής απάθειας που μαστίζει τις δυτικές κοινωνίες. Από την Οαχάκα, η «αναπτυγμένη» Δύση εχει πολλά να διδαχθεί, και λίγα να της διδάξει. Αυτό όμως στη περίπτωση που αποδεχθούμε την υπόθεση ότι αυτό που κινεί τη δραστηριότητα των επαναστατών σ’ ολόκληρη την ιστορία είναι κάτι που διδάσκεται, υπόθεση για την οποία δεν είμαστε καθόλου σίγουροι
Εn Oaxaca no hay derrota (στην Οαχάκα δεν υπάρχει ήττα)
[1] Στην ποιότητα των ανθρώπων αυτών έχουμε αναφερθεί με άλλη αφορμή στο κείμενό μας «Κάτω η δικτατορία της απάθειας» (http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2007/03/blog-post.html). Οι αντιστοιχίες είναι χαρακτηριστικές.
[2] Για ένα πληρέστερο χρονικό των όσων διαδραματίστηκαν στη Οαχάκα, παραπέμπουμε στο ντοκυμαντέρ του Εξάντα (στο exandas.ert.gr) και του indymedia (athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=682523 ).
Saturday, 6 October 2007
Για τα γεγονότα στη Βιρμανία
Η γενναία εξέγερση του λαού της Βιρμανίας ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία που του έχει επιβληθεί εδώ και 45 χρόνια, σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Βρετανούς, δεν μπορεί παρά να προκαλεί τον θαυμασμό και την αλληλεγγύη κάθε δημοκρατικού αλλά και στοιχειωδώς φιλελεύθερου ανθρώπου. Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο, αρκούμαστε, ως ομάδα, να εκφράσουμε την ηθική μας στήριξη στο κίνημα των βιρμανών συνανθρώπων μας, καθώς πιστεύουμε ότι, ακόμη κι αν αγωνίζονται απλώς για την ανατροπή της δικτατορίας και την εγκαθίδρυση ενός φιλελεύθερου ολιγαρχικού καθεστώτος, ο αγώνας τους αποτελεί, υπό τις δεδομένες τουλάχιστον συνθήκες, ένα βήμα προς τη γνήσια και πραγματική δημοκρατία που εμείς υποστηρίζουμε. Κι αυτό βέβαια όχι εξαιτίας της ύπαρξης κάποιας νομοτέλειας που λέει ότι βήμα βήμα, σωρευτικά και μέσω μερικών και σταδιακών αλλαγών, θα φτάσουμε κάποτε στην απόλυτη και πλήρη δημοκρατία, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι μέσα σ’ ένα φιλελεύθερο καθεστώς, όπου τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατά κανόνα σεβαστά, είναι πολύ πιο εύκολη η διεξαγωγή της επαναστατικής και πολιτικής δράσης απ’ ότι μέσα σε μια δικτατορία ή μέσα σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Εξάλλου η εξέγερση στη Βιρμανία μας επιτρέπει να δούμε και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Πρόκειται για την τακτική της μη βίας που ακολουθούν οι εξεγερμένοι, κατά πάσα πιθανότητα επηρεασμένοι σε έναν βαθμό από τη σχετική βουδιστική διδασκαλία. Ασχέτως όμως, εν προκειμένω, των λόγων για τους οποίους επιλέγουν μια τέτοια πολιτική, αυτή τους η απόφαση –και φυσικά τα αποτελέσματα που έχει φέρει- συνιστά μια απόδειξη αυτών που κι εμείς υποστηρίζουμε[1] σχετικά με τον απολύτως ασυμβίβαστο με τη δημοκρατική πολιτική χαρακτήρα της βίας. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε ακριβείς, πρέπει να πούμε ότι η βία δεν είναι απλώς ασυμβίβαστη με τη δημοκρατική και αυτόνομη πολιτική, αλλά, στην πραγματικότητα, συνιστά το επακριβές της αντίθετο. Η βία βρίσκεται στη ρίζα κάθε ολιγαρχικής πολιτικής, καθώς ενσαρκώνεται στην ίδια την ιεραρχική δομή, ως σχέση επιβολής μεταξύ κυριάρχων και κυριαρχούμενων. Ως εκ τούτου, η δημοκρατία, πολεμώντας όλες τις μορφές της ολιγαρχίας –από τον ολοκληρωτισμό και τη δικτατορία μέχρι τις φιλελεύθερες ολιγαρχίες-, πολεμά και την ίδια τη βία ως τρόπο επίλυσης των προβλημάτων και ως τρόπο κοινωνικής οργάνωσης και συμπεριφοράς. Η δημοκρατία θεμελιώνεται στην εγκαθίδρυση μιας μοιρασμένης μεταξύ του συνόλου των ατόμων εξουσίας, της οποίας οι αποφάσεις, προϊόν συλλογικής συζήτησης και διαβούλευσης, γίνονται αποδεκτές όχι λόγω της επιβολής ή της βίας, αλλά χάρις στην πίστη των ανθρώπων ότι οι νόμοι είναι δικό τους δημιούργημα, που μπορεί κάθε στιγμή ν’ αλλάξει και να βελτιωθεί, κι όχι ένα κατασκεύασμα επιβεβλημένο άνωθεν[2]. Η βία, ως μορφή επιβολής, είναι αντίθετη προς την εξουσία, καθώς η εξουσία, ως πρωτοθεσμός της κοινωνίας, συνιστά τη ρητή απόφαση σχετικά με το τί είναι νόμιμο και τι όχι[3]: η εξουσία είναι προϊόν διαλόγου, ενώ η βία είναι μορφή επιβολής και κυριαρχίας.
Αυτό φυσικά ισχύει ακόμη και κατά τις επαναστατικές περιόδους, κατά τις οποίες οι υπερασπιστές της κατεστημένης τάξης αγωνίζονται με όλα τα μέσα για να καταπνίξουν το κίνημα. Αν εξαιρέσουμε την αμυντική βία στην οποία ίσως αναγκαστούν να προσφύγουν οι άνθρωποι προκειμένου να προστατευθούν από την αντεπίθεση του καθεστώτος[4], το σημαντικό σε μια επανάσταση, αυτό που την κάνει να είναι επανάσταση, μια προσπάθεια δηλαδή συνειδητής αλλαγής του υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος, κι όχι απλώς ένα ξέσπασμα ταραχών και βίας, είναι η προσπάθεια δημιουργίας νέων και δημοκρατικών θεσμών και οργάνων εξουσίας. Η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος δεν έρχεται διά της «υλικής» του ανατροπής, όπως μας λένε οι παραδοσιακές ιδεολογίες, αλλά μέσω της άρνησης των ανθρώπων να συνεχίζουν να κάνουν τους θεσμούς και τις δομές του να λειτουργούν, θεσμίζοντας τους δικούς τους, δημοκρατικούς θεσμούς. Ουσία της επανάστασης είναι η δημιουργία, όχι η βία: η δημιουργία των Townhall Meetings και της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Αμερικανικής Επανάστασης, η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και οι Τομείς του Παρισιού στη Γαλλική Επανάσταση, η Κομμούνα το 1871, τα Σοβιέτ στη Ρωσία το 1905 και το 1917, οι εργοστασιακές επιτροπές στην Ισπανική Επανάσταση, τα εργατικά συμβούλια της Ουγγρικής Επανάστασης και ούτω καθεξής. Ακόμη και το καθεαυτό καταστροφικό κομμάτι της επανάστασης, η καταστροφή δηλαδή των παραδοσιακών θεσμών και των σημασιών/αξιών που τους υποβαστάζουν και ενσαρκώνονται σ’ αυτούς, εμπεριέχεται στο πρόταγμα της αντικατάστασής τους, μέσω της απελευθέρωσης της καταπιεσμένης δημιουργικότητας των ανθρώπων.
Όλα αυτά βέβαια συγκαλύπτονται απ’ τις παραδοσιακές επαναστατικές θεωρίες (μαρξισμός και αναρχισμός), καθώς, αδυνατώντας να σπάσουν τα παραδοσιακά σχήματα υπό τα οποία νοήθηκε μέχρι τώρα η πολιτική πράξη, ταυτίζουν κι αυτές τη δύναμη με τη βία. Ξεχνούν ότι η δύναμη των ανθρώπων προέρχεται από τη θέσμιση δημοκρατικών θεσμών και τη συμμετοχή της κοινωνίας σε αυτούς και όχι απ’ τη χρήση της βίας η οποία αντιθέτως καταστρέφει τη δύναμη[5]. Η περίφημη φράση του Προέδρου Μάο -του οποίου οι διάδοχοι είναι σύμμαχοι της βιρμανικής Χούντας- σύμφωνα με την οποία «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της βασικής ιδέας κάθε ολιγαρχικού συστήματος αντίληψης της πολιτικής και της κοινωνίας. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η δημιουργία θεσμών που θα επιτρέπουν σε όλους τους ανθρώπους να συμμετέχουν στην άσκηση και τη διαμόρφωση της εξουσίας, αλλά ο πόλεμος μεταξύ των γραφειοκρατικών ομάδων για το ποια θα έχει την κυριαρχία επί της κοινωνίας: διώξαμε τον αυτοκράτορα ή τον τσάρο για να φέρουμε το Μάο, το Λένιν και το Στάλιν.
Μιας και επεκταθήκαμε όμως και μιλήσαμε για τη σημασία της μη βίας, μπορούμε να ανοίξουμε –ακόμη- μια παρένθεση και να πούμε ότι η τακτική της μη βίας δεν ενδείκνυται μόνο για περιόδους επαναστατικών συνθηκών –που, κρίνοντας απ’ τη σημερινή κατάσταση, δε βλέπουμε να ξαναζούμε-, αλλά οφείλει να αποτελεί τον τρόπο δράσης ενός δημοκρατικού κινήματος σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται για την ιδέα της ειρηνικής πολιτικής ανυπακοής που επεξεργάστηκε ο David Thoreau στην περίφημη ομιλία του «Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του ατόμου απέναντι στην κυβέρνηση» (1848 –κυκλοφόσησε έκτοτε ως «Η πολτική ανυπακοή») και η οποία επηρέασε μεταξύ άλλων τον Γκάντι και τον Martin Luther King. Απέναντι σε νόμους του κράτους και αποφάσεις της βουλής τις οποίες θεωρούμε άδικες και γενικώς απαράδεκτες[6] οφείλουμε να προπαγανδίζουμε τη μη τήρησή τους, με στόχο την έμπρακτη μη εφαρμογή τους. Το πρόβλημα βέβαια που τίθεται σήμερα –και ειδικά εδώ στην Ελλάδα- είναι ότι η κοινωνία μικροαστικοποιείται όλο και περισσότερο κι έτσι κανείς δεν φαίνεται πια πρόθυμος να προβεί σε πράξεις που ίσως να έθεταν σε κίνδυνο το στενά ατομικό του, από πρακτικής απόψεως, συμφέρον. Αν αυτό το πρόβλημα το αντιμετώπιζε ο Thoreau πριν από ενάμιση αιώνα στην Αμερική, φανταστείτε τι γίνεται σήμερα που οι άνθρωποι έχουν παραδοθεί σε μια απάθεια άνευ προηγουμένου.
Κλείνοντας την παρένθεση, αλλά και το κείμενο, πρέπει να σταθούμε σ’ ένα ακόμη σημείο. Πρέπει να καταγγείλουμε την υποκριτική στάση των διάφορων «φιλελεύθερων», είτε κυβερνήσεων είτε απλών πολιτών, οι οποίοι, ενώ στην προκείμενη περίπτωση μόνο που δεν πήραν τα όπλα για να υποστηρίξουν την πτώση της Χούντας της Βιρμανίας, σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογων καθεστώτων, δεν λένε τίποτε. Και καλά, οι διάφορες κυβερνήσεις - όπως αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία δεν λέει τίποτε, πχ, για το καθεστώς της συμμάχου της Σαουδικής Αραβίας-, δικαιολογούνται, καθώς αυτή είναι η δουλειά τους. Οι πολίτες όμως των δυτικών κοινωνιών, αποκηρύσσοντας το ένδοξο παρελθόν τους, είναι δυνατόν να κάνουν τις ίδιες χυδαιότητες; Λες και το θέμα είναι να πέσει η Χούντα στη Βιρμανία για να μπορέσουν επιτέλους οι κάτοικοί της να αποβλακωθούν με όλες τους τις ανέσεις από το καταναλωτικό όργιο που είναι η σύγχρονη δυτική κουλτούρα.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην καταγγείλουμε την αθεράπευτη βλακεία των αριστεριστικών και αναρχικών κύκλων. Η θέση τους στο συγκεκριμένο ζήτημα, που συνοψίζεται στον συλλογισμό: η εξέγερση είναι υποκινούμενη από τους «Αμερικάνους», επειδή το καθεστώς της Μιανμάρ (όπως ονομάζουν τη χώρα οι ίδιοι οι δικτάτορες) είναι στη ζώνη επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας[7], αποδεικνύει ακόμη και στους πιο δύσπιστους τον απολύτως αντιδραστικό πλέον ρόλο των εν λόγω πολιτικών τάσεων. Τα επαναστατικά στοιχεία του μαρξισμού και του αναρχισμού που ενέπνευσαν στο παρελθόν τόσα και τόσα κινήματα χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια απ’ τους διάφορους τσαρλατάνους για να δικαιώσουν τη βία, την καταστολή και την κυριαρχία κάθε λογής δικτάτορα και δημαγωγού (Κάστρο, Σαντάμ, Τσάβεζ, Νασράλα, Μουλά Ομάρ κλπ).
[1] Βλ. το κείμενό μας «Για τον πόλεμο στο Λίβανο και για τον πόλεμο γενικώς» στο παρόν μπλογκ.
[2] Αυτή ακριβώς είναι η σημασία της περίφημης φράσης του Περικλή στον Επιτάφιο : «σαν πολίτες είναι από εσωτερικό σεβασμό (διά δέος) που δεν παρανομούμε, στους άρχοντές μας κάθε φορά πειθαρχικοί και στους νόμους» (Θουκυδίδης, ΙΙ, 37). Εννοείται ότι εν προκειμένω «οι άρχοντες», όπως μεταφράζει το εν αρχή όντες ο Κακριδής, είναι οι πολίτες της Αθήνας που έπαιρναν κληρωτά τα αξιώματα και ήταν άμεσα ανακλητοί. Καμία απολύτως σχέση με ό,τι έχει καταλήξει να σημαίνει σήμερα η λέξη.
[3] Η λέξη εξουσία είναι ομόριζη με το αρχαιοελληνικό ρήμα έξεστι που σημαίνει «επιτρέπεται, είναι δυνατό».
[4] Φυσικά, λέγοντας «αμυντική βία» δεν εννοούμε τις σφαγές που διέπραξε ο λαός του Παρισιού, τον Σεπτέμβριο του 1792, όταν, φοβούμενος μια πιθανή αντεπαναστατική συνωμοσία, εισέβαλε στις φυλακές και προέβη σ’ ένα ωραιότατο μακελειό. Αναφερόμαστε, αντίθετα, σε κινήσεις στοιχειώδους άμυνας που πολλές φορές οι επαναστατημένες μάζες πρέπει να κάνουν, αν δε θέλουν να τις θερίσουν τα στρατεύματα του καθεστώτος: όπως έγινε με τη σφαγή των Κομμουνάρων του 1871 απ’ τον Θιέρσο, όπως έγινε κατά την Επανάσταση του 1905 από την αστυνομία του τσάρου κι όπως έγινε και κατά την προηγούμενη εξέγερση του λαού της Βιρμανίας, την οποία ακολούθησε η κτηνώδης καταστολή από την πλευρά του καθεστώτος –όπως έγινε και στην Κίνα, κατά τα γεγονότα της Τιενανμέν.
[5] Βλ. το έργο της Hannah Arendt Περί βίας.
[6] Για όλα τα σχετικά ζητήματα βλ. το κείμενό μας «Η στάση της αυτονομίας απέναντι στον φιλελευθερισμό» στο παρόν μπλογκ.
[7] Βλ. τι λέει το indymedia της Αθήνας επί του θέματος: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=773198 . Το εν λόγω άρθρο εκφράζει τις θέσεις του indymedia, καθώς υπάρχει παραπομπή σε αυτό στην κεντρική σελίδα.
Wednesday, 3 October 2007
Περί κ/Καμμένων και οικολογίας
Αν δε θέλουμε να είμαστε τυφλοί –πράγμα που φυσικά είναι δικαίωμα του καθενός-, δε μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι όλη αυτή η φιλοοικολογική στροφή που βλέπουμε να είναι ακόμη εν εξελίξει, αποτελεί, κατά μέγα μέρος, έκφραση του σύγχρονου lifestyle το οποίο, ως τέτοιο, μπορεί να αφομοιώνει δίχως κανένα πρόβλημα τα πάντα: εδώ και 3 δεκαετίες κάθε αξία –καλή ή κακή- έχει χρεοκοπήσει, οι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν νόημα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία κι έτσι πιάνονται απ’ όποια περιστασιακή μόδα βρουν εύκαιρη, μπας και καταφέρουν –μάταια ως επί το πλείστον- να δοθούν σε κάτι και να γεμίσουν το κενό νοήματος που τους γονατίζει. Η οικολογία είναι προνομιακό πεδίο ανάδυσης του εν λόγω τρόπου συμπεριφοράς. Όταν δεν συνδέεται με τα ουσιώδη πολιτικά προβλήματα, μπορεί κάλλιστα να αποτελεί βασικό συστατικό του «ψαγμένου», «εναλλακτικού» και «ευαισθητοποιημένου» μικροαστού που συνιστά τον τύπο ανθρώπου της σύγχρονης κοινωνίας: πρόκειται για την αντικατάσταση της πολιτικής από τις ΜΚΟ[1]. Ειδικότερα μάλιστα εδώ στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει η παραμικρή δημοκρατική πολιτική παράδοση, όλα τα ζητήματα, ακόμη και τα πιο εξόφθαλμα πολιτικά, διαστρέφονται ως προς τη σημασία τους και μετατρέπονται σε λαϊκισμό και φιλανθρωπία. Η αντίδραση των ανθρώπων, εδώ στην Ελλάδα, απέναντι στην ομολογουμένως πρωτοφανή καταστροφή της Πελοποννήσου ήταν σαν αυτή των ευρωπαίων Χριστιανών απέναντι στον «Μαύρο Θάνατο» του 1348 και στον περίφημο σεισμό της Λισσαβόνας του 1755: σοκ, δέος και η αίσθηση ότι μας τιμωρεί ο Θεός για τις αμαρτίες μας. Στα πλαίσια ακριβώς αυτού του ασυνείδητου αισθήματος ενοχής είναι που πρέπει να κατανοήσουμε τη στροφή όλων αυτών των μέχρι πρότινος απολίτικων ανθρώπων προς την οικολογία.
Ξεκαθαρίζουμε ότι από την άποψη της υποστήριξης συγκεκριμένων αιτημάτων όπως επίσης και απ’ αυτήν της διάδοσης μιας στοιχειώδους ευαισθησίας απέναντι στο περιβάλλον και τη φύση αυτή η εξέλιξη είναι θετική. Εμείς όμως, ως επαναστατική ομάδα, οφείλουμε να διαυγάσουμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας και να του ασκήσουμε την απαραίτητη κριτική. Η κριτική αυτή έγκειται στο ότι, ακριβώς εξαιτίας του lifestyle και «ψυχαναλυτικού» χαρακτήρα της φιλοοικολογικής στροφής, το περιεχόμενό της, από άποψη θέσεων και ιδεών, είναι εντελώς συγκεχυμένο και ασυνάρτητο, σε βαθμό που φτάνει να παραβλέπει ακόμη και πράγματα αυτονόητα. Αυτό που γενικώς κυκλοφορεί τώρα τελευταία ως οικολογία είναι ως επί το πλείστον μια «φιλοπεριβαλλοντολογία», κάτι αντίστοιχο δηλαδή της φιλανθρωπίας: ό,τι είναι αυτή η τελευταία σε σχέση με την πολιτική, είναι και η φιλοπεριβαλλοντολογία για την οικολογία. Όπως και στην περίπτωση της φιλανθρωπίας, το πρόβλημα δεν είναι η φιλοπεριβαλλοντολογία αυτή καθεαυτή, αλλά το γεγονός πως –εν προκειμένω- χρησιμεύει στο να συγκαλύπτει τα πραγματικά πολιτικά προβλήματα. Γιατί φυσικά το οικολογικό πρόβλημα είναι πρόβλημα ουσιωδώς πολιτικό : έχει να κάνει με το είδος της κοινωνίας που θέλουμε[2]. Θέλουμε δηλαδή μια κοινωνία όπου οι βασικές ενασχολήσεις των ανθρώπων είναι η κατανάλωση και ο τηλεοπτικός αυνανισμός και στην οποία κάνουν κουμάντο οι δημαγωγοί, οι γραφειοκρατικές μαφίες και οι συμμορίες των ξεσαλωμένων καπιταλιστών; Ή μια κοινωνία ελεύθερη και δημοκρατική, όπου ο καταναλωτισμός και το οικονομικό στοιχείο, ως κεντρικές αξίες/σημασίες, θα έχουν καταστραφεί; Θέλουμε μια κοινωνία όπου η οικονομία είναι το παν, τόσο σε πρακτικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο, ή μια κοινωνία όπου το βασικό πάθος των ανθρώπων δεν είναι η καλοπέραση αλλά η ελευθερία και η δημιουργικότητα; Διότι, είναι προφανές ότι μια κοινωνία που ασχολείται μόνο με την καλοπέραση και τα πάρτι της είναι εξορισμού αντιοικολογική: αφενός διότι η παραγωγή των καταναλωτικών αντικειμένων (ρούχα, κινητά τηλέφωνα, αυτοκίνητα και άλλα σκουπίδια) προϋποθέτει την ύπαρξη μαζικής βιομηχανίας, της κερδοσκοπίας –του καπιταλιστικού τρόπου σκέψης και οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας εν ολίγοις, και αφετέρου επειδή, ακριβώς λόγω της αδιαφορίας της για την πολιτική, αφήνει ελεύθερα τα χέρια στους φανφαρόνους των φιλελεύθερων ολιγαρχιών[3] να κάνουν ό,τι θέλουν.
Είναι προφανές ότι η άποψη που περιστέλλει το οικολογικό πρόβλημα στα «καμένα» και στους καταπατητές δεν ξέρει τι λέει. Μπροστά στην άνευ προηγουμένου καταστροφή του περιβάλλοντος που έχει προκαλέσει ο καπιταλισμός εδώ και 2 αιώνες –με τη βοήθεια, για 80 χρόνια της κομμουνιστικής του πτέρυγας-, τα καμένα είναι απλώς μια παρανυχίδα. Εδώ κοντεύουν να λιώσουν οι Πόλοι κι εμείς καθόμαστε κι ασχολούμαστε με την Πελοπόννησο. Όχι ότι η αποτέφρωση της μισής Πελοποννήσου δεν αποτελεί πρόβλημα, ακόμη κι από αισθητική/φυσιολατρική άποψη να το δει κανείς. Το να προσπαθούμε όμως να προσεγγίσουμε το οικολογικό πρόβλημα αποκλειστικά μέσω αυτής αποτελεί ένδειξη επαρχιωτισμού, έλλειψης πολιτικής σκέψης και –φυσικά- υφέρποντος εθνικισμού: η Ελλάς είναι ο ομφαλός του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι αντιλήψεις οδηγούν σε αστείες ερμηνείες ακόμη και του καθαρά ελληνικού προβλήματος.
Διότι για τα καμένα δε φταίνε ούτε οι οικοπεδοφάγοι, ούτε οι μεγαλοξενοδόχοι. Δε λέμε ότι δεν υπάρχουν κι αυτοί. Λέμε απλώς ότι σε μια χώρα της οποίας τα δάση καίγονται ασταμάτητα, εδώ και τριάντα χρόνια, μέχρι να μη μείνει τίποτε, φταίει μάλλον η μαλακία που δέρνει τους πολίτες της. Είναι αυτονόητο ότι μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο οι οικοπεδοφάγοι κι οι καταπατητές θα σπεύσουν να επωφεληθούν –αυτή είναι η δουλειά τους. Το πρόβλημα εδώ στην Ελλάδα έγκειται στη χυδαιότητα της νεοελληνικής νοοτροπίας : στην παντελή έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής συνείδησης και στην –συνακόλουθη- πλήρη αδιαφορία για τα κοινά ζητήματα, ακόμη και σε επίπεδο στοιχειώδους εθελοντισμού. Ο κάφρος που πετά τα μπάζα του στα ρέματα και πάει για μπάνιο αφήνοντας τα σκουπίδια του, αυτός που πετά τον φραπέ απ’ το κατάστρωμα του πλοίου και ψηφίζει Μπουχέσα (=Κωστάκη), Καμμένο και Κήτος (=Βενιζέλο), ο χωριάτης που καίει τα χόρτα του χωρίς να σκέφτεται –να ποιος φταίει για τα καμμένα. Όλα τα άλλα είναι υπεκφυγές. Και μην ακούσουμε τις συνήθεις αηδίες περί της «ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού»: σε μια χώρα ανίκανων είναι επόμενο το Κράτος της να είναι κι αυτό ανίκανο, εκτός κι αν θεωρούμε όπως οι αναρχικοί ότι το Κράτος είναι κάτι που μας έρχεται απ’ το διάστημα, ένα ον ριζικά ξένο προς την κοινωνία, κι όχι ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός που δημιουργείται και στελεχώνεται απ’ την ίδια την κοινωνία. Φωτιές μπαίνουν και στο εξωτερικό. Γιατί όμως εκεί σβήνονται πιο γρήγορα και είναι και λιγότερο συχνές; Διότι εκεί οι άνθρωποι είναι σοβαρότεροι, τόσο σε επίπεδο Κράτους όσο και σε επίπεδο πολιτών. Επίσης εκεί οι άνθρωποι δεν τα περιμένουν όλα έτοιμα απ’ το Κράτος: είναι οργανωμένοι σε εθελοντική βάση και μπορούν να βοηθηθούν μόνοι τους. Όλα αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τον νεοέλληνα που χτίζει μ/χεζονέτες και κάνει τα παιδιά του μαριονέτες…
Συμπέρασμα: για το οικολογικό πρόβλημα φταίει η απάθεια των σύγχρονων κοινωνιών οι οποίες έχουν παραδοθεί πλήρως στο καπιταλιστικό φαντασιακό του καταναλωτισμού, της ανάπτυξης και της λατρείας του οικονομικού στοιχείου. Το ίδιο ισχύει και στην ελληνική περίπτωση με τη μόνη διαφορά ότι εδώ, στη γενική απάθεια που επικρατεί, πρέπει να προσθέσουμε και την ιδιαίτερη νεοελληνική νοοτροπία που μόλις περιγράψαμε. Κατά συνέπεια: η μόνη λύση στο οικολογικό πρόβλημα είναι η κατάργηση του καπιταλισμού και των πολιτευμάτων της φιλελεύθερης –και λοιπής (Κίνα, Βιρμανία, Κούβα κλπ)- ολιγαρχίας και η δημιουργία μιας κοινωνίας αυτόνομης και δημοκρατικής.
[1] Εδώ βέβαια οφείλουμε να κάνουμε μια διάκριση. Υπάρχουν δύο ειδών ΜΚΟ: οι καθαρά απολίτικες όπως πχ το WWF και αυτές που διατηρούν κάποια, ελάχιστη –εντελώς δυσδιάκριτη- σχέση με την πολιτική όπως είναι η Διεθνής Αμνηστία ή η Greenpeace –τουλάχιστον στο ξεκίνημά της.
[3] Τα σύγχρονα δυτικά καθεστώτα είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Όποιος τις αποκαλεί «δημοκρατίες» είναι απατεώνας, είτε το ξέρει είτε όχι.